Διάβασα τον "Μόλλοϋ" του Μπέκετ και, παρόλο που ορισμένα στοιχεία του είναι λογοτεχνικά ενδιαφέροντα, παραδέχομαι ότι δεν μου πολυάρεσε. Θα το χαρακτήριζα ως το πιο παρανοϊκό και απωθητικό (σωματικά σχεδόν) βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ. Αν και έχω διαβάσει παλιότερα και άλλα παρανοικά και σουρεαλιστικό-εξπρεσιονιστικά βιβλία, όπως του Κάφκα, η συμπυκνωμένη παράνοια και οι χωρίς σκοπό και νόημα πράξεις των πρωταγωνιστών του Μπέκετ το φέρνουν σε "άλλο επίπεδο". Όσο για τον χαρακτηρισμό απωθητικό, θα εξομολογηθώ ότι, όταν διάβαζα το πρώτο τμήμα ήμουν άρρωστη με γαστρεντερίτιδα και μονίμως είχα την αίσθηση ότι η αναγούλα προερχόταν απ' αυτά που έλεγε το βιβλίο! Σε ορισμένα σημεία μονολογούσα: "Τι διαβάζω θέε μου!" Στο δεύτερο μέρος μου θύμισε το στοιχείο στο μυθιστόρημα του Κούντερα "Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι", που σοκάρισε τη Χρυσηίδα στο νήμα "βιβλία που σας σόκαραν" (προσοχή, όχι
γενικά , αλλά
το συγκεκριμένο σημείο που σόκαρε τη Χρυσηίδα!
Η επιμονή του να περιγράφει απωθητικά πράγματα μου θύμισε τους ντανταϊστές, που έκαναν το ίδιο πράγμα αλλά με εικόνα. Θεωρώ γενικά ότι είναι σαν να σκίζει τα λογοτεχνικά φίλτρα και την άποψη του τι θεωρείται Τέχνη.
Εντυπωσιακό είναι ότι δεν μοιάζει, από άποψη δομής, με μυθιστόρημα, αλλά με δυο θεατρικούς μονολόγους σαν παραληρήματα, οι οποίοι, αν και έχουν μια εσωτερική αιτιολογική σύνδεση (η οποία βέβαια είναι πολύ χαλαρή και δεν καταλήγει πουθενά), ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει τη χρονική σύνδεσή τους. Καθόλου παράξενο βέβαια, μια και ο συγγραφέας υπήρξε απ' τους πιο γνωστούς θεατρικούς συγγραφείς του θεάτρου του παραλόγου (Περιμένοντας τον Γκοντό, Ω οι ευτυχισμένες μέρες κλπ). Πολύ εκκεντρικό είναι και το στοιχείο μαύρου χιούμορ που επικρατεί.
Με ανατρίχιασε η αναίτια βία στην οποία καταφεύγουν πολύ εύκολα οι χαρακτήρες του βιβλίου, αλλά εκ των υστέρων υποθέτω ότι αυτό το στοιχείο απλώς δίνει ρεαλιστική εικόνα στη συμβολική βία και εκμετάλλευση μεταξύ των ανθρώπων στη σύγχρονη κοινωνία. Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι ο συγγραφέας έζησε το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και πήρε μέρος στην αντίσταση... Λόγω αυτού του στοιχείου, μάλιστα, όπως και επειδή ξέρω ότι ορισμένοι Έλληνες συγγραφείς, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, έκαναν συγκαλυμμένα κριτική με θέατρο του παραλόγου, σκέφτηκα μήπως γενικά με αυτό το βιβλίο σατιρίζει κάτι, ας πούμε το φασισμό. Αν και έψαξα όμως για αυτό, δεν βρήκα κάποιο στοιχείο.
Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου είναι ότι αποδίδει πραγματικά τη ροή σκέψεων ενός οποιουδήποτε ανθρώπου: ασυνάρτητη και α-νόητη, καμμία σχέση με τη συγκροτημένη και, αφύσικη στην πραγματικότητα, συνήθη ροή σκέψεων των περισσότερων χαρακτήρων στη λογοτεχνία.
Εμένα, όμως, παραδέχομαι,
μ' αρέσει τα μυθιστορήματά που διαβάζω να 'χουνε αρχή, μέση και τέλος και να μην είναι τόσο πολύ συμπυκνωμένη παράνοια. Θέλω επίσης να υπάρχουν χαρακτήρες που μπορείς να συμπαθήσεις ή να αντιπαθήσεις ή να ενδιαφερθείς για το τί θα κάνουν τέλος πάντων, όχι το μόνο που νιώθει ο αναγνώστης να είναι η απέραντη αποξένωση απ' τους χαρακτήρες. Αν και αυτό ακριβώς ήθελε να αποδώσει ο συγγραφέας τελικά, οπότε μάλλον το πέτυχε.
Αυτά...
Πάντως, Ιπποπόταμε, αντίθετα απ' ότι μου είπες
έχει μια κάποια πλοκή: δύο περιθωριακοί, δύο ανθρώπινα τέρατα, ξεκινούν, για διαφορετικούς λόγους, ο καθένας τη δικιά του μάταιη, χωρίς νόημα αναζήτηση.
Α, ναι: φαντάζομαι θα αναρωτιέσαι γιατί διάβασα πρώτα αυτό που φοβόμουν και όχι το Φαρενάιτ, που στο κάτω-κάτω ήθελα να το διαβάσω. Η απάντηση είναι ότι τον Μολόϋ μπορούσα πιο εύκολα να τον αποκτήσω απ' το βιβλιοπωλείο, ενώ το Φαρενάιτ θέλω να το παραγγείλω στ' αγγλικά. Και επειδή είχα ταξίδια κατά τις γιορτές, δεν μπορούσα να κάνω τότε τις παραγγελίες.
Ευχαριστώ και για το σχόλιο για τη δικιά μου πρόταση, Ιπποπόταμε
Α, μια ερώτηση προς τον συντονιστή: ως πότε πρέπει να διαβάσουμε τα βιβλία του ταιρίου μας;