Sword of the Third Young Master - Gu Long (Το ξίφος του Τρίτου Νεαρού Άρχοντα)

Το ξίφος του Τρίτου Νεαρού Άρχοντα


Λίγα λόγια για το έργο και τον συγγραφέα

O Gu Long (7 June 1938 – 21 September 1985) ήταν Κινέζος συγγραφέας που έγραφε Wuxia ιστορίες, δηλαδή βιβλία σχετικά με ξιφομάχους. Η γραφή του είναι απλή αλλά και ποιητική. Οι προτάσεις του σύντομες και κυρίως διάλογοι μεταξύ χαρακτήρων, σαν να είναι θεατρικό έργο. Επηρεασμένος από τον James Bond, τα βιβλία τα έχουν μυστηριώδης πλοκή και πολλές ανατροπές ενώ μερικές φορές θυμίζουν και αστυνομικά μυθιστορήματα.

Το "Το ξίφος του Τρίτου Νεαρού Άρχοντα" δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από τον Ιούνιο του 1975 ως τον Μάρτιο του 1976. Το θέμα της ιστορίας έχει να κάνει με τον καλύτερο ξιφομάχο στον κόσμο, τον Ξιέ Ξιαοφένγκ, τον Τρίτο Νεαρό Άρχοντα και Θεό του Ξίφους, καθώς και με τον αντίπαλο του Γιαν Σισάν.

Κεφάλαιο 1: Ένα ξίφος διαπερνά την Καρδιά

Η αύρα του ξίφους σαρώνει 30.000 μίλια.
Η λάμψη του ξίφους φέρνει ρίγος σε δεκαεννέα ηπείρους.


Τέλη Φθινοπώρου,

Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν εξαιτίας του ανέμου. Η δύση του ηλίου γέμιζε τον ουρανό.

Κάτω από τα δέντρα καθόταν ένας άνδρας. Έμοιαζε σαν να ήταν ένα με το φθινοπωρινό τοπίο της απέραντης γης.

Επειδή ήταν πολύ ήσυχος.
Επειδή ήταν πολύ ψυχρός.

Πέρα από αυτή την ψυχρή του αδιαφορία και κούραση, υπήρχε η αύρα ενός δολοφόνου.

Ήταν κουρασμένος. Ίσως γιατί είχε σκοτώσει πάρα πολλούς. Ίσως και μερικούς που δεν θα έπρεπε να είχε σκοτώσει. Σκότωνε μόνο γιατί δεν είχε άλλη επιλογή.

* * *

Κρατούσε μια θήκη ξίφους στα χέρια του. Η θήκη ήταν φτιαγμένη από δέρμα βόρειου φιδιού με ένα χρυσό στόμιο και ήταν διακοσμημένη με δεκατρία μεγάλα μαργαριτάρια. Μέσα στην θήκη υπήρχε ένα μακρύ ξίφος.

Στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών, δεν υπήρχαν πολλοί που δεν αναγνώριζαν αυτό το ξίφος και ακόμα λιγότεροι που δεν ήξεραν αυτόν τον άνδρα.

Αυτός ο άνδρας και το ξίφος του ήταν διάσημοι στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών από τότε που ήταν δεκαεφτά ετών. Τώρα πλησίαζε την μέση ηλικία. Δεν μπορούσε πλέον να αφήσει το ξίφος του και να ζήσει ειρηνικά. Ούτε οι άλλοι θα τον άφηναν να κάνει κάτι τέτοιο.

Όταν θα άφηνε το ξίφος του, η ζωή του θα είχε τελειώσει.

Η φήμη είναι, μερικές φορές, σαν μια αποσκευή. Μια αποσκευή που δεν μπορείς ποτέ να ξεφορτωθείς.

“Στις 19 Σεπτεμβρίου, στις 7 μμ, στον αρχαίο δρόμο έξω από την πόλη Λουό Γιανγκ, κάτω από το παλιό δέντρο έλα και φέρε μαζί σου το ξίφος σου.”

Ηλιοβασίλεμα

Ο Φθινοπωρινός ήλιος είχε δύσει και τα φύλλα των δέντρων έπεφταν και κυμάτιζαν στον αέρα.

Στον αρχαίο δρόμο, κάποιος ερχόταν με μεγάλα βήματα. Ήταν ντυμένος με νέα και πανάκριβα ρούχα. Είχε ένα χλωμό πρόσωπο και ένα μακρύ ξίφος κρεμόταν διαγώνια πίσω από τον ώμο του. Τα μάτια του ήταν σαν σπαθιά που είχαν βγει από τα θηκάρια τους. Και κοιτούσαν το ξίφος κάτω από το δέντρο.

Τα βήματα του ήταν σταθερά, αλλά περπατούσε γρήγορα. Σταμάτησε δύο μέτρα μακριά και ξαφνικά ρώτησε, «Είσαι ο Γιαν Σισάν; »

«Ναι.»

«Το ‘Δολοφονικό Ξίφος των Δεκατριών Μαργαριταριών’ που κρατάς είναι ανίκητο; »

«Όχι απαραίτητα.»

Αυτός ο άντρας γέλασε. Γέλασε χλευαστικά και χωρίς κάποιο συναίσθημα και είπε, «Είμαι ο Γκάο Τόνγκ». Ο Ένα ξίφος διαπερνά την καρδιά’ Γκάο Τόνγκ.

«Το ξέρω», απάντησε ο Γιαν Σισάν.

«Εσύ μου ζήτησες να συναντηθούμε εδώ;»

«Ξέρω ότι με ψάχνεις.»

«Έχεις δίκιο. Σε ψάχνω για να σε σκοτώσω.»

Ο Γιαν Σισάν είπε ψυχρά, «Δεν είσαι ο μόνος που θέλει να με σκοτώσει.»

Ο Γκάο Τόνγκ είπε, «Είναι επειδή είσαι πολύ διάσημος. Αν καταφέρω να σε σκοτώσω, θα γίνω κατευθείαν διάσημος.»

Γέλασε ψυχρά και συνέχισε, «Δεν είναι εύκολο να γίνει κανείς διάσημος στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών. Μόνο αυτός ο τρόπος είναι σχετικά εύκολος.»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Πολύ καλά.»

Ο Γκάο Τόνγκ είπε, «Τώρα είμαι εδώ μαζί με το ξίφος μου.»

«Ωραία»

«Που είναι η καρδιά σου;»

«Η καρδιά μου είναι ήδη νεκρή. »

«Τότε θα την σκοτώσω άλλη μία φορά. »

Η λάμψη του ξίφους έλαμψε και το ξίφος είχε ήδη βγει από το θηκάρι. Κατευθυνόταν προς την καρδιά του Γιαν Σισάν με την ταχύτητα του φωτός.

Ένα ξίφος θα διαπερνούσε την καρδιά.

Με αυτό το ένα ξίφος, είχε ήδη διαπεράσει αμέτρητες καρδιές. Αυτή θα έπρεπε να ήταν μια θανάσιμη κίνηση!

Αλλά, δεν κατάφερε να διαπεράσει την καρδιά του Γιαν Σισάν. Μόλις το ξίφος του κινήθηκε ενάντια στον εχθρό, ένιωσε κάτι κρύο στο λαιμό του.

Το ξίφος του Γιαν Σισάν διαπέρασε το λαιμό του.

Το ξίφος χώθηκε σε 4 εκατοστά βάθος.

Το ξίφος του Γκάο Τόνγκ έπεσε, αλλά ο ίδιος δεν ήταν ακόμη νεκρός.

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Ελπίζω να γνωρίζεις ότι το να είσαι διάσημος δεν είναι κάτι το ευχάριστο. »

Ο Γκάο Τόνγκ τον κοιτούσε, τα μάτια του είχαν βγει έξω.

Ο Γιαν Σισάν βαριεστημένα είπε, «Για αυτό, θα είσαι καλύτερα νεκρός.»

Έβγαλε το ξίφος του από τον λαιμό του Γκάο Τόνγκ. Το έβγαζε πολύ αργά ώστε το φρέσκο αίμα να μη λερώσει το σώμα του.

Ήταν αρκετά εξοικειωμένος με αυτό. Αν το αίμα λέρωνε τα ρούχα σου, θα ήταν πολύ δύσκολο να τα ξεβγάλεις.

- Δεν είναι ακόμη πιο δύσκολο να καθαρίσεις το αίμα στα χέρια σου;

* * *

Η χαραυγή έγινε ακόμη πιο σκοτεινή.

Το αίμα στο ξίφος είχε σταματήσει να στάζει.

Μόλις το ξίφος ήταν έτοιμο να ξαναμπεί στο θηκάρι του, τέσσερα άτομα εμφανίστηκαν στην χαραυγή.

Τέσσερα άτομα, τέσσερα ξίφη!

Τα τέσσερα άτομα ήταν ντυμένα με πολυτελέστατα ρούχα και είχαν πολύ επιβλητικούς τρόπους. Το μαλλί του μεγαλύτερου ήταν ήδη άσπρο. Ο νεαρότερος ήταν ακόμη νεανίας.

Ο Γιαν Σισάν δεν είχε ξαναδεί ποτέ αυτούς τους ανθρώπους, αλλά πάραυτα ήξερε ποιοι ήταν.

Ο γεροντότερος, ο Γκουανβάι Φειγίνγκ, ήταν διάσημος εδώ και σαράντα χρόνια. Είχε παραμείνει έξω από την Κίνα όλα αυτά τα χρόνια. Η στάση “Δεκατρία Μαχαιρώματα του Ιπτάμενου Αετού” που ο ίδιος είχε εφεύρει κυριαρχούσε στα σύνορα της Κίνας. Αυτή την φορά είχε έλθει στην Κίνα για να βρει τον Γιαν Σισάν. Δεν πίστευε ότι τα “Δεκατρία Μαχαιρώματα του Ιπτάμενου Αετού” ήταν λιγότερο δυνατά από το “Δολοφονικό Ξίφος των Δεκατριών Μαργαριταριών“ του Γιαν Σισάν.

Ο νεαρότερος ήταν ένας πολλά υποσχόμενος νεανίας που πρόσφατα είχε γίνει διάσημος στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών. Ήταν επίσης ο πιο διακεκριμένος μαθητής της Σχολής Ντιανγκάνγκ. Ήταν φυσικό ταλέντο και ήταν διατεθειμένος να αντέξει όλες τις κακουχίες. Μα η καρδιά του ήταν πολύ αδίστακτη. Για αυτό μόλις ένα χρόνο αφότου έκανε το όνομα του γνωστό, του έδωσαν το προσωνύμιο “Αδίστακτος Νεανίας” Τσάο Μπίνγκ.

Οι άλλοι δύο ήταν, φυσικά, επίσης αρκετά ικανοί δάσκαλοι. Η ξιφασκία του Τσίνγκ Φένγκ Τζιάν ήταν γρήγορη και απρόβλεπτη, το ξίφος του ήταν σαν τον άνεμο. Η ξιφασκία του “Σιδερένιο Σπαθί” Ζέν Σανσά ήταν σταθερή και έντονη. Για την ακρίβεια, το σπαθί του ζύγιζε 16,5 κιλά.

* * *

Ο Γιαν Σισάν ήξερε ποιοι ήταν. Για αυτό τους κάλεσε εδώ.

Τα μάτια και των τεσσάρων κοιτούσαν επίμονα αυτόν. Κανένας δεν έριξε ούτε μια ματιά στο πτώμα που κείτονταν στο έδαφος.

Δεν ήταν διατεθειμένοι να χάσουν το ηθικό τους πριν ακόμη επιτεθούν. Όποιος και αν κείτονταν νεκρός στο έδαφος, δεν είχε να κάνει τίποτα με αυτούς. Όσο ήταν ζωντανοί, δεν τους ενδιέφερε ποιος ήταν νεκρός και ποιος ζωντανός.

Ο Γιαν Σισάν χαμογέλασε. Χαμογελώντας ανιαρά είπε, «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλοι ήρθατε.»

Ο Γκουανβάι Φειγίνγκ ψυχρά είπε, «Νόμιζα ότι προσκάλεσες μόνος εμένα.»

Ο Γιαν Σισάν είπε αδιάφορα, «Αν μπορείς να κάνεις κάτι με την μία, γιατί να σπαταλάς περισσότερο χρόνο;»

Ο Τσάο Μπίνγκ τον διέκοψε, «Τέσσερις άνθρωποι ήρθαν, ποιος θα επιτεθεί πρώτος;»

Ήταν ανυπόμονος.

Ανυπόμονος να γίνει διάσημος και ανυπόμονος να σκοτώσει τον Γιαν Σισάν.

Ο “Σιδερένιο Σπαθί” Ζέν Σανσά πρότεινε, «Μπορούμε να παίξουμε πέτρα, ψαλίδι χαρτί. Ο νικητής θα πάει πρώτος.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Δεν είναι απαραίτητο.»

Ο “Σιδερένιο Σπαθί” Ζέν Σανσά ρώτησε, «Δεν είναι απαραίτητο;»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Μπορείτε να επιτεθείτε όλοι μαζί!»

Ο Γκουανβάι Φειγίνγκ θυμωμένος είπε, «Τι άνθρωποι νομίζεις ότι είμαστε; Πως μπορούμε πολλοί να επιτεθούμε σε έναν;»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Δεν είστε διατεθειμένοι;»

Γκουανβάι Φειγίνγκ απάντησε, «Φυσικά δεν είμαστε.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αλλά εγώ είμαι!»

Είχε ήδη τραβήξει το ξίφος του. Το ξίφος του έλαμψε σαν ένα ουράνια τόξο και κινήθηκε γρήγορα. Ξαφνικά, έλαμψε ταυτόχρονα μπροστά από τα μάτια και των τεσσάρων ανδρών.

Τώρα δεν είχαν άλλη επιλογή ακόμη και αν δεν ήθελαν. Και τα τέσσερα ξίφη τους βγήκαν από τα θηκάρια τους την ίδια στιγμή. Ο Τσάο Μπίνγκ ήταν ο πιο γρήγορος, ο πιο άγριος και ο πιο άκαρδος.

Ο Γκουανβάι Φειγίνγκ πήδηξε στον αέρα και επιτέθηκε προς τα κάτω. Τα “Δεκατρία Μαχαιρώματα του Ιπτάμενου Αετού” χρησιμοποιούσαν το ύψος για να επιτεθούν προς τα κάτω και την δύναμη για να υπερνικήσουν την αδυναμία. Δυστυχώς, ο αντίπαλος ήταν ακόμη πιο δυνατός.

Σε ριπή οφθαλμού, ο Τσάο Μπίνγκ είχε ήδη χρησιμοποιήσει εννέα στάσεις. Δεν έδινε καμία προσοχή στους άλλους, αλλά κοιτούσε μόνο τον Για Σισάν. Η μόνη του επιθυμία ήταν να πεθάνει αυτός ο άνδρας από το ξίφος του. Δυστυχώς, οι εννέα στάσεις ξιφασκίας του χτύπησαν μόνο κενό αέρα. Ο Γιαν Σισάν, που ήταν αρχικά μπροστά στα μάτια του, τώρα εξαφανίστηκε. Σταμάτησε και συνειδητοποίησε κάτι πολύ τρομακτικό.

Τρία ακόμη πτώματα κείτονταν στο έδαφος. Ο λαιμός του καθενός είχε μια τρύπα.

Ο Γκουανβάι Φειγίνγκ, ο Τσίνγκ Φένγκ Τζιάν και ο “Σιδερένιο Σπαθί” Ζέν Σανσά, αυτοί οι τρείς πρώτης κλάσεως ξιφομάχοι του Κόσμου των Πολεμικών Τεχνών, είχαν εν ριπή οφθαλμού σκοτωθεί από το ξίφος του Γιαν Σισάν.

Τα χέρια του Τσάο Μπίνγκ ήταν πιο κρύα και από τον πάγο. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε τον Γιαν Σισάν να κάθετε μακριά κάτω από το αρχαίο δέντρο.

Το δολοφονικό ξίφος είχε επιστρέψει στο θηκάρι του.

Ο Τσάο Μπίνγκ έσφιξε τα χέρια του και είπε, «Εσύ…»

Ο Γιαν Σισάν τον διέκοψε, «Δεν θέλω να σε σκοτώσω ακόμη.»

Ο Τσάο Μπίνγκ ρώτησε, «Γιατί;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Γιατί θέλω να σου δώσω άλλη μία ευκαιρία να με σκοτώσεις.»

Οι πράσινες φλέβες των χεριών του Τσάο Μπίνγκ είχαν διογκωθεί. Ήταν ιδρωμένο το μέτωπο του. Δεν μπορούσε να δεχτεί μια τέτοια ευκαιρία. Ήταν προσβολή. Πάραυτα, δεν ήθελε να απορρίψει μια τέτοια ευκαιρία.

Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Πήγανε πίσω και εξασκήσου στην ξιφασκία για τρία χρόνια, τότε έλα ξανά και σκότωσε με. »

Ο Τσάο Μπίνγκ έσφιγγε τα δόντια του.

Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Η ξιφασκία της Σχολής Ντιανγκάνγκ δεν είναι κακή. Όσο είσαι διατεθειμένος να εξασκηθείς, σίγουρα θα έχεις μια ευκαιρία.»

Ο Τσάο Μπίνγκ ξαφνικά ρώτησε, «Και τι θα κάνω αν σε αυτά τα τρία χρόνια έχεις ήδη σκοτωθεί από κάποιον άλλο;»

Ο Γιαν Σισάν χαμογέλασε, «Τότε σκότωσε αυτόν που σκότωσε εμένα.»

Ο Τσάο Μπίνγκ πικραμένος απάντησε, «Καλύτερα να προσέχεις και καλύτερα να μην πεθάνεις!»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αυτό ελπίζω και εγώ!»

* * *

Η χαραυγή γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Το σκοτάδι είχε καλύψει την γη.

Ο Γιαν Σισάν αργά γύρισε προς τα πίσω και κοίταξε προς το πιο σκοτεινό σημείο της νύχτας. Ξαφνικά είπε, «Είσαι καλά.»

Μετά από πολύ καιρό, υπήρξε πράγματι μια απάντηση απτό σκοτάδι., «Δεν είμαι καλά.»

Ήταν μια ψυχρή φωνή. Βραχνή αλλά και βαθιά. Ένας άντρας αναδύθηκε αργά από το σκοτάδι. Μαύρα ρούχα, μαύρο μαλλί, μαύρη θήκη ξίφους. Ακόμη και το πρόσωπο του ήταν μαύρο σαν αν κουβαλούσε μια έκφραση θανάτου. Μόνο τα δύο κατάμαυρα μάτια του έλαμπαν. Προχωρούσε πολύ αργά, αλλά όλο του το σώμα έμοιαζε να ήταν πολύ ελαφρύ. Ήταν σαν τα πόδια του να μην ακουμπούσαν καν το έδαφος. Σαν ένα φάντασμα της νύχτας.

Οι οφθαλμοί του Γιαν Σισάν ξαφνικά συνεστάλησαν. Ξαφνικά ρώτησε, «Κοράκι;»

«Ναι»

Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε βαθιά, «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τελικά συναντηθήκαμε.»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Το ότι συναντηθήκαμε δεν είναι καλό πράγμα.»

Πράγματι. Το κοράκι δεν είναι κίσσα. Σε κανέναν δεν αρέσει να βλέπει ένα κοράκι. Στα αρχαία χρόνια υπήρχε ένας θρύλος: η άφιξη ενός κορακιού έφερνε καταστροφή. Τι είδους καταστροφή θα έφερνε αυτή την φορά;

- Ίσως αυτός ο ίδιος ήταν η καταστροφή, μια αναπόφευκτη καταστροφή.

* * *

Αφού ήταν αναπόφευκτη, γιατί να ασχοληθείς και να ανησυχήσεις για αυτή; Ο Γιαν Σισάν ηρέμησε.

Ο ‘Κοράκι’ κοίταξε αυτόν, κοίταξε το ξίφος του και τότε είπε, «Καταπληκτικό ξίφος!».

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Σου αρέσουν τα ξίφη;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Μου αρέσουν μόνο τα καταπληκτικά ξίφη. Δεν έχεις μόνο καταπληκτική ξιφασκία, αλλά και καταπληκτικό ξίφος.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Θέλεις το ξίφος μου;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Ναι.»

Η απάντηση του ήταν ευθύς και απλή. Ο Γιαν Σισάν γέλασε. Αυτή την φορά, το χαμόγελο του δεν είχε αυτή την κουρασμένη έκφραση, αλλά μόνο μια δολοφονική αύρα! Ήξερε ότι είχε επιτέλους συναντήσει έναν αντάξιο αντίπαλο.

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Οι κίσσες φέρνουν καλά νέα, αλλά τα κοράκια φέρνουν δυσκολίες και καταστροφές.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Ήρθες να φέρεις την καταστροφή;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Ναι.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Εγώ θα αντιμετωπίσω αυτή την καταστροφή;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Ναι.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Τι επιζητάς;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Το ξίφος σου!»

* * *

Σύμφωνα με μια παροιμία, «Ένας απλός άνθρωπος από μόνος του είναι αθώος, αλλά όταν κατέχει ένα πολύτιμο δαχτυλίδι γίνεται εγκληματίας.»
Ο Γιαν Σισάν ήξερε αυτή την παροιμία. Η φήμη του και το ξίφος του ήταν σαν την μυρωδιά του ελαφιού ή της αντιλόπης στους λύκους.

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Έχω ήδη συλλέξει δεκαεφτά ξίφη.»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Πολύ λίγα.»

Ο ‘Κοράκι’ συνέχισε, «Και τα δεκαεφτά είναι διάσημα ξίφη.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Φαίνετε ότι έχεις σκοτώσει και κάμποσους διάσημους ανθρώπους.»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Θέλω επίσης τα ξίφη των Γκάο Τόνγκ και Γκουανβάι Φειγίνγκ.»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Αν τακτοποιήσεις τα πτώματα τους, και τα τέσσερα ξίφη είναι δικά σου.»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Θέλω μόνο τα ξίφη, όχι τα πτώματα!»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Μήπως θέλεις τα ξίφη νεκρών μόνο ανδρών;»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Ακριβώς»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αν με σκοτώσεις, το ξίφος μου θα είναι δικό σου!»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Φυσικά.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Πολύ καλά.»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Όχι καλά»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Γιατί όχι καλά;»
 
Last edited:
Οποιαδήποτε σχόλια σχετικά με την μετάφραση ή το έργο είναι ευπρόσδεκτα.

Κεφάλαιο 2: Μια αλλαγή τύχης

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Γιατί δεν είμαι βέβαιος ότι θα μπορέσω να σε σκοτώσω!»

Ο Γιαν Σισάν γέλασε φωναχτά. Ξαφνικά κατάλαβε ότι αυτός ο άνδρας ήταν πράγματι κοράκι. Τουλάχιστον τα κοράκια δεν λένε ψέματα.

Ο ‘Κοράκι’ συνέχισε, «Ειδικά αυτή την στάση που μόλις τώρα χρησιμοποίησες για να σκοτώσεις τον Γκουανβάι Φειγίνγκ.»

Ο Γιαν Σισάν παρατήρησε, «Δεν μπορείς να νικήσεις αυτή την στάση ξιφασκίας;»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα άτομο που να μπορεί να νικήσει αυτή την στάση ξιφασκίας.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Πιστεύεις ότι η ξιφασκία μου είναι ανίκητη σε όλο τον κόσμο;»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Έχω δει μεγάλους ξιφομάχους και από τις ‘Επτά Μεγάλες Σχολές Ξιφασκίας’ και από τις ‘Τέσσερις Αριστοκρατικές Οικογένειες’.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Ποια είναι η γνώμη σου για αυτούς;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Η ξιφασκία τους παραείναι συντηρητική. Νοιάζονται υπερβολικά πολύ για τα ζωές τους. Για αυτόν το λόγο είναι κατώτεροι σε σχέση με σένα.»

Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε και είπε, «Η διορατικότητα σου είναι αρκετά καλή, αλλά οι γνώσεις σου είναι περιορισμένες.»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Τι;»

Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Ξέρω έναν άνδρα που μπορεί με μεγάλη ευκολία να νικήσει την ξιφασκία μου.»

Η έκφραση του ‘Κοράκι’ άλλαξε, «Έχεις δει την ξιφασκία του;»

Ο Γιαν Σισάν έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του και αναστέναξε, «Αυτή η ξιφασκία είναι αήττητη σε όλον τον κόσμο!»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Ποιος είναι αυτός ο άνδρας;»

Ο Γιαν Σισάν δεν απάντησε, αλλά μονάχα έδειξε τρία δάχτυλα.

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Ο ‘Τρία Χέρια και Τρία Ξίφη’ Τζίν Φέι;»

Ο θρύλος λέει ότι κάθε φορά που ο ‘Τρία Χέρια και Τρία Ξίφη’ Τζίν Φέι μονομαχούσε με κάποιον, ήταν λες και είχε τρία χέρια. Και ένα ξίφος έμοιαζε σαν να ήταν τρία ξίφη. Κάποιος χρειαζόταν μόνο να ακούσει το όνομα του για να μπορέσει να συλλάβει την ταχύτητα της ξιφασκίας του και τις αμέτρητες μεταμορφώσεις των στάσεων της.

Ο Γιαν Σισάν, όμως, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, «Για να σκοτώσεις πραγματικά κάποιον, δεν χρειάζεσαι ούτε τρία χέρια, ούτε τρία ξίφη. »

Για να σκοτώσεις πραγματικά κάποιον, ένα ξίφος είναι αρκετό.

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Άρα δεν μιλάς για αυτόν;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Όχι!»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Τότε για ποιον μιλάς;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Για τον Τρίτο Νεαρό Άρχοντα.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Τον Τρίτο Νεαρό Άρχοντα ποιανής οικογένειας;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Αυτής που βρίσκεται στους πρόποδες του Βουνού ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’, μπροστά από την λίμνη με τα πράσινα νερά.»

Ο ‘Κοράκι’ έσφιξε τις γροθιές του. Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Χρησιμοποιεί επίσης ένα διάσημο ξίφος που είναι ξακουστό στον κόσμο όλο.»

Οι οφθαλμοί του ‘Κοράκι’ συνεστάλησαν. Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Αλλά θα σου πρότεινα για κανέναν λόγο να μην πάς να τον συναντήσεις.»

Ο ‘Κοράκι’ ξαφνικά γέλασε. Σπάνια γελούσε, και αυτό το γέλιο ήταν τρελό και περίεργο. Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αυτό δεν είναι αστείο.»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Με σένα γελάω.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αλήθεια;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Είναι φανερό ότι ξέρεις ότι αφού ήρθα εγώ εδώ, δεν θα σε άφηνα ποτέ να φύγεις.»

Ο Γιαν Σισάν συμφώνησε.

Ο ‘Κοράκι’ συνέχισε, «Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να σε σκοτώσω, δεν είσαι ούτε εσύ σίγουρος ότι μπορείς να σκοτώσεις εμένα.»

Ο Γιαν Σισάν παραδέχθηκε αυτό. Ο ‘Κοράκι’ συνέχισε, «Για αυτόν το λόγο, θέλεις να με προκαλέσεις ώστε να πάω στο Βουνό ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’ και να μονομαχήσω πρώτα με τον Τρίτο Νεαρό Άρχοντα.»

Ο Γιαν Σισάν επίσης γέλασε!

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Αυτό είναι αστείο για σένα;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Όχι, γελάω με το εαυτό μου.»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Γιατί;»

Ο Γιαν Σισάν εξήγησε, «Γιατί μπορείς να καταλάβεις τι σκέφτομαι τόσο εύκολα.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Άρα δεν είσαι διατεθειμένος να μονομαχήσεις μαζί μου;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Είμαι πολύ απρόθυμος.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Γιατί;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Γιατί έχω ένα ραντεβού.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Τι είδους ραντεβού;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Ραντεβού με τον θάνατο.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Που θα γίνει το ραντεβού;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Στους πρόποδες του Βουνού ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’, μπροστά από την λίμνη με τα πράσινα νερά.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Πας αν και ξέρες πολύ καλά ότι δεν είσαι ισάξιος του;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Τα ραντεβού με τον θάνατο μπορούν να αποφευχθούν;»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Μήπως πηγαίνεις σκόπιμα προς τον θάνατο σου;»

Ο Γιαν Σισάν γέλασε ξανά και απλά είπε, «Μήπως νομίζεις ότι το να ζει κανείς είναι κάτι το ευχάριστο;»

Ο ‘Κοράκι’ έκλεισε το στόμα του.

Ο Γιαν Σισάν ακόμη γελούσε. Το γέλιο του περιείχε έναν απερίγραπτο υπαινιγμό χλευασμού. «Ένας ξιφομάχος αργά ή γρήγορα θα πεθάνει από το ξίφος κάποιου άλλου, δεν υπάρχει διαφυγή από αυτό.»

Ο ‘Κοράκι’ παρέμεινε σιωπηρός.

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Έχω σκοτώσει άπειρους ανθρώπους στην ζωή μου. Αν μπορούσα να πεθάνω από το ξίφος του καλύτερου ξιφομάχου στον κόσμο, θα πέθαινα χωρίς κανένα δισταγμό.»

Ο ‘Κοράκι’ τον κοίταζε για αρκετή ώρα. Τελικά είπε, «Εντάξει. Μπορείς να φύγεις.»

Ο Γιαν Σισάν το αποχαιρέτισε, έστριψε προς τα πίσω και έφυγε χωρίς να πει καμία άλλη λέξη. Αλλά δεν περπάτησε για πολύ μέχρι να σταματήσει ξανά. Ανακάλυψε ότι ο ‘Κοράκι’ τον ακολουθούσε όλο αυτό το διάστημα. Τον ακλουθούσε σαν την σκιά.

Ο ‘Κοράκι’ επίσης σταμάτησε και τον κοίταξε.

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Καταλαβαίνω τις προθέσεις σου.»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Αλήθεια;»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αν εγώ μπορώ να πάω, γιατί να μην πάς και εσύ;»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Δεν είσαι βλάκας.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αλλά δεν είναι απαραίτητο να έρθεις μαζί μου για να πας εκεί.»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Είναι»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Γιατί;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Επειδή δεν θέλω να χάσω την ευκαιρία να δω την μονομαχία ανάμεσα σε σας του δύο.» Συνέχισε ψυχρά, «Σε μια μονομαχία ανάμεσα σε μεγάλους ξιφομάχους, πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλη τους την δύναμη. Αν παρακολουθώ, θα μπορέσω σίγουρα να εντοπίσω τις αδυναμίες τις ξιφασκίας τους.»

Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε, «Έχεις δίκιο.»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Όποιος και από τους δύο σας νικήσει την μονομαχία, στο τέλος εγώ θα είμαι ο μόνος επιζών. »

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Γιατί τότε ο νικητής θα έχει ήδη ξοδέψει όλη του την ενέργεια. Επίσης, θα έχεις βρει την αδυναμία στην ξιφασκία του. Άρα, αν ήθελες να τον σκοτώσεις, αυτή θα ήταν η καλύτερη σου ευκαιρία.»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Άρα, πως μπορώ να χάσω μια τέτοια ευκαιρία;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Πράγματι, δεν πρέπει να την χάσεις.»

Αναστέναξε ξανά, «Αλλά είναι κρίμα που έχεις κάνει ένα μικρό λάθος.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Ποιο είναι το λάθος;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Στην ξιφασκία του Τρίτου Νεαρού Άρχοντα δεν υπάρχει η παραμικρή αδυναμία, ούτε μια!»

* * *

Είχαν ήδη ξεκινήσει να πίνουνε.

Στο καλύτερο εστιατόριο, το καλύτερο κρασί. Ήταν πάντοτε πολυδάπανοι άνδρες.

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Κάθε φορά που σκοτώνω, πρέπει να πίνω κρασί.»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Και χωρίς να σκοτώσω, θα πιώ κρασί.»

Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Και αφού πιω κρασί, ψάχνω για γυναίκα.»

Ο ‘Κοράκι’ σχολίασε, «Και χωρίς να έχω πιει κρασί, ψάχνω για γυναίκα.»

Ο Γιαν Σισάν γέλασε φωναχτά, «Ποιος να ξέρε ότι είσαι φιλήδονος.»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Είμαστε ίδιοι.»

Είχαν πράγματι πιεί αρκετά.

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Καθώς είσαι και εσύ φιλήδονος, θα σου κάνω την τιμή.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Ποια τιμή;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Του να πληρώσεις τον λογαριασμό.»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Δεν χρειάζεται να μου κάνεις αυτή την τιμή. Μην είσαι τόσο ευγενικός.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αυτή την φορά, πρέπει να σου κάνω την τιμή. Πρέπει να είμαι ευγενικός.»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Δεν χρειάζεται, δεν είναι ανάγκη.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Μα πρέπει, μα πρέπει.»

Όταν άλλοι βγαίνουν έξω, επιμένουν να πληρώσουν εκείνοι τον λογαριασμό. Αλλά αυτοί οι δύο επέμεναν να μην πληρώσουν τον λογαριασμό.

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Όταν πάω να σκοτώσω, δεν κουβαλάω κανένα βάρος μαζί μου, για να μην μπει στον δρόμο μου.»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Ω;»

Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Και το ασήμι είναι το πιο επιβαρυντικό πράγμα.»

Ο ‘Κοράκι’ συμφώνησε. Αν ένα άτομο κουβαλούσε μαζί του μερικές εκατοντάδες ασημένια τάλαντα, πως θα μπορούσε να κινηθεί γρήγορα;

Ο ‘Κοράκι’ πρότεινε, «Μπορείς να φέρνεις μαζί σου επιταγές.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Σιχαίνομαι τις επιταγές.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Γιατί;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Γιατί μια επιταγή μπορεί να έχει περάσει από άπειρα χέρια. Είναι βρώμικη.»

Ο ‘Κοράκι’ πρότεινε ξανά, «Τα μεγάλα μαργαριτάρια στο ξίφος σου μπορούν να ανταλλαχθούν με ασήμι.»

Ο Γιαν Σισάν γέλασε ξανά. Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Είναι αυτό αστείο;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Το μεγαλύτερο αστείο του κόσμου.»

Ξαφνικά είπε χαμηλόφωνα, «Όλα τα μαργαριτάρια είναι ψεύτικα. Τα αληθινά τα έχω πουλήσει εδώ και πολύ καιρό.»

Ο ‘Κοράκι’ έμεινε εμβρόντητος.

Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Για αυτό, λοιπόν, θα πρέπει να είμαι ευγενικός και να σου κάνω την τιμή να πληρώσεις.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Και τι θα έκανες αν δεν ερχόμουν μαζί σου;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Τότε, φυσικά, θα είχα σκεφτεί κάτι άλλο. Αλλά αφού είσαι ήδη εδώ, γιατί θα πρέπει να σκεφτώ κάτι άλλο;»

Ο ‘Κοράκι’ επίσης γέλασε.

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Γιατί γελάς;»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Γελάω με σένα, επειδή βρήκες το λάθος άτομο.»

Συνέχισε χαμηλόφωνα, «Είμαι σαν και σένα. Και εγώ είχα έρθει για να σκοτώσω.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Και συ σιχαίνεσαι τις επιταγές;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Τις μισώ.»

Ο Γιαν Σισάν επίσης έμεινε εμβρόντητος.

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Άρα σήμερα θα πρέπει να είμαι ευγενικός και να σου κάνω την τιμή να πληρώσεις.»

Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε μόνο για δει τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου να έρχεται προς το μέρος τους γελώντας. «Δεν χρειάζεται να είστε τόσο ευγενικοί ο ένας προς τον άλλο γιατί κάποιος έχει ήδη πληρώσει τον λογαριασμό για σας.»

* * *

Ποιος πλήρωσε τον λογαριασμό; Γιατί να πλήρωσε τον λογαριασμό για αυτούς; Δεν σκέφτηκαν καν αυτά τα ερωτήματα, ούτε ρώτησαν κάτι σχετικά με αυτά. Για αυτούς, κανένα από αυτά δεν ήταν σημαντικό.

Το να μπορείς να τρως και να πίνεις δωρεάν είναι πάντοτε ένα πολύ χαρούμενο γεγονός.

Όταν ένα άτομο είναι χαρούμενο, συνήθως πίνει περισσότερο από το κανονικό. Αλλά, δεν είχαν μεθύσει ακόμη.

Μόλις ήταν έτοιμοι να μεθύσουν, δύο γυναίκες εμφανίστηκαν ξαφνικά. Και οι δύο ήταν αρκετά ελκυστικές γυναίκες και πολύ κομψά ντυμένες. Ήταν το είδος γυναίκας που μαγνήτιζε περισσότερο τους άνδρες.

Όταν οι άνδρες είναι έτοιμοι να μεθύσουν, τότε είναι πιο επιρρεπείς στους πειρασμούς.

Ο Γιαν Σισάν και ο ‘Κοράκι’ είχαν ήδη μαγνητιστεί, και σκεφτόντουσαν κάποιον τρόπο να τις αποπλανήσουν. Που να ήξεραν ότι δεν θα χρειαζόταν καν να τις αποπλανήσουν και πως θα ερχόντουσαν μόνες τους;

«Είμαι η Ξιάο Χόνγκ.»

«Είμαι η Ξιάο Τσούι. »

Και οι δύο χαμογέλασαν πολύ γλυκά και πολύ γοητευτικά. «Ήρθαμε εδώ ειδικά για εσάς τους δύο.»

Ο Γιαν Σισάν κοίταξε τον ‘Κοράκι’ και ο ‘Κοράκι’ κοίταξε τον Γιαν Σισάν.

Αν οι άνθρωποι που είχαν πεθάνει από τα ξίφη των δύο τους, τους έβλεπαν πως ήταν τώρα, σίγουρα θα ένιωθαν ότι είχαν πεθάνει άδικα. Τώρα, δεν έμοιαζαν καθόλου με τους διάσημους ανά τον κόσμο άκαρδους ξιφομάχους.

Η Ξιάο Χόνγκ γλυκά είπε, «Οι δύο κύριοι θα ήθελαν να πιούν κρασί εδώ ή να έρθουν στο μέρος μας; Και τα δύο είναι μια χαρά.»

Η Ξιάο Τσούι είπε, «Ο λογαριασμός έχει ήδη πληρωθεί από κάποιον.»

Αν και υπήρχαν πολλοί καλοί άνθρωπο και γινόντουσαν πολλές καλές πράξεις στον κόσμο, τέτοιες καλές πράξεις ήταν εντούτοις σπάνιες.

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Είναι δικιά σου η τύχη ή δικιά μου;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Σίγουρα δικιά μου.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Γιατί;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Λένε ότι όταν κάποιος είναι έτοιμος να πεθάνει, η τύχη του πάντα αλλάζει.»

* * *

Αυτή ήταν η πρώτη μέρα.

Η δεύτερη μέρα ήταν ίδια. Όπου και αν πήγαιναν, κάποιος είχε ήδη πληρώσει τους λογαριασμούς τους για εκείνους.

Ποιος πλήρωνε τους λογαριασμούς; Γιατί; Ακόμη δεν είχαν ρωτήσει ή έστω σκεφτεί περί αυτού.

Κοιμόντουσαν πολύ αργά και ξύπναγαν πολύ αργά. Κάθε μέρα, την στιγμή που πατούσαν το ποδάρι τους έξω από την πόρτα του πανδοχείου, τους περίμενε μια άμαξα απέξω. Ήταν λες και κάποιος ανησυχούσε ότι θα ήταν υπερβολικά κουρασμένοι από το προηγούμενο βράδυ και ότι δεν θα μπορούσαν να περπατήσουν. Αλλά σήμερα, ήθελαν να κατέβουν από την άμαξα και να περπατήσουν.

Ο καιρός σήμερα ήταν εξαιρετικός.

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Είναι μακριά το Βουνό ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Δεν είναι μακριά.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Για να ταξιδεύω έτσι, ελπίζω να χρειαστεί να ταξιδέψω λίγο μακρύτερα. Όσο μακρύτερα, τόσο καλύτερα.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Θα μπορούσαμε να περπατάμε αργά.»

Μπροστά τους υπήρχε ένα τεράστιο δάσος. Τα φύλλα των δέντρων ήταν ακόμη πράσινα. Ο Γιαν Σισάν πρότεινε, «Τι λες να πηγαίναμε καμία βόλτα στο δάσος, να πίναμε και κρασί;»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Που είναι το κρασί;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Χαλάρωσε, αν θέλουμε κρασί, φυσικά κάποιος θα έρθει να μας φέρει το κρασί εδώ.»

* * *

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα.

Περπατούσαν κατά μήκος του ηλιόλουστου δρόμου. Η άμαξα τους ακλουθούσε από πίσω. Στην άλλη πλευρά του δρόμου, όμως, ερχόταν μια άμαξα που σταμάτησε μονάχα αφού μπήκε μες το δάσος. Τρεις ενήλικες και ένα παιδί πήδηξαν έξω από την άμαξα.
 
Κεφάλαιο 3: Το Παράξενο Ξίφος των Χιλίων Φιδιών

Οι ενήλικες πήγαν μέσα στο δάσος. Ένα όμορφο παιδί ντυμένο με πράσινα ρούχα και ένα μικρό καπέλο βγήκε έξω, πήρε μια μεγάλη κόκκινη μεταξωτή κορδέλα και την έδεσε στα κλαδιά ενός δέντρου. Μετά, το παιδί πήγε επίσης μες το δάσος. Τότε ο Γιαν Σισάν αναστέναξε, «Από ότι φαίνεται, θα πρέπει να πάμε σε άλλο μέρος για να πιούμε κρασί.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Αυτό το μέρος δεν είναι ωραίο;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Είναι πολύ ωραίο!»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Αφού είναι πολύ ωραίο, γιατί πρέπει να φύγουμε;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Εξαιτίας αυτού.»

Έδειξε με το δάκτυλο του την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα που ήταν δεμένη στα κλαδιά του δέντρου.

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Τι σημαίνει αυτό;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Αυτό σημαίνει ότι αυτό το μέρος έχει γίνει προσωρινά απαγορευμένος χώρος και κανένας άλλος δεν μπορεί να μπει.»

Ο ‘Κοράκι’ γέλασε ψυχρά, «Ποιανού κανόνες είναι αυτοί;»

Πριν ο Γιαν Σισάν προλάβει να του απαντήσει, ακούστηκε ξαφνικά η μελωδία ενός σαντουριού να εξέρχεται από το δάσος. Η ήχος ήταν μελωδικός και όμορφος, και ήταν γεμάτος με χαρά και ευτυχία.

Ο ‘Κοράκι’, όμως, έσφιξε τις γροθιές του.

Εκείνη την στιγμή, έντεκα γοργά άλογα κάλπασαν ξαφνικά στον δρόμο. Οι ιππείς φορούσαν στενά ρούχα. Ήταν όλοι τους ευκίνητοι και άγριοι. Κάθε άτομο κουβαλούσε στην πλάτη του ένα μεγάλο ξίφος. Οι κόκκινες μεταξωτές κορδέλες στα ξίφη τους έμοιαζαν να χορεύουν στον άνεμο. Μόλις τα άλογα μπήκαν μες το δάσος, οι ιππείς κατέβηκαν από τα άλογα τους. Οι κινήσεις τους ήταν δυνατές και σθεναρές.

Δεν υπήρχαν πολλοί πραγματικά άξιοι δάσκαλοι πολεμικών τεχνών στον κόσμο, αλλά όλοι αυτοί οι έντεκα ιππείς έμοιαζαν να ήταν έμπειροι δάσκαλοι.

Ο πιο γρήγορος από αυτούς ήταν ένας μεγάλος μονόχειρας που, με το που μπήκε στο δάσος, φώναξε με μια άγρια φωνή, «Ακολουθείστε με!»

* * *

Ο ήχος του σαντουριού, που ερχόταν από το δάσος, δεν σταμάτησε, αλλά ήταν το ίδιο μελωδικός και όμορφος και έκανε τους ανθρώπους χαρούμενους.

Ο έντεκα μεγάλοι άνδρες είχαν ήδη μπει μες το δάσος.

Ο ‘Κοράκι' ρώτησε, «Αυτοί οι άνδρες ήρθαν από το Βουνό Ται Χανγκ;»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Ναι.»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Οι μεγάλοι ξιφομάχοι του Βουνού Ται Χανγκ σίγουρα έχουν τόλμη.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Ναι.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Για ποιον λόγο νομίζεις ότι ήρθαν εδώ;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Για να πεθάνουν!»

Με το που ολοκλήρωσε την πρόταση του, κάποιος πετάχτηκε έξω από το δάσος, πέφτοντας μα τα μούτρα στο έδαφος. Σταμάτησε να κινείτε αμέσως μόλις χτύπησε στο έδαφος και δεν έβγαλε ούτε τον παραμικρό ήχο.

Ο άνδρας ήταν ο πιο γρήγορος και πιο άγριος από τους έντεκα, ο μεγάλος μονόχειρας.

* * *

Ο μελωδικός ήχος του σαντουριού δεν σταμάτησε.

Αλλά οι άνδρες πετάγονταν από το δάσος ασταμάτητα, ο ένας μετά τον άλλο, σύνολο έντεκα.

Και οι έντεκα άνδρες, με το που πετάχτηκαν έξω, έπεσαν κατάμουτρα στο έδαφος και δεν μπορούσαν ούτε να κινηθούν.

Όταν μπήκαν μες το δάσος, έτρεχαν πολύ γρήγορα.

Αλλά βρήκαν έξω ακόμη γρηγορότερα.

Ο ‘Κοράκι’ ψυχρά είπε, «Είχαν πράγματι έρθει εδώ για να πεθάνουν.»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Από τι φαίνετε, δεν είναι οι μόνοι που ήρθαν εδώ για να πεθάνουν.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Υπάρχω ακόμη εγώ;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Δεν έχει έρθει ακόμη η σειρά σου.»

Ο ‘Κοράκι’ δεν ρώτησε περαιτέρω.

Είχε ήδη δει δυο ανθρώπους να πλησιάζουν από τον δρόμο, έναν ενήλικα και ένα παιδί. Ο ενήλικας δεν ήταν πολύ μεγάλος, ήταν γύρω στα τριάντα. Επιπρόσθετα, είχε έρθει και μια γυναίκα. Η γυναίκα ήταν πολύ λεπτή και όμορφη. Το πρόσωπο της περιείχε μια απερίγραπτη στεναχώρια. Το παιδί ήταν μικρότερο από το άλλο παιδί που είχε έρθει λίγες στιγμές νωρίτερα, και είχε μεγάλα μάτια που κοιτούσαν τριγύρω. Ο καθένας μπορούσε να καταλάβει ότι αυτό το παιδί ήταν πάρα πολύ έξυπνο αλλά και χαριτωμένο.

Αλλά, ήταν έτοιμο να κάνει κάτι που ίσως δεν ήταν και πολύ έξυπνο.

Περπάτησαν μέσα στο δάσος.

Ακόμη και ο ‘Κοράκι’ δεν μπορούσε να αντέξει να τους βλέπει να περπατούν προς τον θάνατο τους και ήταν έτοιμος να προσπαθήσει να τους σταματήσει.

Και εκείνοι είχαν δει την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα αλλά η νεαρή γυναίκα, που ήταν ντυμένη με σμαραγδένια πράσινα ρούχα, ξαφνικά είπε, «Ξέλυσε το!»

Έτσι, το παιδί στάθηκε στις μύτες των ποδιών του και ξέλυσε την κορδέλα, και την αντικατέστησε με μια σμαραγδένια πράσινη κορδέλα που του δόθηκε από την γυναίκα.

Μετά από αυτό, οι δύο προχώρησαν αργά μες το δάσος.

Ήταν λες και κανένας από τους δύο τους δεν είχε τα πτώματα που κείτονταν στο έδαφος ή τον ‘Κοράκι’ και τον Γιαν Σισάν. Ο ‘Κοράκι’ που αρχικά σχεδίαζε να τους σταματήσει, τώρα, για κάποιον λόγο άλλαξε γνώμη. Ο Γιαν Σισάν ούτε που κινήθηκε.

Τα μάτια τους, όμως, είχαν μια περίεργη έκφραση.

Τώρα, ο ήχος του σαντουριού ξαφνικά σταμάτησε.

* * *

Ο άνεμος φυσούσε και χάιδευε τα φύλλα των δέντρων και ο ήλιος έλουζε την γη

Πολύ, πολύ ώρα είχε περάσει αφότου το σαντούρι σταμάτησε. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος από το δάσος.

Κανένας δεν ήξερε τι είχε γίνει μέσα στο δάσος.

* * *

Ποιος έπαιζε το σαντούρι;

Γιατί η μουσική του σαντουριού ξαφνικά σταμάτησε;

Η νεαρή γυναίκα και το παιδί θα πεταγόντουσαν έξω από το δάσος όπως οι έντεκα μεγάλοι ξιφομάχοι του Βουνού Ται Χανγκ;

* * *

Ο καθένας θα ήθελε να ξέρει τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Ο ‘Κοράκι’ και ο Γιαν Σισάν δεν αποτελούσαν εξαίρεση.

Για αυτό δεν έφυγαν. Ακόμη και ο οδηγός της άμαξας, που τους ακολουθούσε από πίσω, είχε γουρλώσει τα μάτια του περιμένοντας να δει κάτι το συναρπαστικό.

Αλλά δεν υπήρχε τίποτε το συναρπαστικό να δει κανείς. Κανένας δεν πετάχτηκε έξω.

Μόνο άκουσαν τον ήχο βημάτων να συνθλίβουν τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Τα βήματα ήταν πολύ ελαφριά και αργά. Μπροστά περπατούσε το μεγαλύτερο παιδί που λίγες στιγμές νωρίτερα είχε δέσει την κόκκινη κορδέλα στα κλαδιά. Πίσω, τον ακολουθούσαν δυο άνθρωποι, ένας άντρας και μία γυναίκα που έμοιαζαν να είναι αντρόγυνο. Και οι δύο τους δεν ήταν πολύ μεγάλοι, τα ρούχα τους ήταν πολυτελέστατα και η εμφάνιση τους πολύ εκλεπτυσμένη.

Ο άντρας κουβαλούσε ένα μεγάλο ξίφος στην μέση του, και ήταν όμορφος και γλυκύς. Η γυναίκα δεν ήταν μόνο όμορφη αλλά και ευγενής. Αν ήταν στα αλήθεια αντρόγυνο, θα ήταν σίγουρα ένα ζηλευτό ζευγάρι. Αλλά τώρα, το πρόσωπα τους ήταν λίγο χλωμά και έμοιαζαν να είναι κάμποσο νευριασμένοι.

Αρχικά σχεδίαζαν να μπουν στην άμαξα τους, αλλά άλλαξαν γνώμη αφότου είδαν τον ‘Κοράκι’ και τον Γιαν Σισάν να κάθονται έξω από το δάσος.

Οι δύο τους, χαμηλόφωνα, έδωσαν μερικές οδηγίες στο παιδί. Το παιδί έτρεξε προς το μέρος τους και τους κοίταξε με τα μεγάλα μάτια του. Είπε, «Είστε πολύ ώρα εδώ;»

Ο Γιαν Σισάν έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του.

Το παιδί ρώτησε, «Είδατε όλα όσα συνέβησαν μόλις τώρα;»

Ο ‘Κοράκι’ έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του.

Το παιδί ρώτησε, «Ξέρετε από πού είμαστε;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Φλεγόμενα Βουνά, Κοιλάδα των Κόκκινων Σύννεφων, Έπαυλη Ξιάχου.»

Το παιδί αναστέναξε και είπε, «Από ότι φαίνεται, έχεις αρκετές γνώσεις.»

Αν και η φωνή του ήταν καθαρά παιδική, ο τόνος της φωνής του και η έκφραση του προσώπου του ήταν πολύ ώριμη.

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Ποιο είναι το όνομα σου;»

Το παιδί είπε με σοβαρό ύφος, «Δεν χρειάζεται να το μάθεις. Δεν ήρθα εδώ για να γίνουμε φίλοι!»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Γιατί ήρθες εδώ;»

Το παιδί απάντησε, «Ο Δάσκαλος μας θέλει να δανειστεί τρία πράγματα από τον καθένα από σας τους δύο!»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Ποια τρία πράγματα;»

Το παιδί απάντησε, «Μια γλώσσα και δύο μάτια.»

Ο Γιαν Σισάν γέλασε.

Αναπάντεχα, και ο ‘Κοράκι’ γέλασε.

Και οι δύο τους ταυτόχρονα έπιασαν ο ένας τα χέρια του παιδιού και ο άλλος τα πόδια του και είπαν την ίδια ακριβώς στιγμή χαμηλόφωνα, «Πέτα, μικρέ.»!

Και το παιδί πετάχτηκε με έναν ‘γούς’ ήχο, σαν να ήταν βλήμα που πετάγονταν προς τον ουρανό.

Ο άνδρας τοποθέτησε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του, σαν να μην είχε δει τι συνέβαινε, αλλά η γυναίκα του συνοφρύωσε.

Τότε, το παιδί έπεσε ξανά προς τα κάτω.

Ο ‘Κοράκι’ και ο Γιαν Σισάν, και οι δύο πάλι ταυτόχρονα, έπιασαν απαλά τον μικρό και τον ακούμπησαν στο έδαφος. Το παιδί ήταν κατατρομαγμένο και τα είχε κάνει πάνω του, κυριολεκτικά.

Ο Γιαν Σισάν, χαμογελώντας, του χάιδεψε το κεφάλι και είπε, «Μη ανησυχείς, όταν ήμουν και εγώ μικρός με πετούσαν συχνά έτσι οι μεγαλύτεροι μου.»

Ο ‘Κοράκι’ πρόσθεσε, «Με αυτό τον τρόπο γίνεσαι και πιο θαρραλέος.»
Τα μάτια του παιδιού στριφογύριζαν και ήταν έτοιμο να φύγει.

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Δεν κατάφερες να αποκτήσεις τα αντικείμενα τα οποία έπρεπε να αποκτήσεις. Πως θα απολογηθείς στον Δάσκαλο σου;»

Το παιδί απάντησε, «Εγώ……»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Μπορώ να σου μάθω μία μέθοδο.»

Το παιδί άκουγε προσεκτικά.

Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Μήπως τυχαίνει ο Δάσκαλος σου να είναι ο Δάσκαλος Ξιάχου;»

Το παιδί έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του.

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Αυτός σε ρώτησε να πάρεις αυτά τα πράγματα;»

Το παιδί ξανά έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του.

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Τότε πήγαινε πίσω και ρώτα τον, αφού αυτός θέλει αυτά τα τρία πράγματα, γιατί δεν έρχεται να τα πάρει αυτός ο ίδιος;»

Το παιδί σταμάτησε να γνέφει το κεφάλι του και έτρεξε κατευθείαν πίσω.

Το πρόσωπο του Δάσκαλου Ξιάχου ήταν ακόμη ανέκφραστο, αλλά η γυναίκα του πλησίασε τους δύο άνδρες. Ο τρόπος που περπατούσε ήταν χαριτωμένος αλλά και αριστοκρατικός, ενώ η φωνή της ήταν πολύ καθαρή. Ευγενικά είπε, «Το όνομα μου είναι Ξούε Κέρεν. Ο άνδρας που κάθεται δίπλα μου είναι ο σύζυγος μου, ο Ξιάχου Ξίνγκ.»

Ο Γιαν Σισάν ευγενικά είπε, «Ώστε είναι ο Νεαρός Άρχοντας της Κοιλάδας των Κόκκινων Σύννεφων.»

Η Ξούε Κέρεν απάντησε, «Καθώς και οι δύο σας τον έχετε ακουστά, θα πρέπει σίγουρα να ξέρεται τι είδος ανθρώπου είναι.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Δεν ξέρω.»

Η Ξούε Κέρεν απάντησε, «Είναι ιδιοφυία. Δεν είναι μόνο ικανός φιλόλογος και πολεμιστής, αλλά είναι και πολύ λίγοι αυτοί που μπορούν να αντιμετωπίσουν την ξιφασκία του.»

Ακόμη και αν μια γυναίκα θαυμάζει τον άνδρα της, σπάνια τον εξυμνεί μπροστά στους άλλους. Και αν τον εξυμνούσε, έστω θα κοκκίνιζε λίγο. Αλλά αυτή όχι μόνο δεν κοκκίνισε, αλλά δεν έδειξε καν την παραμικρή ντροπή. Τα πανέμορφα μάτια της ήταν γεμάτα με αγάπη και θαυμασμό για τον άνδρα της.

Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε και σκέφτηκε, “Να μπορεί κανείς να παντρευτεί μια τέτοια γυναίκα, τι τυχερός που θα ‘ναι. “

Η Ξούε Κέρεν συνέχισε, «Όταν έχετε να κάνετε με ένα άτομο σαν αυτόν, είναι φυσικό εσείς οι δύο να μη θέλετε να μονομαχήσετε μαζί του!»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Ω;»

Η Ξούε Κέρεν απάντησε, «Γιατί όχι μόνο κατάγεται από αριστοκρατική γενιά, αλλά είναι επίσης και πολύ ικανός και ο ίδιος. Αν εσείς δύο μονομαχήσετε με κάποιον σαν αυτόν, δεν θα είναι σαν τα αυγά να χτυπάνε μια πέτρα; Για αυτό σας προτείνω να…»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Να κόψετε πρόθυμα την γλώσσα σας, να βγάλετε τα μάτια σας και να τα δώσετε σε αυτόν;»

Η Ξούε Κέρεν αναστέναξε ξανά και είπε, «Αν και αυτή η μέθοδος είναι κάπως μη βολική, είναι έστω καλύτερη από το να χάσετε τις ζωές σας.»

Ο Γιαν Σισάν γέλασε ξανά και ξαφνικά είπε, «Είναι ο Νεαρός Άρχοντας σας, ο οποίος είναι ικανός και στην φιλολογία και στις πολεμικές τέχνες, μουγκός;»

Η Ξούε Κέρεν απάντησε, «Φυσικά όχι!»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Τότε γιατί δεν έρχεται ο ίδιος εδώ να μας τα πει;»

Ο ‘Κοράκι’ ψυχρά είπε, «Ακόμη και αν ήταν μουγκός, θα ήταν κόπανος.»

Η έκφραση του προσώπου του Ξιάχου Ξίνγκ άλλαξε.

Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Αφού δεν έρχεται σε μας, γιατί δεν πάμε εμείς προς αυτός;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Πάμε.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Να πάς εσύ ή να πάω εγώ;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Εσύ!»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Λένε ότι το ‘Η ρίζα του λωτού μπορεί να σπάσει αλλά η ίνα της θα παραμείνει συνδεδεμένη, η βροχή από μετεωρίτες γεμίζει τον ουρανό’ Ξίφος των Χιλίων Φιδιών είναι όχι μόνο καλό ξίφος, αλλά και παράξενο ξίφος!»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Ναι.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Αν πεθάνει, το ξίφος του σε ποιον θα ανήκει;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Θα ανήκει σε σένα!»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Δεν θέλεις αυτό το σπαθί;»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Το θέλω.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Τότε γιατί δεν είσαι πρόθυμος να τον μονομαχήσεις;»

Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Γιατί βαριέμαι υπερβολικά πολύ για να μονομαχήσω με παλιόπαιδα σαν αυτόν. Με ενοχλεί και μόνο που τον βλέπω.

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει, μια σκιά εμφανίστηκε μπροστά από τα μάτια του και ο Ξιάχου Ξίνγκ ήταν ήδη μπροστά του. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό και είπε ψυχρά, «Αλλά αυτός με τον οποίον θέλω να παλέψω είσαι εσύ!»

Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Τότε βγάλε γρήγορα το ξίφος σου!»
 
Last edited:
* * *

Το ξίφος του Ξιάχου Ξίνγκ είχε ήδη βγει από το θηκάρι του.

Το ‘Η ρίζα του λωτού μπορεί να σπάσει αλλά η ίνα της θα παραμείνει συνδεδεμένη, η βροχή από μετεωρίτες γεμίζει τον ουρανό’ Ξίφος των Χιλίων Φιδιών.

Αυτό ήταν πράγματι ένα παράξενο ξίφος.

Με μία κίνηση του χεριού του, το ένα ξίφος έμοιαζε να είχε μεταμορφωθεί σε εκατοντάδες και χιλιάδες ασημένια φίδια, σαν να είχε μεταμορφωθεί σε μια βροχή από μετεωρίτες που γέμιζε τον ουρανό. Ήταν λες και είχε σπάσει σε άπειρα κομμάτια, με κάθε κομμάτι να κατευθύνεται προς τα ζωτικά σημεία του σώματος του ‘Κοράκι’.

Τα κοράκια μπορούσαν να πετάξουν, αλλά εκείνος όχι. Γύρισε προς τα πίσω και μια λάμψη ξίφους πετάχτηκε προς τα έξω και προστάτεψε το σώμα του.

Ένας ‘Κά’ ήχος ακούστηκε και τα χιλιάδες κομμάτια του ξίφους ενώθηκαν ξανά κα κατευθύνθηκαν προς τον λαιμό του. Αυτό το ξίφος είχε έναν ιδιοφυή μυστικό μηχανισμό που του επέτρεπε να ενώνετε και να διαιρείται όποτε ήθελε. Όταν ήταν ενωμένο, το ξίφος ήταν ένα μακρύ ξίφος. Όταν ήταν διαιρεμένο, έσπαγε σε χιλιάδες μυστικά βλήματα που όλα συνδέονταν μαζί με ένα λεπτό ασημένιο σύρμα. Όταν αυτό το λεπτό ασημένιο σύρμα συστέλλονταν, ο μηχανισμός ενεργοποιούνταν και το ξίφος ενώνονταν ξανά.

Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε ξανά και είπε, «Έπρεπε να είχα δώσει εγώ αυτή την μάχη. Θέλω και εγώ αυτό το ξίφος."

Ξαφνικά, ακούστηκαν μερικοί ‘ντίνγκ ντίνγκ ’ ήχοι, σαν την βροχή που χτυπά τα παράθυρα ή σαν τα φασόλια που πέφτουν σε πιάτο από νεφρίτη.

Σε αυτό το σύντομο διάστημα, ο ‘Κοράκι’ είχε χρησιμοποιήσει σαράντα-εννέα στάσεις ξιφασκίας, με καθεμία να χτυπά ένα κομμάτι του Ξίφους των Χιλίων Φιδιών.

Το Ξίφος των Χιλίων Φιδιών αμέσως μαλάκωσε σαν να ήταν ένα μακρύ, ασημένιο μαστίγιο. Το ξίφος του 'Κοράκι‘ είχε ήδη τυλιχθεί στην άκρη του μαστίγιου. Η έκφραση του προσώπου του Ξιάχου Ξίνγκ άλλαξε. Γύρισε προς τα πίσω και πήδηξε στον αέρα. Η άκρη του μαστίγιου περιστράφηκε, μαζί με το σώμα του, και άφησε το ξίφος του ‘Κοράκι’. Με έναν ‘Κά’ ήχο, το μαστίγιο ενώθηκε ξανά σε ένα ξίφος.

Ο Γιαν Σισάν αμέσως τους διέκοψε, «Αφού κανένας από τους δύο σας δεν μπόρεσε να κερδίσει αυτή την μάχη, τώρα είναι σειρά μου.»

Ο Ξιάχου Ξίνγκ γέλασε ψυχρά. Κοίταξε τριγύρω στις τέσσερις κατευθύνσεις και η έκφραση του προσώπου του άλλαξε ξανά, προς το χειρότερο.

Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ένα άτομο έλειπε.

Το παιδί κάθονταν στο έδαφος, κάποιος είχε κλειδώσει τα ζωτικά σημεία του (Σημ. Μεταφραστή: Στην Κινέζικη Ιατρική υπάρχουν ορισμένα σημεία στο σώμα του ανθρώπου που αν κάποιος τα χτυπήσει, μπορεί να ακινητοποιήσει κάποιον. Αυτά τα σημεία ονομάζονται ζωτικά.). Αλλά η Ξούε Κέρεν είχε εξαφανιστεί.

Ο Ξιάχου Ξίνγκ ξεκλείδωσε τα ζωτικά σημεία του παιδιού και αγριεμένος τον ρώτησε, «Ποιος το έκανε αυτό;»

Το παιδί ήταν χλωμό και απάντησε, «Η...Η Κυρία.»

Ο Ξιάχου Ξίνγκ ρώτησε, «Που είναι η Κυρία;»

Το παιδί απάντησε, «Η Κυρία έφυγε.»

* * *

Το παιδί ακόμη κάθονταν στο έδαφος και έκλαιγε, αλλά ο Ξιάχου Ξίνγκ είχε ήδη αρχίσει την καταδίωξη. Ο Γιαν Σισάν και ο ‘Κοράκι’ δεν τον σταμάτησαν.

Αν η γυναίκα κάποιου έφευγε, πως θα ένιωθε αυτός; Μπορούσαν να μαντέψουν πως θα ένιωθε. Αλλά, ποτέ δεν θα μπορούσαν να μαντέψουν ότι μια τόσο ευγενική και αγαθή γυναίκα, που έμοιαζε να θαύμαζε τόσο πολύ τον άνδρα της, θα έφευγε όταν ο άνδρας της βρισκόταν σε μια μάχη ζωής και θανάτου. Φαίνονταν σαν να ήταν το τέλειο ζευγάρι, ένα χαρούμενο ζευγάρι. Ακόμη και ο Γιαν Σισάν τους ζήλευε.

Τώρα, γιατί έτρεξε μακριά;

* * *

Ο Γιαν Σισάν ένιωσε ξαφνικά πολύ δυστυχισμένος, όχι για τον εαυτό του, και σίγουρα όχι για εκείνον το Νεαρό Άρχοντα.
Ένιωσε δυστυχισμένος για τον Άνθρωπο.

Για την Ανθρωπότητα – ποιος να ήξερε ότι τόσα πολλά από τα άτυχα και δυστυχή πράγματα κρύβονταν πίσω από την τύχη και την ευτυχία;

Ποιος να ξέρε;

* * *

Το παιδί που έκλαιγε στο έδαφος έφυγε, αλλά ένα άλλο παιδί, ακόμη μικρότερο, έτρεξε έξω από το δάσος χαμογελώντας χαρούμενα. Δεν έτρεχε πολύ γρήγορα, αλλά έφτασε μπροστά στον Γιαν Σισάν και τον ‘Κοράκι’ εν ριπή οφθαλμού. Ήταν το πολύ εφτά με οκτώ χρονών. Κανένας δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι ένα τόσο μικρό παιδί είχε τέτοιο επίπεδο Κουνγκ Φου ώστε να κινείται τόσο γρήγορα. Ο Γιαν Σισάν και ο ‘Κοράκι’ δεν είχαν άλλη επιλογή από το να το πιστέψουν, αφού το είδαν με τα ίδια τους τα μάτια.

Το παιδί τους κοίταξε και τους χαμογέλασε. Το χαμόγελο του ήταν αξιολάτρευτο.

Ο ‘Κοράκι’ συνήθως δεν συμπαθούσε τα παιδία. Ένιωθε ότι τα μικρά παιδιά ήταν σαν τα γατάκια και τα κουταβάκια, και ότι ένας άνδρας έπρεπε να τρέχει μακριά τους όσο πιο γρήγορα μπορούσε όταν τα έβλεπε. Αυτή την φορά, όμως, δεν έτρεξε μακριά, αλλά ρώτησε, «Ποιο είναι το όνομα σου;»
Το παιδί απάντησε, «Με λένε ‘Μικρός Μπελάς’.»

Ο ‘Κοράκι’ ρώτησε, «Αφού σίγουρα δεν είσαι μπελάς, γιατί σε λένε ‘Μικρός Μπελάς’;»

Ο Μικρός Μπελάς απάντησε, «Εσύ είσαι σίγουρα άνθρωπος, γιατί σε λένε ‘Κοράκι’;»

Ο ‘Κοράκι’ ήθελε να γελάσει, αλλά δεν γέλασε.

Δεν είναι το κοράκι ένας μπελάς για όλους; Σε πόσους ανθρώπους αρέσει να ακούνε αληθινά και ειλικρινή λόγια;

Ο Γιαν Σισάν δεν μπόρεσε να μην ρωτήσει, «Ξέρεις πως τον λένε ‘Κοράκι’;»

Ο Μικρός Μπελάς απάντησε, «Τι χάσιμο αναπνοής!»

Η ερώτηση του Γιαν Σισάν ήταν πράγματι χάσιμο αναπνοής. Αν ο Μικρός Μπελάς δεν ήξερε ότι αυτός λεγόταν 'Κοράκι’, γιατί θα τον αποκαλούσε έτσι;

Ο Μικρός Μπελάς είπε ξανά, «Όχι μόνο ξέρω ότι λέγεται ‘Κοράκι’, αλλά ξέρω ότι εσένα σε λένε Γιαν Σισάν. Ονομάστηκες έτσι επειδή υπήρχε ένας άνδρας που λεγόταν Γιαν Τσί (Γιαν Επτά) και ένας άλλος άνδρας που λεγόταν Γιαν Βου (Γιαν Πέντε). Θεωρούσες ότι ήσουν πιο δυνατός και από τους δύο και για αυτό αποφάσισες να αποκαλείς τον εαυτό σου Γιαν Σισάν (Γιαν Δεκατρία).»

Ο Γιαν Σισάν έμεινε εμβρόντητος! Αυτή ήταν πράγματι η αντίληψη που είχε, και ήταν το μυστικό του. Δεν μπορούσε να μαντέψει πως ο Μικρός Μπελάς ήξερε αυτό.

Ο Μικρός Μπελάς είπε, «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πολλά πράγματα για σένα. Μόνο όσα άκουσα από την μεγαλύτερη αδελφή μου!»

Αυτή ήταν άλλη μία έκπληξη. Η γυναίκα που μόλις πριν από λίγο είχε εισέλθει μαζί του έμοιαζε περισσότερο σαν να ήταν η μητέρα του.

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Η αδελφή σου έχει όνομα;»

Ο Μικρός Μπελάς απάντησε, «Φυσικά και έχει.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Ποιο είναι το όνομα της;»

Ο Μικρός Μπελάς ρώτησε, «Είσαι μουγκός;»

Ο Γιαν Σισάν έγνεψε αρνητικά το κεφάλι του,

Ο Μικρός Μπελάς ρώτησε, «Έχεις πόδια;»

Ο Γιαν Σισάν χαμήλωσε το κεφάλι του, λες και πράγματι ήθελε να δει αν είχε ακόμη πόδια.

Ο Μικρός Μπελάς είπε, «Αφούς έχεις πόδια και δεν είσαι μουγκός, γιατί δεν πας να την ρωτήσεις ο ίδιος;»

Ο Γιαν Σισάν γέλασε και είπε, «Γιατί δεν είμαι τυφλός, ακόμη μπορώ να δω.»

Ο Μικρός Μπελάς ρώτησε, «Να δεις τι;»

Ο Γιαν Σισάν έδειξε την πράσινη μεταξένια κορδέλα που ήταν δεμένη στα κλαδιά του δέντρου και είπε, «Αφού εσύ ήσουν αυτός που έδεσε αυτόν το κόμπο, τότε σίγουρα θα ξέρεις τι σημαίνει.»

Ο Μικρός Μπελάς απάντησε, «Σημαίνει ότι το δάσος είναι δικό μας. Αν δεν ήσουν μουγκός, θα γινόσουν ένας μόλις έμπαινες μέσα. Αν είχες πόδια, θα τα έχανες μόλις έμπαινες μέσα.»
 
Last edited:
Καλημέρα αγαπητέ Ναπολέοντα.
Βλέπω κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία – Μεταφράσεις Μελών.
Δική σου μετάφραση όλα τα υπέροχα που διαβάζω;
Υπέροχος!

Σημ. Μπήκα σφήνα στη συνέχεια τού κειμένου, αν χαλάω την όμορφη σειρά, παρακαλώ να διαγραφεί η ανάρτησή μου.
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Απο τα Κινεζικα το μετεφρασες;; Σε θαυμαζω.

Δεν εχω διαβασει κινεζικη λογοτεχνια, περα απο αποσπασματα του Ταο και της Τεχνης του Πολεμου. Πολυ ενδιαφερουσα η λιτη, κοφτή γλωσσα του κειμενου, η οποια βεβαια ειναι μαλλον χαρακτηριστικη της κινεζικης λογοτεχνιας.

Εδω θα ηθελα να παρατηρησω οτι η γλωσσα του κειμενου μου θυμιζει την τεχνη καποιου μαστορα (Κινεζου :ρ). Μικρες βιαστικες κοφτες γραμμες που φαινομενικα οποιοσδηποτε μπορει να τις κανει, αλλα στο συνολο, αν το δεις απο μακρυα, αποτελουν ενα περιτεχνο συνολο. Πολυ αλλιωτιη φιλοσοφια απο αυτο που εμεις θεωρουμε ποιητικοτητα και εκφραστικότητα.
 
Ευχαριστώ για τα καλά λόγια. :))) Η αναλυσή σου είναι πολύ σωστή και διεισδυτική.

Κεφάλαιο 4: Ο έρωτας και το μίσος μιας γυναίκας

Ο Γιαν Σισάν δεν διαφώνησε, ούτε είχε διάθεση να διαφωνήσει. Αυτοί ήταν οι κανόνες των Τεσσάρων Αριστοκρατικών Οικογενειών του Κόσμου των Πολεμικών Τεχνών και αναγνωρίζονταν από όλους τους πολεμιστές. Εκτός αν κάποιος κουβαλούσε μεγάλο μίσος, κανένας δεν ήθελε να παραβεί αυτούς τους κανόνες.

Αυτοί που ήθελαν να γίνουν μέλη της Κοινότητας του Κόσμου των Πολεμικών Τεχνών έπρεπε λίγο ή πολύ να ακολουθούν μερικούς κανόνες της. Ακόμη και ο Γιαν Σισάν δεν αποτελούσε εξαίρεση.

Ο Μικρός Μπελάς είπε, «Δυστυχώς, αν και κατανοείς τα πάντα, υπάρχει ένα πράγμα που δεν έχεις κατανοήσεις.»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Ω;»

Ο Μικρός Μπελάς είπε, «Τώρα, πρέπει να πάς ακόμη και αν δεν θέλεις.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Γιατί;»

Ο Μικρός Μπελάς απάντησε, «Γιατί τώρα είναι η αδελφή μου που μου είπε να σε προσκαλέσω να έρθεις μες το δάσος.»

* * *

Ήταν ειρηνικά και ήσυχα μες το δάσος. Ακόμη και όταν ο Γιαν Σισάν πατούσε τα πεσμένα στο έδαφος φύλα των δέντρων ο ήχος ήταν γλυκός. Το φθινοπωρινό τοπίο γινόταν όλο και πιο πανέμορφο όσο έμπαινε βαθύτερα μες στο δάσος.

Ο ‘Κοράκι’ δεν είχε έρθει μαζί του.

«Γιατί η αδελφή μου θέλει να δει μόνο εσένα.»

Γιατί ήθελε να τον δει; Επιπρόσθετα, γιατί ήθελε να τον δει μονάχο του; Ο Γιαν Σισάν δεν μπορούσε να καταλάβει, και για αυτό δεν χρειαζόταν να σκεφτεί περαιτέρω για αυτά.

Μπορούσε, ήδη, να την δει.

* * *

Ένα καινούργιο χαλάκι ήταν στρωμένο κάτω από ένα παλαιό δέντρο, που τα φύλλα του είχαν ήδη μαραθεί και γίνει κίτρινα. Στον χαλάκι ήταν ακουμπισμένα ένα σαντούρι, ένα δοχείο με λιβάνι και μια κανάτα κρασί.

- Αυτά σίγουρα τα είχε αφήσει εδώ ο Ξιάχου Ξίνγκ. Είναι φανερό ότι ήταν σε μεγάλη βιασύνη όταν έφευγε από δω.

- Μήπως είχε αναγκαστεί να φύγει από δω από την μελαγχολική γυναίκα που εκείνη την στιγμή κάθονταν κάτω από το δέντρο;

Δεν έδειχνε μόνο μελαγχολική, αλλά και αδύναμη, λες και δεν θα μπορούσε να αντέξει την παραμικρή επίθεση.

Ο Γιαν Σισάν περπάτησε προς το μέρος της. Περπατούσε σιγά, λες και φοβόταν μήπως την τρομάξει. Αλλά εκείνη τον είχε ήδη δει και το κοίταζε με τα καθαρά μάτια της, «Ώστε εσύ είσαι ο Δολοφόνος Γιαν Σισάν;»

Ο Γιαν Σισάν έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του και είπε, «Είναι η Κυρία από το Βουνό ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’;»

Έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα επειδή ήξερε ότι η σμαραγδένια πράσινη μεταξωτή κορδέλα που ήταν δεμένη έξω ήταν το σύμβολο του Βουνού ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’. Αλλά, αυτή απρόσμενα έγνεψε αρνητικά το κεφάλι της. Ο Γιαν Σισάν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιος που δεν ήταν από το Βουνό ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’ τολμούσε να χρησιμοποιήσει το σύμβολο του.

«Είμαι από την ‘Λίμνη των Επτά Αστεριών της Τσιάνγκ Αν’.»

Η φωνή της ήταν επίσης πολύ αδύναμη, «Το όνομα μου είναι Μουρόνγκ Τσιουντί.»

Ο Γιαν Σισάν εξεπλάγη ακόμη περισσότερο. Η ‘Λίμνη των Επτά Αστεριών της Τσιάνγκ Αν’ ήταν επίσης μια από τις Τέσσερις Αριστοκρατικές Οικογένειες του Κόσμου των Πολεμικών Τεχνών.

Η Μουρόνγκ Τσιουντί δεν ήταν μόνο διάσημη για την ομορφιά της στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών αλλά και για την ευσέβεια της προς τους γονείς της. Για να προσέχει τους άρρωστους γονείς της, είχε αρνηθεί πολλές προτάσεις γάμου και είχε θυσιάσει τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής της. Γιατί ξαφνικά εμφανίστηκε τώρα εδώ; Μήπως ο Δάσκαλος της ‘Λίμνης των Επτά Αστεριών της Τσιάνγκ Αν’, Μουρόνγκ Ζένγκ, είχε ήδη πεθάνει;

Η φήμη της ‘Λίμνης των Επτά Αστεριών της Τσιάνγκ Αν’ δεν ήταν κατώτερη αυτής του Βουνού ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’. Γιατί χρησιμοποιούσε το σύμβολο κάποιου άλλου;

Η Μουρόνγκ Τσιουντί, σαν να είχε ήδη μαντέψει τι σκεφτόταν ο Γιαν Σισάν, είπε ξαφνικά, «Ο πατέρας μου δεν είναι νεκρός. Αν και είναι πολύ άρρωστος, θα ζήσει για τουλάχιστον άλλα τρία με πέντε χρόνια.»

Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε ανακουφισμένος, «Ελπίζω ότι σύντομα θα είναι υγιείς και θα μπορέσει να ζήσει μερικά ακόμη χρόνια.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Αυτή την φορά το έσκασα, δεν ξέρει ότι είμαι εδώ.»

Ο Γιαν Σισάν ήθελε να ρωτήσει, «Γιατί;»

Αλλά πριν προλάβει να ρωτήσει, η Μουρόνγκ Τσιουντί είχε ήδη συνεχίσει, «Γιατί θέλω να σκοτώσω κάποιον.»

Μια απερίγραπτη στενοχώρια και μίσος εμφανίστηκαν ξαφνικά στα μελαγχολικά μάτια της.

Πραγματικά μισούσε αυτόν τον άνδρα – αλλά ποιος ήταν αυτός ο άνδρας;

Ο Γιαν Σισάν δεν τόλμησε να ρωτήσει αλλά και ούτε ήθελε να ρωτήσει. Δεν ήθελε να ανακατεύεται με τις υποθέσεις των Τεσσάρων Αριστοκρατικών Οικογενειών του Κόσμου των Πολεμικών Τεχνών.

Το βλέμμα της Μουρόνγκ Τσιουντί κοιτούσε στον ορίζοντα και έμοιαζε λες και το μυαλό της είχε φύγει για ένα μακρινό μέρος. Μετά από πολύ καιρό, επιτέλους συνέχισε, «Θα πρέπει να έχεις ακουστά ότι είμαι ευσεβής κόρη.»

Ο Γιαν Σισάν το αναγνώρισε.

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Όλα αυτά τα τελευταία επτά χρόνια, έχω αρνηθεί σαράντα-τρεις προτάσεις γάμου.»

Αυτοί που έκαναν τις προτάσεις γάμου ήταν, φυσικά, όλοι τους γόνοι διακεκριμένων οικογενειών στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών.

Η Μουρόνγκ Τσιουντί ρώτησε, «Ξέρεις γιατί τις αρνήθηκα;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Επειδή δεν μπορούσες να αποχωριστείς τον πατέρα σου.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Κάνεις λάθος.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Ω;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Δεν είμαι στα αλήθεια ευσεβής κόρη όπως οι άλλοι νομίζουν για μένα. Είμαι…..είμαι……»

Ξαφνικά έσφιξε τα χέρια της και είπε, «Είμαι απλά μια ψεύτρα! Όχι μόνο ψευδόμουν στους άλλους, αλλά και στον εαυτό μου.»

Ο Γιαν Σισάν έμεινε άναυδος. Δεν τολμούσε να την ξανακοιτάξει. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και ήταν έτοιμη να κλάψει από στιγμή σε στιγμή.

Δεν ήθελε να βλέπει γυναίκες να κλαίνε, και ούτε ήθελε να ξέρει γιατί οι γυναίκες κλαίνε.

Δυστυχώς, εκείνη ήθελε να του πει τον λόγο για τον οποίο έκλαιγε.

«Αρνιούμουν τις προτάσεις γάμου, μόνο γιατί περίμενα αυτόν να κάνει την πρόταση.»

Ποιος είναι αυτός; Ήταν αυτός ο όποιος εκείνη ήθελε νεκρό;

Η Μουρόνγκ Τσιουντί άρχισε να κλαίει, «Μου υποσχέθηκε ότι σίγουρα θα ερχόταν. Μου το υποσχέθηκε πολλές φορές.»

- Αλλά δεν ήρθε.

- Ένας άκαρδος άνδρας, χρησιμοποιώντας ως δόλωμα τον γάμο, εξαπάτησε ένα συναισθηματικό κορίτσι.

- Δεν ήταν η μόνη που είχε υποστεί αυτή την τραγωδία.

- Από την αρχαιότητα, αυτή η τραγωδία είχε συμβεί άπειρες φορές. Μέχρι και τώρα αυτό μπορεί να συμβεί οπουδήποτε και ανά πάσα στιγμή.

Ο Γιαν Σισάν δεν ένιωσε άσχημα για αυτή, επειδή μόνο μια τραγωδία που έχει υποστεί ο ίδιος ήταν για εκείνον αληθινή τραγωδία. Για αυτό, λοιπόν, ήταν δύσκολο οι τραγωδίες άλλων ανθρώπων να συγκινήσουν τον Γιαν Σισάν.

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Τον γνώρισα όταν ήμουν δεκαέξι. Μου είπε να τον περιμένω για επτά χρόνια.»

Επτά χρόνια! Πόσο πολύς καιρός!

Από τα δεκαέξι μέχρι τα είκοσι-τρία, τι όμορφη περίοδος στην ζωή μια γυναίκας.

Πόσα πολλά επτά χρόνια υπάρχουν στην ζωή ενός ανθρώπου; Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε από μέσα του.

- Όταν σου ζήτησε να τον περιμένεις για επτά χρόνια, σε είχε ήδη εξαπατήσει.

- Νόμιζε ότι σίγουρα δεν θα περίμενες τόσα πολλά χρόνια, ότι θα τον είχες ξεχάσει μετά από επτά χρόνια.

Ο Γιαν Σισάν ήταν άνδρας, οπότε καταλάβαινε την καρδιά ενός άνδρα αλλά δεν είπε τίποτα. Μπορούσε να φανταστεί τι είδους πόνο και μαρτύριο, τι είδους πικρή εμπειρία αυτά τα επτά χρόνια ήταν για εκείνη.

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Αυτό το παιδί που είδες νωρίτερα, δεν είναι ο μικρότερος αδελφός μου.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Δεν είναι;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί εξήγησε, «Είναι ο γιός μου. Ο παράνομος γιος που είχα με αυτό τον άνδρα.»

Ο Γιαν Σισάν σοκαρίστηκε. Μόνο τώρα κατάλαβε γιατί έπρεπε να περιμένει για επτά χρόνια, γιατί μισούσε αυτόν το άνδρα. Τώρα, ακόμη και εκείνος ένιωθε άσχημα για αυτήν.

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Σου είπα όλα αυτά όχι για να νιώσεις άσχημα για μένα.»

Η φωνή της ξαφνικά έγινε ψυχρή και τα μελαγχολικά μάτια της ξαφνικά έμοιαζαν σαν την μυτερή κόψη ενός μαχαιριού.

Συνέχισε ψυχρά, «Θέλω να σκοτώσεις έναν άνδρα για μένα.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Αυτόν τον άνδρα;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Ναι!»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Σκοτώνω μόνο δύο τύπους ανθρώπων.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Αυτούς που είναι εχθροί σου;»

Ο Γιαν Σισάν έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του και είπε, «Και αυτούς που θέλουν να με σκοτώσουν.»

Συνέχισε αργά, «Για αυτό θέλω να καταλάβεις ένα πράγμα.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Για λέγε.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αν θέλεις να σκοτώσεις κάποιον, πρέπει να το κάνεις με τα ίδια σου τα χέρια. Ένα κόμπος που εσύ έχεις δέσει μπορεί να ξελυθεί μόνο από σένα.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Μα δεν μπορώ.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Γιατί;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Γιατί…γιατί δεν θέλω να τον ξαναδώ.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Είναι επειδή φοβάσαι πως όταν ξαναδείς το πρόσωπο του, δεν θα έχεις την θέληση να τον σκοτώσεις;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί ξανά έσφιξε τα χέρια της.

Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε και είπε, «Αφού δεν έχεις την θέληση να το κάνεις, γιατί πρέπει να τον σκοτώσεις;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί τον κοίταξε και ξαφνικά είπε, «Ελπίζω να καταλάβεις ένα πράγμα.»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Πες το.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Πρέπει να σκοτώσω αυτόν τον άνδρα, και ακόμη περισσότερο πρέπει να είσαι εσύ αυτός που θα τον σκοτώσει!»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Γιατί;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Γιατί το όνομα αυτού του άνδρα είναι Ξιέ Ξιαοφένγκ.»

Η έκφραση του προσώπου του Γιαν Σισάν άλλαξε και είπε, «Ο Τρίτος Νεαρός Άρχοντας της λίμνης με τα πράσινα νερά του Βουνού ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’, Ξιέ Ξιαοφένγκ;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Αυτός είναι!»

* * *

Μια πολύ μεγάλη τιμητική πλάκα ήταν κρεμασμένη στο Μεγάλο Χολ της Έπαυλης του Θεϊκού Ξίφους στην λίμνη με τα πράσινα νερά του Βουνού ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’. Στην πλάκα ήταν γραμμένες πέντε λέξεις – χρυσές λέξεις:

‘Ο Καλύτερος Ξιφομάχος στον Κόσμο.’

Αυτή η πλάκα δεν ήταν καύχημα των ιδιοκτήτων της. Πριν από πολλά χρόνια, όλοι οι διάσημοι ξιφομάχοι στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών συζήτησαν σχετικά με το ποιος είναι ο καλύτερος ξιφομάχος στον κόσμο στην κορυφή του Βουνού Χουά και κάθε άτομο πήρε από ένα χρυσό τάλαντο και το έλιωσε για να γράψει από μια λέξη, σύνολο πέντε λέξεις, και έδωσαν την πλάκα αυτήν ως δώρο στον Ξιέ Τιάν. (Σημ. Μεταφραστή: Στην Κίνα, το επίθετο έρχεται πρώτο και το όνομα δεύτερο. Άρα, ο Ξιέ Τιάν είναι πρόγονος του Ξιέ Ξιαοφένγκ.)

Ο Ξιέ Τιάν ήταν ο πρώτος Δάσκαλος της Έπαυλης του Θεϊκού Ξίφους. Αυτό το συμβάν ήταν ιστορία που συνέβη πριν από πολύ, πολύ καιρό. Αν και η λαμπρότητα των λέξεων στην πλάκα ήταν ακόμη αξιοπρόσεκτη, η φήμη του ‘Καλύτερου Ξιφομάχου στον Κόσμο’ δεν παρέμεινε. Κατά του τελευταίους αιώνες, πολλοί διάσημοι ξιφομάχοι εμφανίστηκαν στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών και κανένας δεν μπορούσε να διακηρυχτεί ως ο καλύτερος ξιφομάχος του κόσμου όλου.

Η δόξα της Έπαυλης του Θεϊκού Ξίφους είχε αρχίζει να ξεθωριάζει από το καταπληκτικό και να επανέρχεται στο μέτριο, μέχρι αυτήν την γενιά. Γιατί σε αυτή την γενιά, η Έπαυλη του Θεϊκού Ξίφους είχε ένα ακόμη εξωπραγματικό ταλέντο, έναν θαυμαστό ξιφομάχο που κέρδισε την προσοχή του κόσμου όλου.

Δεκατρία χρόνια πριν, αυτός ο άνδρας είχε ήδη νικήσει τον Χουά Γιουκούν, τον Νο. 1 ξιφομάχο της Σχολής του Βουνού Χουά.

Έμοιαζε λες και από την στιγμή που γεννήθηκε, είχε όλες τις ευλογίες και τις χάρες των Θεών. Οι τιμές και η αγάπη που του πρόσφεραν αφού γεννήθηκε ξεπερνούσε όλων των άλλων. Ήταν ο καλύτερος ξιφομάχος στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών, ένα σπάνιο ταλέντο.

Ήταν έξυπνος και όμορφος, υγιής και δυνατός, ειλικρινής και ηρωικός. Κανένας δεν μπορούσε να βρει το παραμικρό ελάττωμα στην ζωή του.

Αυτός ο άνδρας ήταν ο Τρίτος Νεαρός Άρχοντας της Έπαυλης του Θεϊκού Ξίφους στην λίμνη με τα πράσινα νερά του Βουνού ‘Σμαραγδένιο Σύννεφο’.

Αυτός ο άνδρας ήταν ο Ξιέ Ξιαοφένγκ.

* * *
 
Τώρα ήταν ακόμη πιο ήσυχο το δάσος. Ο παγερός αγέρας γέμιζε με την ευωδιά των λουλουδιών.

Ο Γιαν Σισάν έμοιαζε λες και είχε χάσει κάθε είδους συναίσθημα. Όταν άκουσε την απάντηση της, ακόμη και η ανάσα του έμοιαζε σαν να είχε σταματήσει. Μετά από πολύ ώρα, τελικά αναστέναξε και είπε, «Τον ξέρω αυτόν τον άνδρα.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Φυσικά και τον ξέρεις. Εσείς οι δύο έχετε ένα ραντεβού να μονομαχήσετε μέχρι θανάτου, που δεν θα λήξει μέχρι να συναντηθείτε!»

Ο Γιαν Σισάν έπρεπε να ομολογήσει, «Είχα πράγματι κανονίσει μια μονομαχία μαζί του.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί ρώτησε, «Αλλάζεις ποτέ τα ραντεβού σου;»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Ποτέ.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Τότε αυτό το ραντεβού είναι πολύ πιθανό να είναι το τελευταίο σου.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Ω;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Έχω δει την ξιφασκία σου. Σίγουρα δεν είσαι ισάξιος του.»

Ο Γιαν Σισάν γέλασε πικρά, «Αφού ήδη ξέρεις ότι δεν είναι ισάξιος του, γιατί μου ζήτησες να τον σκοτώσω;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Γιατί γνώρισες εμένα.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Εσένα…..»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Η ξιφασκία του είναι της καλύτερης ποιότητας και σίγουρα έχει σχεδόν ξεπεράσει τα όρια της ξιφασκίας.»

Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε και είπε, «Είναι στα αλήθεια ιδιοφυία. Τον έχω δει να μονομαχεί.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί ρώτησε, «Έχεις αναγνωρίσεις το λάθος στην ξιφασκία του;»

Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Δεν υπάρχει λάθος στην ξιφασκία του, ούτε ένα.»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Υπάρχει.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Αλήθεια;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Σίγουρα υπάρχει, μόνο ένα.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Ξέρεις ποιο είναι αυτό;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Μόνο εγώ ξέρω.»

Τα μάτια του Γιαν Σισάν έλαμψαν. Πίστευε ότι δεν έλεγε ψέματα. Αν υπήρχε ένα άτομο στον κόσμο που ήξερε ποιο είναι το λάθος στην ξιφασκία του Τρίτου Νεαρού Άρχοντα, τότε αυτό το άτομο θα έπρεπε να είναι αυτή.

Γιατί ήταν εραστές. Τουλάχιστον αυτή την σύντομη στιγμή που κάνανε το παιδί τους, οι ψυχές τους είχαν σίγουρα συνδεθεί. Μόνο ένα άτομο που ήταν πραγματικά ερωτευμένο με αυτόν θα μπορούσε να ανακαλύψει το μυστικό του.

Για έναν ξιφομάχο που ήταν αήττητος σε όλον τον κόσμο, το μεγαλύτερο μυστικό ήταν το λάθος στην ξιφασκία του.

Όχι μόνο έλαμψαν τα μάτια του Γιαν Σισάν, αλλά και η καρδία του χτυπούσε γρηγορότερα. Ήταν και εκείνος ένας άνδρας που είχε αφιερώσει όλη του την ζωή και αγάπη στο ξίφος. Αυτό δεν ήταν μόνο μια μεγάλη λατρεία, αλλά και μια αρκετά πικρή θυσία. Μια θυσία που δεν ήταν χωρίς κόστος.

Αυτή η σύντομη στιγμή υπέροχης λάμψης την στιγμή της νίκης ήταν αρκετή για να δώσει νόημα σε όλη του την ζωή. Σκοπός της προπόνησης του στην ξιφασκία ήταν να επιζητεί την νίκη, όχι τον θάνατο.

Σίγουρα όχι!

Αν υπήρχε μια ευκαιρία για νίκη, ποιος θα μπορούσε να την εγκαταλείψει;

* * *

Η Μουρόνγκ Τσιουντί κοίταξε τα αστραφτερά μάτια του και είδε ότι το είχε συγκινήσει. Κατευθείαν συνέχισε, «Σε αυτόν τον κόσμο, μόνο εγώ μπορώ να σε βοηθήσω να τον νικήσεις, και μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις να τον σκοτώσω.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Γιατί μόνο εγώ;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Γιατί μόνο στο ‘Δολοφονικό Ξίφος των Δεκατριών Μαργαριταριών’ υπάρχει μια στάση, που αν αλλάξει λίγο, θα μπορέσει να τον παγιδεύσει σε μια παγίδα θανάτου!»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Ποια στάση είναι αυτή;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Η δέκατη-τέταρτη στάση.»

* * *

Αφού ονομάζονταν ‘Δολοφονικό Ξίφος των Δεκατριών Μαργαριταριών’, πως θα μπορούσε να υπάρχει μια δέκατη-τέταρτη στάση; Οι άλλοι άνθρωποι σίγουρα δεν θα καταλάβαιναν.

Αλλά ο Γιαν Σισάν κατάλαβε.

Αν και το ‘Δολοφονικό Ξίφος των Δεκατριών Μαργαριταριών’ είχε μόνο δεκατρείς στάσεις, υπήρχαν δεκατέσσερις μεταμορφώσεις. Αυτές οι μεταμορφώσεις ήταν η ψυχή της ξιφασκίας του. Αν και η ψυχή είναι αόρατη, κανένας δεν αρνείται την ύπαρξη της!

Η Μουρόνγκ Τσιουντί ξαφνικά σηκώθηκε. Ακόμη έμοιαζε τόσο λεπτή και αδύναμη, αλλά τα μάτια της έλαμπαν σαν την μυτερή κόψη ενός μαχαιριού. Κοίταξε τον Γιαν Σισάν και είπε λέξη προς λέξη, «Τώρα έχω ήδη γίνει ο Ξιέ Ξιαοφένγκ.» Αφού είπε αυτές τις λέξεις, ξαφνικά τα μάτια της απέκτησαν μια τρομακτική δολοφονική αύρα! Μια δολοφονική αύρα που μόνο εξαιρετικά ικανοί δάσκαλοι που έχουν σκοτώσει εκατοντάδες ανθρώπους μπορούν να έχουν.

- Μήπως αυτή η λεπτή και αδύναμη αριστοκράτισσα από μια τόσο διακεκριμένη οικογένεια είχε ξανασκοτώσει πριν; Πόσους ανθρώπους είχε σκοτώσει;

Ο Γιαν Σισάν δεν ρώτησε, και δεν χρειαζόταν να ρωτήσει. Μπορούσε να πει.

Η Μουρόνγκ Τσιουντί έκοψε ένα κλαδί δέντρου και είπε, «Αυτό είναι το ξίφος μου.»

Το σώμα της άλλαξε ξανά μόλις πήρε αυτό το κλαδί δέντρου στα χέρια της. Αυτή η παντοδύναμη τρομακτική δολοφονική αύρα δεν ήταν πλέον μόνο στα μάτια της, αλλά και στο σώμα της. Ήταν παντού!

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Τώρα βλέπε, και βλέπε προσεκτικά. Αυτό είναι το μόνο λάθος στην ξιφασκία του.»

* * *

Ένας αγέρας φύσηξε. Ο αέρας έγινε ξαφνικά πολύ παγερός.

Το σώμα της κα το ξίφος είχαν αρχίσει να κινούνται. Εξαιρετικά αργά, εξαιρετικά όμορφες κινήσεις , όσο φυσικές όσο και ο άνεμος.

Αλλά ποιος μπορεί να αντέξει τον άνεμο όταν αρχίσει να φυσά; Και ποιος μπορεί να πει από πού φυσά ο άνεμος;
Οι οφθαλμού του Γιαν Σισάν συνεστάλησαν.

Το ξίφος είχε ήδη πολύ, πολύ αργά κινηθεί προς τα εμπρός.

Όταν είχε κινηθεί, κινήθηκε από το πιο αδιανόητο μέρος, και όταν κινήθηκε είχε την πιο αδιανόητη μεταμόρφωση. Αλλά μέσα στην μεταμόρφωση υπήρχε πράγματι ένα μικρό σφάλμα.

- Όταν η θύελλα σάρωνε το έδαφος, ήταν δύσκολο να αποφύγει ένα σημείο;

- Αλλά όταν η θύελλα περνούσε, ποιος έδινε προσοχή σε αυτό το σημείο;

Ο Γιαν Σισάν ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι υπήρχε κρύος ιδρώτας στην μέση της παλάμης του.

Μόλις τώρα, οι κινήσεις τις σταμάτησαν.

Κοίταξε ψυχρά τον Γιαν Σισάν και ρώτησε, «Ανακάλυψες το λάθος τώρα;»

Ο Γιαν Σισάν έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του.

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Μπόρεσες να το ανακαλύψεις μόνο γιατί οι κινήσεις μου είναι εικοσιτέσσερις φορές πιο αργές από ότι οι δικές του όταν επιτίθεται.»

Ο Γιαν Σισάν πίστεψε ότι ο υπολογισμός της ήταν σίγουρα σωστός.

Η εκτίμηση ενός πραγματικά ικανού δασκάλου σχετικά με την ταχύτητα της ξιφασκίας ήταν δέκα φορές πιο ακριβής από την εκτίμηση ενός ιδιοκτήτη ενεχυροδανειστήριου σχετικά με την τιμή των αγαθών.

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Όταν επιτίθεμαι κανονικά, είμαι λίγο πιο αργή από αυτόν, αλλά όχι πολύ αργή.»

Ο Γιαν Σισάν έπρεπε να το πιστέψει. Μόλις τώρα είχε ανακαλύψει πως αυτή η λεπτή και αδύναμη γυναίκα ήταν ένας πραγματικά ικανός δάσκαλος που σπάνια θα έβλεπε κανείς στην ζωή του.

Η Μουρόνγκ Τσιουντί είπε, «Τώρα θα επιτεθώ.»

Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Εναντίον ποιου;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Εσένα.»

Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε και είπε, «Θέλεις να δεις αν μπορώ να νικήσω την ξιφασκία του;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Ναι.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αν νικήσω αυτή την στάση ξιφασκίας, δεν σημαίνει ότι θα πεθάνεις υπό το ξίφος μου;»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για αυτό.»

Ο Γιαν Σισάν είπε, «Και αν δεν μπορέσω να νικήσω αυτή την στάση ξιφασκίας…..»

Η Μουρόνγκ Τσιουντί απάντησε, «Τότε θα πρέπει να πεθάνεις!»

Συνέχισε ψυχρά, «Αν ακόμη δεν μπορείς να νικήσεις αυτήν την στάση ξιφασκίας, τότε δεν θα υπάρχει λόγος να ζεις, ούτε για σένα ούτε για μένα, άρα δεν θα έχω άλλη επιλογή από το να σε σκοτώσω!»
 
Top