Μερικά από τα αποσπάσματα που σημείωσα στο Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Τι έγραφε το παιδάκι...
(για τον πατέρα της)
Όταν διαβάζει, το μέτωπό του αυλακώνεται από μια βαθιά πτυχή. Μα όταν βοηθάει να ετοιμάσουμε τις πατάτες, τα φασόλια ή άλλα χορταρικά, φαίνεται απαλλαγμένος από κάθε σκέψη και παίρνει ένα ύφος αποκλειστικό για τις πατάτες, φροντίζοντας να βεβαιωθεί κάθε φορά ότι δεν παρέδωσε καμία που να μην είναι τέλεια καθαρισμένη. Μ' ένα τέτοιο ύφος, η ατέλεια είναι αδιανόητη.
Μου δίνουν κάθε μέρα βαλεριάνα για να ηρεμήσουν τα νεύρα μου, μόλο που την άλλη μέρα νιώθω χειρότερα. Ξέρω ένα καλύτερο φάρμακο. Το γέλιο, το ανοιχτόκαρδο γέλιο, αλλά έχουμε ξεμάθει να γελάμε, ή σχεδόν.
Η κυρία Βαν Ντάαν ισχυρίζεται πως πιστεύει στο πεπρωμένο. Καμιά όμως δεν είναι πιο φοβητσιάρα απ' αυτήν όταν γίνονται βομβαρδισμοί.
Δεν μπορώ να φανταστώ πως ο κόσμος θα ξαναγίνει ποτέ για μας εντελώς ομαλός. Όταν τυχαίνει να μιλώ για "μετά τον πόλεμο", είναι για μένα κάτι σαν πύργος στον αέρα, κάτι δηλαδή που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ....
...Βλέπω εμάς τους οχτώ μέσα στο Παράσπιτο σαν ένα κομμάτι γαλάζιο ουρανό, που περικυκλώνεται σιγά-σιγά από σκοτεινά σύννεφα, βαριά και απειλητικά. Ο μικρός κύκλος, αυτό το νησάκι που μας κρατάει ακόμα σε ασφάλεια, στενεύει σταθερά από την πίεση των σύννεφων που μας χωρίζουν ακόμη απ' τον κίνδυνο, που όλο και σιμώνει. Τα σκοτάδια και ο κίνδυνος μας περισφίγγουν ολόγυρα. Αναζητάμε μια διέξοδο και, από την απελπισία σκοντάφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο. Όλοι μας κοιτάμε προς τα κάτω, εκεί όπου οι άνθρωποι μάχονται μεταξύ τους. Όλοι μας κοιτάμε προς τα επάνω, εκεί όπου βασιλεύουν μονάχα η γαλήνη και η ομορφιά, από τις οποίες όμως είμαστε αποκομμένοι με τη μάζα των σκοταδιών που μας φράζουν το δρόμο σαν αδιαπέραστος τοίχος που κοντεύει να μας συντρίψει, μα που δεν είναι ακόμη αρκετά ισχυρός. Μ' όλες μου τις δυνάμεις, ικετεύω και εκλιπαρώ: "Κύκλε, κύκλε, πλάτυνε και άνοιξε μπροστά μας".
(για ένα στιλό, δώρο της γιαγιάς της, που κάηκε κατά λάθος)
Μου μένει μια παρηγοριά, ας είναι και τόσο ελάχιστη: το στιλό μου αποτεφρώθηκε και δεν ενταφιάστηκε. Ελπίζω να γίνει το ίδιο και για μένα αργότερα.
Δεν παύω ν' αναρωτιέμαι αν η συγκατοίκηση με άλλους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι αυτοί, οδηγεί αναγκαστικά σε καυγάδες. Ή μπας κι έχουμε κακοπέσει; Είναι τάχα η πλειονότητα των ανθρώπων εγωιστές και μικροπρεπείς;
Το ίδιο μου κάνει αν ζήσω ή αν πεθάνω. Εκεί έχω φτάσει. Η γη δε θα πάψει να γυρίζει εξαιτίας μου, και δεν είμαι γω που θ' αλλάξω τα γεγονότα με κανέναν τρόπο.