Διαβάζω το αγαπημένο σου βιβλίο (Άνοιξη 2023)

Έχω τελειώσει το πρώτο βιβλίο, απο τα τρία που διάλεξε η @Θεκλη, και τώρα που βρήκα χρόνο θα πω τα καθέκαστα!

Με μία λέξη, υπέροχο! Ο Σαραμάνγκου έχει γίνει ένας απο τους αγαπημένους μου συγγραφείς! Μου αρέσει η γραφή του, ο τρόπος σκέψης και τα μηνύματα που περνάει απο τα βιβλία του, τουλάχιστον αυτά που έχω διαβάσει.

Θα ξεκινήσω με τα ονόματα των χαρακτήρων. Μου άρεσε πάρα πολύ οτι δίνει περιγραφές αντί ονομάτων στους χαρακτήρες του. Παράδειγμα η "γυναίκα του γιατρού" ή ο "άντρας με τη καλύπτρα" κτλ. Μου θυμίζει τα ινδιάνικα ονόματα των φυλών της βορείου Αμερικής, που το όνομα τους προσδιορίζει κάποια ιδιότητα του ατόμου ή χαρακτηριστικό του! Ενώ μπορεί σε κάποιον άλλον να φανεί κουραστικό κατα την ανάγνωση, σε εμένα όχι, απεναντίας ήταν τρομερά οικείο!

Το θέμα του βιβλίου έχει να κάνει με μία κοινωνία όπου όλοι σταδιακά τυφλώνονται και πως αυτό το γεγονός, αυτή η "πανδημία", αντιμετωπίζεται απο τις κρατικές αρχές και του ίδιους τους πολίτες. Καθώς κυλούσε το διάβασμα, έπιασα το εαυτό μου να προσπαθεί να μπει στη θέση του κρατικού μηχανισμού για να βρει καλύτερη αντιμετώπιση του προβλήματος. Πολλές στιγμές ταυτίστηκα με κάποιους χαρακτήρες για το πως θα αντιμετώπιζα εγώ παρόμοιες καταστάσεις αν ήμουν στη θέση αυτών. Τα συναισθήματα που γεννιούνται, όταν σκέφτεσαι πόσο δύσκολο είναι να μην βλέπεις και να πρέπει αν επιβιώσεις κάνοντας πράγματα που σε κανονικές συνθήκες ούτε που θα περνούσαν απο το μυαλό σου να κάνεις, είναι έντονα και αντιφατικά. Μπορεί να χάσεις το φως σου, αλλά το μυαλό και οι υπόλοιπες αισθήσεις λειτουργούν. Ο χαρακτήρας κάποιου προϋπάρχει και επηρεάζεται απο την τυφλότητα. Τι κάνεις όμως όταν αντιμετωπίζεις περιθωριακά στοιχεία μιας κοινωνίας σε τέτοιες δύσκολες στιγμές και βρίσκονται στην ίδια κατάσταση; Αλλά και αν έβλεπες, τελικά τι θα έκανες για να αντιμετωπίσεις όλους τους υπόλοιπους που δεν μπορούν να δουν και προσπαθούν να επιβιώσουν με τους αντιφατικούς χαρακτήρες που μπορεί να έχουν;.....

Εννοείται οτι ο Σαραμάγκου σε κάποια σημεία του βιβλίου δίνει αλληγορική μορφή στο θέμα της τυφλότητας. Αυτό δημιουργεί μία άλλη διάσταση στο θέμα και παραπέμπει σε κοινωνικούς προβληματισμούς που μπορούν να προκύψουν σε μία κοινωνία όταν της λείπει μία απο τις κύριες "αισθήσεις" της! Κάθε κοινωνία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και αν χάσει μία βασική της λειτουργία τότε προκύπτουν αναπροσαρμογές, "ανωμαλίες" και ιδιαίτερες καταστάσεις με κύριο σκοπό πάντα την επιβίωση της!

Το βιβλίο με έκανε να κρατώ τη σκέψη μου σε αυτό ακόμα και όταν δεν το διάβαζα! Και μόνο αυτό το κατατάσσει σε ένα απο τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει! @Θεκλη σε ευχαριστώ για την επιλογή σου!!! Θα κάνω ένα μικρό διάλειμμα για να διαβάσω κάτι εκτός παιχνιδιού και μετά θα συνεχίσω με τη δεύτερη επιλογή σου :)
 
@Ιουλιτα τελείωσα σήμερα το Άλικο Γράμμα (από το Μεταίχμιο).
Ανάμεικτες εντυπώσεις, οι περισσότερες όμως θετικές.
Από τη μια, μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ που ο Hawthorne εμβαθύνει τόσο στους χαρακτήρες και την ψυχολογία τους. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι Ντοστογιεφσκικού τύπου σκιαγράφηση των χαρακτήρων, των συναισθημάτων, της ψυχοσύνθεσής τους κλπ. Προσωπικά τον βρήκα καλύτερο, από την άποψη ότι δεν υπάρχουν αυτές οι πυρετικές περιγραφές. Αντίθετα, είναι πιο νηφάλιος, πιο αντικειμενικός και νομίζω υπάρχει καλύτερη "τεκμηρίωση" (αν μπορώ να πω κάτι τέτοιο), σε σχέση πάντα με τον Ντοστό.
Βρήκα επίσης πολύ ενδιαφέρουσα την αφήγησή του. Παρότι στην αρχή με ξένισε λίγο (πολλές αναφορές προς τον αναγνώστη, "πατρικός" τόνος, πολλές συγκριτικές αναφορές στο παρόν του σε σχέση με το παρελθόν όπου διαδραματίζεται η ιστορία κλπ), εν τέλει αποδείχτηκε ιδανικό εργαλείο για την αφήγηση της ιστορίας.
Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που χειρίστηκε το πουριτανικό περιβάλλον σε σχέση με τους χαρακτήρες του. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα λίγο περισσότερο ιστορικό context, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η λειτουργία των χαρακτήρων σ'αυτό το πλαίσιο είχε ελλείψεις. Επιπλέον επ΄αυτού, μου έκαναν εντύπωση οι λίγες αναφορές του στην ηθική γενικά. Έχω την αίσθηση ότι εστίασε στο αποτέλεσμα της παραβίασης της ηθικής, παρά στους κανόνες και αυτό, για τα δικά μου αναγνωστικά μέτρα τουλάχιστον, λειτούργησε πολύ καλά.

Από την άλλη, αυτό που μου έλειψε πάρα πολύ είναι το ευρύτερο πλαίσιο, δηλαδή το "πριν" της υπόθεσης που οδήγησε την πρωταγωνίστρια στην κατάσταση που τη βρίσκουμε. Δεν μαθαίνουμε πώς έγινε όλο αυτό, ποιά ήταν η σχέση της με τον "συνεργό" της κλπ σχετικά.
Σύμφωνοι, εστιάζει στην διαπόμπευσή της, στη διαχείρηση της διαπόμπευσης και των συνεπειών της (που περιλαμβάνουν και την κόρη της) από την ίδια, στη στάση της απέναντι σ'αυτή την ηθικά αγκυλωμένη κοινωνία. Το ίδιο και για τον "συνεργό", που αν δεν κάνω λάθος αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο της αλληγορίας του Hawthorne. Αλλά μου έλειψε το υπόβαθρο, το πριν, το πώς χτίστηκε η σχέση ανάμεσα στους δυο βασικούς πρωταγωνιστές, πως έφτασαν ως εκεί και γιατί ο ιερωμένος δεν βγήκε μπροστά να αναλάβει τις ευθύνες του (άρα θα δινόταν κι εδώ το ιστορικό/κοινωνικό πλαίσιο των πουριτανικών κοινωνιών).
Επιπλέον, δεν μου έκατσε καλά το πόσο γρήγορα πέρασαν αυτά τα επτά χρόνια, εντός των οποίων διαδραματίζεται η ιστορία. Υπάρχει συνοχή γενικά και σε κανένα σημείο, κυριολεκτικά σε κανένα δεν βαρέθηκα. Αλλά ένιωσα ότι πήγαμε πολύ γρήγορα από την πρώτη φάση της ιστορίας (την διαπόμπευση) στις τελικές φάσεις (τη συμφιλίωση των χαρακτήρων, τη συγχώρεση και την κορύφωση). Δεν ξέρω αν κάτι περισσότερο αναφορικά με περιγραφές, γεγονότα ή ό,τι άλλο είχε να προσφέρει κάτι. Υποθέτω ότι θα ήταν περιττό και ότι αυτή η χρονολογική ελαστικότητα του βιβλίου έχει μια οικονομία. Απλά, κοιτάζοντάς το από μια απόσταση μοιάζει σαν να του λείπει κάτι, σαν να τελειώνει γρήγορα, αφήνοντάς μας κάποια κενά -όχι νοηματικά, τα οποία θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν την ιστορία, αλλά αφηγηματικά. Και αυτό πιστεύω υπονομεύει κάπως τη δύναμη της αλληγορίας που θέλει να περάσει ο Hawthorne: κάποια περισσότερα γεγονότα θα τόνιζαν πολύ πιο έντονα το δίπολο που μας παρουσιάζεται στην ιστορία (το οποίο εκφράζεται μέσω των δυο βασικών πρωταγωνιστών). Ή, αν δεν υπήρχαν αυτά τα έξτρα γεγονότα, τουλάχιστον ας τόνιζε περισσότερο και πιο έντονα τα υπάρχοντα -διότι, για τον ιερωμένο θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ καλύτερη, πληρέστερη και ψυχολογικά βαθύτερη σκιαγράφηση.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι σε κάθε περίπτωση θετικό. Το βιβλίο είναι πολύ ωραίο, είναι ευχάριστο, δεν με κούρασε και δεν με "μπούκωσε" (που συνήθως ιστορίες εποχής μου πέφτουν βαριές με όλη τους την επιτήδευση ή τις ακατανόητες κοινωνικοηθικές τους αποχρώσεις. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ @Ιουλιτα που μου έδωσες την ευκαιρία να διαβάσω ένα βιβλίο και να γνωρίσω έναν συγγραφέα που είχα μεν την πρόθεση να το κάνω, αλλά πολύ αργότερα. :)

Για τα επόμενα δυο φοβάμαι από Σεπτέμβριο. Ο Αύγουστος (ίσως και ο μισός Σεπτέμβρης) θα είναι πιεσμένος. Αλλά ανυπομονώ μετά το πρώτο δείγμα :)
 
@Ιουλιτα τελείωσα σήμερα το Άλικο Γράμμα (από το Μεταίχμιο).
Ανάμεικτες εντυπώσεις, οι περισσότερες όμως θετικές.
Από τη μια, μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ που ο Hawthorne εμβαθύνει τόσο στους χαρακτήρες και την ψυχολογία τους. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι Ντοστογιεφσκικού τύπου σκιαγράφηση των χαρακτήρων, των συναισθημάτων, της ψυχοσύνθεσής τους κλπ. Προσωπικά τον βρήκα καλύτερο, από την άποψη ότι δεν υπάρχουν αυτές οι πυρετικές περιγραφές. Αντίθετα, είναι πιο νηφάλιος, πιο αντικειμενικός και νομίζω υπάρχει καλύτερη "τεκμηρίωση" (αν μπορώ να πω κάτι τέτοιο), σε σχέση πάντα με τον Ντοστό.
Βρήκα επίσης πολύ ενδιαφέρουσα την αφήγησή του. Παρότι στην αρχή με ξένισε λίγο (πολλές αναφορές προς τον αναγνώστη, "πατρικός" τόνος, πολλές συγκριτικές αναφορές στο παρόν του σε σχέση με το παρελθόν όπου διαδραματίζεται η ιστορία κλπ), εν τέλει αποδείχτηκε ιδανικό εργαλείο για την αφήγηση της ιστορίας.
Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που χειρίστηκε το πουριτανικό περιβάλλον σε σχέση με τους χαρακτήρες του. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα λίγο περισσότερο ιστορικό context, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η λειτουργία των χαρακτήρων σ'αυτό το πλαίσιο είχε ελλείψεις. Επιπλέον επ΄αυτού, μου έκαναν εντύπωση οι λίγες αναφορές του στην ηθική γενικά. Έχω την αίσθηση ότι εστίασε στο αποτέλεσμα της παραβίασης της ηθικής, παρά στους κανόνες και αυτό, για τα δικά μου αναγνωστικά μέτρα τουλάχιστον, λειτούργησε πολύ καλά.

Από την άλλη, αυτό που μου έλειψε πάρα πολύ είναι το ευρύτερο πλαίσιο, δηλαδή το "πριν" της υπόθεσης που οδήγησε την πρωταγωνίστρια στην κατάσταση που τη βρίσκουμε. Δεν μαθαίνουμε πώς έγινε όλο αυτό, ποιά ήταν η σχέση της με τον "συνεργό" της κλπ σχετικά.
Σύμφωνοι, εστιάζει στην διαπόμπευσή της, στη διαχείρηση της διαπόμπευσης και των συνεπειών της (που περιλαμβάνουν και την κόρη της) από την ίδια, στη στάση της απέναντι σ'αυτή την ηθικά αγκυλωμένη κοινωνία. Το ίδιο και για τον "συνεργό", που αν δεν κάνω λάθος αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο της αλληγορίας του Hawthorne. Αλλά μου έλειψε το υπόβαθρο, το πριν, το πώς χτίστηκε η σχέση ανάμεσα στους δυο βασικούς πρωταγωνιστές, πως έφτασαν ως εκεί και γιατί ο ιερωμένος δεν βγήκε μπροστά να αναλάβει τις ευθύνες του (άρα θα δινόταν κι εδώ το ιστορικό/κοινωνικό πλαίσιο των πουριτανικών κοινωνιών).
Επιπλέον, δεν μου έκατσε καλά το πόσο γρήγορα πέρασαν αυτά τα επτά χρόνια, εντός των οποίων διαδραματίζεται η ιστορία. Υπάρχει συνοχή γενικά και σε κανένα σημείο, κυριολεκτικά σε κανένα δεν βαρέθηκα. Αλλά ένιωσα ότι πήγαμε πολύ γρήγορα από την πρώτη φάση της ιστορίας (την διαπόμπευση) στις τελικές φάσεις (τη συμφιλίωση των χαρακτήρων, τη συγχώρεση και την κορύφωση). Δεν ξέρω αν κάτι περισσότερο αναφορικά με περιγραφές, γεγονότα ή ό,τι άλλο είχε να προσφέρει κάτι. Υποθέτω ότι θα ήταν περιττό και ότι αυτή η χρονολογική ελαστικότητα του βιβλίου έχει μια οικονομία. Απλά, κοιτάζοντάς το από μια απόσταση μοιάζει σαν να του λείπει κάτι, σαν να τελειώνει γρήγορα, αφήνοντάς μας κάποια κενά -όχι νοηματικά, τα οποία θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν την ιστορία, αλλά αφηγηματικά. Και αυτό πιστεύω υπονομεύει κάπως τη δύναμη της αλληγορίας που θέλει να περάσει ο Hawthorne: κάποια περισσότερα γεγονότα θα τόνιζαν πολύ πιο έντονα το δίπολο που μας παρουσιάζεται στην ιστορία (το οποίο εκφράζεται μέσω των δυο βασικών πρωταγωνιστών). Ή, αν δεν υπήρχαν αυτά τα έξτρα γεγονότα, τουλάχιστον ας τόνιζε περισσότερο και πιο έντονα τα υπάρχοντα -διότι, για τον ιερωμένο θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ καλύτερη, πληρέστερη και ψυχολογικά βαθύτερη σκιαγράφηση.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι σε κάθε περίπτωση θετικό. Το βιβλίο είναι πολύ ωραίο, είναι ευχάριστο, δεν με κούρασε και δεν με "μπούκωσε" (που συνήθως ιστορίες εποχής μου πέφτουν βαριές με όλη τους την επιτήδευση ή τις ακατανόητες κοινωνικοηθικές τους αποχρώσεις. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ @Ιουλιτα που μου έδωσες την ευκαιρία να διαβάσω ένα βιβλίο και να γνωρίσω έναν συγγραφέα που είχα μεν την πρόθεση να το κάνω, αλλά πολύ αργότερα. :)

Για τα επόμενα δυο φοβάμαι από Σεπτέμβριο. Ο Αύγουστος (ίσως και ο μισός Σεπτέμβρης) θα είναι πιεσμένος. Αλλά ανυπομονώ μετά το πρώτο δείγμα :)
@ΜιΛάμπρος χαίρομαι πολύ που λόγω της επιλογής μου ήρθες νωρίτερα σε επαφή με τον Hawthorne😊. Να σου πω καταρχάς ότι όταν διάβασα αυτό το βιβλίο μαγεύτηκα από τη γραφή του. Ένιωσα να με διαπερνά ένα (χαρακτήρισε με υπερβολική😜) σχεδόν μεταφυσικό συναίσθημα. Όσον αφορά τη σύγκριση με τον Ντοστογιέφσκι που κάνεις, έχοντας διαβάσει μόνο τον Ηλίθιο (ελπίζω να είναι επαρκές δείγμα), είναι κάτι που δεν είχα σκεφτεί. Όσο το σκέφτομαι όμως τείνω να συμφωνήσω μαζί σου☺. Εμένα πάλι ίσως με επηρέασε η ατμόσφαιρα του βιβλίου και γι'αυτό είδα σε αυτό κάποια ομοιότητα με τα έργα των αδερφών Μπροντέ.🙃 Από την άλλη, σχετικά με τις αφηγηματικές ελλείψεις, συμφωνώ απόλυτα μαζί σου! Το έχω σκεφτεί κι εγώ ότι θα ήταν ακόμη πιο ολοκληρωμένο εαν δεν υπήρχαν! Ωστόσο δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα να υπονομεύεται έτσι η αλληγορία του βιβλίου. Ίσως επειδή μου αρέσει να μου δίνει ο συγγραφέας χώρο να φανταστώ κι εγώ ως αναγνώστρια ορισμένα γεγονότα που μπορεί να συνέβησαν. Ίσως φταίει η γυναικεία μου φύση, τι να πω;🙂 Επίσης οφείλω να επισημάνω ότι εντυπωσιάστηκα από την τόσο λεπτομερή, αναλυτική και ουσιαστική κριτική σου!Πραγματικά ανυπομονώ να διαβάσω τα σχόλια σου και για τα άλλα δύο αγαπημένα μου βιβλία! Με την ησυχία σου φυσικά! Εγώ έχω ήδη ξεκινήσει το "Άνθρωποι και ποντίκια" του Στάινμπεκ. Οπότε μπορείς να αναμένεις και τα δικά μου σχόλια σύντομα! 😊
 
Λοιπόν @ΜιΛάμπρος ήρθε και η δική μου σειρά να σου πω τη γνώμη μου για το βιβλίο που επέλεξες, το ‘’Άνθρωποι και ποντίκια’’ του Στάινμπεκ.:)
Σε γενικές γραμμές μου άρεσε. Ήταν μια ιστορία που δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να με αφήσει ασυγκίνητη. Γενικά δεν προτιμώ τα μικρής έκτασης βιβλία επειδή μου στερούν τον χρόνο να ‘’δεθώ’’ με τους ήρωες και να τους απολαύσω μπαίνοντας στην ψυχή τους για πολύ. Ωστόσο με κέρδισε για αρκετούς λόγους:
Κατ’ αρχάς, μου άρεσε η ρεαλιστική απεικόνιση της εποχής καθώς και η δυνατότητα που δίνει ο συγγραφέας στους ήρωες του να ορίσουν σε έναν βαθμό τη μοίρα τους. Αν και περίμενα να είναι περισσότερο ζοφερά τα πράγματα στη ζωή τους, διαπίστωσα με ανακούφιση ότι -αν και η μοίρα τους είναι τραγική- οι ήρωες είχαν τη δυνατότητα σε κάποιο (έστω μικρό) βαθμό να πάρουν αποφάσεις για τη ζωή τους (για τη διαχείριση των λιγοστών χρημάτων τους, για τη δυνατότητα να πετύχουν μέσα από σκληρή δουλειά και κάνοντας οικονομίες ένα καλύτερο μέλλον, για τους ανθρώπους που θα είχαν κοντά τους). Προσωπικά δεν ένιωσα ότι εξωγενείς παράγοντες καθόριζαν 100% τη ζωή τους. Δεν θα το άντεχα αυτό!
Επίσης, μου άρεσε πολύ ο τρόπος που σε ένα μικρό βιβλίο, μέσα από λίγα λόγια, με απλούς αλλά ουσιαστικούς διαλόγους ο Στάινμπεκ μίλησε για την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων τόσο των βασικών όσο και των δευτερευόντων. Προσωπικά αγάπησα τον νέγρο, τον Μπρουκς, και βρήκα συγκινητικό τον τρόπο με τον οποίο με λίγα αλλά ουσιαστικά λόγια μίλησε για τη μοναξιά του.
Ακόμα, αν και αγαπώ τη (με σωστές δόσεις) λυρική γραφή, εδώ δεν βρήκα κάτι τέτοιο. Αντίθετα, υπήρχε ρεαλισμός με μία γλώσσα απλή και ενίοτε ωμή. Αυτό αρχικά με ξένισε λίγο, όμως στην πορεία της ανάγνωση άρχισα να εκτιμώ σταδιακά την καθαρότητα της γραφής του, η οποία ήταν απαλλαγμένη από λεπτομέρειες που άλλοτε σε ‘’μεθούν’’ και άλλοτε σε κουράζουν. Και αυτό το εκτίμησα πολύ. Δεν μου έσκισε την καρδιά αλλά το εκτίμησα.:)
Τέλος, σαν πλοκή δεν με ενθουσίασε αρκετά. Εντούτοις καθώς προχωρούσε η ιστορία και άρχισα να μπαίνω στο κλίμα και να γνωρίζω τους ήρωες, σταδιακά μου άρεσε όλο και περισσότερο. Η μεγάλη έκπληξη ήρθε όμως στο τέλος, το οποίο με άφησε κυριολεκτικά άφωνη.. και νομίζω ότι εκεί με κέρδισε περισσότερο!! Με συγκίνησε πολύ η δύναμη ψυχής και η αξιοπρέπεια με την οποία προσπάθησε να διαχειριστεί την τραγική του μοίρα ο βασικός ήρωας, ο Τζωρτζ..
Συμπερασματικά λοιπόν θα σου πω ότι έγινε μια πολύ καλή αρχή και έχω ήδη την επιθυμία να διαβάσω και κάτι ακόμη δικό του, με μεγαλύτερη έκταση αυτή τη φορά. Το ‘’Τα σταφύλια της οργής’’ με περιμένει στο ράφι και μάλλον θα είναι το επόμενο! Και φυσικά σε ευχαριστώ που με την επιλογή σου αποτέλεσες κίνητρο για να το κάνω!
:ευχαριστώ:
Όσον αφορά το επόμενο βιβλίο, δεν ξέρω πότε θα το πιάσω στα χέρια μου αλλά θα είναι σίγουρα το ''Υπουργείο του φόβου''. Θα σε ενημερώσω μόλις το ξεκινήσω!
 
@Ιουλιτα πολύ χαίρομαι που σου άρεσε!! Ο Σταϊνμπεκ είναι ο αγαπημένος μου. Ντρέπομαι λίγο βέβαια γιατί πάνε κάμποσα χρόνια από τότε που διάβασα το συγκεκριμένο και θα πρέπει να το ξαναδιαβάσω για να το θυμηθώ.
Το ‘’Τα σταφύλια της οργής’’ με περιμένει στο ράφι και μάλλον θα είναι το επόμενο! Και φυσικά σε ευχαριστώ που με την επιλογή σου αποτέλεσες κίνητρο για να το κάνω!
Χμμμ...να πω την αλήθεια δεν θα το πρότεινα για επόμενο. Ο Σταϊνμπεκ ασχολείται με μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων μια συγκεκριμένη εποχή. Οι άνθρωποι είναι φτωχοί, βιοπαλαιστές, αγωνίζονται όσο μπορούν απέναντι στη φτώχεια με μύριες όσες αντιξοότητες που προκαλούν το περιβάλλον, οι συνάνθρωποι κλπ. Άλλοτε το κάνει ανάλαφρα, με έναν τρόπο θα έλεγα ναϊφ, επενδύοντας τη σκληρή καθημερινότητα με ιλαρά στοιχεία ή με ελπίδα και ανθρωπιά. Κάτι τέτοιο θα το δείς στο "Άνθρωποι και ποντίκια", στον "Δρόμο με τις φάμπρικες", στην "Πεδιάδα της Τορτίγια" (το υπεραγαπημένο μου), "Ουράνιες βοσκές" ή και στον "Χειμώνα της διχόνοιας". Άλλοτε το κάνει κρατώντας μια πιο κριτική, σχεδόν "πολιτική" στάση: "Σταφύλια της οργής", "Ανατολικά της Εδέμ", "Σ'εναν άγνωστο θεό". Υπ'αυτή την έννοια, θεωρώ τα "Σταφύλια" βαρύ, δύσκολο και κατά περιπτώσεις σκληρό βιβλίο. Δεν σε αποτρέπω σε καμία περίπτωση. Απλά θεωρώ ότι θα συμπαθήσεις περισσότερο τον Σταϊνμπεκ και θα εξοικειωθείς με το ύφος και την εποχή του λίγο περισσότερο αν συνεχίσεις με κάτι πιο ανάλαφρο. Ο δρόμος με τις φάμπρικες και η πεδιάδα της τορτίγια είναι ιδανικά ως προς αυτό: μικρά, ευχάριστα, σχεδόν διασκεδαστικά.

Ωστόσο δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα να υπονομεύεται έτσι η αλληγορία του βιβλίου. Ίσως επειδή μου αρέσει να μου δίνει ο συγγραφέας χώρο να φανταστώ κι εγώ ως αναγνώστρια ορισμένα γεγονότα που μπορεί να συνέβησαν.
Μπορεί να μην το διατύπωσα σωστά σχετικά με την αλληγορία, ίσως στην προσπάθεια να μην δώσω spoiler σε όσες/ους θελήσουν να διαβάσουν το βιβλίο. Αυτό που εννοούσα ήταν το εξής: είναι ξεκάθαρο πως ο Hawthorne θέλησε να "παίξει" με τους δυο χαρακτήρες, την Έστερ και τον ιερέα. Αμφότεροι υπέπεσαν στο ίδιο αμάρτημα, η Έστερ τελικά κέρδισε την εκτίμηση του κόσμου με τη στωική και αξιοπρεπή στάση της, ο ιερέας κέρδισε την εκτίμηση του κόσμου με την υποκρισία του και το φόβο μπροστά στις συνέπειες που θα είχε η αποκάλυψη. Αν δεν κάνω λάθος, εκείνο που ήθελε να μας πει ο Hawthorne είναι ότι ακόμα και οι πιο ηθικοί, κατά τα φαινόμενα, άνθρωποι ίσως τελικά είναι διεφθαρμένοι (και γι΄αυτό υποφέρουν), ενώ οι αποδιοπομπαίοι τράγοι μπορεί στο τέλος να δικαιωθούν (ή ορθοδόξως ειπείν, οι έσχατοι έσονται πρώτοι). Απλά έχω την εντύπωση ότι δεν φάνηκε πολύ αυτό, ιδιαίτερα με τον ιερέα, στον οποίο νομίζω έδωσε και το "ελαφρυντικό" της παρουσίας του γιατρού (ως μόνιμη "σατανική" φθοροποιό επιρροή). Εστίασε πολύ στην Έστερ (και καλά έκανε!), και όχι τόσο στην πάλη του ιερέα με τις τύψεις του και το μυστικό που τον κατάτρεχε.
Φυσικά όλα αυτά δεν μειώνουν καθόλου την αξία του βιβλίου, ούτε καθιστούν δυσνόητο αυτό που θέλησε να μας πει. Απλά, προσωπικά και μόνο θα ήθελα να το είχε τονίσει λίγο περισσότερο. Η σύγκριση με τον Ντοστογιέφσκι δεν ήταν τυχαία, επειδή ο Ντοστό, ειδικά σε ό,τι αφορά ηθικές κρίσεις και ενοχές, τύψεις κλπ, τα κάνει κάτι τέτοια με περισσή μαεστρία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ό,τι αναφέρουμε εδώ δεν είναι ελλείψεις, ούτε αδύναμα σημεία -το βιβλίο είναι εξαιρετικό!

εντυπωσιάστηκα από την τόσο λεπτομερή, αναλυτική και ουσιαστική κριτική σου!
Κολάκισσα :χαχα:
 
Χμμμ...να πω την αλήθεια δεν θα το πρότεινα για επόμενο. Ο Σταϊνμπεκ ασχολείται με μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων μια συγκεκριμένη εποχή. Οι άνθρωποι είναι φτωχοί, βιοπαλαιστές, αγωνίζονται όσο μπορούν απέναντι στη φτώχεια με μύριες όσες αντιξοότητες που προκαλούν το περιβάλλον, οι συνάνθρωποι κλπ. Άλλοτε το κάνει ανάλαφρα, με έναν τρόπο θα έλεγα ναϊφ, επενδύοντας τη σκληρή καθημερινότητα με ιλαρά στοιχεία ή με ελπίδα και ανθρωπιά. Κάτι τέτοιο θα το δείς στο "Άνθρωποι και ποντίκια", στον "Δρόμο με τις φάμπρικες", στην "Πεδιάδα της Τορτίγια" (το υπεραγαπημένο μου), "Ουράνιες βοσκές" ή και στον "Χειμώνα της διχόνοιας". Άλλοτε το κάνει κρατώντας μια πιο κριτική, σχεδόν "πολιτική" στάση: "Σταφύλια της οργής", "Ανατολικά της Εδέμ", "Σ'εναν άγνωστο θεό". Υπ'αυτή την έννοια, θεωρώ τα "Σταφύλια" βαρύ, δύσκολο και κατά περιπτώσεις σκληρό βιβλίο. Δεν σε αποτρέπω σε καμία περίπτωση. Απλά θεωρώ ότι θα συμπαθήσεις περισσότερο τον Σταϊνμπεκ και θα εξοικειωθείς με το ύφος και την εποχή του λίγο περισσότερο αν συνεχίσεις με κάτι πιο ανάλαφρο. Ο δρόμος με τις φάμπρικες και η πεδιάδα της τορτίγια είναι ιδανικά ως προς αυτό: μικρά, ευχάριστα, σχεδόν διασκεδαστικά.
@ΜιΛάμπρος σε ευχαριστώ πολύ που με κατατόπισες.. Θα συνεχίσω μάλλον με το "Δρόμος με τις φάμπρικες", που το έχει και η βιβλιοθήκη της πόλης μου όταν έρθει η ώρα να ξαναπιασω κάτι του Στάινμπεκ λοιπόν!☺
 
Επίσης @ΜιΛάμπρος, αναφορικά με τις διευκρινίσεις σου για την αλληγορία στο Άλικο γράμμα, τώρα μπορώ να καταλάβω καλύτερα τι ήθελες να πεις! Ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί όταν το διάβασα (φταίει ο Hawthorne που με μάγεψε με τη γραφή του😜). Χαίρομαι για τη νέα οπτική που μου προσφέρεις😊 Προσωπικά συμπόνεσα τον ιερέα, έστω κι αν ήταν μικρότερη η εμβάθυνση στον ψυχικό του κόσμο. Αν εμβάθυνε περισσότερο θα μου ράγιζε την καρδιά! 🥺
 
@Θεκλη τελείωσα και το δεύτερο βιβλίο που διάλεξες "Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα" του Γιούκιο Μίσιμα (πολύ Ιαπωνία έχει πέσει τώρα τελευταία...)

Το βιβλίο ξεκινάει με ένα εισαγωγικό κείμενο του μεταφραστή Ντόναλντ Κιν, ο οποίος κάνει μία ενδιαφέρουσα αναφορά στη ζωή του συγγραφέα, που με έβαλε στο τρυπάκι να ψάξω στο διαδίκτυο τη βιογραφία του. Θα τολμήσω να πω οτι ο χαρακτήρας του Μίσιμα ήταν αμφίσημος και διφορούμενος. Απο τη μια η προσήλωση του στη διατήρηση της ιαπωνικής παράδοσης και ο έντονος εθνικιστικός του χαρακτήρας, σε σημείο να φτάνει κάποιος πολύ εύκολα να πει οτι ήταν φασίστας. Προσωπικά ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν διάβασα κάποια πράγματα! Και απο τη άλλη το λογοτεχνικό του έργο και η προσωπική του ζωή. Δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει ποτέ συντηρητικό ομοφυλόφιλο!... Πως μπορούν να συμβαδίζουν όλα αυτά σε έναν άνθρωπο;... Πρέπει να είχε πολύ μπερδεμένο ψυχισμό! Άλλωστε το τέλος του ήταν όντως "βροντερό"....

Η πλοκή του βιβλίου είναι μέτρια και ο Μίσιμα σε αφήνει να καταλάβεις απο νωρίς τι θα γίνει τελικά. Απο αυτή τη σκοπιά το βιβλίο δεν σου δημιουργεί κάποιο ενδιαφέρον. Άλλωστε διαβάζοντας κάποιος το τέλος καταλαβαίνει οτι ο συγγραφέας του λέει "ξέρεις τι θα γίνει και δεν χρειάζεται να το γράψω. Άλλο είναι το νόημα!". Αλλά ας τα πάρω απο την αρχή. Οι βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι τρεις. Η Φουζάκο, που είναι χήρα και έχει έναν γιο τον Νομπόρου (ανήλικος 13 ετών) και ο ναυτικός Ρουάγι που γίνεται ο ερωτικός σύντροφος της Φουζάκο.
Ο μικρός Νομπόρου έχει μία τεράστια λατρεία για τη θάλασσα και αυτο το ενδιαφέρον του γίνεται η αφορμή για να γνωριστούν οι δύο ενήλικες και να ερωτευτούν. Ο Ρουάγι αποφασίζει να απαρνηθεί τη θάλασσα για χάρη της Φουζάκο και να ζήσει μαζί της στη στεριά. Αυτό όμως, γκρεμίζει στα μάτια του Νομπόρου ένα ίνδαλμα. Το παιδί καταφεύγει στη παρέα του που αποτελείται απο συνομήλικα παιδιά, με ένα εκ των οποίων να είναι αρχηγός (όχι ο Νομπόρου). Το παιδί που είναι αρχηγός της παρέας έχει επιβλητικό χαρακτήρα και επηρεάζει τρομερά τα υπόλοιπα!

Δύο είναι τα σημεία που έχουν ενδιαφέρον για μένα στο βιβλίο σε σχέση πάντα με τον χαρακτήρα του Μίσιμα. Το πρώτο αφορά τον έρωτα των δύο ενηλίκων και τη περιγραφή της ερωτικής τους συμπεριφοράς, ιδιαίτερα του άντρα. Ο συγγραφέα περιγράφει έναν ευαίσθητο άντρα που δεν διστάζει να κλάψει για τη γυναίκα που αγαπάει και να της το δείξει κιόλας! Και κάθεσαι τώρα και αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν ο Μίσιμα στην εποχή του, με τόσο συντηρητικές απόψεις, να παρουσιάζει έναν άντρα με απελευθερωμένη συμπεριφορά. Είναι δυνατόν για έναν σαμουράι να δείχνει τόση ευαισθησία;....
Το δεύτερο σημείο που έχει επίσης ενδιαφέρον είναι η συμμορία, γιατί περί αυτού πρόκειται, των ανηλίκων. Ο αρχηγός τους είναι ένα παιδί που θρέφει τρομερό μίσος για το πατέρα του και οποιονδήποτε αποτελεί πατρική φιγούρα. Είναι ένα παιδί αρκετά έξυπνο και σαν επιβλητική μορφή στη παρέα επηρεάζει και παρασέρνει τα υπόλοιπα παιδιά σε πράξεις μίσους κατά της οποιαδήποτε πατρικής φιγούρας έχουν. Για τον Νομπόρου είναι ο Ρουάγι που πρόκειται να παντρευτεί τη μητέρα του. Ο Μίσιμα δημιουργεί έναν δευτερεύον χαρακτήρα στο βιβλίο για να εκφράσει πιστεύω τη δική του εσωτερική καταπίεση που είχε υποστεί απο τη δική του "πατρική" φιγούρα που ήταν η αυστηρή γιαγιά του...

Αν κάποιος διαβάσει το βιβλίο χωρίς να ξέρει τίποτα για τον συγγραφέα θα διαβάσει μια απλή, αλλά καλογραμμένη ιστοριούλα με κακό τέλος. Αν όμως γνωρίζεις τη ζωή και το χαρακτήρα του Μίσιμα, τότε βγαίνουν άλλα συμπεράσματα! Όπως και να έχει το βιβλίο έχει το ενδιαφέρον του και θίγει κάποια σοβαρά κοινωνικά θέματα. @Θεκλη ευχαριστώ και γι αυτή τη πρόταση σου, γνώρισα έναν ακόμα Ιάπωνα συγγραφέα και μάλιστα θα επιδιώξω στο μέλλον να διαβάσω και άλλα έργα του. Αν μη τι άλλο ο Μίσιμα απο μόνος του έχει τρομερό ενδιαφέρον και ο τρόπος γραφής του είναι πολύ καλός!
 
Last edited:
Έχω τελειώσει (εδώ και καιρό) το πρώτο βιβλίο από τις προτάσεις του Νικόλα Δε Κιντ, το βιβλίο με τα διηγήματα του Λούντβιχ Τικ "Ο ξανθός Έκμπερτ-το Ρούνεμπεργκ" το οποίο περιέχει αυτά τα δύο διηγήματα. Ήρθε λοιπόν ο καιρός να κάνω κι εγώ τα σχόλιά μου. Συγνώμη που δεν ανέβασα νωρίτερα, αλλά ο Αύγουστος ήταν πάρα πολύ δύσκολος μήνας και δεν πρόλαβα.
Γενικά, εντυπωσιάστηκα πολύ ευχάριστα και από τα δύο διηγήματα. Δεν είμαι σίγουρη αν έχω διαβάσει κάτι άλλο από το ρεύμα το γερμανικού ρομαντισμού, εκτός από τον Φάουστ του Γκαίτε, αλλά το παραμυθένιο και το γοτθικό στοιχείο που επικρατούσαν μου είναι αρκετά οικεία, καθώς αγαπώ αυτά τα δυο είδη. Μάλιστα, έχω από μικρή μια τρίτομη έκδοση των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ, από τις εκδόσεις Άγρα, οπότε έχω μεγάλη επαφή με τα μοτίβα τους.
Τα διηγήματα τα διάβασα από δύο φορές το καθένα, για να τα αναλύσω και να τα καταλάβω καλά, καθώς ήταν ιδιαίτερα συμπυκνωμένα, αλλά και για να απολαύσω τις ενδεείς περιγραφές της φύσης.
Σχόλια για το «ο ξανθός Έκμπερτ»

Ωραίο διήγημα, μαγικό, πεσιμιστικό και συμβολιστικό. Τα κύρια θέματά του είναι η μαγεία της φαντασίας, η καταστροφική δύναμη του φθόνου και η απουσία εμπιστοσύνης προς τους ανθρώπους.

Η ιστορία της γυναίκας μου άρεσε πάρα πολύ, διότι μου θύμισε παραμύθι Γκριμ, στο ακόμη πιο σκοτεινό, καθώς παρουσιάζει ακριβώς την ίδια δομή και γενικά χρησιμοποιεί πολλά παραμυθικά μοτίβα. Η δομή: παιδί αρχόντων υιοθετημένο από φτωχούς ανθρώπους αναγκάζεται να φύγει και να περιπλανηθεί στη φύση, όπου βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι μιας μάγισσας ή νεράιδας, όπου εκεί σπάει κάποιο ταμπού κι ακολουθούν άλλες περιπέτειες είναι κοινή στα παραμύθια Γκριμ και στο διήγημα. Μόνο δύο διαφορές υπάρχουν. Η μια είναι ότι το διήγημα έχει απαισιόδοξο τέλος σε αντίθεση με το γενικά αίσιο τέλος των παραμυθιών. Η δεύτερη είναι ότι στο διήγημα το κορίτσι δεν σπάει απλώς ένα ταμπού αλλά κάνει πραγματικά κακές πράξεις, δείχνοντας αγνωμοσύνη προς την ευεργέτιδά της. Επίσης, για κάποιον άγνωστο λόγο, η ατμόσφαιρα μου θύμισε Σούμπερτ. Φαντάζομαι ότι φταίει ο στίχος της ελληνικής μετάφρασης της φλαμουριάς: «Κοντά μου πάντα μείνε/ θα βρεις γαλήνη εδώ».

Παρόλη την τραγικότητα των περιστατικών όμως δεν μπόρεσα να νιώσω κάτι ιδιαίτερο για τους ήρωες. Υποθέτω αυτό συνέβη επειδή λειτουργούν σαν πρόσωπα παραμυθιού και όχι σαν λογοτεχνικοί ήρωες.

Η τελική αποκάλυψη σαν ξεκούδουνη μου φάνηκε.
Στο τέλος λέει ο Έκμπερτ στη γριά ότι τον κυνηγούσε πάντα αυτή η σκέψη (της αιμομιξίας), αλλά προηγουμένως, όταν ο συγγραφέας μας διηγείται τη ζωή με τη γυναίκα του αλλά και τις κατοπινές του περιπέτειες, δεν υπάρχει ο παραμικρός υπαινιγμός.
Απόλαυσα όμως ιδιαίτερα τη γραφή και ιδιαίτερα τις ατμοσφαιρικές και γοητευτικότατες περιγραφές της φύσης.

Σχόλια για το «Ρούνεμπεργκ»

Κι αυτό είναι ένα ατμοσφαιρικό και μαγικό διήγημα. Το συγκεκριμένο είναι περισσότερο διήγημα και λιγότερο παραμύθι από το προηγούμενο, αν και εδώ επίσης υπάρχουν μοτίβα παραμυθιών. Συγκεκριμένα, το μοτίβο του νέου που κίνησε να βρει την τύχη του, το μαγεμένο/μαγικό βουνό και η νεράιδα που προσωποποιεί και προστατεύει το βουνό (η οποία μου θύμισε επίσης και τη λεγόμενη Φράου Χόλλε ή Μπέρθα της γερμανικής παράδοσης) , όλα αυτά είναι μοτίβα γνωστά από τα παραμύθια Γκριμ. Ακόμη,
το σακί με τσακμακόπετρες που κουβαλάει ο ήρωας στο τέλος νομίζοντας ότι είναι πολύτιμα μέταλλα
μου θύμισε το μοτίβο του χρυσού των νάνων/ξωτικών σε πολλά παραμύθια, όπου τα υπερφυσικά όντα δίνουν στον καλό ήρωα ευτελή υλικά τα οποία μεταμορφώνονται σε χρυσάφι, ενώ στον κακό χρυσάφι που μεταμορφώνεται σε κάτι ευτελές ή επικίνδυνο. Για αυτό αρχικά μου ξέφυγε ο συμβολισμός. Νόμισα ότι ο ήρωας βρήκε πραγματικά θησαυρό, απλώς αυτός είχε υποστεί κάποια μεταμόρφωση, όπως και στο παραμυθικό μοτίβο.

Το διήγημα γενικά ταλαντεύεται ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό.
Κυριαρχεί η νοσταλγία και η αίσθηση του ανοίκειου μέσα στη φύση. Αργότερα νομίζω ότι ερευνάται, ανάμεσα στα άλλα, και η σχέση ατόμου-κοινότητας.

Κάπως δεν μου κάθισε καλά ή τέλος πάντων με μπέρδεψε η ταύτιση των βουνών και της περιπέτειας με τη φιλοχρηματία, ενώ στην αρχή τα βουνά περιγράφονται ως κάτι που προξενεί δέος, αλλά ταυτόχρονα και ποιητικές σκέψεις. Επίσης με προβλημάτισε ότι στο επίμετρο λέει ότι η τελική εμφάνιση του κατεστραμμένου από τη φιλοχρηματία Κρίστιαν αποτελεί παρωδία του καταραμένου ποιητή. Πώς γίνεται όμως ένας καταραμένος ποιητής να επιθυμεί υλικά αγαθά;

Δεν νομίζω ότι το θέμα του διηγήματος είναι τόσο η λογική εναντίον της φαντασίας, όπως λέει στο επίμετρο. Περισσότερο μου φάνηκε ως η αντίστιξη δύο ή ίσως τριών μορφών φαντασίας. Η μια είναι η φαντασία των μικρών, κοντινών πραγμάτων, όπως λουλούδια και αγαπημένα πρόσωπα. Μπορεί να ταυτίζεται γενικά με τη λογική και το συνηθισμένο, αλλά έχει κι αυτή ρομαντικούς υποτόνους, όπως τα άνθη στη μπαλάντα που απαγγέλει ο πατέρας του Κρίστιαν. Η δεύτερη είναι το Υψηλό, το οποίο εκπροσωπείται από τα βουνά, με τα φαράγγια, τα δάση και τα μυστικά τους. Η τρίτη, τέλος, παρουσιάζεται ως διαστροφή της δεύτερης , όπου τα μυστικά των βουνών ταυτίζονται με τα πολύτιμα μέταλλα, τα οποία, από σύμβολο που ήταν στα χέρια της νεράιδας μετατρέπονται σε υλικό πλούτο.

Μου δημιουργήθηκε η εξής απορία: το Ρούνεμπεργκ είναι ένα βουνό ή ένα ερειπωμένο κτίριο; Γιατί αλλού το λέει βουνό και αλλού ερείπιο.

Ο μυστηριώδης άγνωστος που παρασέρνει τον Κρίστιαν στο Ρούνεμπεργκ είναι άραγε doppelganger του Κρίστιαν; Σκέφτηκα αυτή την εκδοχή καθώς ο πρωταγωνιστής λέει ότι ο άγνωστος αυτός κάτι του θύμιζε. Υποψιάζομαι επίσης ότι αυτός μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον μυστηριώδη ξένο που αφήνει το χρυσάφι του στο σπίτι του Κρίστιαν βάζοντας τον σε πειρασμό.

Η δεύτερη εμφάνιση της νεράιδας του βουνού έχει φολκλορικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Η εμφάνιση της ως πανώριας γιγάντισσας την πρώτη φορά και ως γριάς τη δεύτερη συμφωνεί με την ικανότητα πολλών νεράιδων να αλλάζουν μορφή (φολκλορικό χαρακτηριστικό) αλλά απεικονίζει κιόλας τη διαφθορά του Κρίστιαν (ψυχολογικά χαρακτηριστικά).

Και σε αυτό και στον ξανθό Έκμπερτ είναι πολύ έντονη η αίσθηση της μοναξιάς. Επίσης, και στα δύο διηγήματα η φιλοχρηματία και η υλική απληστία φέρνει την καταστροφή. Μου φάνηκε ενδιαφέρον ότι και οι τρεις κύριοι ήρωες των διηγημάτων είναι αντιήρωες.

Τέλος, θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρον το επίμετρο, με πολλές ωραίες πληροφορίες και αναλύσεις. Αν και την πρώτη φορά που αναφέρει τα ποιήματα του Οσσιανού δεν διευκρινίζει ότι είναι ψευδεπίγραφα και όχι αληθινά μεσαιωνικά.
 
Last edited by a moderator:
ενώ στην αρχή τα βουνά περιγράφονται ως κάτι που προξενεί δέος, αλλά ταυτόχρονα και ποιητικές σκέψεις.
Άσχετο, αλλά αυτό που έγραψες μου θύμισε ένα στίχο του Βρεττάκου "και ένα βουνό είναι ένα ποίημα που σου γυρεύει να τ' ακούσεις" :αγαπώ:
 
Διάβασα τα Έθιμα ταφής της Hanna Kent. Το διάβασα δύο φορές, μια για το σασπένς της υπόθεσης και μια για να σχολιάσω τα αισθήματα και τη γραφή.

Ενδιαφέρον βιβλίο, με πολύ πετυχημένη ανάλυση συναισθημάτων και παρουσίαση της σκληροτράχηλης ζωής στην Ισλανδία του 19ου αιώνα. Είναι όμως αρκετά βαρύ, καθώς η συγγραφέας εισάγει τον αναγνώστη άμεσα στις σκέψεις και τα αισθήματα της ίδιας της μελλοθάνατης. Ιδίως στο τέλος,
όπου περιγράφονται οι τελευταίες της στιγμές πριν την εκτέλεσή της,
δυσκολεύτηκα πολύ. Κατά την πρώτη ανάγνωση, σε αυτό το σημείο το παράτησα για μέρες, λόγω της υπερχείλισης συναισθημάτων και την αντιμετώπιση του φόβου του θανάτου. Υπάρχει πολύ μεγάλη υπαρξιακή τραγικότητα γενικά στο βιβλίο.
Παρόλο που είναι σοβαρή λογοτεχνία, έχει σασπένς, βάζει σε αγωνία τον αναγνώστη για το ποια είναι η αλήθεια. Είναι ταυτόχρονα μυθιστόρημα με κοινωνικό σχόλιο (ενάντια στη θανατική ποινή), ιστορικό και αστυνομικό μυθιστόρημα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι πολλαπλές οπτικές αφήγησης: τα επίσημα έγγραφα, η οπτική γωνία των τρίτων και τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις της ίδιας της Άγκνες, οι οποίες τελικά ανατρέπουν την εικόνα που είχε σχηματιστεί αρχικά. Παρουσιάζεται δηλαδή ο τρόπος που την βλέπουν οι άλλοι ενάντια του ποια είναι αυτή η ίδια και τι την οδήγησε σε αυτό που έκανε.
Η αφήγηση είναι σπουδαίο υπόδειγμα του show, don't tell, καθώς όλα σχεδόν παρουσιάζονται μέσω των αντιδράσεων και των συναισθημάτων των χαρακτήρων και όχι με περιγραφές.
Ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα ότι η υπόθεση διαδραματίζεται κατά τον 19ο αιώνα! Οι υλικές συνθήκες αλλά και οι δοξασίες (π.χ. όλοι θεωρούν τον Νάταν μάγο, επειδή θεραπεύει με βότανα, αναφέρονται πολύ συχνά οι σάγκες και γενικά διάφοροι θρύλοι) παραπέμπουν σε πολύ παλιότερες εποχές. Μόνο η αναφορά σε γυαλιά οράσεως αφορά πιο προοδευμένες συνθήκες.
Οι χαρακτήρες είναι πολύ ωραία δοσμένοι . Εκ των υστέρων, διαπίστωσα ότι η περισσότερη προσοχή δίνεται στους γυναικείους χαρακτήρες, τουλάχιστον στο αφηγηματικό παρόν και αν εξαιρεθούν οι άντρες που αποτελούν προσωποποίηση της εξουσίας, όπως ο Νομαρχιακός Επίτροπος. Στις αναδρομές στο παρελθόν, από άποψη πλοκής σημαντικοί είναι και κάποιοι άντρες, αλλά από άποψη ψυχολογική το βάρος δίνεται στη γυναικεία εμπειρία, αν και υπάρχει και ο νεαρός ιεροδιάκονος. Αυτός όμως προσπαθεί να ενώσει τα δύο στρατόπεδα, των δυνατών (εξουσία) και των αδύνατων. Συγκεκριμένα πιστεύω ότι ο ιεροδιάκονος λόγω της νεότητάς του και της έλλειψης εμπειρίας του, όπως και λόγω της ευαισθησίας του, τάσσεται με την πλευρά των αδύνατων, παρόλο που λόγω της μόρφωσής του και της θέσης του (θρησκευτικός λειτουργός) εντάσσεται ταξικά στην πλευρά της εξουσίας .
Θα ήθελα να εξομολογηθώ ότι, αν και είμαι εναντίον της θανατικής ποινής και επίσης οι συνθήκες οι οποίες επικρατούν στη φυλακή είναι ολοφάνερη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην αρχή της πρώτης ανάγνωσης ενοχλήθηκα που η συγγραφέας μας έβαζε να συμπαθήσουμε μια δολοφόνο. Συγκεκριμένα, με ξένισε στην αρχή που νοσταλγεί τον δολοφονημένο εραστή της, τον οποίο, ως εκείνη τη στιγμή, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι τον σκότωσε η ίδια. Σε αυτήν την περίπτωση, ομολογώ ότι η πρώτη σκέψη μου ήταν: «Ας μην τον δολοφονούσες!». Φυσικά, όσο προχωρά η αφήγηση με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις της Άγκνες και λύνεται το μυστήριο, αυτές οι αντιδράσεις εξαφανίζονται και η κατανόηση είναι απόλυτη.
Έχω όμως και δύο μικρές γκρίνιες: δεν μου άρεσε που πότε-πότε στο κείμενο αφήνονται αμετάφραστες ισλανδικές λέξεις. Καταλαβαίνω τη σκοπιμότητά τους, ότι δηλαδή χρησιμοποιούνται για να δώσουν ένα άρωμα εντοπιότητας και αυθεντικότητας, αλλά να είχε ένα γλωσσάρι τουλάχιστον. Επίσης, αφού είχε χάρτη μπροστά η έκδοση, ας περιείχε όλα τα τοπωνύμια τα οποία αναφέρονταν στο βιβλίο! Τώρα δεν τα είχε όλα και όταν αναφερόταν κανένα άγνωστο τοπωνύμιο απορούσα.
Ακόμη, παραδέχομαι ότι δεν κατάλαβα πώς συνδέεται ο τίτλος με την υπόθεση.
Όταν τέλειωσα το βιβλίο, έψαξα και στο Ίντερνετ για την υπόθεση, αφού είναι αληθινή ιστορία. Βρήκα άρθρο στη Wikipedia για την υπόθεση αυτή, όπου βέβαια λέει ελάχιστα πράγματα. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι σε μια άλλη ιστοσελίδα είδα φωτογραφία της τοποθεσίας όπου βρισκόταν το αγρόκτημα του Νάταν και είναι ακριβώς όπως το περιγράφει το βιβλίο, δηλαδή μια επιβλητική, αλλά ιδιαίτερα ερημική και άγρια ακροθαλασσιά!
Ενημερώνω ότι η συγγραφέας αυτή έχει γράψει κι ένα άλλο βιβλίο ιστορικό, το οποίο διαδραματίζεται στην Ιρλανδία και έχει ως θέμα τη δεισιδαιμονία για τα changelings, δηλαδή τις υποτιθέμενες απαγωγές παιδιών από νεράιδες, οι οποίες άφηναν στη θέση των αρπαγμένων παιδιών αρρωστιάρικα και αλλόκοτα δικά τους. Νομίζω και αυτό βασίζεται σε αληθινή ιστορία, δηλαδή στην κακοποίηση των παιδιών με διανοητικά και σωματικά προβλήματα στην παλιά εποχή, καθώς υπήρχε η προκατάληψη ότι αν οι μανάδες κακομεταχειρίζονταν το υποτιθέμενο νεραϊδοπαίδι η νεράιδα θα επέστρεφε το κανονικό παιδί στους γονείς του. Ο τίτλος του είναι The good People και είναι ιρλανδικός ευφημισμός για τις νεράιδες/ξωτικά.
Δεν ξέρω για εσάς, πάντως εμένα μπήκε στα θέλω μου!
ΥΓ: Συγγνώμη για την καθυστέρηση στο σχολιασμό, αλλά σε αυτήν τη φάση δυσκολεύομαι πολύ με τον προγραμματισμό.
 
Ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα ότι η υπόθεση διαδραματίζεται κατά τον 19ο αιώνα! Οι υλικές συνθήκες αλλά και οι δοξασίες (π.χ. όλοι θεωρούν τον Νάταν μάγο, επειδή θεραπεύει με βότανα, αναφέρονται πολύ συχνά οι σάγκες και γενικά διάφοροι θρύλοι) παραπέμπουν σε πολύ παλιότερες εποχές. Μόνο η αναφορά σε γυαλιά οράσεως αφορά πιο προοδευμένες συνθήκες.
Αν διαβάσεις περισσότερα πράγματα για την πρόσφατη μεν αλλά πολύ ενδιαφέρουσα δε ιστορία της Ισλανδίας θα καταλάβεις περισσότερο το βιβλίο και τις αναφορές του σε παλιούς θρύλους και κυρίως στις σάγκες! Ενδεικτικά θα σου πω μόνο οτι οι σάγκες διδάσκονται σήμερα στα ισλανδικά σχολεία όπως διδάσκεται στα ελληνικά πχ η Ιλιάδα. Οι ισλανδικές σάγκες δεν είναι θρύλοι ακριβώς...περιγράφουν την μετανάστευση των πρώτων κατοίκων και τις διαμάχες μεγάλων οικογενειών που όντως ήταν υπαρκτά πρόσωπα και γενικά καταγράφουν με πολύ γλαφυρό τρόπο τη ζωή στη Ισλανδία από την εποχή του εποικισμού και για αρκετές γενιές μετά. :)
 
@Διχασμένη Άργησα αλλά ήρθα. Καταρχάς, τεράστιο μπράβο που το διάβασες 2 φορές και χαρά στο κουράγιο σου. Ενώ μου άρεσε πάρα πολύ, αμφιβάλλω αν θα το ξαναδιάβαζα και μάλιστα ούτε μετά από καιρό όχι στο καπάκι. :πάνω:
Εγώ με τη σειρά μου διάβασα και τελείωσα πριν λίγο καιρό το Φοβάμαι ταυρομάχε του Π. Λεμεμπελ. Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο δεν το γνώριζα αλλά εντέλει το άκουσα αρκετές φορές απ' όταν αποφάσισα να είναι αυτό που θα διαβάσω. Μου είχε πει η @Στιλλ ιλλ ότι της είχε αρέσει πολύ, το συζήτησα με μία κοπέλα που είχε πάει να δει το θεατρικό και γύρισε με πολύ καλές εντυπώσεις, οπότε οι προσδοκίες μου ήταν μεγαλύτερες απ' ότι πριν το πάρω στα χέρια μου. Και ήταν όντως άξιο των προσδοκιών μου και του hype του. Μου άρεσε πολύ που πατάει σε πραγματικά συμβάντα αλλά περισσότερο από όλα μου άρεσε ο σκιαγραφημένος χαρακτήρας της Τρελής. Για κάποιο λόγο, όταν μιλούσε είναι σαν να την έβλεπα μπροστά μου, σαν αυτός ο fictional character να μην είναι και τόσο fictional τελικά. Μου άρεσε πολύ το τέλος του(ς), το γεγονός ότι δύο τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι, στην τελική δεν είσαι όσο διαφορετικοί νομίζουν. Ότι ο άνθρωπος που είναι τρελός από έρωτα, μπορεί εντέλει να πράττει με τη λογική περισσότερο από τον άλλον που -φαινομενικά- δεν είναι. Που αυτός που πατάει σταθερά στη γη, είναι τελικά αυτός που θα δεχόταν να τον καταπιεί η γη για τον έρωτα. Πάρα πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα και χαίρομαι που είναι αυτό ένα από τα λίγα βιβλία που διάβασα φέτος. Μπορεί μέχρι να τελειώσει η χρονιά, να είναι το τελευταίο βιβλίο που θα έχω διαβάσει. Και θα είμαι πολύ εντάξει με αυτό. :ναι:

Υγ: Το μόνο που δε μου άρεσε, είναι ότι δε χωριζόταν το πότε μιλούσε ο ένας και πότε ο άλλος με αλλαγή σειράς, εισαγωγικά ή κάτι άλλο τελοσπάντων πιο κατανοητό από μια απλή τελεία.

Διχασμένη, συγγνώμη που άργησα, ο τελευταίος χρόνος έχει πολλές αλλαγές και δυστυχώς όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ - πλέον θα το κάνω χωρίς ενοχές - τα βιβλία και η ανάγνωσή τους, δεν είναι η πρώτη μου προτεραιότητα αλλά παραμενει το comfort zone μου και χαίρομαι πολύ που σε έτυχα ζευγάρι και διάβασα την πρόταση σου. :ναι:
 
Ωραία, χαίρομαι που σ' άρεσε!:μπράβο:
Πράγματι, αυτό για το διάλογο είναι ένα μειονέκτημα. Έχει παράξενη φόρμα, βλέπεις.
Κι εγώ πήγα στην Αθήνα και είδα το θεατρικό, το οποίο πράγματι ήταν πολύ αξιόλογο. Αν και μερικές σκηνές δεν μπορούσαν να αποδοθούν, πχ
η θεική σκηνή του πάρτυ γενεθλίων, όπου το σπίτι γίνεται νηπιαγωγείο για όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς! :αγαπώ:
!
Ελπίζω οι αλλαγές να είναι για καλό, πχ να διορίστηκες και να μετακομίζεις. :αγκαλιά:
Κι εγώ αυτόν τον καιρό δυσκολεύομαι, οπότε διαβάζω αρκετά πιο αργά, ίσως. Πάντως, τα βιβλία πότε δεν χάνονται: όποτε τα χρειαστείς ή τα επιθυμήσεις, εκεί θα είναι. Εξάλλου, όλοι περνάμε φάσεις. :φιλί:
 
Το σ/κ που μας πέρασε τελείωσα και το τρίτο βιβλίο που πρότεινε η @Θεκλη, το "Γλυκό τραγούδι", της Σλιμανι. Δεν θα έλεγα οτι μου άρεσε και πολύ...
Η συγγραφέας ξεκινάει απο το πρώτο κεφάλαιο κιόλας με το τέλος της ιστορίας. Κλασικός τρόπος για να καταλάβει ο αναγνώστης οτι δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα των γεγονότων αλλά το πως φτάσαμε σε αυτό και το γιατί. Μέχρι εδώ όλα καλά, αλλά όταν το συνέχισα ένιωθα οτι οι λέξεις ξεπηδούν κατ' ανάγκη, σαν να γράφει ενα ρομποτάκι και όχι άνθρωπος. Η γραφή της Σλιμανι είναι "κρύα", σαν να διαβάζεις το περιεχόμενο ανάκρισης. Αυτό που κατάλαβα είναι οτι έχει στόχο να αναδείξει κοινωνικά προβλήματα, στερεότυπα και ταμπού της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά το κάνει τελείως "ξερά", τελείως "άχρωμα". Μέτριο θα το χαρακτήριζα το βιβλίο.

Είμαι το Κεχριμπάρι και μόλις τελείωσα και τα τρία βιβλία! :ρ
 
Διάβασα τη Λούσυ Μπάρτον.
Ενδιαφέρον...

Για να είμαι ειλικρινής, με εκνεύρισε τρομερά στην αρχή. Έβρισκα τη γραφή της κάπως χαζοχαρούμενη, κάπως επιπόλαια, σαν να διάβαζα το ημερολόγια μιας αφελούς έφηβης. Υπήρχαν πολλά σημεία που απέφευγε επιμελώς, υπήρχαν πολλά σημεία που έμπλεκε ιστορίες άσχετες με τη θεματολογία του τρέχοντος κεφαλαίου. Και πολύ συχνά μου έδωσε την εντύπωση ότι (ιδιαίτερα όταν διάβαζα τα σχόλια στο οπισθόφυλλο) ότι απλά δεν είχε την ικανότητα ή το θάρρος να θίξει επακριβώς και με επάρκεια το θέμα του βιβλίου: τη συμφιλίωση μιας κόρης με τη μητέρα της. Θέματα όπως αυτό που συνέβη με τον πατέρα (το οποίο δεν μάθαμε ποτέ τι ήταν, μόνο κάποιοι υπαινιγμοί στο αόριστο πράγμα, το οποίο δεν είναι αυτό που θα νόμιζε κάποιος ότι θα ήταν, δλδ κακοποίηση), όπως τα προβλήματα με το γάμο της, η σύνδεση του μεταπολεμικού τραύματος του πατέρα της ηρωίδας με το μεταπολεμικό τραύμα του συζύγου της (αυτός ο τελευταίος ως γιος γερμανού μετανάστη στις ΗΠΑ), τα δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω της φτώχειας της οικογένειας και της κοινωνικής προκατάληψης που τη συνόδευε, θίγονται υπαινικτικά, είναι παρόντα σιωπηλά, σαν να αιωρούνται στο νοσοκομειακό δωμάτιο όπου διαδραματίζονται οι αποσπασματικές συζητήσεις μεταξύ μάνας και κόρης. Κι αυτές οι τελευταίες, είναι τόσο άσχετες με το θέμα της συμφιλίωσης, τόσο αποσπασματικές, τόσο αόριστες, όποτε μου δόθηκε (μοιραία θα έλεγα) η εντύπωση ενός συνονθυλεύματος σκέψεων και συναισθημάτων. Ένα είδος πρόχειρου ημερολογίου.

Αυτό με ενοχλούσε πάρα πολύ, επειδή το υλικό της Λούσυ Μπάρτον είναι σπουδαίο και θα μπορούσε δυνητικά να παράξει μια πολύ δυνατή ιστορία: μια κοπέλα που μεγαλώνει μες στην ανέχεια κυριολεκτικά σε μια επαρχιακή πολίχνη μιας επαρχιακής πολιτείας, που φεύγει με υποτροφία για το κολέγιο και καταλήγει στη Νεα Υόρκη, όπου τα καταφέρνει, εν τέλει. Μέσα σ'αυτά, πολύπλοκες, προβληματικές σχέσεις, αναμνήσεις, γεγονότα, νοοτροπίες, προκαταλήψεις. Δεν μπορούσα να το χωνέψω πως όλα αυτά πήγαιναν χαμένα, πως η συγγραφέας είχε στα χέρια της τόσο πλούτο και τον άφηνε ανεκμετάλλευτο.

Όλα αυτά μέχρι που έφτασα στις τελευταίες 45 περίπου σελίδες. Εκεί, δεν έγινε τίποτε πιο συγκεκριμένο. Απλά ήρθε η ώρα της απώλειας. Η απώλεια της μάνας, αρχικά. Του πατέρα, στη συνέχεια. Του γάμου, με τις όποιες συνέπειες. Και κάπου εκεί κατάλαβα πως όλα όσα προηγήθηκαν δεν χρειαζόταν να ειπωθούν διαφορετικά, με περισσότερες λέξεις ή με λιγότερους υπαινιγμούς. Κατάλαβα ότι σε όλο το βιβλίο, σε κάθε γεγονός που περιέγραφε υπήρχε υπόγεια μια απέραντη θλίψη, μια μελαγχολία. Όταν η Λούσυ θρήνησε για τη μητέρα της με αυτόν τον επιγραμματικό τρόπο, θρήνησε για τον πατέρα της με εξίσου επιγραμματικό τρόπο, για τα δυο της παιδιά, που μεγάλωναν με μια θετή μητέρα μετά το διαζύγιο της, ο θρήνος ήταν σαρωτικός, ωστόσο υπαινικτικός, επειδή σε προκαλεί κατά κάποιο τρόπο να ταυτιστείς, αφενός. Να συνειδητοποιήσεις κι εσύ πως αυτή η θλίψη και η μελαγχολία που έρποταν στις σελίδες του βιβλίου ήταν τελικά μια παραδοχή πως τα πράγματα έτσι είναι, πως η ζωή έτσι είναι. Και πως πρέπει τελικά να χαίρεται κανείς τη ζωή, ακόμα κι αν υπάρχουν (οι κάθε είδους) τραγωδίες.

Δεν ξέρω αν το έκανε επίτηδες, αν επίτηδες έγραψε έτσι το βιβλίο, ή αν έγινε τυχαία. Παρόλο που κατά το πρώτο στάδιο της ανάγνωσης το αντιπάθησα, μου άφησε μια πολύ γλυκόπικρη (με την καλή έννοια) εντύπωση, ένα συναίσθημα πως διάβασα κάτι όμορφο, το οποίο μάλλον θα πρέπει να ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή αργότερα, ώστε να απορροφήσω απ'την αρχή όλα τα συντριπτικά και τα μεγαλειώδη που αισθάνεται η Λούση Μπάρτον.
 
@ΜιΛάμπρος πρωτίστως σου ζητώ συγγνώμη για την καθυστερημένη μου απάντηση! Ακριβώς αυτός ο υπόγειος θρήνος και η θλίψη που ένιωθε η πρωταγωνίστρια ίσως με κέρδισαν κι εμένα περισσότερο από κάθε άλλο. Έχεις δίκιο στην παρατήρηση σου περι πρόχειρου Ημερολογίου. Το ένιωσα κι εγώ, ευτυχώς μόνο στην αρχή. Η Στράουτ δεν μας αφήνει να καταλάβουμε από την αρχή το πλήθος και το βάθος των συναισθημάτων που κρύβονται μέσα στις σελίδες του. Και αναγνωρίζω στην ίδια ότι μπορεί να γράφει φαινομενικά απλά, αλλά με βάθος και ουσία. Και πάντα (είναι το τρίτο βιβλίο της που διάβασα) μέσα από τον πόνο και την οδύνη αφήνει να περάσει μια χαραμάδα φωτός, για να μας ζεστάνει την καρδιά. Σε ευχαριστώ για την αναλυτική σου κριτική! Εγώ συνεχίζω με το βιβλίο του Γκόρκι..
 
Καλησπέρα @ΜιΛάμπρος! Η "φλογερή καρδιά του Ντάνκο" ήταν το βιβλίο με το οποίο έκλεισα την αναγνωστική χρονιά που μας πέρασε και... ήταν μια πραγματικά πολύ ευχάριστη έκπληξη για εμένα! Δεν είμαι λάτρης των διηγημάτων, διότι συνήθως χρειάζομαι χρόνο για να γνωρίσω τους ήρωες μιας ιστορίας και να τους συμπονέσω. Ωστόσο η γραφή του Γκόρκι με έκανε να νιώσω συναισθήματα γι' αυτούς πολύ πιο γρήγορα απ όσο συνηθίζω(και να φανταστείς ότι δεν πήγε σχολείο για πολύ!). Μάλιστα χάρη στη γραφή του μου άρεσαν όλα τα διηγήματα, όμως αυτό που με άγγιξε περισσότερο ήταν το "ο παππούς Αρχίπ και ο Λιόνκα". Συμπόνεσα τόσο τον παππού που αναγκάστηκε να κλέβει για να προσφέρει μια καλύτερη ζωή στον εγγονό του, όσο και τον μικρό Λιόνκα, ο οποίος ένιωθε ντροπή για το γεγονός ότι ήταν ο εγγονός ενός κλέφτη. Είναι μία από τις φορές που δεν μπορείς να μη δικαιολογήσεις είτε τη μία είτε την άλλη πλευρά. Οι μεγάλοι έχουν έρθει ήδη αντιμέτωποι με τη σκληρότητα του κόσμου για τόσον καιρό όσος χρειάζεται για να μην πιστεύουν πια στην καλοσύνη του και να δικαιολογούν τις ανομίες τους προς τιμήν ενός ανώτερου σκοπού. Ενώ οι μικροί καταδικάζουν την έλλειψη ηθικής τόσο εύκολα και επιπόλαια και μη όντας ακόμη ικανοί να αναγνωρίσουν την πολυπλοκότητα του κόσμου. Φυσικά και τα υπόλοιπα διηγήματα μου άφησαν ανάλογες εντυπώσεις. Επίσης μου έκανε εντύπωση το ότι απευθύνεται σε παιδιά. Ως προς αυτό αναρωτιέμαι: σε τι ηλικίας παιδιά; Εγώ προσωπικά δεν ξέρω αν θα το εκτιμούσα ως παιδί, νομίζω ότι θα τρόμαζα ή έστω θα μου προκαλούσαν θλίψη όλα αυτά τα άσχημα που μπορούν να συμβούν στη ζωή και θα στεκόμουν σε αυτό. Δεν θα μπορούσα να δω πιο σφαιρικά το βιβλίο και να το εκτιμήσω όπως τώρα. Εν γένει μου φαίνεται λίγο "βαρύ" για παιδιά :ντροπή:. Τελειώνοντας, ομολογώ ότι δεν σκόπευα να διαβάσω Γκόρκι, αφού η επαφή μου με τη ρωσική λογοτεχνία (Τολστόι, Ντοστογιέφσκι) μου φαίνεται ευχάριστη αλλά δεν μου ταιριάζει 100%. Αυτό ισχύει ακόμα, όμως τώρα ξέρω ότι όταν ξαναδιαβάσω κάποιο βιβλίο Ρώσου συγγραφέα, αυτό θα είναι σίγουρα του Γκόρκι. :ναι:
 
Παρέλειψα τον σχολιασμό μου για τον Πολεμοφόρο/Warbreaker του Σάντερσον, αν και πριν τα Χριστούγεννα το είχα τελειώσει, διότι απ' τον υπολογιστή στη Θεσσαλονίκη δεν μπορούσα να μπω στο σάιτ και επίσης πάλευα ως σήμερα να τελειώσω με την αίτηση του ΑΣΕΠ. Ελπίζω να μην πειράζει να αναρτήσω τώρα τον σχολιασμό μου.
Δεν μπορώ να πω ότι ξετρελάθηκα… Στην αρχή ιδίως ξενέρωσα αρκετά, μέχρις ότου η Vivena αρχίζει να έρχεται αντιμέτωπη με δύσκολες ηθικά αποφάσεις που κλονίζουν την κοσμοθεωρία της, οπότε γίνεται κάπως πιο ενδιαφέρον χάρη σε αυτούς τους προβληματισμούς. Αν και θεωρώ ότι ο χειρισμός τους είναι κάπως αφελής… Επίσης, άλλα αξιόλογα στοιχεία: έχει ίντριγκα και προβληματίζεται σχετικά με την ορθότητα του αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Στοιχείο το οποίο θεώρησα ελκυστικό είναι επίσης το μυστήριο που αφορά ορισμένους χαρακτήρες.
Έχει ωραίες ιδέες, για παράδειγμα η μαγεία των χρωμάτων είναι πολύ όμορφη ιδέα. Επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι οι διαφορετικές οπτικές γωνίες των εμπλεκομένων σε έναν πόλεμο. Όμως παρουσιάζονται με έναν υπερβολικά προφανή και κάπως δασκαλίστικο τρόπο.
Φαίνεται πολύ καθαρά ότι ο συγγραφέας έχει μεγαλώσει με τα διδάγματα της θρησκείας των Μορμόνων. Η θρησκεία της Ίντρις είναι προφανώς εμπνευσμένη από αυτά, καθώς είναι εξαιρετικά πουριτανική και καταπιέζει οποιοδήποτε χρώμα ή αλλιώς ευχαρίστηση. Λόγω της εξοικείωσης του συγγραφέα με την πίστη των Μορμόνων, η θρησκεία της Ίντρις είναι πολύ σαφέστερη από αυτήν του Χάλαντρεν, η οποία είναι αρχικά λίγο φλου. Αν και φυσικά οι θεοί τους ακολουθούν αποτρόπαια τελετουργικά, δεν μπορώ να αντιπαθήσω την πόλη T’telir και γενικά το Hallandren, όπως μάλλον ήταν ο σκοπός του συγγραφέα. Εκεί όλα είναι πολύχρωμα και υπάρχει ποικιλία και πολυτέλεια, σιγά το αμάρτημα!
Κατά την εξέλιξη της πλοκής, οι πριγκίπισσες της Ίντρις μαθαίνουν, ευκολότερα ή δυσκολότερα, να κρίνουν τα αυστηρά διδάγματα με τα οποία μεγάλωσαν, όμως ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτό είναι λίγο υπερβολικά προφανής.
Έχει πολιτική, πολέμους και αυλική ίντριγκα, αλλά δεν θα το έλεγα ακριβώς grimdark. Ή μάλλον είναι grimdark από κάποιον που δεν γράφει grimdark. Αν και, χωρίς να τα περιγράφει εκτενώς, γίνονται αρκετά άσχημα πράγματα και υπάρχει ο φόβος της σεξουαλικής βίας.
Συγκεκριμένα, βρήκα αρκετά κατάλληλη για την περίσταση την αντίδραση της Σίρι στην αναγκαιότητα της ερωτικής οικειότητας με τον θεό βασιλιά. Είναι ακριβώς το συναίσθημα που θα μπορούσε να έχει ένα νεαρό κορίτσι, όπως η πρωταγωνίστρια, σε αυτές τις συνθήκες: δηλαδή να φοβάται αλλά να μην μπορεί να περιγράψει τι φοβάται ακριβώς. Αν και φαίνεται αρκετά ξεβγαλμένη όταν ξεκινάνε τα υπονοούμενα...
Το εκτίμησα αρκετά που δεν έχει εκτενείς περιγραφές σε τέτοια θέματα, γιατί καμιά φορά καταντάει κάπως κουραστική η εστίαση των grimdark σε βία, βασανιστήρια και σεξουαλική βία. Πάντως, δεν έλειπαν δυστυχώς οι αχρείαστες περιγραφές. Συγκεκριμένα, τις μάχες τις περιγράφει καρέ-καρέ, κάθε κίνηση με λεπτομέρεια, σαν σε ταινία, το οποίο το βρήκα μάλλον αχρείαστο, για να το πω ευγενικά. Επίσης, μου έκανε μάλλον άσχημη εντύπωση που ενώ αποφεύγει τελείως να περιγράψει ερωτικές σκηνές
(ακόμη και αυτή που ακολουθεί αφού ο θεός-βασιλιάς και η Σίρι έχουν κερδίσει ο ένας την εμπιστοσύνη του άλλου και καταστρώσει σχέδιο για την αντιμετώπιση της φυλάκισης του και δεν είναι ότι «ζουμάρει στο λαμπατέρ» απλώς, την αποφεύγει τελείως , σβήνουν απότομα τα φώτα, το ξεχνάμε και επανερχόμαστε οριστικά στην επόμενη σκηνή. Δεν με πείραξε φυσικά γιατί δείχνει την εξέλιξη της σχέση των δύο χαρακτήρων με άλλο τρόπο.)
δεν έχει τόσους πολλούς ενδοιασμούς στην περιγραφή βίαιων σκηνών. Δεν είναι βέβαια τόσο έντονες όσο στο The steel remains, αλλά υπάρχουν αρκετές, με πιο έντονη
τη σκηνή του θανάτου του νεαρού σωματοφύλακά της Βιβένας.
. Είχε τη σημασία της βέβαια για την πλοκή, δεν ήταν αχρείαστη, αλλά μου έκανε εντύπωση η δυσαναλογία.
Η γραφή δεν μου άρεσε. Τη βρήκα αχρείαστα περιγραφική, χωρίς να αφήνει τον αναγνώστη να κρίνει τους χαρακτήρες από τα λόγια και τις πράξεις τους. Για παράδειγμα,
στο διάλογο Blushweaver και Lightsong επαναλαμβάνει δύο φορές σε πολύ μικρή έκταση κειμένου ότι η γυναίκα ήταν έξυπνη και πονηρή, αντί να αφήσει τον αναγνώστη να το καταλάβει από την εξύφανση των σχεδίων της.
Ακόμη, ο συγγραφέας λέει απλώς πώς ένιωθε ο τάδε ή δείνα χαρακτήρας χωρίς να εισάγει τον αναγνώστη στη σκέψη του εν λόγω χαρακτήρα.
Άλλο ελάττωμα της γραφής ήταν ότι μου φάνηκε ότι οι περισσότεροι χαρακτήρες μιλάνε με τον ίδιο τρόπο. Το πιο έντονο παράδειγμα είναι η Jewels, η οποία, λόγω της κοινωνικής της τάξης, της φτώχειας και του επαγγέλματός της, θα περίμενα να μιλάει με πιο τραχιά, πιο λαϊκή γλώσσα. Ακόμη, λόγω της έλλειψης εκπαίδευσης, δεν μου φάνηκε αληθοφανές ότι είναι ικανή να κάνει φιλοσοφική και θρησκειολογική συζήτηση γυρεύοντας ανεκτικότητα. Αυτή η σκηνή μου φάνηκε εκτός χαρακτήρα. Οι μόνοι που έχουν διαφορετικό ύφος είναι οι δύο μισθοφόροι, ιδίως λόγω του χιούμορ.
Οι χαρακτήρες δεν έχουν συνέπεια. Αλλάζουν πάρα πολύ εύκολα απόψεις αλλά κυρίως συναισθήματα και γενικά χαρακτήρα. Αυτό φαίνεται ιδίως στις δύο πρωταγωνίστριες, οι οποίες μεταβάλλουν πάρα πολύ γρήγορα χαρακτήρα. Στην περίπτωση της Σίρι δικαιολογείται κάπως, καθώς βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου η έξυπνη και συγκρατημένη δράση της μπορεί να καθορίσει την επιβίωσή της. Αλλά και πάλι, η ικανότητα της αυτή θα έπρεπε να υπαινιχθεί από την αρχή, πράγμα που δεν συμβαίνει. Αντίθετα, στην αρχή η Σίρι παρουσιάζεται απελπιστικά, σχεδόν ανόητα παιδιάστικη.
Πιο προβληματική είναι η μεγάλη αλλαγή της Vivenna.
Από το καλό και υπερβολικά πειθαρχημένο κορίτσι, υπάκουο σε όλα τα διδάγματα και τις εντολές της θρησκείας τους, πάει στο άλλο άκρο και γίνεται εντελώς γκρίζος χαρακτήρας, οργανώνοντας ανταρτοπόλεμο, συνεργαζόμενη με ανήθικα άτομα και πρόθυμη να κάνει πράγματα τα οποία η θρησκεία της θεωρεί την υπέρτατη βλασφημία. Αυτή η τόσο απότομη αλλαγή κάπως δεν μου κολλάει. Ναι μεν περνάει τραυματικές εμπειρίες που κλονίζουν την κοσμοθεωρία της αλλά φανερώνει και μια εκδικητικότητα και εγωισμό, ακόμη και σε σχέση με αγαπημένους της ανθρώπους, στοιχεία τα οποία φαντάζουν κάπως ξένα πάνω της.
Οι αλλαγές οι οποίες μας δείχνει ο συγγραφέας δίνουν την εντύπωση ότι οι δύο αδερφές αντάλλαξαν χαρακτήρα.
Άλλη προβληματική αλλαγή είναι αυτή του χαρακτήρα του θεού-βασιλιά.
Όταν σταματάει να είναι ο απρόσιτος μονάρχης και αρχίζει να έρχεται κοντά συναισθηματικά με την Σίρι, έχει, λόγω της απομόνωσης, συναισθηματικές και διανοητικές ικανότητες ενός μικρού παιδιού. Δεν είναι λοιπόν ρεαλιστικό το ότι, μόλις βγαίνει στον έξω κόσμο, αμέσως αποδεικνύει μεγάλη αποφασιστικότητα, αυτοπεποίθηση και σοφία και ικανότητα δράσης. Συγκεκριμένα, αποκτά χωρίς καθυστέρηση την ικανότητα να διατάζει για σημαντικά πράγματα, να λαμβάνει σοφά σπουδαίες αποφάσεις και να προστατεύει την Σίρι. Στην πραγματικότητα, όσες μαγικές δυνάμεις και να είχε κανείς, όταν βγαίνει στον έξω κόσμο μετά από περίοδο απομόνωσης/σχεδόν φυλάκισης θα χρειαζόταν μια περίοδο προσαρμογής.
Για τουλάχιστον έναν χαρακτήρα, θεωρώ ότι η προσπάθεια του συγγραφέα για έναν γκρίζο χαρακτήρα είναι αρκετά πετυχημένη, αν και έχει μια χροιά τεχνητού καθώς
συμπάθησα τον Lightsong, κυνικός επιφανειακά, αλλά ευαίσθητος και με καλή καρδιά κατά βάθος.
Τα plot twists εξωτερικά είναι αρκετά ενδιαφέροντα, αλλά ο τρόπος που τα χειρίζεται ο συγγραφέας μου φάνηκε κάπως άτσαλος. Δεν υπάρχει κάποια προοικονομία, κάποιος υπαινιγμός για να μπορεί ο αναγνώστης να καταλάβει πως γίνονται οι αλλαγές. Αυτές έρχονται απροειδοποίητα και φέρνουν τα πάνω κάτω! Παράδειγμα plot twist που με μπέρδεψε είναι
η πρώτη επαφή του Vasher και της Βιβένας. Σε αυτήν την πρώτη απαγωγή φέρεται σαν κακός , τόσο, που αρχικά ακόμη και ο αναγνώστης πιστεύει αυτόν τον λανθασμένο, όπως αποδεικνύεται τελικά, χαρακτηρισμό. Γιατί δηλαδή ο Vasher δεν εξήγησε απ’ την πρώτη φορά που απήγαγε την πριγκίπισσα ότι ο Denth και το σινάφι του την χρησιμοποιούσαν; Αν και μάλλον αυτά που πέρασε στους δρόμους και όσα είδε στο υπόγειο του σπιτιού των μισθοφόρων είχαν σημασία για την αλλαγή του χαρακτήρα της, ώστε τελικά να πιστέψει τον Vasher. Προφανώς η πριγκίπισσα δεν θα τον εμπιστευόταν απ’ την αρχή, όπως κι έγινε τελικά, αλλά απαγωγή χωρίς εξηγήσεις, ακόμη και για το ευρύτερο καλό, παραπέμπει περισσότερο σε κακό ή διφορούμενο ηθικά χαρακτήρα, ενώ τελικά ο Vasher αποδεικνύεται ακηλίδωτα καλός, παρά τις κάπως διφορούμενες πράξεις του.
Άλλη παράλειψη σχετικά με την πλοκή είναι ότι κάποιοι χαρακτήρες εξαφανίζονται χωρίς καμιά αιτιολογία, με τρανταχτό παράδειγμα την Jewels.
Αυτή, ενώ είναι μέλος της παρέας των μισθοφόρων, δεν εμφανίζεται μαζί με τον Denth στην τελική φάση, όπου οι μισθοφόροι κυριεύουν το παλάτι και ο αναγνώστης δεν μαθαίνει ποτέ τι απέγινε.
O χειρισμός των διαφορετικών οπτικών γωνιών, των ηθικών διλλημάτων και των διδαγμάτων μου φάνηκε αρκετά χοντροκομμένος. Τα, πραγματικά ωραία, διδάγματα ανεκτικότητας προφέρονται από τους χαρακτήρες λίγο υπό τύπο κηρύγματος.
Οι μάχες λίγο βλακεία μου φάνηκαν, σαν από ταινία με υπερήρωες, ιδίως λόγω της υπεράνθρωπης δύναμης που έχει ο Vasher.
Σίγουρα έχει μαγικές ικανότητες, αλλά αυτά τα υπεράνθρωπα που τον βλέπουμε να κάνει δεν έχουν σχέση με αυτές (πχ λύγισμα κουταλιών).
Δεν μου άρεσε καθόλου το όνομα, η γενικότερη περιγραφή και ο ρόλος στην πλοκή των ανθρώπων από τη χώρα Pahn Kahl, διότι μου φάνηκαν ρατσιστικά.
Δεν κατάλαβα την εποχή κατά την οποία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται η ιστορία. Γενικά, περιγράφεται σαν μεσαιωνικός κόσμος, αλλά σε μια φάση αναφέρονται ως ένδυμα σόρτς.
Δεν κατάλαβα καθόλου ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της πλοκής: για ποιο λόγο ο πατέρας της Σίρι την έστειλε στο Χάλαντρεν;
Ερώτηση: γιατί τα σπαθιά και γενικά τα μαγικά αντικείμενα πρέπει, άμα μιλάνε, να έχουν, ντε και καλά, το ίδιο είδος εξυπνακίστικου χιούμορ; Και στο «Χρώμα της μαγείας» του Τέρρυ Πράτσετ ένα κουτί που μιλούσε όλο εξυπνάδες και κακίες έλεγε, όπως εδώ το σπαθί. Αν και εκτίμησα την προσπάθεια του συγγραφέα να μας παρουσιάσει έναν εντελώς μη ανθρώπινο χαρακτήρα.
Τέλος, θέλω να σχολιάσω μερικά σημεία που με έκαναν να αναρωτηθώ πώς τα απέδωσαν από τα αγγλικά. Άσχετο σχεδόν με το κυρίως θέμα, αλλά επειδή γνωρίζω ότι το βιβλίο μεταφράστηκε δεν γινόταν να μην με προβληματίσει.
Στα ελληνικά νομίζω ο τίτλος θα μπορούσε να μεταφρασθεί ο ειρηνοποιός. «Πολεμοφόρος», όπως το μετέφρασαν, με παραπέμπει στο ακριβώς αντίθετο! Επίσης με προβλημάτισε το πώς να μετέφρασαν άραγε στα ελληνικά τα ονόματα των θεών, για παράδειγμα του Lightsong και της Blushweaver.
 
Top