Ο μύθος της Αλκυόνης στην τέχνη

Σήμερα από μια σύντομη κουβέντα που είχαμε με κάποιους φίλους στο ομιλητήριο, θυμήθηκα τον μύθο της Αλκυόνης, που πάντα τον έβρισκα γοητευτικό. Ο μύθος αυτός "εξηγεί" το φαινόμενο των αλκυονίδων ημερών, που παρατηρείται προς το τέλος του Ιανουαρίου.

Ο μύθος λέει τα εξής:

Ο βασιλιάς της θεσσαλικής πόλης Τραχίνας Κήυκας, όταν αποφάσισε να παντρευτεί, πήρε για γυναίκα του την Αλκυόνη, κόρη του θεού των ανέμων Αίολου. Τόση ήταν η αγάπη τους και τόσο ευτυχισμένοι ζούσαν στο βασίλειό τους, που άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Δίας και Ήρα. Είχαν μάλιστα την απαίτηση να τους φωνάζουν και οι άλλοι έτσι.

Αυτά τα πράγματα, όμως ως γνωστόν, ο Δίας δεν τα σηκώνει :ρ Οργίστηκε και θέλησε να τους τιμωρήσει για την αλαζονεία τους. Έτσι, όταν ο Κήυκας έπλεε μια μέρα με το καράβι του, ο Δίας του έστειλε μια φοβερή καταιγίδα, που έκανε το καράβι του κομμάτια.

Η Αλκυόνη πήγε στο ακρογιάλι και τον περίμενε θρηνώντας. Κι επειδή πέρασαν μέρες και ο θρήνος δεν σταματούσε, ο Δίας τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πουλί, την αλκυόνα, ένα θαλασσοπούλι που γεννάει κάθε Γενάρη τα αυγά του στο ακρογιάλι. Και πάλι, επειδή ο Δίας τη λυπάται, κάθε Γενάρη κάνει τους ανέμους να κοπάσουν, για να μπορέσει η αλκυόνα να κλωσήσει τα αυγά της.


Ο μύθος αυτός, όπως συμβαίνει συνήθως με τους ωραίους μύθους, έχει εμπνεύσει κατά καιρούς διάφορους καλλιτέχνες:

- Στη μουσική έχουμε όπερα με τον τίτλο Alcyone (1706), του Γάλλου συνθέτη Marin Marais.

- Στη ζωγραφική ανακάλυψα δύο πίνακες:


Eckersberg, C.W. : Alcyone by the Sea, Episode from Ovid: Metamorphoses. (1813)


Herbert James Drape: Halcyone (1915)

- Στη λογοτεχνία έχω συναντήσει τον μύθο, πανέμορφα ειπωμένο και δεμένο με την πλοκή, στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, Ελένη, ή ο Κανένας:

Γενάρη μήνα, η θάλασσα ήταν ήσυχη. Το κορίτσι σκέφτηκε ότι, καθώς έλεγαν, κάθε χρόνο μέσα στην κάλμα του Γενάρη έρχεται μια γυναίκα με φτερά και ράμφος, και γεννά τα αυγά της στο ακρογιάλι. Έσκυψε πιο πολύ, τεντώνοντας το φόρεμα που της έσφιγγε τη μέση. Γκρίζα, κάτασπρα και φαιά τα βότσαλα. Μπορούσε να ορκιστεί πως είδε ανάμεσά τους τα μικρά αυγά. Σκέφτηκε πως ίσως τα παραμύθια μπορούν να απορροφούνται από την ύλη και το φως του τόπου που τα φτιάχνει, σαν την πληγή από το λαβωμένο σώμα.


Είμαι σίγουρη ότι ο μύθος υπάρχει και αλλού, σε παραμύθια ίσως ή σε δημοτικά τραγούδια, αλλά ακόμα δεν κατάφερα να τα εντοπίσω. Εσείς τον έχετε συναντήσει πουθενά;
 
Ο μύθος της Αλκυόνης και του Κήυκα καταλαμβάνει ένα μεγάλο επεισόδιο στο 11ο βιβλίο των Μεταμορφώσεων του Οβιδίου. Στην εκδοχή του Οβιδίου, ο Κήυξ και η Αλκυόνη δεν αυτοαποκαλούνται Δίας και Ήρα, ούτε είναι αλαζόνες. Ο Κήυξ αποφασίζει να κάνει ένα μακρινό ταξίδι στην Κλάρο για να συμβουλευτεί το μαντείο του Απόλλωνα σχετικά με τη μεταμόρφωση του αδελφού του, Δαιδαλίωνα, σε γεράκι. Η Αλκυόνη τον παρακαλά να μη φύγει, γιατί έχει κακό προαίσθημα, και όταν αποτυγχάνει να τον πείσει, τον παρακαλά να την πάρει μαζί του. Εκείνος αρνείται αλλά της υπόσχεται να γυρίσει πριν τη δεύτερη πανσέληνο. Στο μέσο του ταξιδιού όμως πέφτουν σε καταιγίδα και τελικά πνίγεται. Η Αλκυόνη δε γνωρίζει τίποτα για τον πνιγμό του άντρα της και προσεύχεται καθημερινά στην Ήρα για να γυρίσει πίσω σώος ο άντρας της. Η Ήρα, επειδή δεν επιθυμεί ικεσίες για έναν πεθαμένο, στέλνει την Ίριδα στο Μορφέα με την εντολή να επισκεφτεί την Αλκυόνη στον ύπνο της και να της αποκαλύψει την αλήθεια. Ο Μορφέας επισκέπτεται την Αλκυόνη, παίρνοντας τη μορφή του πνιγμένου άντρα της, και της φανερώνει το θάνατό του. Εκείνη μέσα στη δυστυχία της πηγαίνει στην ακρογιαλιά, το μέρος που είδε τελευταία φορά τον αγαπημένο της, και ανακαλύπτει το νεκρό του σώμα. Η Αλκυόνη θρηνεί και τη στιγμή που πηδάει από τα βράχια για να συναντήσει τον Κήυκα, μεταμορφώνεται σε πουλί.

Για μένα είναι από τις πιο δραματικές ιστορίες των Μεταμορφώσεων, και μια αποθέωση του έρωτα μεταξύ δυο ανθρώπων. Όταν ο Κήυκας βλέπει το θάνατό του να πλησιάζει δε σκέφτεται τίποτα, μόνο την αγαπημένη του.

subeunt illi fraterque parensque,
huic cum pignoribus domus et quodcunque relictum est;
Alcyone Ceyca movet, Ceycis in ore
nulla nisi Alcyone est et, cum desideret unam,
gaudet abesse tamen;


Άλλος θυμάται τον αδελφό και τους γονείς του,
άλλος το σπίτι και τα παιδιά του και ό,τι άφησε πίσω του.
Ο Κήυκας σκέφτεται την Αλκυόνη, στο στόμα του Κήυκα
υπάρχει μόνο η Αλκυόνη και, ενώ μόνο εκείνη επιθυμεί,
χαίρεται που είναι μακριά


και ο θρήνος της Αλκυόνης, μόλις συνειδητοποιεί την αλήθεια, είναι εξίσου συνταρακτικός.

nulla est Alcyone, nulla est' ait. 'occidit una
cum Ceyce suo. solantia tollite verba! [...]

sed neque pugnabo nec te, miserande, relinquam
et tibi nunc saltem veniam comes, inque sepulcro
si non urna, tamen iunget nos littera: si non
ossibus ossa meis, at nomen nomine tangam.


Τίποτα δεν είναι η Αλκυόνη, τίποτα δεν είναι. Χάθηκε μόνη
μαζί με τον Κήυκά της. Πάψτε τα λόγια παρηγοριάς! [...]

Αλλά ούτε θα αγωνιστώ, ούτε θα σε αφήσω, δυστυχισμένε,
και τώρα σύντροφός σου θα έρθω, κι αν στο μνήμα
δεν ενωθούν οι στάχτες μας, τότε θα ενωθούν τα γράμματα, κι αν όχι
τα κόκαλα σου με τα κόκαλά μου, θα ενωθεί το όνομά σου με το όνομά μου.

 
Top