Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή: "Γλουμυμάουθ"

ΓΛΟΥΜΥΜΑΟΥΘ.
---
ΑΡΘΡΟΝ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ.
---​




Ο λόρδος Βαρλέϋ είχε γίνει ενήλιξ. Μη έχων δε γονείς, εκληρονόμησεν αμέσως την πατρικήν περιουσίαν, μίαν των μεγίστων του ηνωμένου κράτους, και ήθελεν είσθαι ανάξιον μέλος της βουλής των λόρδων, αν η πρώτη χρήσις της ελευθερίας του και του πλούτου του δεν ήτον να περιέλθη ολίγον τα τέσσαρα μέρη του κόσμου.

Αλλ’ ο λόρδος Βαρλέϋ ήτον παράδοξος και ιδιότροπος νέος· ως τοιούτος τουλάχιστον εκρίνετο υπό των συμπατριωτών του, και έτι μάλλον εκύρωσε την τοιαύτην γνώμην εις την περίστασιν ταύτην, διότι αντί ν’ αρχίση την περιοδείαν του από το Χογγ-Κογγ ή από την Αυστραλίαν, διϊσχυρίσθη ότι θέλει προ της ξένης να γνωρίση την πατρίδα του, και προ της Αμερικής την Αγγλίαν.

Άλλη του ιδιοτροπία· δεν έλαβε θέσιν εις τον σιδηρούν δρόμον, διότι, έλεγε, περιηγείτο διά να περιηγηθή, όχι διά να φθάση. Ανέβη λοιπόν τον καλλήτερον ίππον του, και ακολουθούμενος από τον ζοκέην του, διευθύνθη προς βορράν, μεταβαίνων από πόλεως εις πόλιν, και σημειών εις το χαρτοφυλάκιόν του ό,τι τω εφαίνετο αξιοσημείωτον ως προς τα ήθη και ως προς τους τρόπους, διότι ο Λόρδος Βαρλέϋ ήτον παρατηρητής και αγχίνους. Εκ του χαρτοφυλακίου τούτου, όπερ είχεν εξογγωθή εις βιβλίον εκ της ύλης όσην εχορήγησε της Αγγλίας μόλις μία γωνία, ανέγνωμεν τινα τεμάχια, και ερανιζόμεθα το επόμενον ανέκδοτον, γεγραμμένον επί της τελευταίας σελίδος.

Ο λόρδος Βαρλέϋ από της Δυρχάμης επορεύετο εις το Νεοκαστέλιον, πρωτεύουσαν της Νορθουμβερλάνδης, πρώτον διά να ιδή το τείχος των Πίκτων λεγόμενον, ή του Αλεξάνδρου Σεβήρου, το διήκον δι’ όλης της Αγγλίας από θαλάσσης εις θάλασσαν, και δεύτερον δια να εισέλθη εις την Σκωτίαν εξ ανατολών, και να εξέλθη εκ δυσμών.

Εν ω δε διήρχετο ωραίαν κοιλάδα, είδεν άμαξαν ήτις, ερχομένη από πλαγίαν οδόν, εισήλθον εις ην αυτός επορεύετο, και προηγουμένη αυτού, εξηκολούθει την ιδίαν διεύθυνσιν. Η άμαξα περιείχε δύω κυρίας. Μετά εν τέταρτον, ο λόρδος Βαρλέϋ, βαρυνθείς την μονότονον θέαν των οπισθίων της αμάξης τροχών, ίσως και από τινα περιέργειαν, θυγατέρα της αργία, κινούμενος, εκέντησε τον ίππον του, και με ταχύ βήμα παρήλθεν εμπρός· παρερχόμενος δε, εβύθισε το βλέμμα του εις την άμαξαν. Εκ των δύω Κυρίων η μία εφαίνετο εις ακμήν ηλικίας ή και παρήλιξ, η δε νεωτάτη, και καθ’ όσον ο λόρδος Βαρλέϋ εδυνήθη να κρίνη εκ της ταχείας εκείνης παρατηρήσεως, ωραία, ωραιοτάτη μάλιστα, αν το πρώτον βλέμμα δεν τον ηπάτησεν.

Η συνάντησις τω εφάνη αξία να καταλάβη μίαν γραμμήν εις τας σημειώσεις του. Αλλά διά να λάβη από τον κόλπον του το χαρτοφυλάκιον, και να γράψη με το μολυβδοκόνδυλον, ηναγκάσθη να βραδύνη το βήμα του ίππου του, δι’ ό μετά πέντε λεπτά η άμαξα τον έφθασε πάλιν, και διήλθεν εμπρός του. Επειδή όμως και αυτής το βάδισμα δεν ήτον λίαν ταχύ, η δευτέρα αύτη συνέντευξις υπήρξε διαρκεστέρα, και του λόρδου Βαρλέϋ το βλέμμα, αναπαυθέν μακρότερον χρόνον εις το εντός του οχήματος, επρόφθασε δύω τινά να παρατηρήση, πρώτον μεν ότι η καλλονή της νεωτέρας κυρίας ήτον εξ εκείνων, ας οι καλλιτέχναι και οι ποιηταί ονειροπολούσι, και εφ’ ών φαίνεται μειδιώσα ακτίς ουρανία· δεύτερον δε ότι η κυρία αύτη εταπείνωσε τους οφθαλμούς της όταν είχεν υψώσει τους εδικούς του, και ερυθρίασαν ως δύω ανεμόναι αι παρειαί της· διότι και ο λόρδος Βαρλέϋ ήτον νέος ωραίος, και εις όλην του την μορφήν επέλαμπεν αριστοκρατία.

Ούτω λοιπόν έμεινε πάλιν οπίσω της αμάξης, αλλ’ η θέα της δεν τω εφαίνετο πλέον τόσον μονότονος, την εκόσμει δε ήδη η φαντασία του και η μνήμη. Τοσούτον δε τον ενησχόλει το προ των νοερών οφθαλμών του πλανώμενον εκείνο όραμα, ώστε διήλθεν εμπρός δύω εκκλησιδίων και τριών επαύλεων χωρίς να εγγίση το χαρτοφυλάκιόν του. Μετά μίαν ώραν περίπου το όχημα εστάθη ολίγον, ίσως διά ν’ αναπνεύσωσιν οι ίπποι, ή δι’ άλλην τινά αιτίαν. Ο λόρδος Βαρλέϋ όμως δεν είχεν λόγον διά να διακόψη τον δρόμον του, ούτε ενόμισε δε αναγκαίον ή πρέπον να ρυθμίση τα κινήματά του επί των κινημάτων της ξένης αμάξης, ώστε ηναγκάσθη να διέλθη και πάλιν εμπρός αυτής. Αλλά φθας απέναντι των δύω Κυρίων, ησθάνθη μεγάλως ελαττούμενον το θάρρος του, και, αντί ν’ ατενίση αυτάς, ως πριν, μόλις ετόλμησε να υψώση το βλέμμα του, και αυτομάτως εκλαμβάνων εν τη ταραχή του ως γνωρίμους τας προ μιας ώρας ασχολούσας τον λογισμόν του, έφερε την χείρα του εις τον πίλον, όπερ είναι σολοικισμός κατά την αγγλικήν εθιμοταξίαν, διότι κύριος δεν χαιρετά πρώτος κυρίαν, αν δεν έχη πολλήν μετ’ αυτής σχέσιν.

Αι εν τω οχήματι κύριαι αντεχαιρέτησαν, ο δε λόρδος Βαρλέϋ δεν εδυνήθη ν’ αποφασίση αν ήτον μειδίαμα ταχύτερον αστραπής, ή απατηλόν της φαντασίας αυτού κατόπτρευμα, όπερ ενόμισεν ότι είδεν επιπετών εις της νέας τα κοράλλινα χείλη· ησθάνθη όμως πάλλουσαν την καρδίαν του όταν μετά τινος ώρας ιππασίαν, ήκουσε τον κρότον των τροχών τιθεμένων αύθις εις κίνησιν, και ανά παν βήμα ελαττούντων την απόστασιν μεταξύ του οχήματος και αυτού. Η πρώτη του ιδέα υπήρξε, να κεντήση τον ίππον του και να προχωρήση όπως αποφύγη και τετάρτην συνάντησιν. Αλλά μετά ταύτα εσκέφθη πόσον γελοίον ήτον να φεύγη δρομαίος αυτός και ως διωκόμενος εμπρός των δύω αγνώστων εκείνων γυναικών, μόνον διότι η μία τω εφάνη ωραία. Αυτός ωδοιπόρει επί της δημοσίας οδού, κατά το σύνηθες βήμα του ίππου του, και εις τούτο είχεν αναμφιβόλως πλήρες δικαίωμα. Αν ξένη άμαξα διήρχετο εμπρός του, έπταιεν εκείνος εις τούτο; Ούτω συλλογιζόμενος εξηκολούθησεν αμεταβόλως το βάδισμά του, και αφήκε στωικώς να πλησιάση το όχημα.

Αι κύριαι εχαιρέτησαν πρώται, και ο Λόρδος Βαρλέϋ απήντησε κλίνας βαθέως την κεφαλήν, μετά ταύτα δε, αφ’ ού διήλθαν, βραδύνας το βήμα, έμεινε μακράν οπίσω αυτών.

Εν τούτοις ήτον περίεργος να εξετάση τίνες ήσαν, πόθεν ήρχοντο, διατί δεν οδοιπόρουν διά του σιδηρού δρόμου. Ότι ήσαν κύριαι επισήμου οικογενείας, τούτο το εθεώρει αναμφισβήτητον, αν και οικόσημον επί των θυρίδων του οχήματος των δεν υπήρχεν επιγεγραμμένον. Ότι δ’ ωδοιπόρουν δι’ ιδίας αμάξης, τούτο το απέδιδεν εις την φιλοκαλίαν των, και εις την επιθυμίαν των ν’ απολαύσωσι την ποίησιν της φύσεως, ήτις εις τους διϊπταμένους δια του σιδηρού δρόμου παρίσταται ως άμορφος σκιά, ως συγκεχυμένος πολτός. Ήλπιζεν όμως να ευχαριστήση την περιέργειάν του το εσπέρας, όταν καταλύων, ως είχε σκοπόν, εις το καλλήτερον ξενοδοχείον του Νεοκαστελίου, ήθελε βεβαίως απαντηθή μετ’ αυτών.

Εν ω τοιαύτα διελογείτο, αναβλέψας είδεν ότι το όχημα είχεν εκτραπή της πρώτης διευθύνσεως, στραφέν προς αριστερά. Τούτο ήν εκτός των υπολογισμών του· διό, ταχύνας το βήμα, έφθασεν εις την θύραν μικρού οινοπωλείου, κειμένου επί της οδού, ακριβώς όπου αυτή διεσχίζετο, και εκεί σταθείς, εζήτησε ποτήριον ζύθου.

- Πού φέρουν αυτοί οι δρόμοι; ερώτησε τον ξενοδόχον λαμβάνων από τας χείρας του το αφρίζον ποτόν.

- Αυτός εδώ κατ’ ευθείαν, είπεν ο ξενοδόχος, φέρει εις Γαίτες-Χαιδ, και υπέρ τον ποταμόν εις Νεοκαστέλιον. Εκείνος δε αριστερά μετά ημίσειαν ώραν χωρίζεται. Ο επάνω, προς την όχθην του ποταμού, φέρει εις Κορβρίδζ, ο κάτω, προς το δάσος, φέρει εις τα ανθρακορυχεία του Γλουμυμάουθ.

- Λοιπόν φαίνεται βέβαιον, έλεγε καθ’ εαυτόν ο λόρδος Βαρλέϋ ενώ απερρόφα τον ζύθον, ότι αι κύριαι αύται διευθύνονται προς Κορβρίδζ, εν ω εγώ υπάγω εις Νεοκαστέλιον. Επεθύμουν όμως πολύ να μάθω τίνες είναι. Αλλά τίς τάχα η ανάγκη να υπάγω εις Νεοκαστέλιον; Δεν ανεχώρησα από το Λονδίνον διά να ιδώ το Νεοκαστέλιον, αλλά διά να ιδώ την Αγγλίαν. Μήπως και το Κορβρίδζ δεν είναι Αγγλία;

Και επί ταύτη τη πεποιθήσει, ότι το Κορβρίδζ είναι Αγγλία, έστρεψε την κεφαλήν του ίππου προς δυσμάς.

Αλλ’ οι δισταγμοί του και ούτω δεν διεσκεδάσθησαν. Δεν είναι απρεπές ν’ ακολουθή κατ’ αυτόν τον τρόπον την άμαξαν; Τι θα ειπούν αυταί αι κύριαι βλέπουσαί τον να τρέχη κατόπιν των; - Και τι έχουσι να ειπώσιν αι κύριαι; Μήπως ο δρόμος δεν είναι δημόσιος; είν’ εδικός των μόνον ο δρόμος; έπειτα εκείναι τον απήντησαν, όχι αυτός εκείνας. Τί πταίει αν απεφάσισαν να υπάγωσιν εις Κορβρίδζ όπου αυτός διευθύνετο;

Το βήμα του εξ αιτίας των αμφιβολιών τούτων είχε γίνει αβέβαιον και βραδύ, εν ω η άμαξα ως πτερωτή εμακρύνετο. Δεν απέσπα όμως το βλέμμα του απ’ αυτής, ως φοβούμενος μη τον διαφύγη.

Και ό,τι εφοβείτο τω όντι συνέβη. Αντί να εξακολουθήση την όχθην του ποταμού, η άμαξα αίφνης εστράφη αριστερά προς το δάσος. Αι οδοιπόροι λοιπόν ούτε εις το Κορβρίδζ δεν επήγαινον, καθώς δεν επήγαινον εις το Νεοκαστέλιον, αλλά διευθύνοντο προς τα ανθρακορυχεία του Γλουμυμάουθ. Τί παράδοξον ιδέαν είχον αι δύω κύριαι; Τί ήθελον εις τα ανθρακορυχεία; Ίσως να επισκεφθώσι την γυναίκα του ενοικιαστού; ίσως ήσαν αυτά ιδιοκτησίαι των; ….

Και οι δισταγμοί του εκορυφώθησαν, και εκράτησε τον ίππον του. Ποίαν πρόφασιν είχε να υπάγη εις τ’ ανθρακορυχεία; κανένα εκεί δεν εγνώριζε, καμμίαν εργασίαν δεν είχε· δεν ήτον προφανές ότι παρηκολούθει τας οδοιπόρους; Και ήδη έστρεφε τους χαλινούς προς τα οπίσω.



(Ακολουθεί.)
 
(Συνέχεια.)


Αλλά πριν ή εκτελέση το κίνημα τούτο, οι εναντίοι στοχασμοί διηγέρθησαν εις την αμφίρροπον ψυχήν του. Τα ανθρακορυχεία! είπε καθ’ εαυτόν. Και πώς; δεν είναι επίσης περίεργα και αυτά ως το τείχος των Πίκτων; δεν ήκουσε πολλάκις εις την βουλήν των Λόρδων πολύν γενόμενον λόγον περί του αβιώτου βίου των αθλίων εκείνων παιδίων, ά τινα υπό δυστυχών ή φιλαργύρων γονέων κατακλείονται εις τα ζοφερά ταύτα βάραθρα, και μαραίνονται εστερημένα αέρος και του φωτός του ηλίου; Τί αξιολογώτερος οδοιπορίας σκοπός, τί φιλανθρωπότερον του να ιδή ιδίοις οφθαλμοίς την τύχην αυτών, και να συντελέση ποτέ εν γνώσει εις την βελτίωσίν της; Ο λόρδος Βαρλέϋ εξίστατο πώς ήτον δυνατόν να μην έχη εξ αρχής την ιδέαν ταύτην, και να μην επισκεφθή τα ανθρακορυχεία του Γλουμυμάουθ τω εφαίνετο ήδη αληθές αμάρτημα.

Επομένως αφήκε τους χαλινούς εις τον ίππον και επροχώρησεν. Η οδός του διήρχετο διά του δάσους, όπου προ πολλού η άμαξα είχε βυθισθή και είχε γίνει άφαντος. Μετά μίαν δε ώραν εξήλθε του δάσους, και απήντησεν οικίαν μεγάλην και ευπρεπή, του ενοικιαστού και διευθυντού του Γλουμυμάουθ. Διερχόμενος δ’ εμπρός αυτής, παρετήρησεν εντός της αυλής απεζευγμένην την γνωστήν εις αυτόν άμαξαν, και τούτο προς μεγάλην του δυσαρέσκειαν, διότι εσυμπέρανεν ότι αι συνοδοιπόροι του, αντί, ως ήλπιζε, να καταλύσωσιν εις τι παρακείμενον ξενοδοχείον, υφ’ ού την στέγην εδύνατο και αυτός να διανυκτερεύση, επεσκέπτοντο την οικοδέσποιναν της οικίας εκείνης, όπου ουδέν είχε δικαίωμα και ουδεμίαν αφορμήν εισόδου. Επομένως, αρχίζων να υποπτεύη ότι το μόνον αποτέλεσμα της ενταύθα επισκέψεώς του θέλει είσθαι η φιλανθρωπική έρευνά του, και, σχεδιάζων ήδη το προοίμιον της βουλευτικής του δημηγορίας υπέρ της πασχούσης εργατικής τάξεως, εις ης την πληγήν ταύτην εφαίνετο θέτουσα τον δάκτυλόν του αυτή η πρόνοια, επροχώρησε περαιτέρω.

Πεντακόσια περίπου βήματα μακράν της οικίας υψούντο εις την πεδιάδα ατάκτως διεσπαρμέναι διάφοροι μικραί και πενιχραί καλύβαι αχυροσκεπείς, και μεταξύ αυτών λόφοι μέλανες σεσωρευμένων ανθράκων. Μεταξύ δε των καλυβών και των σωρών τούτων περιεφέροντο οικτροί και ημίγυμνοι ρακενδύται παντός γένους και πάσης ηλικίας, οι μεν εναγωνίως ωθούντες χειραμάξας πλήρεις του ορυκτού, οι δε ως αχθοφόροι φέροντες αυτό επί των νώτων των, και κύπτοντες υπό το βάρος του μέχρι γης. Εμπρός δ’ εκάστης καλύβης έχαινεν ανά εν στόμιον φρέατος ζοφερού, και εξ αυτού προέκυπτεν από καιρού εις καιρόν μορφή τις ωχρά, κυρτή, σκελετώδης, ως νεκρού αποσείοντος την πέτραν του τάφου, εν ω άλλοι πάλιν των αθλίων εκείνων όντων κατεβυθίζοντο εις τα έγκατα της γης ως αν εσχίζετο και τους ερρόφα το έδαφος.

Ο λόρδος Βαρλέϋ ελθών εις την πρώτην καλύβην, κατέβη του ίππου του, και παρέδωκεν αυτόν εις τον ιπποκόμον του. Εμπρός του γυνή δυσειδής, το οστεώδες της σώμα υπό σαπρόν ράκος καλύπτουσα, την κόμην έχουσα ρυπαράν και λυτήν, και το πρόσωπον και τα μέλη όλα μέλανα υπό της ασβόλης, ως καταχθόνιον φάντασμα, έστρεφε με τας δύω της χείρας κίλυνδρον υπεράνω του φρέατος, και εφαίνετο ύδωρ αντλούσα.

- Μητέρα, τη είπεν ο λόρδος, ήθελα να ιδώ το ανθρακορυχείον· δεν μ’ οδηγείς, σε παρακαλώ, από πού πρέπει να καταβώ.

Η γυνή τον ητένισε με οφθαλμούς ευήθεις, και εκπέμψασα γρυσμόν άναρθρον·

- Α! είπε. Σύρε, σύρε, σύρε. Ολ’ ημέρα σύρ’ επάνω τα δαιμονοσπέρματα, που να πέσ’ η γη και να τα πλακώση· και το βράδυ σε ρίχνουν, να! φάγε! ένα κομμάτι ψωμί από στάκτη και δύω σάπια γεώμηλα. Από τη δουλειά με κόλλησε το τομάρ’ εις τα κόκκαλα, και δεν έχω ένα κουρέλι να σκεπάσω τα παλαιόπαιδα που τουρτουρίζουν από τη’ ψύχρα’ και γρυνιάζουν από τη’ πείνα ’ς το σπήτι. Λίγο δουλεύομε’ για τον ενοικιαστή, πρέπει να δουλέψωμε’ τώρα και για τους άλλους.

Και επανέλαβε τον κτηνώδη γρυσμόν της.

- Λάβε τούτο και οδήγησέ με, είπεν ο λόρδος Βαρλέϋ, αποστρεφόμενος μετά μυσαγμού, και δίδων εις αυτήν εν δίστηλον.

Της γυναικός οι άτονοι οφθαλμοί διεστάλησαν, και εξέπεμψαν φλόγας. Δι’ αυτομάτου δε κινήματος, λησμονούσα την χειρίδα του κιλύνδρου ην έστρεφεν, ήρπασε το νόμισμα συγχρόνως με τας δύω της χείρας, και το έσφυγγε ως φοβουμένη μη τη το αφαιρέση κανείς. Ήδη δε ο κίλυνδρος, ενδίδων εις το βάρος του αντικειμένου όπερ εκρέματο εις το άκρον του περί αυτόν σχοινίου, ήρχισε να στρέφηται κατ’ εναντίαν διεύθυνσιν, και το σχοινίον να καταβαίνη, όταν αισχρολόγος βλασφημία ηκούσθη εξερχομένη από τα σπλάγχνα της γης.

- Σκάσετε βρωμομύρμηγκα του διαβόλου, έκραξεν η γυνή, και αρπάσασα την χειρίδα του κιλύνδρου αμέσως, ήρχισε ν’ αναβιβάζη το φορτίον.

- Αυτά που έλεγα, μη προς βάρος σας, επρόσθεσεν έπειτα απευθυνομένη προς τον λόρδον Βαρλέϋ• τα έλεγα δι’ αυτούς που μας ζουλούν και μας στίφτουν ως να μείνουμε ξερό τζίπουρο, κ’ έπειτα μας πετούν να ψοφήσουμε’ σε καμμιά κόχη. Δια το ένα σελίνι ’που μας ρίπτουν ’ς το πρόσωπον, ζητούν την δύναμιν των χεριών μας, ζητούν τον ιδρώτα του μετώπου μας, τον αέρα που αναπνέουμε, το φως της ημέρας μας, της νυκτός μας τον ύπνον. Αν θέλετε να κατέβετε, κοπιάστε.

- Από πού θα κατέβω; ερώτησεν ο λόρδος βλέπων τριγύρω του.

- Απ’ αυτού δα, είπεν η γυνή, δεικνύουσα το μέλαν στόμιον. Καθώς εβγούν αυτά τα βρωμόπαιδα, κατεβαίνετε με το ίδιον ξύλον.

Ο λόρδος Βαρλέϋ έκυψε τότε υπέρ το στόμιον του φρέατος να ιδή την προτεινομένην εις αυτόν κατάβασιν. Ήτον στενή και σκοτεινή ως των συνήθων φρεάτων, ο δε πυθμήν δεν εφαίνετο· άλλως τε απεκρύπτετο και από άμορφόν τι αντικείμενον ανασυρόμενον δια του σχοινίου. Μετ’ ολίγον, αυτό έφθασεν εις το στόμιον, και τότε εφάνησαν δύω παιδία, οκτώ έως δέκα ετών, καθήμενα περιβάδην στήθος προς στήθος επί μικρού οριζοντίου ξύλου, αφ’ ου εκρέματο διά δύω αλύσεων φορτίον ανθράκων. Τα παιδία ήσαν ως μικροί βδελυροί δαίμονες, εξερχόμενοι από τας καπνοδόχους του άδου.

- Απ’ εδώ πρέπει να καταβώ; ερώτησεν ο λόρδος μετά προφανούς δισταγμού.

- Αν ορίζη, ας καβαλικέψη η αφεντιά σου.

- Και καταβαίνουν πολλοί απ’ αυτήν την τρύπα; ερώτησεν ο λόρδος, ευρίσκων την οδόν αυτήν ολίγον παράδοξον δι’ ευγενές μέλος της Βουλής των Λόρδων.

- Πολλοί λέγει; Δεκατέσσερες ώρας την ημέραν γυρίζω σαν το άλογο που δεν έχει ψυχήν, γυρίζω σαν τον μύλον που δεν έχει ζωή· κ’ έρχεται, και φεύγει ο ήλιος και μ’ ευρίσκει πάντοτε να γυρίζω, και πεντακόσιοι αναβαίνουν, και πεντακόσιοι κατεβαίνουν κάθε ημέραν. - Κόπιασε, μη φοβάσαι· κύτταξε τα παλαιόπαιδα αυτά πώς δεν φοβούνται.

Ο τελευταίος ούτος λόγος απετείνετο εις την φιλοτιμίαν του. Έπειτα δε και τα μικρά προοίμια της αθλιότητος των ανθρώπων εκείνων, α είχε προ οφθαλμών, τω ενέβαλλον την επιθυμίαν, τω επέβαλλον το καθήκον, καθ’ ά εφρόνει, να εμβαθύνη εις την τύχην αυτών. Διό, λησμονήσας εντελώς την ελαφράν αφορμήν ήτις τον είχε φέρει ενταύθα, και τας δύω κυρίας ας ούτε να ιδή πλέον πιθανότητά τινα είχεν ούτε πρόθεσιν να αναζητήση, διεσκέλισε θαρραλέως το ξύλον, αφέθη εις την διάκρισιν της γυναικός, και εν ω αυτή εξετέλει την μηχανικήν εργασίαν της, ήρχισε να κατέρχηται εις το βάραθρον, σφίγγων με τας δύω του χείρας σπασμωδικώς το σχοινίον.




(Ακολουθεί.)
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
(έσβησα τα διάφορα σχόλια.. ας μην γράψουμε τίποτα μέχρι να τελειώσει ώστε να μπορουμε να το διαβάσουμε εύκολα κι αναπόσπαστα.. στο τέλος το ξετινάζουμε σε σχολιασμό ;) )
 
(Συνέχεια.)



Όταν έφθασεν εις τον πυθμένα και απέβη του ακροσφαλούς του καθίσματος, εστάθη εφ’ ικανάς στιγμάς εις την θέσιν του, όπως συνηθίση την πνιγηράν ατμοσφαίραν του υπογείου εκείνου κόσμου και το πυκνόν αυτού σκότος.

Αβέβαιοί τινες και φαντασιώδεις μορφαί, πλανωμένην τινά δεχόμεναι ακτίνα του άνω φωτός, ανεφαίνοντο άνευ καταληπτού διαγράμματος εκ του αχανούς της νυκτός κόλπου. Όταν δε οι οφθαλμοί του ωκειώθησαν προς αυτήν, και τα πέριξ αυτού αντικείμενα διεγράφησαν ευκρινέστερον, τότε εγνώρισεν ότι ευρίσκετο εις ευρυτάτην υπόγειον αίθουσαν, ανεσκαμμένην εντός του άνθρακος, ης δε η θολωτή οροφή ήτον τόσον ταπεινή, ώστε ανήρ υψηλόσωμος μόλις εδύνατο να σταθή όρθιος εν αυτή. Καθ’ όλην δε την περιφέρειαν των τοίχων αυτής ηνοίγοντο οπαί σκοτειναί, και διά τινων εξ αυτών το βλέμμα εβυθίζετο εις μακράς υπογείους διόδους· εις δε τα απώτερα βάθη διήρχοντο συνεχώς θαμβοί λύχνοι, ως αστέρες περιφερόμενοι, και εις το μέρος ο εζωογόνει η φωτεινή αυτών περιφέρεια εφαίνοντο σκιαί μέλαιναι άνω και κάτω κινούμεναι, και εναγώνια και ακατάληπτα σχήματα εκτελούσαι, ως οι κολαζόμενοι εν τω άδει.

Είς των εργοστασιαρχών, ελθών προς αυτόν, τω επρόσφερε να τον ξεναγήση, και λαβών φανόν εις τας χείρας, τον περιέφερεν εις το ευρύ και ζοφερόν αυτό πανδαιμόνιον. Όταν ο λόρδος Βαρλέϋ παρεκάλπαζε φαιδρός παρά την λαμπράν εκείνην άμαξαν, ροφών διά των βλεμμάτων του το χαρίεν μειδίαμα της ωραίας συνοδοιπόρου του, δεν προέβλεπε ποίον οικτρόν τω επεφυλάττετο θέαμα προ του τέλους της ιδίας ημέρας. Η μεγάλη αίθουσα, εν η ευρίσκετο, ήτον έν των κέντρων εις α απέληγον οι αναρίθμητοι ζοφεροί αυλώνες του υπογείου αυτού λαβυρίνθου. Πολλά φρέατα, όμοια με το δι' ού αυτός είχε καταβή, διέσχιζον πολλαχού την οροφήν της, και εκοινώνουν μετά της επιφανείας της γης. Περί αυτά ην αδιάκοπος των ανθρακορύχων η κίνησις, ως η των μελισσών περί την του σύμβλου οπήν, και εις την άκραν των σχοινίων κρεμάμενοι, οι μεν ανήρχοντο, οι δε κατήρχοντο μετά του προϊόντος της εργασίας των.

Ο λόρδος Βαρλέϋ ηθέλησε να εισχωρήση εις ένα των πλαγίων αυλώνων. Αλλά βυθίσας το βλέμμα εις τον πλησιέστερον, ησθάνθη συστελλομένην την καρδίαν του, και ψυχρανθείσαν την επιθυμία του. Η δίοδος αύτη ήτον τόσον μακρά, ώστε το πέρας της δεν εφαίνετο· τόσον δε ταπεινή, ώστε οι εργάται ηναγκάζοντο να την διέρχωνται καθ’ όλον το μήκος της κυρτοί, και κύπτοντες σχεδόν οριζοντίως το άνω μέρος του σώματός των. Το δε έδαφός της ήτον, εξ αιτίας του άνωθεν αδιακόπως αποσταλάζοντος ύδατος, βορβορώδες τέλμα, εις ο αυτοί ενεβάτευον έως υπέρ μέσην την κνήμην.

Ο λόρδος Βαρλέϋ εμακρύνθη από την δίοδον ταύτην, προτιθέμενος να καταγγείλη την ύπαρξίν της εις την βουλήν των λόρδων. Ιδών δε την μετ’ αυτήν τουλάχιστον στεγνήν, και κατά τι υψηλοτέραν, και μαθών υπό του οδηγού του ότι εις όλον το ανθρακορυχείον δεν υπήρχον αυτής υψηλότεραι, απεφάσισε να διατρέξη αυτήν. Αλλά μόλις προυχώρησε περί τα πεντήκοντα βήματα, και η συναίσθησις ότι δεν εδύνατο ελευθέρως να κινηθή, το περικεχυμένον σκότος, γινόμενον ορατώτερον διά του αμυδρού φωτός του φανού, ο συμπεπυκνωμένος και δύσπνους αήρ, τω ενέβαλον στενοχωρίαν, ήτις δεν ήτον απηλλαγμένη δειλίας, και ήτις, καθόσον προυχώρει, και ο αυλών παρετείνετο, εκορυφούτο εις αγωνίαν σχεδόν. Ώστε, όταν τέλος εξήλθεν από το άλλο πέρας εις μίαν των ευρυτέρων εκείνων αιθουσών, εισέπνευσε βαθέως, ως ο ανακύπτων εκ του βυθού της θαλάσσης, και απεφάσισε να μην εκτείνη περαιτέρω την έρευνάν του, αλλά να εγκαταλείψη αμέσως τα αφώτιστα και άξενα εκείνα βασίλεια του θανάτου, όπου μόνον οι άθλιοι πολίται αυτών δύνανται να διαμένωσιν.

Επροχώρησε λοιπόν προς έν των φρεάτων, και περιέμεινε να καταβώσι δύω γυναίκες, αίτινες εκρέμαντο εις άκραν σχοινίου υπέρ την κεφαλήν του, διά να τας διαδεχθή εις την εναέριον γέφυράν των. Αλλ’ εν ω περιέμενεν, είδεν εξερχόμενον από μίαν των πλαγίων συρίγγων φανόν, και κατόπιν αυτού γυναίκα, ης η ευπρεπής ενδυμασία εφαίνετο αντίφασις προς του μέρους εκείνου τα ήθη. Ο λόρδος Βαρλέϋ, όστις, ως ηξεύρομεν, δεν ήτον εντελώς απηλλαγμένος περιεργείας, ηθέλησε να εμβαθύνη εις το μυστήριον, αλλά, μόλις προσελθών, ανεγνώρισε την πρεσβυτέραν από τας δύο κυρίας, μεθ’ ων είχε συνοδοιπορήσει. Η κυρία τον εχαιρέτησεν, ως παλαιά γνωριμία. Εις τα άγρια εκείνα βάθη της γης δύω κάτοικοι του άνω κόσμου είναι ως δύω συμπατριώται απαντώμενοι εις τόπους μεμακρυσμένους, και η σχέσις μεταξύ αυτών ευκόλως συνδέεται.

- Ο λόρδος Βαρλέϋ, αν δεν απατώμαι, είπεν η κυρία αφ' ού αυτός την αντεχαιρέτησεν.

Ο λόρδος έκλινε την κεφαλήν καταφάσκων, και εθεώρησε μετά τινος εκπλήξεως την άγνωστον κυρίαν ήτις τον εγνώριζε.

- Σας είδα άπαξ ή δις, εξηκολούθησεν αύτη, εις τους χορούς του πρέσβεως της Γαλλίας εις Λονδίνον. Άχαρι μέρος διά περιδιάβασιν, επρόσθεσεν έπειτα, δεικνύουσα περί εαυτήν.

- Προ πάντων διά κυρίας, απήντησε μειδιών ο λόρδος Βαρλέϋ. Αλλ' η κυρία είναι αναμφιβόλως ιδιοκτήτις των λατομίων τούτων.

- Όχι, απήντησεν αύτη. Τα λατομία είναι ιδιοκτησία του λόρδου Ροζαμόνδου. Εγώ είμαι η Λαίδη Σερφείλδ, - διότι είμεθα ηναγκασμένοι εις αυτοπαρουσίασιν· τοιαύτη είναι η εθιμοταξία του τόπου.

Το όνομα τούτο ήτον γνωστόν εις τον λόρδον Βαρλέϋ ως μιας των επισημοτέρων και πλουσιωτέρων οικογενειών της αγγλικής αριστοκρατίας.

- Ήλθατε, εξηκολούθησεν η Λαίδη Σερφείλδ, να ιδήτε την δίαιταν ή μάλλον την αθλιότητα των δυστυχών τούτων όντων. Αν θέλητε να με ακολουθήσητε, προσφέρομαι να σας ξεναγήσω.

Εννοείται ότι ήθελεν ερυθριάσει ο λόρδος Βαρλέϋ ν' αρνηθή από μόνην δειλίαν την περιήγησιν ήτις υπό κυρίας τω επροτείνετο. Προσέτι δε αναγεννήθη εν αυτώ καί τις ελπίς να ιδή πάλιν την χαρίεσσαν πρωινήν οπτασίαν του. Και έβλεπε μεν ότι η νέα συνοδοιπόρος του δεν είχε συνοδεύσει την πρεσβυτέραν της σύντροφον εις τα ανήλια εκείνα υπόγεια, τόσον ανοίκια δι' άνθος τρυφερόν ως αυτήν, αλλά τω εφαίνετο πιθανόν ότι η γνωριμία των υπό τοιούτους αρχίσασα οιωνούς, ήθελεν εξακολουθήσει και επί της επιφανείας της γης. Επρόσφερε λοιπόν τον βραχίονά του εις την Λαίδυ Σερφείλδ, και διευθύνθησαν προς τας περαιτέρω διόδους, όπου ηναγκάσθη να την παρακολουθή, κλίνων βαθέως την κεφαλήν, και ενθαρρυνόμενος υπό της αιδούς και του παραδείγματος.

Παντού, και εις τους αυλώνας και εις τας αιθούσας απήντων αγέλας εργατών αμφοτέρων των γενών, φέροντας επί των νώτων φορτίον βαρύτατον, και κύπτοντας υπ' αυτό μέχρι γης, ώστε σχεδόν επεριπάτουν τετραποδητί, ομοιάζοντες τα αχθοφόρα ζώα, ων εξετέλουν την επίπονον εργασίαν. Αλλαχού απήντων παίδας τρυφεράς ηλικίας, σύροντας μετ' αγώνος ή ωθούντας αμάξας πλήρεις ανθράκων, και εξαντλούντας εις τούτο τας μόλις αναφυομένας δυνάμεις των. Εκατέρωθεν των μακρών παρόδων εις τους ταπεινούς αυτών τοίχους ηνοίγοντο εις ίσα διαστήματα οπαί, ουδέ τόσον υψηλαί, ώστε και εξαετές παιδίον να σταθή όρθιον εις αυτάς. Ο λόρδος Βαρλέϋ εβύθισε το βλέμα είς τινας εξ αυτών, και τω εφάνη ότι εν μέσω του σκότους έβλεπεν ως κινούμενά τινα αντικείμενα.

- Αυταί είναι αι πλάγιαι πάροδοι, τω είπεν η Λαίδυ Σερφείλδ. Δυστυχής η τύχη των ανθρώπων όσοι εργάζονται εις αυτάς !

- Πως ! εργάζονται άνθρωποι εις εκείνας τας τρύπας; ανέκραξε μετά φρίκης ο λόρδος.

- Αν θέλητε να ιδήτε μίαν αυτών, εξηκολούθησεν η κυρία, πρέπει ν’ αποφασίσητε να εισέλθητε σχεδόν έρπων.

- Έχω τω όντι μεγάλην επιθυμίαν να γνωρίσω εκ του σύνεγγυς των δυστυχών τούτων τον άθλιον βίον. Αλλά να εισέλθω εκεί μοι φαίνεται αδύνατον. Τοιαύτη επιχείρησις υπερβαίνει το καθήκον της χριστιανικωτέρας αφοσιώσεως.

Ακόμη ωμίλει, όταν εκ μιας των οπών τούτων προέκυψε μία των της υπηρεσίας γυναικών, εις την μίαν χείρα λύχνον κρατούσα, και διά της άλλης εγγίζουσα την γην και βοηθουμένη να περιπατή. Εξήλθε δε κατόπιν αυτής άλλη γυνή, κάμπτουσα τα γόνατα, το άνω σώμα σχεδόν οριζοντίως κρατούσα, και διά των χειρών κρατουμένη από τους δύω τοίχους. Ο λόρδος Βαρλέϋ έμεινεν έκπληκτος, δεν εδύνατο να πιστεύση τους οφθαλμούς του. Η δευτέρα αύτη γυνή ήτον η ωραία συνοδοιπόρος του.




(Ακολουθεί.)
 
(Συνέχεια.)



- Έμμα φιλτάτη, είπεν η Λαίδυ Σερφείλδ, ο λόρδος Βαρλέϋ.

Η νέα ανέβλεψε, ερυθρίασε σφοδρώς, και εχαιρέτησε. Συγχρόνως εξήλθεν από το αυτό στόμιον αμάξιον πλήρες ορυκτού, πληρούν σχεδόν όλην την δίοδον καθ’ ύψος και πλάτος, και συρόμενον, ως κατ’ αρχάς υπέλαβεν ο λόρδος, υπό μεγάλου κυνός, ως όμως εκ δευτέρας όψεως παρετήρησεν, υπό παιδίου δωδεκαετούς περίπου. Το άθλιον ην προσηρτημένον εις την άμαξαν δι’ αλύσεως, ήτις το εζώννυε κατά την μέσην του σώματος. Βεβιασμένον δε να πίπτη πρηνές, όπως μη το μέτωπόν του συντριβή επί του θόλου, και να έλκη εντείνον εις υπέρτατον βαθμόν τας δυνάμεις του, επεριπάτει με τας χείρας και τους πόδας, και ο ιδρώς έτρεχε κρουνηδόν από το νοσηρόν πρόσωπόν του, ενώ το στήθος του ήσθμαινεν ως φύσσα μεταλλουργού.

- Μήτερ, είπεν η Έμμα· ιδού ο τελευταίος μας νεοσύλλεκτος.

Το παιδίον αυτό έχει μητέρα ασθενή και πέντε αδελφούς μικροτέρους, περιμένοντας απ’ αυτό την τροφήν των. Ο επιστάτης Κ. Φώκνερ μοι είπεν ότι το είδε μίαν ημέραν καθήμενον κατά μέρος, εν ω επρογευμάτιζον οι λοιποί εργάται, και κλαίον. Το ερώτησεν αν πάσχη.

- Δεν πάσχω, απεκρίθη, πεινώ. Αν προγευματίσω εγώ, δεν θα δειπνήσουν οι αδελφοί μου. Και διά να κερδίση τον άρτον των αδελφών του, εργάζεται δεκατέσσαρας ώρας την επίπονον εργασίαν ην ίδατε, ώστε το δυστυχές δεν θ’ αργήση ν’ αποθάνη, ως απέθανεν ο πατήρ του, από την πείναν.

Και τω όντι το μέτωπόν του έφερε την πελινδνήν της πείνης σφραγίδα, και οι πόδες του, όταν ηθέλησε ν’ ανορθωθή, εκλονούντο ως κάλαμοι.

- Πώς ονομάζεται; Ερώτησεν η Λαίδυ Σερφείλδ.

- Βοβ Χοβ, απήντησεν η Έμμα.







Και η μήτηρ της εσημείωσε το όνομα επί μικρού χρυσελεφαντίνου χαρτοφυλακίου. Έπειτα δε απευθυνομένη προς τον νέον λόρδον·

- Είδατε περίπου, τω είπεν, ό,τι ήτον δυνατόν να ιδήτε του γηΐνου τούτου άδου· ό,τι τουλάχιστον, επρόσθεσε μειδιώσα, δύναται ευλόγως ν’ απαιτηθή από την χριστιανικωτέραν αφοσίωσιν. Προσέτι δε, του παιδίου τούτου το μικρόν επεισόδιον μας εμύησεν αρκούντως εις τα μυστήρια των απροσίτων εκείνων αδύτων. Ίσως τώρα επεθυμήσατε αέρα και ήλιον.

- Τω όντι, απεκρίθη ο λόρδος Βαρλέϋ, ο ξένος εις την ατμοσφαίραν ταύτην αισθάνεται και το στήθος του φυσικώς πιεζόμενον και την καρδίαν του ηθικώς, και ποθεί τέλος τον ήλιον και φαιδροτέρας σκηνάς. Όταν πετώμεν επί των φλογερών πτερύγων του ατμοκινήτου ή της ατμαμάξης, ή βλέπωμεν τα θαυμάσια εκείνα των εργοστασίων μας προϊόντα, δεν συλλογιζόμεθα ότι δια την απόλαυσιν ημών ταύτην πολλάς οργυιάς υπό τους πόδας ημών χιλιάδες ανθρώπων στενάζουσιν εν τη σκοτία και ζώσι βίον αδελφόν του θανάτου!

Μετά δε και την ηθικήν ταύτην σκέψιν, αληθή αισθανόμενος ανυπομονησίαν ν’ ασπασθή τον άνω κόσμον, έδειξεν εις τας κυρίας κλίμακα προσανακεκλιμένην εις τον τοίχον, δι’ ης ανέβαινον κατά σειράν αδιάκοπον γυναίκες φέρουσαι βαρέα φορτία, κρεμάμενα διά λωρίων από των κεφαλών και επί των ώμων των.

- Νομίζω, εξηκολούθησεν, ότι εις τας κυρίας δεν θα είναι πολύ ευάρεστον ν’ αναβώσι κατά τον τρόπον καθ’ όν εγώ κατέβην. Η υπόγειος αυτή πτήσις μοι εφάνη οχληροτάτη. Αν μοι επιτρέπητε θα σας οδηγήσω διά ταύτης της κλίμακος.

Και έθεσε τον πόδα του εις την πρώτην βαθμίδα της κλίμακος.

- Φυλαχθήτε! έκραξεν αίφνης η Έμμα, και τον έσυρε βιαίως από τον βραχίονα.

Μόλις δε απέκλινεν ο λόρδος Βαρλέϋ, και εις την θέσιν όπου πριν ίστατο έπεσε βροχή ογγωδών λιθανθράκων, ων έκαστος ήρκει να τον φονεύση. Της γυναικός, ήτις ανέβαινε τελευταία την κλίμακα, απεκόπη το λωρίον δι’ ού το φορτίον της εκρέματο από την κεφαλήν της, και οι άνθρακες έπεσαν μετά μεγάλης ορμής, κινδυνεύσαντες να την κατασύρωσι μεθ’ εαυτών.

- Ιδού, είπεν η Έμμα, είς των συνηθεστέρων κινδύνων των ανθρακορυχείων, και μάλιστα των αναβάσεων τούτων. Πολλάκις θραύονται οι ιμάντες, και οι άνθρακες κρημνιζόμενοι, τραυματίζουσι και δύνανται να φονεύσωσι τας επομένας γυναίκας, αίτινες βαρέως πεφορτισμέναι και εκείναι, δεν είναι ευκίνητοι, ώστε να προφυλαχθώσιν. Αν θέλητε να με ακολουθήσητε, ελπίζω ότι δύναμαι να σας δείξω ασφαλεστέραν ανάβασιν.

Υπό την οδηγίαν λοιπόν της νέας Μις διήλθον και άλλην δίοδον, και δι’ αυτής εις αίθουσαν, ης την οροφήν διέσχιζε φρέαρ οπωσούν ευρύτερον των λοιπών· εντός δ’ αυτού ανήρχετο κοχλίας ή ελικοειδής κλίμαξ ξυλίνη, και διά του κοχλίου τούτου, εις μικρόν τόπον μακράν οδόν περιέχοντος, ανήρχοντο εναγωνίως και επιμόχθως οι αχθοφόροι εργάται· αλλά ει και ζοφερά και εκτεταμένη, ήτον όμως η οδός αύτη ακίνδυνος καν, και διά τους ανερχομένους άνευ φορτίου η ευχρηστοτάτη, δι’ ό και εθεωρείτο ως η επίσημος καταβάθρα, δι’ ής οι επιστάται εκοινώνουν μετά του ανθρακορυχείου.

Όταν ανέβησαν, ο ήλιος είχε δύσει.

- Η επιθυμία σας του ν’ ασπασθήτε τον ήλιον, είπεν η Λαίδυ Σερφείλδ προς τον λόρδον Βαρλέϋ, φοβούμαι θα πρέπει να έχη υπομονήν έως αύριον. Εν τούτοις εις περιφέρειαν τριών ωρών απ’ εδώ δεν υπάρχει ξενοδοχείον κατοικητόν. Μυλόρδε, δεχθήτε το δείπνον μας και την φιλοξενίαν μας αφελώς ως σας την προσφέρομεν. Η οικία εκείνη είναι του ενοικιαστού Κ. Φώκνερ, αλλ’ οσάκις ερχόμεθα, είναι όλη εις την διάθεσίν μας, και οι ξένοι ημών είναι ξένοι του.

Ο λόρδος Βαρλέϋ δεν αντέτεινε πολύ εις την φιλόφρονα ταύτην πρόσκλησιν, απαλλάττουσαν αυτόν του κινδύνου του να διανυκτερεύση εις τι ρυπαρόν οινοπωλείον ή εις το ύπαιθρον. Μεθ’ ημίσειαν ώραν εκάθητο εις την τράπεζαν μετά της Λαίδυ Σερφείλδ και της θυγατρός της. Εννοείται ότι η συνδιάλεξις κυρίως περιεστρέφετο περί το ανθρακορυχείον του Γλουμυμάουθ.

Ο λόρδος Βαρλέϋ περιέγραφε τας εντυπώσεις του με ζοφερά χρώματα. Δεν επίστευεν, έλεγε, πολλοί περιηγηταί να επισκέπτωνται τα φρικώδη εκείνα βάραθρα· όσον διά κυρίας μάλιστα, αμφίβαλλεν αν και αυτή η Λαίδυ Ροζαμόνδ, η ιδιοκτήτις, είχε την φαντασίαν να καταβή ποτέ εις αυτά, διϊσχυρίζετο ότι ή κατεπείγουσα ανάγκη ή υπερβολική δόσις περιεργείας εδύνατο να πείση γυναίκα εις τούτο, και ωμολόγει ότι δεν γνωρίζει πολλάς εχούσας την απαιτουμένην ψυχικήν δύναμιν να το αποφασίσωσιν. Έπειτα δε απέδιδε χάριτας εις την Μις Έμμαν ότι, ως άλλος Ερμής, τους ανεβίβασεν εκ του άδου εκείνου, ού φαίνεται γνωρίζουσα τας ελαχίστας γωνίας.

- Και όλαι αύται αι περιφράσεις, είπε μειδιώσα η Λαίδυ Σερφείλδ, δηλούσιν ότι ο λόρδος Βαρλέϋ έχει ου μικράν δόσιν περιεργείας να μάθη τί εζητούμεν εντός του ανθρακορυχείου, και πώς συμβαίνει να γνωρίζωμεν όλας τας αναβάθρας και όλας τας γωνίας αυτού.

- Κυρία μου, με τρομάζετε, απεκρίθη ο λόρδος. Φοβούμαι ότι αναγινώσκετε εις την καρδίαν μου ευκρινέστερον αφ’ ό,τι τολμώ εγώ ο ίδιος.

- Έστω λοιπόν, υπέλαβεν η Λαίδυ Σερφείλδ· αφ’ ού η περιέργειά σας είναι τόση, ώστε και την ομολογείτε, ανάγκη πάσα να την ευχαριστήσωμεν, διά να εξαγοράσωμεν καν την λιτότητα του οδοιπορικού δείπνου μας.



(Ακολουθεί.)
 
(Συνέχεια.)



Έπειτα δε, αφ’ ού εσιώπησεν επί τινάς στιγμάς, καθ’ ας το πρόσωπόν της έλαβεν έκφρασιν σοβαρωτέραν και μελαγχολικήν·

- Είναι δεκατρία έτη, είπεν, αφ’ ότου απέθανεν ο λόρδος Σερφείλδ μετά πενταετήν συζυγίαν. Συγχωρήσατε, Μυλόρδε, αν το όνομά του αναβιβάζη επί του μετώπου μου νέφη. Εμπρός ξένων το προφέρω σπανίως, αλλ’ η καρδία μου αυτό μόνον προφέρει. Όταν έζη, ο κόσμος συνεκεντρούτο δι’ εμέ εις τον φίλτατόν μου Αδόλφον· αφ’ ότου απέθανε, περιωρίσθη εις την μνήμην του, - εις την μνήμην του, και εις την μικράν μου Έμμαν, την ζώσαν εικόνα του.

Επί της κλίνης του θανάτου κείμενος, έλαβε το τετραετές τότε τέκνον του εκ της χειρός, και φιλήσας αυτό περιπαθώς εις το στόμα, φιλτάτη Καρολίνα, μοι είπεν, εγώ αποθνήσκω. Σοι παραδίδω την θυγατέρα μας· ζήσε δι’ αυτήν, έσο επί της γης ο φρουρός άγγελός της. Είναι η τελευταία παράκλησίς μου· η φιλτάτη παρακαταθήκη μου. Αύται ήσαν αι έσχαται λέξεις του.

Η Λαίδυ Σερφείλδ διεκόπη ενταύθα υπό ισχυράς συγκινήσεως· μετά τινας δε στιγμάς επανέλαβεν·

- Αφ’ εκείνης της στιγμής η ζωή μου διήρχετο μεταξύ δακρύων και μητρικών μεριμνών. Η Έμμα μου ήτον ο μόνος της υπάρξεώς μου σκοπός. Η καρδία μου δεν είχεν άλλην παραμυθίαν, και οι τελευταίοι του ανδρός μου λόγοι την καθίστων ιεράν δι’ εμέ. Ούτω παρήλθον οι πρώτοι μήνες της θλιβεράς μου χηρείας. Κατά την πρώτην δ’ επέτειον ημέραν αυτήν, παραλαβούσα την θυγατέρα μου, επορεύθην να κλαύσω επί του τάφου όπου και μόνον δι’ εμέ κατώκει η ευτυχία. Επέστρεφον δε πεζή μετ’ αυτής, όταν διά των δακρύων μου διέκρινα γυναίκα πτωχήν, ήτις μας παρηκολούθει και εστέναζε συνεχώς. Ουδέν καθιστά συμπαθή προς τας συμφοράς των άλλων ως αι ίδιαι συμφοραί· διό σταθείσα, ερώτησα την γυναίκα τί πάσχει, και εις τί δύναμαι να την βοηθήσω.

- Η δυστυχία μου βοήθειαν δεν επιδέχεται, απεκρίθη εκείνη. Τον άνδρα μου με τον επήραν ναύτην. Ματαίως παρεκάλεσα, έκλαυσα, τοις είπα ότι μακράν του μοι είναι αδύνατον να ζήσω· εγέλασαν διά τα δάκρυά μου, και με τον επήραν. Αφ’ ότου έφυγε, περιέμενα την επιστροφήν του, κ’ εμετρούσα τας ημέρας και τας στιγμάς, και, αντί να έλθη εκείνος, ήλθεν είδησις, και μοι ανήγγειλεν ότι …. επνίγη! Έφυγα, κυρία, από τα μέρη όπου έβλεπα παντού την εικόνα του, όπου μοι παριστάτο παντού της ευτυχίας μου η ανάμνησις· έφυγα ως παράφορος, και πλανώμαι αβοήθητος εις την γην, μη έχουσα στέγην όπου ν’ αναπαύσω την κεφαλήν μου, μη έχουσα οβολόν ν’ αγοράσω της ημέρας μου τον ξηρόν άρτον, και επικαλουμένη ως ευτυχίαν τον θάνατον είτε η πείνα μοι τον φέρη είτε η απελπισία.

Και, καλύψασα τους οφθαλμούς της με τας δύω της χείρας, ήρχισε να γογγίζη οικτρώς. Η συγγένεια της θλίψεώς της προς την εδικήν μου βαθέως με συνεκίνησε.

- Καλή γυναίκα, τη είπα, δεν είσαι η μόνη, εις ην ο θεός έπεμψε την φοβεράν ταύτην δοκιμασίαν. Αν άλλων δάκρυα δύνανται να ελαττώσωσι των δακρύων σου την πικρίαν, ελθέ εις τον οίκον μας· εκεί θα εύρης άρτον διά την πείναν σου, στέγην διά την κεφαλήν σου, και ίσως τινά ανακούφισιν εις την λύπην σου.

Η γυνή εδέχθη με υπερβολικάς εκφράσεις ευγνωμοσύνης. Έπειτα δε λαβούσα την Έμμαν μου εις τας χείρας της, την κατεφίλει, και την εκολάκευε, και έπαιζε με αυτήν, και εφαίνετο αγαπώσα περιπαθώς το παιδίον. Εις την οικίαν μου τη έδωκα δωμάτιον εντός του κήπου.

Την επαύριον ήμην ασθενής. Τα βίαια της προτεραίας αισθήματα είχον προσβάλει το νευρικόν σύστημά μου, και ηναγκάσθην να μείνω δι’ όλης της ημέρας κλινήρης, προσπαθούσα δια της ησυχίας να πραΰνω τον σφοδρόν πόνον της κεφαλής μου.

Την εσπέραν εζήτησα την θυγατέρα μου. Αλλ’ η υπηρέτρια, ήτις επήγε να μοι την φέρη, επιστρέψασα μετ’ ολίγον, μοι είπεν ότι δεν εύρε την Μις Έμμαν, και ότι, ως φαίνεται, είναι εις τον περίπατον με την παιδαγωγόν της, διότι και εκείνη δεν είναι εις την οικίαν. Μετά μίαν ώραν η παιδαγωγός επανήλθε, και εν τω άμα ερρίφθη εις τον κοιτώνα μου κλαίουσα, συστρέφουσα τας χείρας, και αποσπώσα την κόμην της.

- Η μις Έμμα εχάθη, εχάθη η μις Έμμα, εφώναζε.

Ως εκτός εμαυτής επήδησα από την κλίνην·

- Τί λέγεις; ανέκραξα· πού είναι η Έμμα; Τί λέξεις είναι αυταί;




(Ακολουθεί.)
 
(Συνέχεια.)


- Εχάθη, εχάθη, εφώναζεν η παιδαγωγός χωρίς να δυνηθή να συνέλθη.

Τέλος δε βιαζομένη να εξηγηθή,

- Το πρωΐ, είπε, μοι εζήτησε την άδειαν να φέρη μόνη της το πρόγευμα εις την ξένην χήραν, και έπειτα να παίξη εις τον κήπον. Τη το επέτρεψα ευχαρίστως εγώ η ανόητος· αλλ’ αφ’ ού δύω ώραι παρήλθον, βλέπουσα ότι δεν επιστρέφει, επήγα να την κράξω. Αλλά μάτην την εζήτησα εις όλον τον κήπον, έπειτα εις όλην την οικίαν, έπειτα εις τον κήπον πάλιν, δεν ήτον πούποτε. Τέλος παρετήρησα ότι η θύρα του κήπου ήτον ανοικτή, και μοι επήλθεν η ιδέα μήπως εξήλθε μόνη της και επορεύθη εις κανέν των παρακειμένων χωρίων όπου είχα συνήθειαν να την φέρω εις περιδιάβασιν.

Με την ελπίδα ταύτην εξήλθον του κήπου, και διευθύνθην προς τα προσεχέστερα χωρία, και εκείθεν εις τα επί μάλλον και μάλλον μεμακρυσμένα. Επί τέλους έτρεχον ως παράφορος, κρούουσα εις όλας τας θύρας, ερωτώσα όλους τους διαβάτας· αλλ’ ουδείς είδε την Έμμαν, ουδείς είχε περί αυτής είδησιν. Τέλος έσπευσα οπίσω επ’ ελπίδι ότι θέλω την εύρει επιστρέψασαν εις την οικίαν, αλλ’ εδώ ευρίσκω ότι ζητείται.

- Εχάθη! εχάθη! ήρχισε πάλιν να φωνάζη κλαίουσα η συμπαθής παιδαγωγός.

- Η ξένη γυνή, έκραξα εγώ, τρέξατε εις την ξένην γυναίκα· και ημίγυμνος, σχεδόν ανυπόδητος ως ήμην, ερρίφθην κατόπιν των υπηρετών μου, οίτινες ώρμησαν προς τον κήπον. Αλλ’ η ξένη γυνή είχεν αναχωρήσει, το δωμάτιον ήτον κενόν! Εις την φλιάν αυτής έπεσα ημιθανής, και πόσον καιρόν έμεινα αναίσθητος δεν ηξεύρω· όταν όμως συνήλθα, θανατηφόρος πυρετός εμάστιζε το αίμα μου. Οι ιατροί με είχον απηλπισμένην· και όμως, εις των παραφορών μου τας διαλήψεις, το μητρικόν αίσθημα ενίκα την νόσον, και εύρισκον δυνάμεις ώστε να παραγγέλλω ερεύνας· αλλά πώς να γίνωσιν έρευναι τελεσφόροι; Περί της γυναικός εκείνης, καθ’ ης αι υποψίαι μου κυρίως εβάρυνον, ουδέν ήξευρον, ούτε την κατοικίαν της, ούτε τα προηγούμενά της, αλλά μόνον, ως η ιδία μοι είπεν, αν δεν με ηπάτησεν, ότι εκαλείτο Μάγγη. Αλλά τα τρία τέταρτα των χυδαίων γυναικών της Αγγλίας καλούνται Μάγγη.

Αι έρευναι έμεινον εντελώς άκαρποι· και όμως, - τόσον ιδιότροπος είναι η φύσις, - αντί ν’ αποθάνω, ανέλαβον. Και δεν απέθανα μεν, αλλ’ όμως ετάφην. Τον κοιτώνα εις ον κατώκουν, τον έστρωσα κατάμαυρα όλον. Εις τα δύω του πέρατα εκρέμασα τας δύω εικόνας, της θυγατρός μου και του ανδρός μου. Δύω έτη ολόκληρα ουδέ βήμα δεν εξήλθα από το δωμάτιον τούτο, λέξιν δεν ωμίλισα, φωνήν ανθρώπου δεν ηθέλησα ν’ ακούσω, ούτε είδα ανθρώπινον πρόσωπον, εκτός της παιδαγωγού ήτις άπαξ μόνον της ημέρας εισήρχετο, με υπηρέτει κλαίουσα αλλά σιωπώσα, και πάλιν εξήρχετο. Η μόνη μου δε διασκέδασις ήτον να θρηνώ αλληλοδιαδόχως ενώπιον των εικόνων.

Η Έμμα, λαβούσα την χείρα της μητρός της, την εφίλησε περιπαθώς.

- Μετά τα δύω έτη η Δούκισσα Αθόλλ, προς μητρός συγγενής μου, αφ’ ού πολλάκις μ’ έγραψε χωρίς να λάβη απάντησίν μου, ελθούσα τέλος η ιδία, με ηνάγκασε σχεδόν διά της βίας να την ακολουθήσω εις Εδιμβούργον. Η αγαθή δούκισσα ποτέ δεν είχε πάθει αληθές δυστύχημα, και δεν ήξευρεν ότι υπάρχουσι θλίψεις, δι’ ας η διασκέδασις είναι όχι φάρμακον αλλά βάσανος, και αίτινες είναι φορηταί μόνον όταν εγκαταλείπωνται εις την απελπισίαν.

Ενεκαρτέρησα λοιπόν επί τινας μήνας εν μέσω των ανθρώπων, ων η θέα μοι ήτον μισητή, και οίτινες, νομίζοντες να με παρηγορήσωσιν, ανέξεον μόνον τας πληγάς μου. Αλλά τέλος ευρίσκουσα τούτο των δυνάμεών μου ανώτερον, και επειδή επλησίαζεν η αποφράς εκείνη επέτειος ημέρα του θανάτου του ανδρός μου, επέμεινα να επανέλθω εις την Αγγλίαν, διά να επισκεφθώ τον τάφον του, ως έπραττον προ τριών ετών σταθερώς, και υπεσχέθην να επανέλθω πάλιν.

Φθάσασα δ’ εις την επαρχίαν αυτήν, τινάς ώρας εντεύθεν του Νεοκαστέλου, εστάθην διά ν’ αναπνεύσωσιν ολίγον οι ίπποι εις μικρόν ξενοδοχείον ή μάλλον ζυθοπωλείον επί της οδού, - ίσως το παρετηρήσατε, - όπου χωρίζονται αι οδοί.

Εκεί εύρον τους ανθρώπους λίαν τεταραγμένους διά δυστύχημα συμβάν προ ολίγων ωρών εις ανθρακωρυχείον ολίγον απέχον εκείθεν, αυτό όπου ευρισκόμεθα τώρα. Ο θόλος μιας των παρόδων είχε κατακρημνισθή, και υπ’ αυτόν έμεινον τεθαμμένοι εργάται, και ηγνοείτο αν εφονεύθησαν ή αν έζων. Και είχον μεν αρχίσει ανασκαφαί, αλλ’ ήτον φόβος μήπως αι εργασίαι δεν προχωρήσωσι με ικανήν ταχύτητα όπως σωθώσιν οι ίσως επιζώντες ακόμη.

- Ω! ανέκραξα, τί φοβερά η αγωνία εκείνων των δυστυχών! Πόσαι άρα γε οικογένειαι τρέμουσι τώρα διά τους πατέρας των, πόσαι ίσως μητέρες διά τα τέκνα των! Θεέ μου, είπον κατ’ εμαυτήν, μοι εδίδαξας τί είναι το πικρόν της λύπης ποτήριον. Ας προσπαθήσω να το αποτρέψω, αν δύναμαι, από τα χείλη των άλλων. Και διέταξα τον ηνίοχον να διευθυνθή εις το Γλουμυμάουθ.

Εδώ επεκράτει ταραχή μεγίστη. Όλοι έτρεχον άνω και κάτω, αι διαταγαί διεσταυρούντο, καθείς επρότεινε γνώμας, έδιδε συμβουλάς· ο δε Κ. Φώκνερ, μόνος μεταξύ όλων, διατηρήσας την σύνεσιν και την αταραξίαν του, διευθέτει την κίνησιν ταύτην, και αναστείλας τας εργασίας του ανθρακωρυχείου, ώπλισε τους εργάτας με σκαπάνας και ήρχισε τακτικήν ανασκαφήν. Αλλά το έργον ολίγον προυχώρει, διότι η γη ήτον κινητή, και απητείτο πολύς αγών διά να μη πληρούται πάλιν το όρυγμα αφ’ ού ανεσκάπτετο.

Όταν έφθασα ενταύθα, η νυξ είχε σχεδόν επέλθει, οι εργάται είχον απαυδήσει, και η ανασκαφή ήτον εις την αρχήν της σχεδόν. Διευθυνθείσα δε προς τον Κ. Φώκνερ, έθεσα εις την διάθεσίν του όλην μου την περιουσίαν, και τον παρεκάλεσα να την μεταχειρισθή αφειδώς, αρκεί να σωθώσιν οι δυστυχείς.

Εν τω άμα έφιπποι ταχυδρόμοι εστάλησαν να προσκαλέσωσι την ένοπλον δύναμιν εκ των πλησιεστέρων πόλεων, νέοι εργάται εμισθώθησαν εκ των πέριξ χωρίων και διηρέθησαν εις δύω λόχους, εργαζομένους αλληλοδιαδόχως, ώστε η εργασία να μη διακόπτηται ουδέ νύκτα ουδέ ημέραν, και συγχρόνως έγινεν επιθεώρησις των εργατών του λατομίου διά να φανή πόσοι είχον μείνει υπό την γην. Τρεις άνδρες, Ζων Βλαιρ, Τομ Βαρν και Δικ Γαντλέϋ, έπειτα δε μία γυνή, Μαίρη Χαγ, και το θυγάτριόν της Βέσσυ έλλειπον από την ονομακλησίαν.

Η ανασκαφή ήρχισε τότε με νέαν ζέσιν. Δι’ όλης της νυκτός εμείναμεν όλοι άγρυπνοι, ή ενθαρρύνοντες τους εργάτας, ή παρακολουθούντες την πρόοδον των προσπαθειών των. Περί το μεσονύκτιον έφθασαν αξιωματικοί του μηχανικού, και ανέλαβον των εργασιών την διεύθυνσιν. Μέχρι δε της πρωΐας προυχώρησεν η ανασκαφή επιτυχώς έως εις το ήμισυ σχεδόν του αναγκαίου της βάθους, χωρίς όμως να γνωρίζωμεν αν ήσαν ζώντες οι καταχωσθέντες, ή αν εφονεύθησαν. Μετ’ ολίγον διεδόθη χαρμόσυνος αγγελία. Οι εν τω πυθμένι του ορύγματος σκάπτοντες ήκουσαν κάτωθεν των ποδών των υπόκωφον δούπον, όστις απεδείκνυεν ότι έζων οι ενταφιασθέντες εκείνοι, και ότι σκάπτοντες και αυτοί έσωθεν, ηγωνίζοντο αγώνα απηλπισμένον, οίος ο του παλαίοντος προς τα κύματα εν μέσω απεράντου πελάγους.

Ο διευθύνων αξιωματικός έπαυσε τότε την εργασίαν αμέσως· διότι προ παντός άλλου ήτον κατεπειγόντως αναγκαίον να δοθή εις αυτούς βοήθεια αέρος, τροφής, και μάλιστα ελπίδος. Διά τρυπάνου λοιπόν ως τα των αρτεσιανών φρεάτων, ήρχισε να διατρυπά καθέτως την γην.

Περί την μεσημβρίαν μέγας αλαλαγμός ανήγγειλεν ότι το τρύπανον είχε φθάσει εις τον θόλον του υπογείου· εν τω άμα αυτό ανεσύρθη, και η ούτω σχηματισθείσα οπή εστερεώθη διά σανίδων. Δι’ αυτής δε κατεβιβάσθη σχοινίον, εις ου την άκραν ην δεδεμένη μία φιάλη ζύθου, είς άρτος, κεκομμένος εις τεμάχια, και έν χαρτίον με τας λέξεις:

Θαρρήτε, εργαζόμεθα.

Όταν ανεσύρθη το σχοινίον εις το έμπαλιν του χαρτίου ανεγινώσκοντο δι’ άνθρακος γεγραμμέναι αι λέξεις:

Ελπίζομεν, υπομένομεν. Στείλατέ μας ύδωρ.

Το ύδωρ κατεβιβάσθη, και η εργασία ήρχισε πάλιν, και όταν έφθασεν εις τον άνθρακα, έγινεν ευκολοτέρα, διότι αν και σκληρότερον το έδαφος, αλλά δεν κατέρρεεν ως η υπέρ αυτό γη.

Τέλος διά της σοφής διευθύνσεως των μηχανικών, διά του ακαμάτου ζήλου του Κ. Φώκνερ, διά της φιλανθρώπου προθυμίας όλων των εργατών, το όρυγμα ηνεώχθη, κλίμακες κατεβιβάσθησαν εις αυτό, και εν ροπή οφθαλμού εξώρμησαν δι’ αυτών τρεις άνδρες, έπεσαν πρηνείς και εφίλησαν την γην, έπειτα ερρίφθησαν εις τας αγκάλας των περιϊσταμένων, και έπειτα ήρχισαν να κλαίωσιν.

Αλλ’ εν τούτοις έλλειπον ακόμη οι λοιποί σύντροφοι του δυστυχήματός των. Ο Κ. Φώκνερ κατέβη αμέσως εις το χαίνον αλλ’ ετοιμόρροπον βάραθρον, και το περιήλθε καθ’ όλας τας διευθύνσεις με αξιοθαύμαστον γενναιότητα.

Το βάραθρον ήτον κενόν.

Ερωτηθέντες τότε οι διασωθέντες εργάται, απήντησαν ότι εις το μέρος όπου είχον καταχωσθή ήσαν μόνοι, αλλ’ ότι εις την πλέον μεμακρυσμένην γωνίαν την προς δυσμάς, τοις εφάνη ενίοτε ότι ήκουον κραυγάς και ενίοτε θρήνους.

Τότε η προσοχή όλη εστράφη προς εκεί. Είς λόχος εργατών κατέβη εις το βάραθρον, εν ω άλλος λόχος ησχολείτο να εξασφαλίση αυτού το στόμιον.

Αλλά μετά βραχείαν απόπειραν ενόησαν ότι δι’ οριζοντίου ορύγματος ήτον αδύνατον να μεταβώσιν προς το μέρος όπου υπετίθετο ότι έμενον ακόμη δύω θύματα, διότι η κατακρημνισθείσα ύλη, καταρρέουσα άνωθεν άμα εκινείτο η βάσις της, καθίστα πάσαν εργασίαν εντελώς αδύνατον. Απεφασίσθη λοιπόν να σκαφή οπή από την οροφήν του υπογείου θαλάμου εγκαρσίως δια της δυτικής γωνίας προς το έδαφος του παρακειμένου.

Μετά δύω ωρών εργασίαν, οι σκάπτοντες ήρχισαν ν’ αντιλαμβάνωνται, εκ του μέρους προς ο διευθύνοντο, ψιθυρισμού τινος αβεβαίου, άλλοτε μεν ασθενεστέρου, άλλοτε δε ισχυροτέρου. Καθ’ όσον δε προυχώρουν, ηκούετο ευκρινέστερον η φωνή.

Μετά μίαν ώραν ακόμη διέκριναν ζωηρόν θρήνον εξερχόμενον εκ των σπλάγχνων της γης. Έπειτα τον θρήνον διεδέχοντο κραυγαί καταπληκτικαί, αυτάς έπειτα λέξεις προφερόμεναι μεγαλοφώνως, έπειτα καγχασμοί κλονίζοντες τους υπογείους θόλους, και έπειτα πάλιν θρήνοι. Περί το τέλος της νυκτός, η φωνή εγνωρίζετο ως φωνή γυναικός, και αι λέξεις ας επρόφερε μεταξύ του ολολυγμού και του γέλωτος ήσαν αποτρόπαιοι βλασφημίαι.

Ο ήλιος ανέτελλεν ήδη, όταν οι σκάπτοντες έφθασαν εις χασμάδα, κοινωνούσαν μετά του μέρους όθεν εξήρχοντο αι κραυγαί. Αλλ’ η χασμάς ήτον στενή, και χωρίς να πλατυνθή τουλάχιστον κατά το τριπλάσιον, δεν εδύνατο να χρησιμεύση εις σωτηρίαν των καθειργμένων.

Κατά την στιγμήν δε ταύτην, μία των πλαγίων του ηλίου ακτίνων, διεισδύσασα διά του άνω στομίου και κατά τύχην πεσούσα επί της χασμάδος ταύτης, εφώτισε το πέραν αυτής εμβαδόν. Εντός θαλαμίσκου μόλις πλατυτέρου από κλωβίον θηρίου, γυνή εκάθητο γονατιστή και με τας δύω χείρας εκτύπα οδυρομένη το στήθος και την κεφαλήν της, ήτις ήγγιζεν εις την οροφήν. Η γυνή είδε και αυτή διά της ρωγμής τους εργάτας, και συρθείσα επί των γονάτων της προς το μέρος των, ύψωσε προς αυτούς τας χείρας ικετευτικώς.

- Σώσατέ με, σώσατέ με, ήρχισε να κράζη. Οι δαίμονες μ’ έκλεισαν εις τον άδην διά τας αμαρτίας όσας έκαμα εις την γην. Με κρατούν από τον λαιμόν, θέλουν να με πνίξουν διότι έφαγα την καρδίαν τριών παιδίων, και έπια το αίμα άλλων τριών. Σώσατέ με! σώσατέ με!



(Ακολουθεί.)
 
(Συνέχεια.)


Και έπειτα, όταν έβλεπε τον δισταγμόν των σωτήρων της, τοις απέτεινε τας αισχροτέρας ύβρεις, τους ηπείλει ότι με τους όνυχάς της θα τοις εξορύξη τους οφθαλμούς, και τοις κατηράτο τας τρομερωτέρας κατάρας.

Αλλά τους αφωσιωμένους εργάτας ανεχαίτιζον όχι αι ύβρεις της δυστυχούς, αλλ' άλλη ολεθρία και φοβερά περιπέτεια. Όλον το μέρος της οροφής του μικρού θαλάμου, δεξιώς της χασμάδος, εσείετο και εις τας πρώτας προσβολάς της σκαπάνης εδύνατο να καταπέση και να θάψη την παναθλίαν εις τα ερείπιά του.

Πολλήν ώραν έμεινον αμφιβάλλοντες τί να πράξωσι. Παρετήρησαν πανταχού μετά προσοχής, ευλαβώς όλας τας γωνίας εδοκίμασαν, αλλ' είδαν ότι ο κίνδυνος ήτον πανταχόθεν ο ίδιος. Εν τούτοις, η γυνή, λαμβάνουσα με τας δύω της χείρας τα χείλη της χασμάδος, εξηκολούθει τας ικεσίας της, και ο φόβος εφαίνετο αποδιώξας την παραφροσύνην ην είχε παραγάγει ο φόβος.

- Μη με αφήνετε, έλεγε. Λυπηθείτε με! πνίγομαι, ο αήρ με ελλείπει. Σπεύσατε, εκτείνατέ με τας χείρας σας, σώσατέ με, και να γίνω αιωνίως δούλη σας, και να φιλώ αιωνίως των ποδών σας τα ίχνη. Φέρετέ με εις τον ήλιον, δώσατέ με ν' αναπνεύσω τον καθαρόν αέρα. Ιδέτε, εδώ τρέμω, εδώ φοβούμαι.

Και έτρεμεν όλον το σώμα της, και ηκούετο έως επάνω ο βρυγμός των οδόντων της.

Τότε ο διευθύνων την εργασίαν αξιωματικός, αισθανόμενος την καρδίαν του συντριβομένην από τον οίκτον, και εννοών ότι αν διέκοπτε την εργασίαν, ο θάνατός της ήτον βέβαιος και φρικτός, εν ω εκ του εναντίου υπήρχε πιθανότης σωτηρίας τουλάχιστον ίση με του κινδύνου τον φόβον, έλαβεν απηλπισμένην απόφασιν και διέταξε να εξακολουθήσωσιν, αλλά με μεγίστην προσοχήν και περίσκεψιν.

Μόλις όμως προσεβλήθη ο τοίχος από τας πρώτας σκαπάνας, και τρυγμός φοβερός ηκούσθη, και με πάταγον ως βροντήν αντηχήσαντα εις τα αχανή εκείνα βάραθρα, η οροφή κατεκρημνίσθη ολόκληρος, και υπό τα συντρίμματά της κατεκάλυψε την γυναίκα.

Οι σκαπανείς ώρμησαν εν ροπή οφθαλμού διά του γενομένου ρήγματος, εξ ου ανέθορε πνιγηρόν νέφος κόνιος, και με μεγίστην σπουδήν ανέσκαψαν τα ερείπια, και εκχώσαντες την γυναίκα αιματόφυρτον και νεκράν, ως ενόμιζον, την ανεβίβασαν εις την επιφάνειαν της γης, όπου περιεστώτες επροσμένομεν εν μεγίστη αγωνία την λύσιν του τρομερού τούτου δράματος. Αλλ' η γυνή ήτον ημιθανής μόνον, όχι νεκρά· ώστε άμα ανελθούσα εις τον δροσερόν αέρα, εστέναξε βαθέως και ηνέωξε τους οφθαλμούς. Εγώ ιστάμην πλησίον της, και έκυψα να την βοηθήσω. Αλλά διά μιας ανεπήδησα ως εκτός εμαυτής, και ησθάνθην τας τρίχας ορθωθείσας εις την κεφαλήν μου.

- Επικατάρατε! έκραξα, την κόρην μου, πού είναι η κόρη μου; πού είναι η Έμμα μου;

Η λεγομένη Μαίρυ Χαγ ανεκάθησε τότε, έτεινε φοβερώς τους οφθαλμούς της, και με ητένισεν ασκαρδαμυκτί.

- Δεν με γνωρίζεις; εξηκολούθησα· δεν γνωρίζεις την Λαίδυ Σερφείλδ, ήτις πεινώσαν σε έθρεψε, διψώσαν σ' επότισε, θρηνούσαν σε παρηγόρησε; πού είναι η Έμμα μου;

Η γυνή ένευσε με το δάκτυλον προς τα κάτω.

- Πού; πού; ανέκραξα. Απέθανε; ομίλησε, απόδος μοι το τέκνον μου, και να σε συγχωρήσω διά τας βασάνους μου εις αυτήν την ζωήν, και ο αιώνιος κριτής να σε συγχωρήση εις την μετέπειτα. Πού είναι η Έμμα;

Της γυναικός συνεστάλησαν βιαίως όλοι του προσώπου οι χαρακτήρες, και μετά τινων στιγμών πρόδηλον αγώνα ανοίξασα το στόμα·

- Εκεί κάτω! κατώρθωσε να ειπή, δεικνύουσα του υπογείου το στόμιον, και εν τω άμα κρουνός αίματος εξέρρευσεν εκ του στόματός της, και πεσούσα αυτή υπτία, εξέπνευσεν.

Αλλ’ εγώ δεν είδα τον θάνατόν της· άμα ήκουσα τας δύω εκείνας λέξεις, ερρίφθην προς την είσοδον του βαράθρου, ως φρενήρης κατεκυλίσθην από την κλίμακα, χιλιάκις κινδυνεύσασα να κατακρημνισθώ, και ώρμησα προς το μέρος όπου ο αξιωματικός του μηχανικού, εικάζων ως εκ των παρατηρήσεών του ότι έπρεπε να είναι κατακεκλεισμένον το μη ευρεθέν παιδίον, είχεν αρχίσει νέαν ανασκαφήν. Η θέα μου, η παραφορά μου, εξέπληξε τους εργάτας, οίτινες αποσυρθέντες μ’ έκαμαν τόπον. Εγώ δε ριφθείσα πρηνής εις το χώμα,

- Έμμα! Έμμα μου, φιλτάτη μου Έμμα, έκραζον, και έσκαπτον την γην με τους όνυχας.

Η γη εδώ ήτον μαλακή, και το βάθος του κρημνίσματος όχι πολύ, προσέτι δε και το εναπομείναν μέρος της οροφής είχε σχηματισθή εις στερεόν θόλον, ώστε, μετά μιας ώρας επίμονον εργασίαν, η είσοδος ηνοίχθη πλατεία και δι’ αυτής εισώρμησα πρώτη εγώ.

Εις την μάλλον μεμακρυσμένην γωνίαν του κατακρημνισθέντος μικρού θαλάμου έκειτο εκτεταμένον κατά γης και εντελώς ακίνητον κοράσιον ράκη περιβεβλημένον, είχε δε τας χείρας εσταυρωμένας επί του στήθους, την κόμην λυτήν εις τους ώμους, τους οφθαλμούς κλειστούς, και εφαίνετο ως να εκοιμάτο. Αλλ’ οι χαρακτήρες του προσώπου του δεν διεκρίνοντο εις το αμυδρόν φως του λύχνου, όστις με συνώδευεν.

- Έμμα μου! Έμμα μου! έκραξα, και ριφθείσα επί του κορασίου τούτου, ελειποθύμησα.

Ο χειρούργος όστις ην παρών διά να παρέξη αμέσως την αναγκαίαν βοήθειαν εις τους όσοι ήθελον ευρεθή ζώντες, με ανεβίβασεν εις τον καθαρόν αέρα μετά του κορασίου, και μας εδαψίλευσε τας περιποιήσεις του.

Μετ’ ολίγον ηνέωξα τους οφθαλμούς, και ευθύς κατ’ αρχάς τους προσήλωσα απλήστως εις του παιδίου το πρόσωπον, και εζήτουν εις τους χαρακτήρας του ομοιότητα προς την εικόνα της θυγατρός μου, ην εφύλαττον ζωηράν εντός της καρδίας μου.

Αλλ’ οι χαρακτήρες εκείνοι ήσαν ακίνητοι ως μαρμαρίνου αγάλματος, και κατερρυπωμένοι από ασβόλην. Και πότε μεν γλυκεία τις ηρεμία, επικεχυμένη εις το άψυχον πρόσωπον, αθώον τι μειδίαμα διαστέλλον τα λευκά εκείνα χείλη, συνεκίνουν βαθέως την μητρικήν μου καρδίαν, και τότε έσφιγγον περιπαθώς το παιδίον εις τας αγκάλας μου, πότε δε πάλιν, το πρόσωπόν του μοι εφαίνετο εντελώς προς τας ενθυμήσεις μου ξένον, και το απώθουν μετ’ απελπισίας. Αλλά διά νέας συνδρομής του ιατρού, η κόρη ανέπνευσε βαθέως και ηνέωξε τους οφθαλμούς. Τινάς στιγμάς έμεινε τεθορυβημένη, και έβλεπεν ως μετ’ εκστάσεως όλα τα περί αυτήν αντικείμενα αλληλοδιαδόχως. Τέλος το βλέμμα της εστηρίχθη και επ’ εμού.

- Μαμά! έκραξεν αίφνης, και ερρίφθη επάνω μου, και μ’ εκράτησε με τας δύω της χείρας ως φοβουμένη μη φύγω, και εγέλα συγχρόνως και έκλαιε. Φαντασθήτε τα αισθήματά μου. Ήτον η Έμμα. Νομίζω ότι εμπρός όλων των περιεστώτων έπεσα εις τα γόνατα και προσηυχήθην.

- Λοιπόν! είπεν ο λόρδος Βαρλέϋ, απευθυνόμενος προς την Έμμαν, είναι αληθές ότι διετρίψατε τρία έτη εις τα φοβερά εκείνα καταγώγια, ότι υπεμείνατε την αποτρόπαιον εκείνην δίαιταν;

- Αληθέστατον, απεκρίθη η Έμμα, και πρέπει να διακόψω την μητέρα μου διά να εξακολουθήσω εγώ την αυτοβιογραφίαν μου.




(Ακολουθεί.)
 
(Συνέχεια. Τελευταίο.)

- Όταν κατ’ άδειαν της παιδαγωγού μου έφερα το πρόγευμα εις την γυναίκα, ήτις κατώκει εις τον οικίσκον του κήπου, αυτή μ’ εκράτησε πλησίον της με διαφόρους ομιλίας, ήρχισε να μοι διηγήται μύθους, έπειτα κατέβη μ’ εμέ εις τον κήπον, και μ’ έδειξε πολλά παιγνίδια. Έπειτα με κατέπεισε να την ακολουθήσω εκτός του κήπου.

Μετά ταύτα, μοι είπεν ότι έχει να μοι δείξη κάτι εις έν ωραίον μέρος, ότι πρέπει όμως να υπάγω ολίγον δρόμον μαζή της. Εγώ απεκρίθην ότι δεν ημπορώ, δεν τολμώ χωρίς την άδειαν της μητρός μου, αλλά μ’ εβεβαίωσεν ότι αναλαμβάνει εκείνη να το ειπή εις την μητέρα μου, και ότι δεν θ’ αργήσωμεν να επιστρέψωμεν. Μικρά και ανόητος, την επίστευσα και την ηκολούθησα. Αφ’ ού επεριπατήσαμεν πολλήν ώραν, μοι είπεν ότι διά να παίξωμεν ν’ αφήσω να μοι δέση τα ομμάτια.

Η πρότασις μοι εφάνη νοστιμωτάτη· αφ’ ού δε μοι τα έδεσε, μ’ έλαβεν εις τας αγκάλας της και ήρχισε να τρέχη γελώσα, και εγέλων μαζή της κ’ εγώ διά το εύθυμον τούτο είδος της τυφλομυίας. Αλλ’ μεθ’ ικανήν ώραν ηθέλησα να λύσω τους οφθαλμούς μου, και είδα ότι ήμην εις μέρος εντελώς άγνωστον εις εμέ. Τότε ήρχισα ν’ ανησυχώ, και εζήτησα να επιστρέψω αμέσως εις την οικίαν. Η Μάγγη, ως έλεγεν ότι ονομάζεται η γυνή, συγκατένευσεν αμέσως, και μετέβαλε την διεύθυνσιν του δρόμου. Αλλ’ επεριπατήσαμεν ικανήν ώραν ακόμη, και ενίοτε εβάδιζον πεζή, ενίοτε μ’ έφερεν εις τας αγκάλας της, αλλά πάντοτε δεν έβλεπον την οικίαν μας. Δις ή τρις μετέβαλε δρόμον, λέγουσα ότι ηπατήθη, και τέλος μοι ωμολόγησεν ότι επλανήθη. Εγώ ήρχισα τότε να κλαίω. Αλλά μοι είπε να σιωπήσω, διότι άμα απαντήσωμεν ανθρώπους θα ερωτήσωμεν τον δρόμον και θα τον εύρωμεν. Εξηκολουθήσαμεν όμως διερχόμενοι διά στενωπών μεμονωμένων, όπου δεν απηντήσαμεν ψυχήν γεννητήν.

Τέλος ενύκτωσε και ήρχισα να φωνάζω. Αλλά μακρόθεν ίδομεν φως, και η γυνή μοι είπε να παύσω, ίσως είναι αυτή η οικία μας. Όταν εφθάσαμεν πλησίον, ήτον μικρά καλύβη και ρυπαρά εντός του δάσους.

- Σιωπή, μοι είπεν η γυνή με τόνον ολίγον τραχύν όστις μ’ ετρόμαξε, να μην ανοίξης το στόμα σου. Δεν ηξεύρομεν τί άνθρωποι είναι αυτοί εδώ, πρέπει να σε νομίσουν κόρην μου, και αύριον, όταν εξημερώση, μανθάνομεν ευκόλως τον δρόμον.

Όταν εφθάσαμεν εις την καλύβην, μοι έδοσεν ολίγον μαύρον άρτον, και μ’ έστρωσεν ολίγον άχυρον, όπου απαυδήσασα από της ημέρας τον δρόμον, απεκοιμήθην αμέσως.

Το πρωί μ’ εξύπνησε.

- Βέσσυ, μοι είπε, - τότε πρώτον μοι έδοσε το ολέθριον τούτο όνομα, - Εξύπνα, κόρη μου, να πηγαίνωμεν. Και έπειτα πλησιάσασα εις το ωτίον μου, έμαθα τον δρόμον, επρόσθεσεν.

Ούτως εκινήσαμεν· αλλ’ επεριπατήσαμεν πολλάς ώρας πάλιν εις άγνωστα πάντοτε μέρη. Τέλος εγώ ηρνήθην να προχωρήσω· εκάθησα εις ενός δένδρου ρίζαν, και ήρχισα να φωνάζω ότι θέλω να επιστρέψω εις την μητέρα μου. Αλλά τότε μ’ έλαβεν από την κόμην, και μ’ εκτύπησε, μ’ εκτύπησε με τας χείρας και με τους πόδας, ώστε μ’ αφήκε σχεδόν ημιθανή.

- Να μάθης, μοι είπε, να ζητής την μητέρα σου. Άλλην μητέρα από εμέ δεν έχεις. Αν ανοίξης ποτέ το στόμα σου να ειπής εις κανένα ότι έχεις άλλην μητέρα, θα κόψω με τούτο την γλώσσαν σου· και από τον κόλπον της λαβούσα μοι έδειξε μεγάλην ψαλλίδα. Η γυνή μ’ ενέπνευσεν από της στιγμής ταύτης ανυπέρβλητον τρόμον. Εκείνην την νύκτα εκοιμήθημεν εις το ύπαιθρον.

Την επαύριον το πρωί μ’ εβίασε να εκδυθώ τα φορέματά μου, και να ενδυθώ έν φόρεμα εσχισμένον και ρυπαρόν, όπερ είχε λάβει την προτεραίαν από την καλύβην όπου εμείναμεν, χωρίς να μοι ειπή διατί.

Περί την μεσημβρίαν απηντήσαμεν ένα έφιππον εις τον δρόμον, και καθώς τον είδα, ήρχισα να φωνάζω – την μητέρα μου θέλω! την μητέρα μου θέλω! – Η γυνή ήρχισε να με δαίρη, αλλ’ ο έφιππος, ελθών προς ημάς, ηρώτησε τί έχει το παιδίον και κλαίει.

- Ω! κύριε, είπεν η υποκριτίς· είναι πολύ πεισματώδης η κόρη μου. Θέλω να την υπάγω εις το σχολείον, και κάμνει τόσον κακόν διά να μην υπάγη.

- Όχι! την μητέρα μου, την μητέρα μου θέλω! έκραζα εγώ. Αλλ’ ο κύριος,

- Παιδί μου, μοι είπε, πήγαινε εις το σχολείον. Είναι διά το καλόν σου. Αφ’ ού μάθης γράμματα, θα έλθης πάλιν εις την μητέρα σου. Και κεντήσας τον ίππον του, ανεχώρησε.

Τότε η αγρία εκείνη γυνή, μείνασα μόνη μαζή μου, μ’ έρριψε κατά γης, και πατήσασα το στήθος μου με το γόνυ της, επίεσε με τους σιδηρούς της δακτύλους το πρόσωπόν μου, και εβίασε το στόμα μου ν’ ανοιχθή. Λαβούσα δε από τον κόλπον της φοβερόν εργαλείον,

- Α! αυτά με κάμνεις; ανέκραξε πλήρης λύσσης. Θα σ’ εβγάλω τα ’δόντια σου ένα προς ένα. Κάθε φοράν οπού φωνάζεις την μητέρα σου από ένα θενά σ’ εβγάζω, και αν δεν σε μάθω να σιωπάς, τότε θα σε κόψω την γλώσσαν.

Και εισείγεν εις το στόμα μου ήδη την οδοντάγραν, όταν από τον τρόμον με κατέλαβε σπασμός και είδος λειποθύμιας. Τούτο μ’ έσωσε, διότι εφοβήθη η γυνή μη αποθάνω, και στερηθή των ωφελημάτων όσα ήλπιζεν απ’ εμέ.

Αφ’ ού πολλάς ακόμη ημέρας με περιέφερε, κλειδώσασα το στόμα μου διά του φόβου, με ωδήγησε τέλος εις Γλουμυμάουθ, και λαβούσα η ιδία το όνομα Μαίρυ Χαγ, με παρουσίασεν ως κόρην της, χωρίς να τολμήσω να την αναιρέσω. Η διεύθυνσις μας εδέχθη αμφοτέρας εις την υπηρεσίαν, και ούτως εκέρδιζεν αυτή αντί ενός, δύω σελίνια καθ’ ημέραν.

Την πρώτην εσπέραν καθώς έμεινε μόνη μαζή μου,

- Άκουσε, μοι είπεν, αν σοι συμβή ν’ ανοίξης ποτέ μόνον το στόμα, και να ειπής ότι δεν είσαι κόρη μου, ήξευρέ το απ’ εμέ, θα τρυπήσω όλον το σώμα σου με πυρωμένα σίδηρα, και έπειτα θα σε κόψω εις δέκα κομμάτια.

Εγώ δε, ηξεύρουσα ότι αυτά δεν ήσαν μάταιαι απειλαί, ποτέ ούτε εζήτησα να ειπώ εις κανένα λέξιν, και ούτε μοι ήτον δε δυνατόν, διότι ουδέ στιγμήν δεν με άφινε μόνην. Την νύκτα εκοιμώμην πλησίον της εις τ’ άχυρα, την ημέραν όλην ηργαζόμην πλησίον της εις τα λατομεία.

Το πρώτον έτος, η υπηρεσία μου ήτον να κάθημαι εις μίαν υγράν των υπογείων γωνίαν, όπου ποτέ το αμυδρότερον φως της ημέρας δεν έφθανε, και ν’ ανοίγω ανά παν λεπτόν, οσάκις δηλ. διήρχοντο αι χειράμαξαι, έν διάφραγμα ή θύραν χρησιμεύουσαν εις την διαπνοήν του αέρος. Η εργασία αύτη ήρχιζε μίαν ώραν προ της ανατολής του ηλίου και ετελείωνε μίαν ώραν μετά την δύσιν του· ώστε εις το διάστημα ενός ολοκλήρου έτους ουδέ άπαξ δεν είδα το φως της ημέρας.

Καθώς όμως έγινα εξαετής περίπου, και εκρίθη ότι έχω δυνάμεις, ώστε να σύρω χειράμαξαν, μ’ έζωσαν με λωρία το σώμα, και μ’ άλλα λωρία την κεφαλήν, και δι’ αυτών δεκατέσσαρας ώρας το ημερονύκτιον έσυρον βαρείαν άμαξαν πλήρη ανθράκων εντός διαδρόμου τόσον ταπεινού, ώστε μόνον έρπουσα με τας χείρας και με τα γόνατα εδυνάμην να τον διέλθω.

Ίδατε το παιδίον εκείνο, τον Βοβ Χοβ εις το ανθρακωρυχείον. Η τύχη μου ήτον η ιδία, και έτι χειροτέρα, διότι ο αυλών της υπηρεσίας μου ήτον ακόμη χαμηλότερος, διότι αι δυνάμεις μου ήσαν ασθενέστεραι και διότι όταν αυταί εξηντλούντο και έπιπτον σχεδόν ημιθανής εις το έδαφος, η μέγαιρα ήτις μ’ επετήρει, και ηργάζετο πάντοτε ου μακράν μου, φοβουμένη μη αποβληθώ από το κατάστημα, επήρχετο κατ’ εμού και μ’ εμάστιζε διά να εγερθώ.

Τοιαύτην ζωήν έζησα τρία έτη εις το Γλουμυμάουθ.

*
**​

- Ω φρίκη! ανέκραξεν ο λόρδος Βαρλέϋ. Και υποφέρετε ακόμη να βλέπητε τον ολέθριον τούτον τόπον; Τί δύναται να σας παρακινήση να επανέλθητε εις αυτόν, εν ω επίστευον ότι ηθέλατε αποστρέψει απ’ αυτού αιωνίως και μετά μίσους το πρόσωπον.

- Από της στιγμής της σωτηρίας της Έμμας μου, απεκρίθη η Λαίδυ Σερφείλδ, κατ’ έτος εις την επέτειον εκείνην ημέραν, ήτις είναι συγχρόνως και η μνήμη του θανάτου του ανδρός μου, ερχόμεθα εις Γλουμυμάουθ. Η Έμμα καταβαίνει εις το ανθρακωρυχείον, βλέπει η ιδία την κατάστασιν των εργαζομένων παιδίων, εξετάζει τας περιστάσεις των, και αποσπώσαι εντεύθεν πέντε, τα αξιώτερα ελέου και βοηθείας, φροντίζομεν περί της ανατροφής των και περί της περαιτέρω αποκαταστάσεώς των. Έν εξ αυτών ίδατε ο ίδιος όταν περιηρχόμεθα εκεί κάτω. Περί αυτού και περί των άλλων τεσσάρων συνεννοήθημεν ήδη μετά του Κ. Φώκνερ.

Κατά την επομένην επέτειον ημέραν της σωτηρίας της Έμμας, αντί πέντε, δέκα παιδία εξήχθησαν από τα βάραθρα του Γλουμυμάουθ, τα μεν πέντε εν ονόματι της Λαίδυ Σερφείλδ, τα δε έτερα πέντε εν ονόματι της Λαίδυ Έμμας Βαρλέϋ.



Α.Ρ.Ρ.
 
Last edited:
Top