ΓΛΟΥΜΥΜΑΟΥΘ.
---
ΑΡΘΡΟΝ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ.
---
---
ΑΡΘΡΟΝ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ.
---
Ο λόρδος Βαρλέϋ είχε γίνει ενήλιξ. Μη έχων δε γονείς, εκληρονόμησεν αμέσως την πατρικήν περιουσίαν, μίαν των μεγίστων του ηνωμένου κράτους, και ήθελεν είσθαι ανάξιον μέλος της βουλής των λόρδων, αν η πρώτη χρήσις της ελευθερίας του και του πλούτου του δεν ήτον να περιέλθη ολίγον τα τέσσαρα μέρη του κόσμου.
Αλλ’ ο λόρδος Βαρλέϋ ήτον παράδοξος και ιδιότροπος νέος· ως τοιούτος τουλάχιστον εκρίνετο υπό των συμπατριωτών του, και έτι μάλλον εκύρωσε την τοιαύτην γνώμην εις την περίστασιν ταύτην, διότι αντί ν’ αρχίση την περιοδείαν του από το Χογγ-Κογγ ή από την Αυστραλίαν, διϊσχυρίσθη ότι θέλει προ της ξένης να γνωρίση την πατρίδα του, και προ της Αμερικής την Αγγλίαν.
Άλλη του ιδιοτροπία· δεν έλαβε θέσιν εις τον σιδηρούν δρόμον, διότι, έλεγε, περιηγείτο διά να περιηγηθή, όχι διά να φθάση. Ανέβη λοιπόν τον καλλήτερον ίππον του, και ακολουθούμενος από τον ζοκέην του, διευθύνθη προς βορράν, μεταβαίνων από πόλεως εις πόλιν, και σημειών εις το χαρτοφυλάκιόν του ό,τι τω εφαίνετο αξιοσημείωτον ως προς τα ήθη και ως προς τους τρόπους, διότι ο Λόρδος Βαρλέϋ ήτον παρατηρητής και αγχίνους. Εκ του χαρτοφυλακίου τούτου, όπερ είχεν εξογγωθή εις βιβλίον εκ της ύλης όσην εχορήγησε της Αγγλίας μόλις μία γωνία, ανέγνωμεν τινα τεμάχια, και ερανιζόμεθα το επόμενον ανέκδοτον, γεγραμμένον επί της τελευταίας σελίδος.
Ο λόρδος Βαρλέϋ από της Δυρχάμης επορεύετο εις το Νεοκαστέλιον, πρωτεύουσαν της Νορθουμβερλάνδης, πρώτον διά να ιδή το τείχος των Πίκτων λεγόμενον, ή του Αλεξάνδρου Σεβήρου, το διήκον δι’ όλης της Αγγλίας από θαλάσσης εις θάλασσαν, και δεύτερον δια να εισέλθη εις την Σκωτίαν εξ ανατολών, και να εξέλθη εκ δυσμών.
Εν ω δε διήρχετο ωραίαν κοιλάδα, είδεν άμαξαν ήτις, ερχομένη από πλαγίαν οδόν, εισήλθον εις ην αυτός επορεύετο, και προηγουμένη αυτού, εξηκολούθει την ιδίαν διεύθυνσιν. Η άμαξα περιείχε δύω κυρίας. Μετά εν τέταρτον, ο λόρδος Βαρλέϋ, βαρυνθείς την μονότονον θέαν των οπισθίων της αμάξης τροχών, ίσως και από τινα περιέργειαν, θυγατέρα της αργία, κινούμενος, εκέντησε τον ίππον του, και με ταχύ βήμα παρήλθεν εμπρός· παρερχόμενος δε, εβύθισε το βλέμμα του εις την άμαξαν. Εκ των δύω Κυρίων η μία εφαίνετο εις ακμήν ηλικίας ή και παρήλιξ, η δε νεωτάτη, και καθ’ όσον ο λόρδος Βαρλέϋ εδυνήθη να κρίνη εκ της ταχείας εκείνης παρατηρήσεως, ωραία, ωραιοτάτη μάλιστα, αν το πρώτον βλέμμα δεν τον ηπάτησεν.
Η συνάντησις τω εφάνη αξία να καταλάβη μίαν γραμμήν εις τας σημειώσεις του. Αλλά διά να λάβη από τον κόλπον του το χαρτοφυλάκιον, και να γράψη με το μολυβδοκόνδυλον, ηναγκάσθη να βραδύνη το βήμα του ίππου του, δι’ ό μετά πέντε λεπτά η άμαξα τον έφθασε πάλιν, και διήλθεν εμπρός του. Επειδή όμως και αυτής το βάδισμα δεν ήτον λίαν ταχύ, η δευτέρα αύτη συνέντευξις υπήρξε διαρκεστέρα, και του λόρδου Βαρλέϋ το βλέμμα, αναπαυθέν μακρότερον χρόνον εις το εντός του οχήματος, επρόφθασε δύω τινά να παρατηρήση, πρώτον μεν ότι η καλλονή της νεωτέρας κυρίας ήτον εξ εκείνων, ας οι καλλιτέχναι και οι ποιηταί ονειροπολούσι, και εφ’ ών φαίνεται μειδιώσα ακτίς ουρανία· δεύτερον δε ότι η κυρία αύτη εταπείνωσε τους οφθαλμούς της όταν είχεν υψώσει τους εδικούς του, και ερυθρίασαν ως δύω ανεμόναι αι παρειαί της· διότι και ο λόρδος Βαρλέϋ ήτον νέος ωραίος, και εις όλην του την μορφήν επέλαμπεν αριστοκρατία.
Ούτω λοιπόν έμεινε πάλιν οπίσω της αμάξης, αλλ’ η θέα της δεν τω εφαίνετο πλέον τόσον μονότονος, την εκόσμει δε ήδη η φαντασία του και η μνήμη. Τοσούτον δε τον ενησχόλει το προ των νοερών οφθαλμών του πλανώμενον εκείνο όραμα, ώστε διήλθεν εμπρός δύω εκκλησιδίων και τριών επαύλεων χωρίς να εγγίση το χαρτοφυλάκιόν του. Μετά μίαν ώραν περίπου το όχημα εστάθη ολίγον, ίσως διά ν’ αναπνεύσωσιν οι ίπποι, ή δι’ άλλην τινά αιτίαν. Ο λόρδος Βαρλέϋ όμως δεν είχεν λόγον διά να διακόψη τον δρόμον του, ούτε ενόμισε δε αναγκαίον ή πρέπον να ρυθμίση τα κινήματά του επί των κινημάτων της ξένης αμάξης, ώστε ηναγκάσθη να διέλθη και πάλιν εμπρός αυτής. Αλλά φθας απέναντι των δύω Κυρίων, ησθάνθη μεγάλως ελαττούμενον το θάρρος του, και, αντί ν’ ατενίση αυτάς, ως πριν, μόλις ετόλμησε να υψώση το βλέμμα του, και αυτομάτως εκλαμβάνων εν τη ταραχή του ως γνωρίμους τας προ μιας ώρας ασχολούσας τον λογισμόν του, έφερε την χείρα του εις τον πίλον, όπερ είναι σολοικισμός κατά την αγγλικήν εθιμοταξίαν, διότι κύριος δεν χαιρετά πρώτος κυρίαν, αν δεν έχη πολλήν μετ’ αυτής σχέσιν.
Αι εν τω οχήματι κύριαι αντεχαιρέτησαν, ο δε λόρδος Βαρλέϋ δεν εδυνήθη ν’ αποφασίση αν ήτον μειδίαμα ταχύτερον αστραπής, ή απατηλόν της φαντασίας αυτού κατόπτρευμα, όπερ ενόμισεν ότι είδεν επιπετών εις της νέας τα κοράλλινα χείλη· ησθάνθη όμως πάλλουσαν την καρδίαν του όταν μετά τινος ώρας ιππασίαν, ήκουσε τον κρότον των τροχών τιθεμένων αύθις εις κίνησιν, και ανά παν βήμα ελαττούντων την απόστασιν μεταξύ του οχήματος και αυτού. Η πρώτη του ιδέα υπήρξε, να κεντήση τον ίππον του και να προχωρήση όπως αποφύγη και τετάρτην συνάντησιν. Αλλά μετά ταύτα εσκέφθη πόσον γελοίον ήτον να φεύγη δρομαίος αυτός και ως διωκόμενος εμπρός των δύω αγνώστων εκείνων γυναικών, μόνον διότι η μία τω εφάνη ωραία. Αυτός ωδοιπόρει επί της δημοσίας οδού, κατά το σύνηθες βήμα του ίππου του, και εις τούτο είχεν αναμφιβόλως πλήρες δικαίωμα. Αν ξένη άμαξα διήρχετο εμπρός του, έπταιεν εκείνος εις τούτο; Ούτω συλλογιζόμενος εξηκολούθησεν αμεταβόλως το βάδισμά του, και αφήκε στωικώς να πλησιάση το όχημα.
Αι κύριαι εχαιρέτησαν πρώται, και ο Λόρδος Βαρλέϋ απήντησε κλίνας βαθέως την κεφαλήν, μετά ταύτα δε, αφ’ ού διήλθαν, βραδύνας το βήμα, έμεινε μακράν οπίσω αυτών.
Εν τούτοις ήτον περίεργος να εξετάση τίνες ήσαν, πόθεν ήρχοντο, διατί δεν οδοιπόρουν διά του σιδηρού δρόμου. Ότι ήσαν κύριαι επισήμου οικογενείας, τούτο το εθεώρει αναμφισβήτητον, αν και οικόσημον επί των θυρίδων του οχήματος των δεν υπήρχεν επιγεγραμμένον. Ότι δ’ ωδοιπόρουν δι’ ιδίας αμάξης, τούτο το απέδιδεν εις την φιλοκαλίαν των, και εις την επιθυμίαν των ν’ απολαύσωσι την ποίησιν της φύσεως, ήτις εις τους διϊπταμένους δια του σιδηρού δρόμου παρίσταται ως άμορφος σκιά, ως συγκεχυμένος πολτός. Ήλπιζεν όμως να ευχαριστήση την περιέργειάν του το εσπέρας, όταν καταλύων, ως είχε σκοπόν, εις το καλλήτερον ξενοδοχείον του Νεοκαστελίου, ήθελε βεβαίως απαντηθή μετ’ αυτών.
Εν ω τοιαύτα διελογείτο, αναβλέψας είδεν ότι το όχημα είχεν εκτραπή της πρώτης διευθύνσεως, στραφέν προς αριστερά. Τούτο ήν εκτός των υπολογισμών του· διό, ταχύνας το βήμα, έφθασεν εις την θύραν μικρού οινοπωλείου, κειμένου επί της οδού, ακριβώς όπου αυτή διεσχίζετο, και εκεί σταθείς, εζήτησε ποτήριον ζύθου.
- Πού φέρουν αυτοί οι δρόμοι; ερώτησε τον ξενοδόχον λαμβάνων από τας χείρας του το αφρίζον ποτόν.
- Αυτός εδώ κατ’ ευθείαν, είπεν ο ξενοδόχος, φέρει εις Γαίτες-Χαιδ, και υπέρ τον ποταμόν εις Νεοκαστέλιον. Εκείνος δε αριστερά μετά ημίσειαν ώραν χωρίζεται. Ο επάνω, προς την όχθην του ποταμού, φέρει εις Κορβρίδζ, ο κάτω, προς το δάσος, φέρει εις τα ανθρακορυχεία του Γλουμυμάουθ.
- Λοιπόν φαίνεται βέβαιον, έλεγε καθ’ εαυτόν ο λόρδος Βαρλέϋ ενώ απερρόφα τον ζύθον, ότι αι κύριαι αύται διευθύνονται προς Κορβρίδζ, εν ω εγώ υπάγω εις Νεοκαστέλιον. Επεθύμουν όμως πολύ να μάθω τίνες είναι. Αλλά τίς τάχα η ανάγκη να υπάγω εις Νεοκαστέλιον; Δεν ανεχώρησα από το Λονδίνον διά να ιδώ το Νεοκαστέλιον, αλλά διά να ιδώ την Αγγλίαν. Μήπως και το Κορβρίδζ δεν είναι Αγγλία;
Και επί ταύτη τη πεποιθήσει, ότι το Κορβρίδζ είναι Αγγλία, έστρεψε την κεφαλήν του ίππου προς δυσμάς.
Αλλ’ οι δισταγμοί του και ούτω δεν διεσκεδάσθησαν. Δεν είναι απρεπές ν’ ακολουθή κατ’ αυτόν τον τρόπον την άμαξαν; Τι θα ειπούν αυταί αι κύριαι βλέπουσαί τον να τρέχη κατόπιν των; - Και τι έχουσι να ειπώσιν αι κύριαι; Μήπως ο δρόμος δεν είναι δημόσιος; είν’ εδικός των μόνον ο δρόμος; έπειτα εκείναι τον απήντησαν, όχι αυτός εκείνας. Τί πταίει αν απεφάσισαν να υπάγωσιν εις Κορβρίδζ όπου αυτός διευθύνετο;
Το βήμα του εξ αιτίας των αμφιβολιών τούτων είχε γίνει αβέβαιον και βραδύ, εν ω η άμαξα ως πτερωτή εμακρύνετο. Δεν απέσπα όμως το βλέμμα του απ’ αυτής, ως φοβούμενος μη τον διαφύγη.
Και ό,τι εφοβείτο τω όντι συνέβη. Αντί να εξακολουθήση την όχθην του ποταμού, η άμαξα αίφνης εστράφη αριστερά προς το δάσος. Αι οδοιπόροι λοιπόν ούτε εις το Κορβρίδζ δεν επήγαινον, καθώς δεν επήγαινον εις το Νεοκαστέλιον, αλλά διευθύνοντο προς τα ανθρακορυχεία του Γλουμυμάουθ. Τί παράδοξον ιδέαν είχον αι δύω κύριαι; Τί ήθελον εις τα ανθρακορυχεία; Ίσως να επισκεφθώσι την γυναίκα του ενοικιαστού; ίσως ήσαν αυτά ιδιοκτησίαι των; ….
Και οι δισταγμοί του εκορυφώθησαν, και εκράτησε τον ίππον του. Ποίαν πρόφασιν είχε να υπάγη εις τ’ ανθρακορυχεία; κανένα εκεί δεν εγνώριζε, καμμίαν εργασίαν δεν είχε· δεν ήτον προφανές ότι παρηκολούθει τας οδοιπόρους; Και ήδη έστρεφε τους χαλινούς προς τα οπίσω.
(Ακολουθεί.)