Σουρής, πόσο τετριμμένο ακούγεται ,το πόσο επίκαιρος είναι, ειδικά σήμερα. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς καθώς οι συνήθειες και τα κουσούρια του νεοέλληνα και η πολιτική ζωή –πηγή έμπνευσης για τον σατιρικό ποιητή- παραμένουν ίδια παρά τον ένα αιώνα περίπου που έχει περάσει και τις αλλαγές που έχουν γίνει στην οικονομική και κοινωνική συγκρότηση της χώρας. Παρ΄όλα αυτά , ίσως λόγω της θεματογραφίας των στίχων του και του ιδιόρρυθμου τρόπου γραφής του , το έργο του Σουρή δεν είχε πάντα την αναγνώριση, όχι της αξίας του, αλλά του εάν μπορεί να θεωρηθεί ποίηση.
Ο Ρωμηός
Στον καφενέ απ’ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.
Σε μιὰ καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρέκει
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τοὺς υπουργοὺς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός! τι φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγὼ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και...
σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και οποίους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ’ αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλνω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νου στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάω, φωτιά κι εκεινος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος δεν πληρώνω… δεκάρα τον καφέ!
Ο Ρωμηός
Στον καφενέ απ’ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.
Σε μιὰ καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρέκει
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τοὺς υπουργοὺς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός! τι φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγὼ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και...
σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και οποίους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ’ αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλνω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νου στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάω, φωτιά κι εκεινος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος δεν πληρώνω… δεκάρα τον καφέ!