Αγαπημένα αποσπάσματα από βιβλία

Νομίζουν όλοι ότι σε ξέρουν από τα πράγματα που έχεις κάνει. Νομίζουν πως δεν είναι ανάγκη να καθίσουν και να σε ακούσουν, να σ' αφήσουν να μιλήσεις για τον εαυτό σου. Όσο και αν πασχίζεις να ζήσεις μια ζωή σωστή, αν κάνεις ένα λάθος σ' ετούτη την κοιλάδα, δεν το ξεχνούν ποτέ. Όσο και αν βάζεις τα δυνατά σου να κάνεις το σωστό. Όσο κι αν ακούς τη φωνή σου μέσα σου να ψιθυρίζει "Δεν είμαι έτσι! Δεν είμαι όπως λέτε!"- Ο τρόπος που σε βλέπουν οι άλλοι, αποφασίζει τελικά ποίος είσαι.

Hannah Kent, Έθιμα Ταφής
 
Η πικρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των ζωντανών οργανισμών. Γιατί αυτοί ζητούν πολλά απ' τη ζωή, και η ζωή τις περισσότερες φορές δίνει λίγα. Με τα λίγα μπορούν να ευτυχούν μόνο όσοι γέρασαν, -σωματικά ή ψυχικά,- επειδή αυτοί, μη έχοντας να περιμένουν τίποτα, είναι ευχαριστημένοι με τα ψίχουλα του δρόμου. Γι' αυτό και οι πικραμένοι άνθρωποι είναι στο βάθος οι πιο αισιόδοξοι: επειδή σ' αυτούς έμεινε ακόμα το προνόμιο ν' αγαπούν, να πιστεύουν στον άνθρωπο και στη ζωή, το προνόμιο να κυνηγούνε χίμαιρες.

(Απόσπασμα από τον πρόλογο της τρίτης έκδοσης της Γαλήνης του Ηλία Βενέζη - 1943)

ΥΣ, Αερικούλι, μπορεί να μην τα κατάφερα να συγκεντρωθώ σε όλη τη διαδρομή, και να αναγκάστηκα να ακούσω πολλά σημεία του βιβλίου δυο και τρεις φορές, αλλά το πάλεψα...
 
Καρυστιάνη: Τα σακιά

Ως τότε είχε ακούσει πολλούς μετά από κάτι σημαντικό που τους συνέβη, παραγραφή χρέους, τυχερό λαχνό, διάλυση αποτυχημένου αρραβώνα, απόλυση από στρατιωτική θητεία με χοντρά καψώνια, εξιτήριο ύστερα από πολύμηνη νοσηλεία σε νοσοκομείο, να λένε στους δικούς τους και στην πανταχού παρούσα και πρόθυμη ομήγυρη της περιέργειας, την επομένη ξύπνησα άλλος άνθρωπος.

Πίνοντας το πρώτο καφεδάκι στην γκαρσονιέρα της, η Βιβή ανέλυσε το προσφιλές σχήμα λόγου και αποφάνθηκε ότι κανείς δεν μπορεί να αποδράσει από τον προηγούμενο βίο του και κυρίως από τον εαυτό του, το πετσί του χαρακώνουν ορατές και αόρατες ουλές, τον ώμο του πληγιάζει το σακί του με τα άπλυτα και τα βάσανα, κλεμμένος ιδρώτας, λόγια δηλητήριο, άγονα χωράφια, χάδια που λείψανε, όνειρα που ξεφτίσανε, όρκοι που ψευτίσανε, τύψεις που θεριέψανε με τον καιρό. Έτσι είχε μάθει να βλέπει τους ανθρώπους, φορτωμένους το τσουβάλι τους παντού, στο δρόμο, στο μαγαζί, στο καφενείο, στο τρένο, στην εκκλησία, στην ταβέρνα ακόμη, μισογεμάτο στην πλάτη των νεότερων, ξέχειλο στην πλάτη των μεσόκοπων και των γέρων, μερικών το κορμί ένα Γάμμα.
 
Ήταν κάποτε δύο άνθρωποι.Δύο χρονών,δέρνονταν με τα χέρια.
Δώδεκα χρονών,δέρνονταν με ραβδιά και πετούσαν πέτρες.
Είκοσι δύο χρονών,έριχναν βόμβες.
Εξήντα δύο χρονών,έπαθαν μόλυνση.
Ογδόντα δύο χρονών,πέθαναν.Θάβονται ο ένας δίπλα στον άλλο.
Όταν μετά από εκατό χρόνια ένα σκουλήκι πέρασε τρώγοντας από τα δύο μνήματα,καθόλου δεν αντιλήφθηκε ότι εδώ είχαν ταφεί δύο διαφορετικοί άνθρωποι.
Ήταν η ίδια γη. Παντού η ίδια γη.

Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ - Μια ιστορία του αναγνωστικού
 
... της είχε πει λέξη τη λέξη, μη χαθεί ούτε συλλαβή, μάνα, εσύ σε όλη σου τη ζωή βρίσκεις τρόπους να είσαι καλά με τη συνείδησή σου. Τον κοιτούσε πίσω από το τζαμάκι, μισό μέτρο η απόσταση κι όμως νόμιζε πως ο Λίνος, εξαϋλωμένος και θαμπός, βρισκόταν εκατομμύρια έτη φωτός μακριά. Ίσως σε όλη της τη ζωή τον κοιτούσε από πολύ μακριά κι ας ήταν δίπλα της, μια παρατηρήτρια πουλιών με το μάτι στο τηλεσκόπιο να παρακολουθεί ένα παράξενο πτηνό που βγάζει φτέρωμα, αλλά τελικά δεν μπορεί να πετάξει στο γαλάζιο ουρανό.

Τα σακιά - Καρυστιάνη (σελ 176)
 
Σήμερον, ὁ Νικολὸς τὸ Πίτς, καὶ ὁ φίλος του, ὁ Ἀντώνης τῆς Γαλοντζίτσας, ᾐσθάνοντο ξηρὸν τὸν φάρυγγα, ἐνῷ ἐξημέρωνε τέτοια μεγάλη καὶ φαιδρὰ ἑορτή, χρονιάρα μέρα! Ἀφοῦ ἔπαυσαν τὰ φαναράκια νὰ περιφέρωνται, καὶ τὰ παιδία ποὺ ἔψαλλον τὸ «Χριστούγεννα-Πρωτούγεννα» ἐπῆγαν νὰ κοιμηθοῦν, κ᾽ ἐσβήσθησαν ὅλα τὰ φῶτα, καὶ ὁ βορρᾶς ἐμαίνετο καὶ ἀντήχει ὁ πλαταγισμὸς τῶν κυμάτων κάτωθεν τοῦ βράχου, ἔμεινε τὸ καπηλεῖον μὲ τὰς δύο πενιχρὰς καπνώδεις λυχνίας του, μὲ τὴν θύραν βλέπουσαν πρὸς τὸ πέλαγος, εἰς τὸ ὕψος ὅπου ἵστατο τὸ παμμέγιστον «Κανόνι τῆς Ἀναγκιᾶς», κατὰ τὸ βόρειον ἄκρον τοῦ Κάστρου.
Δύο ἢ τρεῖς ἄλλοι θαμῶνες ἔκλινον τὴν κεφαλὴν εἰς τὰ τραπέζια κ᾽ ἐνύσταζον, ὁ κάπηλος, ὄρθιος παρὰ τὸ κυλικεῖον, ἀφῆκε μέγαν ρογχασμόν. Ὁ Νικολὸς τὸ Πὶτς κι ὁ Ἀντώνης τῆς Γαλοντζίτσας ἐξῆλθον ν᾽ ἀγναντέψουν τὸ μαῦρον πέλαγος, ἀπὸ τῆς Ἀναγκιᾶς τὸ Κανόνι. Τούτους ἠκολούθησε μετ᾽ ὀλίγον διὰ νὰ ξενυστάξῃ κι ὁ ἴδιος ὁ καφετζής.

Ο ΧΑΡΑΜΑΔΟΣ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 655-659


Μερικές συνοδευτικές σκέψεις.
Λέξη λέξη ζωγραφίζει το σκηνικό του, όχι με λάδια ή τέμπερες, αλλά τραβώντας γραμμές καθάριες με μολυβάκι. Περι-γράφει κυριολεκτικά κι απαλά σε εισάγει στον κόσμο του. Τίποτα βίαιο, τίποτα κραυγαλέο, εντυπωσιακό. Σαν το νερό που ρέει. Σταγόνα η κάθε λέξη του ως να γεμίσει το ποτήρι του διψασμένου αναγνώστη.
 

Ίζι

Κυρά των Σκιών
Το απόσπασμα που μας θύμισε σήμερα η Ασημένια από το Ταχυδρομείο του Τσ. Μπουκόφσκι.

Αερομβολίστηκα λοιπόν. Μεθούσα και γινόμουνα πιο τύφλα και από κουράδα στο Καθαρτήριο. Κάποιο βράδυ, μες στην κουζίνα, έφτασα να βάλω ένα χασαπομάχαιρο στο λαιμό μου, κι ύστερα σκέφτηκα, φρόνιμα ρε γέρο, μπορεί το κοριτσάκι σου να θέλει να την πας στο ζωολογικό κήπο. Παγωτά, μαϊμούδες, τίγρεις, πράσινα και κόκκινα πουλιά, και ο ήλιος να δύει πάνω από το κεφαλάκι της, και ο ήλιος να δύει και να χώνεται ανάμεσα στις τρίχες της μασχάλης σου, φρόνιμα ρε γέρο.

Και μερικά ακόμα αποσπάσματα που σημείωσα στο βιβλίο αυτό:

(εδώ ο Χένρι ζει με τη γυναίκα του και το σκύλο τους)

Σηκώνομαι να πάρω ένα ποτήρι νερό και με το που μπαίνω στην κουζίνα, βλέπω τον Πικάσο να πλησιάζει την Τζόυς και να της γλείφει τον αστράγαλο. Ήμουν ξυπόλητος και δε με πήρε είδηση. Η Τζόυς φορούσε ψηλά τακούνια. Τον κοιτάζει λοιπόν με μια έκφραση γεμάτη μίσος, κείνο το επαρχιώτικο μίσος, σκέτη κακία, και του δίνει μια ξεγυρισμένη κλοτσιά με τη μύτη του παπουτσιού της. Ο φουκαράς έκανε μερικές τούμπες κλαψουρίζοντας. Τον πήραν και τα κατρουλιά. Μπήκα στην κουζίνα να πιω νερό. Καθώς κρατούσα το ποτήρι στο χέρι μου, πριν το γεμίσω, το πετάω με δύναμη στο ντουλάπι πάνω από το νεροχύτη. Γυαλιά σκορπίστηκαν παντού. Η Τζόυς πρόλαβε κι έκρυψε το πρόσωπό της. Εγώ δεν έκανα τον κόπο να προφυλαχτώ. Πήρα το σκυλί και βγήκα από το δωμάτιο. Κάθισα στην πολυθρόνα, το πήρα πάνω μου κι άρχισα να το χαϊδεύω. Εκείνο κουνούσε την ουρά του και σπαρταρούσε σαν το ψάρι στη στεριά.

........

Έτσι ψυχαναλύθηκα μοναχός μου, και μου μείναν και τα λεφτά...

........

Φέραν και το λουλούδι μέσα. Ήταν ένα κοκκινοπορτοκαλί πράμα πάνω σ' ένα πράσινο κοτσάνι. Είχε πολύ περισσότερο νόημα από ένα σωρό άλλα πράματα, μόνο που το είχανε δολοφονήσει.

Να γιατί λατρεύω τον Χένρι/Τσαρλς. Δεν ξέρω αν ήταν καλός μπαμπάς, ίσως όχι, καμιά φορά οι καλλιτέχνες δεν είναι, πάντως έγραψε για την κόρη του αυτό το όμορφο ποίημα:

Εξαίσιο, μαγευτικό
ατέλειωτο
το κορίτσι μου
ήλιος
στο χαλί
έξω απ' την πόρτα,
σκύβω να κόψω
ένα λουλούδι, χα!
κι ένας γέρος
καραβοτσακισμένος
εμφανίζεται απ' τη
ράχη της καρέκλας του
και με κοιτάζει.
Μα δε βλέπει παρά μόνο
αγάπη.
Χα! Γίνομαι
καλός κι αγαπητός
στον κόσμο
όπως ακριβώς
το ήθελα.
 
Λιλή Ζωγράφου: Οι Εβραίοι Κάποτε (Μίκαελ)

Δεν θα είχαν τρέξει, ούτε δυο χιλιόμετρα, όταν το τραίνο μούγγρισε, ταλαντεύτηκε, ξέρασε ένα θυμωμένο σφύριγμα και ξανασταμάτησε.
Άγρια ξεφωνητά γερμανών μπερδεύτηκαν με αγριότερες ελληνικές διαμαρτυρίες. Απειλητικοί κι αποφασισμένοι οι άνθρωποι του Ερυθρού Σταυρού, σαν διαπίστωσαν πως το τραίνο δεν είχε τη διάθεση να σταματήσει, παρ' όλη τη σημαία τους, στάθηκαν καταμεσής στις γραμμές. Οι χιλιάδες αιχμάλωτοι διασκέδαζαν στην αρχή με τις βρισιές που άκουαν ν' ανταλλάσσονται. Ο Σαμ πετάχτηκε μ' άλλους περίεργους στο παράθυρο, μα τους διάταξαν να καθήσουν κάτω. Και τότε γίνηκε κάτι που κανείς δεν το περίμενε. Μια βροχή από τσιγάρα, μπισκότα, σοκολάτες, καραμέλλες, ως και άσπρα ωραία ψωμιά και κονσέρβες με κρέας, όλα τα ξεχασμένα αγαθά κι οι λιχουδιές τρυπώνουν από τα παράθυρα και πέφτουν στα κεφάλια, στα πόδια, στις αγκαλιές.
Κι όταν η ευλογία του θεού, γέμισε τα πάντα γύρω τους, από τον ίδιο δρόμο πέσανε ακόμα πιο απροσδόκητοι οι αποχαιρετισμοί.
— Κουράγιο παιδιά!
— Θα σας περιμένουμε γρήγορα...
— Να μας ξανάρθετε με το καλό!
Επί τέλους τους αποχαιρετούσαν. Κι όπως δεν έβλεπαν κανέναν, φυλακισμένοι μέσ' στα σανιδώματα, οι φωνές πήραν τα πρόσωπα εκείνων που αγαπούσαν. Ο Ερρίκο, και πολλοί μαζί του, κλαίγαν ντροπαλά. Ώστε δεν έφευγε μόνος. Ούτε κι άφηνε στην Αθήνα μια έρημη γυναίκα με το παιδί τους. Άφηνε όλη την Αθήνα, όλους τους κατοίκους της να τον περιμένουν.

σελ. 84-85
 

Ίζι

Κυρά των Σκιών
Μερικά από τα αποσπάσματα που σημείωσα στο Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Τι έγραφε το παιδάκι...

(για τον πατέρα της)
Όταν διαβάζει, το μέτωπό του αυλακώνεται από μια βαθιά πτυχή. Μα όταν βοηθάει να ετοιμάσουμε τις πατάτες, τα φασόλια ή άλλα χορταρικά, φαίνεται απαλλαγμένος από κάθε σκέψη και παίρνει ένα ύφος αποκλειστικό για τις πατάτες, φροντίζοντας να βεβαιωθεί κάθε φορά ότι δεν παρέδωσε καμία που να μην είναι τέλεια καθαρισμένη. Μ' ένα τέτοιο ύφος, η ατέλεια είναι αδιανόητη.


Μου δίνουν κάθε μέρα βαλεριάνα για να ηρεμήσουν τα νεύρα μου, μόλο που την άλλη μέρα νιώθω χειρότερα. Ξέρω ένα καλύτερο φάρμακο. Το γέλιο, το ανοιχτόκαρδο γέλιο, αλλά έχουμε ξεμάθει να γελάμε, ή σχεδόν.


Η κυρία Βαν Ντάαν ισχυρίζεται πως πιστεύει στο πεπρωμένο. Καμιά όμως δεν είναι πιο φοβητσιάρα απ' αυτήν όταν γίνονται βομβαρδισμοί.


Δεν μπορώ να φανταστώ πως ο κόσμος θα ξαναγίνει ποτέ για μας εντελώς ομαλός. Όταν τυχαίνει να μιλώ για "μετά τον πόλεμο", είναι για μένα κάτι σαν πύργος στον αέρα, κάτι δηλαδή που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ....
...Βλέπω εμάς τους οχτώ μέσα στο Παράσπιτο σαν ένα κομμάτι γαλάζιο ουρανό, που περικυκλώνεται σιγά-σιγά από σκοτεινά σύννεφα, βαριά και απειλητικά. Ο μικρός κύκλος, αυτό το νησάκι που μας κρατάει ακόμα σε ασφάλεια, στενεύει σταθερά από την πίεση των σύννεφων που μας χωρίζουν ακόμη απ' τον κίνδυνο, που όλο και σιμώνει. Τα σκοτάδια και ο κίνδυνος μας περισφίγγουν ολόγυρα. Αναζητάμε μια διέξοδο και, από την απελπισία σκοντάφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο. Όλοι μας κοιτάμε προς τα κάτω, εκεί όπου οι άνθρωποι μάχονται μεταξύ τους. Όλοι μας κοιτάμε προς τα επάνω, εκεί όπου βασιλεύουν μονάχα η γαλήνη και η ομορφιά, από τις οποίες όμως είμαστε αποκομμένοι με τη μάζα των σκοταδιών που μας φράζουν το δρόμο σαν αδιαπέραστος τοίχος που κοντεύει να μας συντρίψει, μα που δεν είναι ακόμη αρκετά ισχυρός. Μ' όλες μου τις δυνάμεις, ικετεύω και εκλιπαρώ: "Κύκλε, κύκλε, πλάτυνε και άνοιξε μπροστά μας".



(για ένα στιλό, δώρο της γιαγιάς της, που κάηκε κατά λάθος)
Μου μένει μια παρηγοριά, ας είναι και τόσο ελάχιστη: το στιλό μου αποτεφρώθηκε και δεν ενταφιάστηκε. Ελπίζω να γίνει το ίδιο και για μένα αργότερα.


Δεν παύω ν' αναρωτιέμαι αν η συγκατοίκηση με άλλους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι αυτοί, οδηγεί αναγκαστικά σε καυγάδες. Ή μπας κι έχουμε κακοπέσει; Είναι τάχα η πλειονότητα των ανθρώπων εγωιστές και μικροπρεπείς;


Το ίδιο μου κάνει αν ζήσω ή αν πεθάνω. Εκεί έχω φτάσει. Η γη δε θα πάψει να γυρίζει εξαιτίας μου, και δεν είμαι γω που θ' αλλάξω τα γεγονότα με κανέναν τρόπο.
 
Last edited:
ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΓΚΡΙΝ
Τα πορφυρά πανιά
Μτφ. Ιοκάστη Καμμένου
Εκδ. Κίχλη

«Αυτή η εντύπωση για τον καπετάνιο, αυτή η εικόνα κι αυτή η απτή πραγματικότητα της θέσης του κατείχαν, με το δικαίωμα που διεκδικούν τα γεγονότα της ψυχής, κυρίαρχη θέση στη λαμπρή φαντασία του Γκρέυ. Εκτός από αυτό, κανένα άλλο επάγγελμα δεν θα μπορούσε να συγχωνεύσει τόσο επιτυχημένα και ολοκληρωτικά όλους τους θησαυτρούς της ζωής, διατηρώντας ανέγγιχτο και ακριβές το περίγραμμα κάθε ευτυχισμένης στιγμής: τον κίνδυνο, το ρίσκο, τα στοιχεία της φύσης, το φως της μακρινής χώρας, τη θαυμαστή, άνγνωστη, φλογερή αγάπη που ανθίζει μέσα από τα ανταμώματα και τους αποχωρισμούς· τη συναρπαστική αναστάτωση των συναντήσεων, των προσώπων και των γεγονότων· την ατελείωτη ποικιλία της ζωής, καθώς ψηλά στον ουρανό εμφανίζεται πότε ο Σταυρός του Νότου, πότε η Μεγάλη Άρκτος και στην ερευνητική ματιά σου όλες οι ήπειροι, ενώ την ίδια ώρα η καμπίνα σου είναι γεμάτη με την πατρίδα που δεν εγκατέλειψες ποτέ, με τα βιβλία της, τους χάρτες, τα γράμματα και τα αποξηραμένα λουλούδια, τυλιγμένα με μεταξένιες μπούκλες μέσα στο καστόρινο μενταγιόν που κρέμεται στο αρρενωπό σου στήθος». σ. 62-63.
 

Φιλιπ

Δαγεροτύπης
"Μίλαγα χθες για νοιάσιμο. Τ'αγαπάω αυτά τα γέρικα μουχλιασμένα γαντάκια. Τους χαμογελάω έτσι όπως τρέχουμε μες στον πρωινό αέρα,γιατί είναι εκεί τόσα πολλά χρόνια,κι ειναι κάπως αστεία. Εχουν πασαλειφτεί με λάδια και με ιδρώτα και με βρώμα και λιωμένα ζουζούνια, κι όταν τ ακουμπαω σ ένα τραπέζι , ακόμα κι όταν δεν είναι παγωμένα,οπως τώρα,δε στέκονται ίσια. Εχουν τη δική τους μνήμη. Κοστίζανε μόνο τρία δολάρια, κι εχουν σκιστει και ξαναραφτεί τόσες φορές,που πια δε σηκώνουν άλλη επιδιόρθωση.Παρ'ολα αυτά,εγώ κάθομαι και παλεύω ώρες για να τα ξανα φτιάξω,γιατι δεν μπορω να φανταστώ αλλο ζευγάρι να παίρνει τη θέση τους.δεν είναι και πολύ πρακτικό αυτό που κανω, αλλα η πρακτικότητα δεν ειναι το παν σε σχέση με τα γάντια, ή οτιδήποτε αλλο."

Ρόμπερτ Πίρσιγκ, Το Ζεν και η τέχνη της συντήρησης της μοτοσυκλέτας.
 
'Δεν υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι πιο εύθικτοι από τους δημόσιους λειτουργούς, τους αξιωματικούς, τους υπαλλήλους που υπηρετούν στα γραφεία και όσους, τέλος πάντων, κατέχουν μια θέση. Σήμερα ο καθένας πιστεύει πως αν θίξεις την θέση του, θίγεται όλη η ανθρωπότητα.'

Το Παλτό - Νικολάι Γκόγκολ
 
Τίποτις δε μας έλειψε όλα εκείνα τα χρόνια και τ' όνομά μας κρατήθηκε ψηλά, χωρίς κανείς ποτές του να σκεφτεί ή ν' αμφισβητήσει την εξήγηση που είχε δώσει ο Νικολής-εφέντης.
Τίποτις δε μας έλειψε...
Μόν' άκουγα ασταμάτητα τις μπότες του στην αυλή, τα βήματά του στην ξύλινη τη σκάλα, τον βήχα του από το τουμπεκί ή τ' άξαφνο το γέλιο του ν' αντιλαλεί από το ένα σπίτι στο άλλο κι έλεγα πως μας είχε λείψει ο κόσμος όλος.

Η αναζήτηση - Νίκος Θέμελης - κεφ 4ο η αφήγηση της νόνας - σελ. 312
 
"... Μα εγώ πιστεύω βαθιά πως αυτή είναι η Μεγάλη Ιδέα". Τον ρώτησα τότε ποιαν εννοούσε και μου απήντησε: "Μα την παιδεία. Όχι μονάχα της ανάγνωσης, της γραφής, της γνώσης, αλλά και εκείνης που ανοίγει τα μυαλά και τα φωτίζει. Εκείνης που θα βρούμε ψάχνοντας αυτά που έλεγε ο Κοραής και όσοι σκέφτονταν σαν κι αυτόν. Εκείνης που μπορεί να ενώσει τη σκέψη των ανθρώπων, είτε ζουν εδώ, είτε στην άλλη άκρη του Αιγαίου κι ακόμη πιο πέρα στα Βαλκάνια και τη Δύση. Την παιδεία που θα ποτίζει σιγά σιγά για τον καθένα εκείνη την ελευθερία που του λείπει, θα του μάθει την ανοχή στους αλλόδοξους, το σεβασμό στο διαφορετικό. Την παιδεία που μπορεί να φτιάξει μια μεγάλη νέα κοινωνία που θα μας αγκαλιάζει, θα μας δυναμώνει και που η προκοπή μας δε θα εξαρτιέται από τους φετράδες* ή αποφάσεις των ολίγων".

*φερτράδες: διοικητικές πράξεις

Η αναζήτηση - Νίκος Θέμελης - κεφ 5ο η αφήγηση του δασκάλου - σελ. 347
 
Δεν είπα τίποτα. Με ενοχλούσαν πάντα οι λέξεις ιερός, ένδοξος και θυσία, όπως και οι σχετικές με τη ματαιότητα εκφράσεις. Τις είχαμε ακούσει συχνά, μερικές φορές εκτεθειμένοι στη βροχή, με τους πυροβολισμούς κάτω απ' τα ρουθούνια μας, έτσι που έφταναν ως εμάς μόνο οι λέξεις που λέγονταν φωναχτά· τις είχαμε διαβάσει σε προκηρύξεις που κολλούσαν στους τοίχους οι αφισοκολλητές πάνω από άλλες προκηρύξεις, κι αυτό γινόταν εδώ και πολύ καιρό· δεν είχα δει όμως τίποτα το ιερό και τα γεγονότα και οι πράξεις που παρουσιάζονταν ως ένδοξες δεν είχαν καμιά δόξα και οι θυσίες των ανθρώπων έμοιαζαν περισσότερο με τα σφαγεία του Σικάγου, με μόνη διαφορά ότι εδώ το κρέας χρησίμευε μόνο για να το θάβουν. Υπήρχαν πολλές λέξεις που δεν άντεχες να τις ακούς και τελικά μόνο τα τοπωνύμια είχαν αξιοπρέπεια. Το ίδιο ίσχυε για ορισμένους αριθμούς και μερικές ημερομηνίες· μόνο αυτές και τα τοπωνύμια μπορούσαν να έχουν κάποιο νόημα, όταν τα πρόφερες. Αφηρημένες λέξεις όπως, δόξα, τιμή, θάρρος ή ιερότητα φάνταζαν πρόστυχες δίπλα στα συγκεκριμένα ονόματα των χωριών, τα νούμερα των δρόμων, τα ονόματα των ποταμών, τα ονόματα των συνταγμάτων και τις ημερομηνίες. Ο Τζίνο ήταν πατριώτης και έτσι έλεγε συχνά πράγματα που μεγάλωναν την απόσταση μεταξύ μας, ήταν καλό παιδί όμως και μπορούσα να τον καταλάβω. Γεννήθηκε πατριώτης (...)

Ε. Χέμινγουέι, Αποχαιρετισμός στα όπλα, κεφάλαιο 27
 
Η τελευταια παραγραφος απο την Κλεφτρα των Βιβλιων του Μαρκους Ζουσακ, οπου ο Θανατος ο οποιος εκτελει και χρεη αφηγητη, πηγαινει να παραλαβει τη ψυχη της Λιζελ η οποια ειναι τωρα πια γρια.Συγγνωμη που σας το παραθετω στα αγγλικα, αλλα δεν βρισκεται στο διαδικτυο στα ελληνικα και η δικη μου μεταφραση δεν θα ηταν το ιδιο καλη.


A few cars drove by, each way. Their drivers were Hitlers and Hubermanns, and Maxes, killers, Dillers, and Steiners. . . .
I wanted to tell the book thief many things, about beauty and brutality. But what could I tell her about those things that she didn’t
already know? I wanted to explain that I am constantly overestimating and underestimating the human race—that rarely do I ever
simply estimate it. I wanted to ask her how the same thing could be so ugly and so glorious, and its words and stories so damning and
brilliant.
None of those things, however, came out of my mouth.
All I was able to do was turn to Liesel Meminger and tell her the only truth I truly know. I said it to the book thief and I say it now to
you.
A LAST NOTE FROM YOUR NARRATOR
I am haunted by humans.
 
Top