Ο Αλμπέρ Καμύ ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα του δέκα ημέρες πριν από την γενική επίθεση των γερμανικών στρατευμάτων και δεκαέξι πριν από την αποχώρηση των Συμμάχων από την Δουνκέρκη δηλαδή την 1η Μαΐου 1940, την εποχή που βρισκόταν στο Παρίσι. Για το μυθιστόρημα αυτό είχε σκεφτεί αρχικά διάφορους τίτλους όπως «
Ένας ευτυχισμένος άνθρωπος», «
Η Αιδώς», «
Ένας ελεύθερος άνθρωπος», «
Ένας συνηθισμένος άνθρωπος». Τελικά όπως όλοι γνωρίζουμε, κατέληξε να δώσει τον τίτλο «
Ο Ξένος». Όπως είχε πει και ο ίδιος :
«
Ξένος, ποιος μπορεί να ξέρει τι σημαίνει αυτή η λέξη;».
Εκείνη την εποχή στο Παρίσι δούλευε ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα «
Paris – Soir», λίγο ως πολύ αδιάφορος ως προς το περιεχόμενο της εφημερίδας, αν και ενοχλημένος λόγω του προπαγανδιστικού ύφους που την διέκρινε. Έπρεπε όμως να δουλεύει ως προς το ζην. Δεν αρθρογραφούσε όπως αρθρογραφούσε στην «
Alger Republicain» στο Αλγέρι, στην οποία ξεκίνησε ως ρεπόρτερ μέχρι που έγινε δ/ντης σύνταξης μαζί με τον Πασκάλ Πιά, αχώριστο φίλο και συνεργάτη (στον οποίον μάλιστα έχει αφιερώσει τον
Μύθο του Σίσυφου). Στην Alger Republicain πέρα από τα ρεπορτάζ έγραφε και κριτικές λογοτεχνικών κειμένων με διάφορα ψευδώνυμα ένα εκ των οποίων ήταν «
Μερσώ».
Πριν μερικά χρόνια και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1936 ο Καμύ βρίσκεται στην Πράγα. Μετά από αυτό το ταξίδι με τους Υβόν Μπουρζουά και Σιμόν Ιέ, με την οποίαν ήταν παντρεμένος εκείνη την εποχή, και το οποίο περιελάμβανε σχεδόν όλη την Κεντρική Ευρώπη, αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα, που αργότερα του έδωσε τον τίτλο: «
Ο Ευτυχισμένος θάνατος».
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ο ήρωας του, ο Μερσώ, του μοιάζει – σχεδόν υπερβολικά. Το ταξίδι στην Τσεχοσλοβακία σχετίζεται στενά με την ιστορία του ζευγαριού του μυθιστορήματος. Ο Καμύ είναι κουρασμένος και απογοητευμένος, όπως ο Μερσώ, αλλά στο μυθιστόρημα ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει γιατί ο Μερσώ φεύγει από την Αλγερία μετά από ένα φόνο που δεν τον αφορά καθόλου. Γράφει χαρακτηριστικά:
«
Ξύπνησε απότομα μουσκεμένος στον ιδρώτα με τα ρούχα ζαρωμένα, κι έκανε μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο. Κατόπιν άναψε ένα τσιγάρο, κάθισε στο κρεβάτι, ανέκφραστος, και κοίταζε τις ζάρες του παντελονιού του. Στο στόμα του ανακατευόταν η στυφή γεύση του ύπνου και του τσιγάρου. […] Διαπιστώνοντας πόσο διαπερατός ήταν, πόσο προσεκτικός σε κάθε σημάδι του κόσμου, ο Μερσώ αναγνώρισε το βαθύ ράγισμα που του άνοιγε τον δρόμο για την ζωή».
( «Ο Ευτυχισμένος θάνατος», Μέρος δεύτερο, Κεφάλαιο Ι). Ο Καμύ δεν θα δημοσιεύσει ποτέ τον Ευτυχισμένο θάνατο. (Το έργο αυτό θα δημοσιευτεί 11 χρόνια μετά τον θάνατο του). Θεωρείται πως είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Καμύ, ή τουλάχιστον το πρώτο που βρέθηκε· πιθανόν να υπήρχε κι άλλο πριν, το οποίο ο Καμύ να κατέστρεψε.
Στον
Ξένο ο Καμύ βιώνει την γεμάτη ευφορία εξάντληση του συγγραφέα μπροστά σ’ ένα έργο που μόλις ολοκληρώθηκε αλλά παραμένει πάντα ημιτελές για τα κουρασμένα του μάτια. Έχοντας προχωρήσει από την εποχή του
Ευτυχισμένου θανάτου, ο τελευταίος του ήρωας είναι κατά πολύ ανώτερος του προκατόχου του. Λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος:
«
Φαντάζομαι πως ο αναγνώστης αυτού του χειρογράφου θα νιώσει τουλάχιστον την ίδια κούραση μ’ εμένα και δεν ξέρω κατά πόσον η συνεχής ένταση που είναι διάχυτη μπορεί να αποθαρρύνει πολλούς άλλους. […] Επεδίωκα αυτή την ένταση και κατέβαλα προσπάθεια να την αποδώσω. Ξέρω πως είναι εκεί».
(Όλοι όσοι έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα νομίζω πως αυτήν την ένταση για την οποία μιλάει ο Καμύ πρέπει να την έχουν νιώσει).
Ένας περίπατος στη Μπουισβίλ το καλοκαίρι του 1939 εντυπωσιάζει τον Καμύ και του εμπνέει μια δυνατή και μυστηριώδη σκηνή για το μυθιστόρημα που ετοιμάζει· είναι η σκηνή στην οποία ο μάλλον αντιφατικός Μερσώ του
Ευτυχισμένου θανάτου, γίνεται ο σταθερός και αποφασιστικός Μερσώ του
Ξένου. Το περιστατικό με τον φόνο είναι πραγματική ιστορία. Βέβαια στο συμβάν δεν έγινε κάποιος φόνος, αλλά η συμπλοκή έλαβε όντως χώρα σε μια παραλία της Μπουισβίλ τον Αύγουστο του 1939. Ο Καμύ δεν ήταν παρών στο συμβάν αλλά το πληροφορήθηκε από αφηγήσεις. Αφορούσε απρεπή συμπεριφορά κάποιων Αράβων απέναντι στα συνοδευόμενα κορίτσια μιας παρέας φίλων του Καμύ. Το περιστατικό αναφέρεται αυτούσιο στον Ξένο με μόνη διαφοροποίηση τα ονόματα των εμπλεκομένων και την επιστροφή του Μερσώ στην παραλία.
Την ίδια εποχή, ο Καμύ δουλεύει ταυτόχρονα τον
Καλιγούλα καθώς επίσης και ένα δοκίμιο για το παράλογο το οποίο έχει γραφτεί κατά το ήμισυ.
Πριν την έκδοση του
Ξένου ο Καμύ τελειώνει και το δοκίμιο που φέρει τον τίτλο «
Ο Μύθος του Σίσυφου». Το δοκίμιο προσδίδει στο μυθιστόρημα το πλήρες νόημά του. Τα έργα του Καμύ αρχίζουν και αλληλοφωτίζονται. Έχουν ήδη εκδοθεί «
Οι Γάμοι» (δοκίμια και εντυπώσεις) και το «
Από την καλή και την ανάποδη» (συλλογή δοκιμίων).
Ο
Ξένος τελικά τυπώνεται από τις εκδόσεις Gallimard στην Γαλλία στις 19 Μαΐου 1942, σε 4.400 αντίτυπα και τον Ιούνιο του ίδιου έτους κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία στην τιμή των 25 φράγκων, με το κλασικό λευκό εξώφυλλο της σειράς NRF, με κόκκινο και μαύρο πλαίσιο. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί σε δεμένο τόμο και ο «
Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόυς στην τιμή των 200 φράγκων. Ο Γκαλιμάρ κάνει καθημερινά επιδέξιους χειρισμούς για την προώθηση του έργου. Τα 20 όμως αντίτυπα του
Ξένου που εστάλησαν στον συγγραφέα του δεν έφτασαν ποτέ στο Οράν του Αλγερίου όπου ζούσε.
Αν και ο ίδιος έλεγε πως : «
Η ιδέα πως κάθε συγγραφέας γράφει απαραίτητα για τον εαυτό του και αυτοπροσωπογραφείται στα βιβλία του, θεωρείται ένα από τα παιδαριώδη κατάλοιπα του ρομαντισμού. Τα έργα ενός ανθρώπου ιχνηλατούν συχνά την ιστορία των νοσταλγιών ή των πειρασμών του, σχεδόν ποτέ όμως την προσωπική του ιστορία», εντούτοις ο
Ξένος "ακουμπά" σε προσωπικές εμπειρίες του Καμύ και ο Μερσώ αντανακλάει κάποια στοιχεία από την ψυχοσύνθεση του. Έχοντας συνάψει αρκετές σχέσεις και έναν γάμο με την Σιμόν Ιέ, την εποχή που έγραφε τον
Ξένο συνδεόταν πέρα από έναν ευρύ κύκλο γυναικών και με την
Φρανσίν Φωρ στην οποίαν έχει κάνει μεν πρόταση γάμου, μα ήταν ακόμα αναποφάσιστος. Έχει προβλήματα με την ιδέα του γάμου, όπως και ο ήρωας του ο Μερσώ. Το στοιχείο αυτό φαίνεται στο μυθιστόρημα στο σημείο που :
«
[…] Το βράδυ ήρθε η Μαρί και με ρώτησε αν ήθελα να παντρευτούμε. Της είπα ότι το ίδιο μου έκανε και θα μπορούσαμε να παντρευτούμε αν το ήθελε. Τότε ζήτησε να μάθει αν την αγαπούσα. Απάντησα, όπως το είχα κάνει κιόλας μια φορά, ότι αυτό δεν σήμαινε τίποτα και ότι σίγουρα δεν την αγαπούσα. […] Καθώς σιωπούσα, μιας και δεν είχα τίποτα να προσθέσω, μου έπιασε το χέρι και μου δήλωσε πως ήθελε να με παντρευτεί. Απάντησα ότι θα παντρευόμαστε όποτε το ήθελε.»
Ο χαρακτήρας του Μερσώ είναι εμπνευσμένος από τον Καμύ καθώς και από όλους εκείνους που βρισκόντουσαν δίπλα του εκείνη την εποχή. Ομοιότητα όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και ταυτότητα. Η Μαρί δεν είναι η Φρανσίν. Ο συγγραφέας Καμύ είναι κύριος του έργου του, σε αντίθεση με τον άνθρωπο Καμύ που δεν ελέγχει την ζωή του. Ο Μερσώ ποτέ δεν αναρωτιέται, ενώ ο Καμύ βομβαρδίζει τον εαυτό του με ερωτήσεις. Ο Μερσώ δείχνει μια σιγουριά πέραν της τρέχουσας ιουδαιοχριστιανικής ηθικής, ο Καμύ ψάχνει να βρει τρόπο διαφυγής. Ο Μερσώ απέχει πολύ από τον Καλιγούλα αλλά και οι δύο ήρωες είναι κοντά στον Καμύ, μάσκες και πειρασμοί ενός συγγραφέα που αμφιβάλλει για τον εαυτό του, και συνάμα τον εμπιστεύεται.
Στον
Ευτυχισμένο Θάνατο ο Καμύ - στα είκοσι δύο του - έλεγε για τον Μερσώ: «
Ήθελε να κρατήσει τη ζωή στα χέρια του, σαν ένα κομμάτι ζεστό ψωμί που παίζουμε ακούραστα ανάμεσα στα δάκτυλα μας». Ο ίδιος στο δημόσιο πεδίο αρνήθηκε το ψεύδος, την κυριαρχία, το δεσποτισμό. Κατ’ αυτόν ένας συγγραφέας «
μπορεί να βοηθήσει μόνο μέσα από τα βιβλία του. Δεν πρέπει να οικειοποιηθεί τον τίτλο του καθοδηγητή συνείδησης. Δεν πρόκειται για παραίτηση αλλά για αναγνώριση των ορίων του».
Ο Καμύ όρισε τον δικό του τρόπο να συναρμόζει την τέχνη του, την ζωή του και την ηθική του. «
Κανένα μεγάλο έργο δεν βασίστηκε ποτέ στο μίσος ή την περιφρόνηση. Κάπου μες στην καρδιά του, κάποια στιγμή της ιστορίας του, ο αληθινός δημιουργός καταλήγει πάντοτε στην συμφιλίωση. Τότε συναντά το κοινό μέτρο μέσα στην παράξενη κοινοτυπία όπου αυτοπροσδιορίζεται. […] Κι αν ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να αρνηθεί την πραγματικότητα, είναι γιατί έχει ως αποστολή να της προσδώσει μια ανώτερη δικαιολογία. Πώς να την δικαιολογήσεις αν αποφασίσεις να την αγνοήσεις; Αλλά και πώς να την μεταμορφώσεις αν συγκατατεθείς να την υπηρετήσεις;»
(
Οι παραπάνω πληροφορίες προέρχονται κυρίως από το 800 σέλιδο βιβλίο του Ολιβιέ Τοντ «Αλμπέρ Καμύ. Μια Ζωή» από τις εκδόσεις Καστανιώτη).