Βλέπω καμιά φορά ένα παλιό ποδήλατο ή κάποια κάγκελα βαμμένα ξανά και ξανά και έπειτα ξεφτισμένα έτσι που τα χρώματα να μπερδεύονται και να δείχνουν όμορφα μέσα στην παλαιότητά και στο ξέφτισμα του χρόνου, κι είναι αυτό κάτι τόσο χαρακτηριστικό που είναι παράξενο που δεν έχει την πολύ δική του λέξη. Κάτι σαν ξεφτόχρωμο ή σύγχρωμο δεν ξέρω εγώ τί. Κάτι, τέλος πάντων.
Η γη στεγνή και ξαφνικά περνά μια μπόρα και την βρέχει και όταν φύγει αφήνει πίσω της μια μυρωδιά από βρεγμένο χώμα, τόσο χαρακτηριστική και πάλι δίχως μια λέξη. Δεν θα έπρεπε να λεγόταν βροχουδιά ή κάπως, τέλος πάντων;
Ανεβαίνεις στην «μπαλαρίνα» κι όταν κάνει την βουτιά νιώθεις κάπου χαμηλά ένα γλυκό γαργαλητό. Πάλι δίχως λέξη.
Παινεύονται οι άνθρωποι για τον "πλούτο" της γλώσσας τους, αλλά είναι όλες λίγο φτωχές δίπλα στον πλούτο της ζωής.
Η γη στεγνή και ξαφνικά περνά μια μπόρα και την βρέχει και όταν φύγει αφήνει πίσω της μια μυρωδιά από βρεγμένο χώμα, τόσο χαρακτηριστική και πάλι δίχως μια λέξη. Δεν θα έπρεπε να λεγόταν βροχουδιά ή κάπως, τέλος πάντων;
Ανεβαίνεις στην «μπαλαρίνα» κι όταν κάνει την βουτιά νιώθεις κάπου χαμηλά ένα γλυκό γαργαλητό. Πάλι δίχως λέξη.
Παινεύονται οι άνθρωποι για τον "πλούτο" της γλώσσας τους, αλλά είναι όλες λίγο φτωχές δίπλα στον πλούτο της ζωής.