Ελίν Πελίν ( Елин Пелин): ''Στο χωράφι''

Τίτλος: Στο Χωράφι
Πρωτότυπος Τίτλος: На браздата (Βουλγάρικα)
Συγγραφέας: Ελίν Πελίν ( Елин Пелин)
Μετάφραση: Ιαβέρης (από το βουλγάρικο πρωτότυπο)
:)




Σαν είπε θα βρέξει, έβρεξε βδομάδα ολόκληρη! Ήσυχα, απαλά, μέρα- νύχτα. Έβρεξε, έβρεξε, έβρεξε...ποτίστηκε καλά η μάνα- γη, φύσηξε ένα απαλό αεράκι, καθάρισε ο ουρανός, έλαμψε στο τέλος ο φθινοπωρινός ήλιος κι ο καιρός έφτιαξε. Καιρός για όργωμα!
Ο Μπόνε Κράϊνενετς έζεψε την Γκριζούλα και τον Ασπρούλη κι έκατσε πίσω από το άροτρο. Το χωράφι του βρίσκεται σε μια ωραία και μεγάλη πεδιάδα, γύρω παντού δάση. Το χώμα σαν ζάχαρη. Εκείνος ύψωσε το καμουτσίκι και φώναξε:
'' Ντεεεε, άϊντε, αδέρφια! ''
Ο αντίλαλος του απάντησε εύθυμα από το δάσος. Ο γερο- Ασπρούλης κούνησε την ούρα και ξεκίνησε καρτερικά. Η Γκριζούλα, ισχνή αγελαδίτσα, δυο φορές μικρότερη του Ασπρούλη, με κόπο τον πρόφταινε.
Και νά το ένα αυλάκι, νά και το δεύτερο, και το τρίτο...Το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του Μπόνε σαν να φωτίστηκε λιγάκι, ξέχασε, θαρρείς, την φτώχεια και σφύριξε χαρωπά:
'' Μη βιάζεσαι τόσο, βρε Ασπρουλιάρη, δε βλέπεις πως η Γκριζουλα με το ζόρι σε προφταίνει;...Άντε, Γκριζούλα, άντε, κοκκαλιάρα μου, άντε, αγαπούλα μου...Κουραστήκατε,ε; Το ξέρω, μα κι εγώ κουράστηκα, τι νομίζετε...
Ο Ασπρούλης, γέρικο αλλά σκληροτράχηλο βόδι, με βαριές ανάσες προχωράει σαν γίγαντας. Κι η μικροκαμωμένη Γκριζούλα προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις της, το στόμα της ανοιχτό, η ράχη λυγισμένη. Ο Ασπρούλης κάνει ένα βήμα, αυτή- δύο. Η γλώσσα της να κρέμεται- μα εκείνη προχωράει!
Γύρω δεν υπάρχει κανείς. Από το δάσος μόνο ακούγονται τα γυμνά βήματα του φθινωπόρου και ο ήχος των ξηραμένων κλαδιών που σπάνε.
'' Άντε, Γκριζούλα, άντε, ψυχή μου!- της φωνάζει ο Μπόνε και με τρόμο βλέπει πώς η αγελάδα του όλο και χάνει δυνάμεις.
'' Κάτσε!...Άντε να ξεκουραστούμε λιγάκι! ''
Τα κουρασμένα ζώα σταμάτησαν. Ο Μπόνε έκατσε μπροστά τους κι άρχισε να τα χαϊδεύει.
'' Καλά, ρε Ασπρούλη, εσύ ανθρωπιά δεν έχεις καθόλου μέσα σου; Την αποτελείωσες την Γκριζούλα! Έτσι δεν είναι, Γκριζούλα; - άρχισε να τους μιλάει αυτός.
Και τα ζώα τον κοιτούσαν ατάραχα με τα θλιμμένα μάτια τους, βαριανασαίνοντας. Από το στόμα της Γκριζούλας έβγαινε αφρός. Κοίταξε μια τον Ασπρούλη, μια τον αφέντη της και έσκυψε λυπημένα το κεφάλι.
'' Τι είναι, Γκριζούλα; Πες! Κουράστηκες; Γκριζούλα- Αγαπούλα!Η καρδιά σου κλαίει, ψυχούλα μου; Άντε και σήμερα να δουλέψουμε κι αύριο, γιορτή είναι, θα τεμπελιάσετε όλη μέρα. Εσύ τι με κοιτάς, μπρε; Καλό παλικάρι είσαι κι εσύ! - συνέχιζε να τους μιλάει ο Μπόνε.
Αλλά η Γκριζούλα δεν σήκωσε το κεφάλι της. Σαν να μην ήταν παρηγορητικές για την πονεμένη καρδιά της, οι γλυκές κουβέντες του Μπόνε. Οι γλουτοί της πάλλονταν, τα πόδια της έτρεμαν.
'' Πες μου, Γκριζούλα μου, τι έπαθες;- ψυθίριζε με αγώνια ο Μπόνε και την χάϊδευε σαν παιδί. Έπιασε μετά όμως το άροτρο και φώναξε:
'' Ντεεε, άντε να ξεμουδιάσετε λιγάκι! ''
Ο Ασπρούλης σηκώθηκε και προχώρησε ένα βήμα. Η Γκριζούλα προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλα δεν μπόρεσε κι εκείνος σταμάτησε.
'' Ντεεε! Άϊντε, άϊντε'', φώναξε με δυνατή και ενθαρρυντική φωνή ο Μπονε. Η ηχώ από το δάσος του απάντησε πάλι χαρούμενα.
Ο Ασπρούλης ξεκίνησε . Η Γκριζούλα έκανε άλλη μια προσπάθεια αλλά τα πόδια της τρεμούλιασαν, κι εκείνη έπεσε με θόρυβο κάτω μουγκρίζοντας λυπημένα.
Ο Μπόνε πέταξε με τρόμο το καμουτσίκι, ξέζεψε τον Ασπρούλη και προβληματισμένος κοίταξε την Γκριζούλα. Εκείνη καθόταν ακίνητη, με τεντωμένο λαιμό και την μουτσούνα της μες στο στεγνό χώμα, κι έπαιρνε βαριές ανάσες.
'' Σήκω, Γκριζούλα, σήκω! '' - της έλεγε ο Μπόνε και προπαθούσε να της σηκώσει το κεφάλι.
Η Γκριζούλα με το ζόρι άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε τον αφέντη της σαν να' θελε να του πει '' άσε με να πεθάνω ήσυχα'', και παλι τα' κλεισε.
Ο Μπόνε ταραγμέμος άρχισε να τριγυρνάει και δεν ήξερε τι να κάνει. Το χωράφι μισο- οργωμένο ψηνόταν στον ήλιο. Εκείνο πάλι τον κοιτούσε από ψηλά και σιγά- σιγά πήγαινε να κρυφτεί πίσω από τους λόφους. Κανένας δεν ήταν κοντά. Το δάσος μουγκό.
'' Έλα, Γκριζούλα! Σήκω! Κοίτα ο Ασπρούλης γελάει με σένα...Σήκω!...Μη μου κάνεις πλάκες, αγαπούλα μου...δες πὠς είναι το χώμα,σαν ζάχαρη- μόνο για όργωμα!
Ο Μπόνε έπιασε την αγελαδά από το κεφάλι και άρχισε να την σηκώνει σιγά- σιγά. Εκείνη πάτησε στα μπροστινά της πόδια κι έκανε τελευταία πρσπάθεια να ανασηκωθεί, αλλα με το ζόρι κουνήθηκε. Κι άφησε το κεφάλι της να πέσει πάλι στο μαλακό χώμα κι ανάσαινε ακόμα πιο βαριά.
Ο Μπόνε έκατσε, έβαλε το κεφάλι της στα γόνατα του κι άρχισε να την χαϊδεύει και να την φιλάει.
'' Μην κάνεις έτσι, ψυχή μου! Λυπήσου με! Άκου! Μόνο αυτό το χωράφι έμεινε. Να το τελειώσουμε και μετά σου υπόσχομαι δεν σε ξαναζεύω ποτέ. Θα μεγαλώσει η μικρή σου Γκαλίτσα και θα βοηθάει τον Ασπρούλη. Κι εσύ θα κάθεσαι όλη μέρα στο στάβλο και θα ζεις τις μέρες σου γαλήνια. Τα παιδιά μου θα σου φέρνουν νεράκι, κάθε πρωί θα σε ξύνουν, εγώ θα σου δίνω χορταράκι φρέσκο...Εσύ θα γίνεις καλά, θα γιάνεις και θα είσαι πάλι δυνατή, έτσι δεν είναι, αγαπούλα μου; Τότε ο Ασπρούλης και η Γκαλίτσα θα οργώνουν, εσύ θα βόσκεις και θα τους λες: δουλέψτε, δουλέψτε- και θα τους χαίρεσαι. Και το βράδυ όταν ξεζέυω την Γκαλίτσα, εκείνη θα' ρχεται σε σένα, θα σε γλύφει και θα σου λέει τρυφέρα: καλησπέρα, μαμα! Σήκω, ψυχή μου, σήκω! Άντε!
Αλλά η Γκριζούλα δεν κουνήθηκε, ούτε καν άνοιξε τα μάτια της. Έτρεμε ολόκληρη.
Ο Μπόνε σηκώθηκε, έκοψε ένα κομμάτι ψωμί, το αλάτισε και το ακούμπησε στο στόμα της.
'' Να, Γκριζουλα μου, φάε!''
Εκείνη τον κοίταξε με μάτια όλο θλίψη και τα' κλεισε παλι.
Ο Μπόνε αναστέναξε. Κοίταξε το χώμα που καθόταν μισο- οργώμενο, το δάσος που δεν έβγαζε ήχο, τον Ασπρούλη που έβοσκε ατάραχα δίπλα, τον ήλιο που βιαζόταν να κρυφτεί και είδε πως είναι μόνος στην κοιλάδα και πως βοήθεια δεν είχε από πουθενά.
Πάλι γύρισε στην άρρωστη Γκριζούλα.
'' Σήκω, αγαπούλα μου! Σήκω γιατί η αρκούδα είναι στο δάσος και θα έρθει να σε φάει! - άρχισε να την φοβίζει εκείνος.
Μετά πήρε μια σκισμένη κουβέρτα που κουβαλούσε μαζί του, τυλίχθηκε μ' αυτήν, μπήκε στο δάσος και ύστερα περπατώντας στα τέσσερα πλησίαζε την φτωχή αγελάδα, ουρλιάζοντας σαν άγριο ζώο.
'' Μπαουυυυ! Αουυυυυ!'', έκανε καθώς πλησίαζε την Γκριζούλα.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια. Βαθιά στο βασανισμένο της βλέμμα έκαιγε ένας δαιμονιασμένος τρόμος.
Το ζώο σήκωσε το καφάλι του και μούγκρισε απεγνωσμένα σε μια ύστατη προσπάθεια να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε.
Ο Μπόνε πέταξε το κουρέλι, ἐπεσε μπροστά της απελπισμένος, έκανε τον σταυρό του κι έκλαψε.
Η Γκριζούλα μούγκρισε για τελευταία φορά, άνοιξε τα τρομαγμένα μάτια της και σταμάτησε να ανασαίνει.
 
Last edited by a moderator:

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Μπράβο για την μετάφρασή σου, Ιαβέρη!

Ήτανε χρόνια δύσκολα τα παλιά κι οι άνθρωποι βασανίζονταν. Και τα ζώα ακόμα περισσότερο από αυτούς. Αυτά τα καημένα τα γαϊδούρια, τα μουλάρια, τα βόδια, τα γελάδια έχουν τραβήξει γολγοθά. Δεν το βαστάει η καρδιά να τα σκέφτεσαι. Χαίρομαι που ζούμε στα χρόνια του τρακτέρ.
 
Πάρα πολύ καλό, Ιαβέρη. Μπράβο σου.

Η μετάφρασή σου ρέει σαν νεράκι και το διήγημα είναι συγκινητικό. Μπράβο σου που μας έφερες σε επαφή με ένα κείμενο, που δεν θα είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε αλλιώς :μπράβο:
 
Είδα ότι η Ελίν Πελίν είναι από την Βουλγαρία, άρα το μετέφρασες από τα Βουλγάρικα;! Μπράβο! Και για την μετάφραση και για την επιλογή του διηγήματος. :))
 
Χαιρομαι που σας αρεσε το διηγημα, παιδια! :)

Η αληθεια ειναι οτι βουλγαρικη λογοτεχνια διαβαζω πολυ σπανια, σχεδον καθολου. Εξαιρεση κανω μονο για τον συγκεκριμενο κυριο ( Ελιν Πελιν) τον οποιο λατρευω απο μικρο παιδι. Ομολογω οτι ισως δε φαινεται σπουδαιος διηγηματογραφος, δε φτανει με τιποτα εναν Τσεχοφ ή εναν Μοπασαν ας πουμε, αλλα ο απεριττος, ανθρωπινος, και λιγακι αφελης λογος του με συγκινει παντα. Χθες βραδυ τυχαια επεσε το ματι μου στο βιβλιαρακι του κι ειπα να διαβασω καμια-δυο ιστοριουλες, τελικα κολλησα και διαβασα ολη την συλλογη διηγηματων και μου' ρθε και ορεξη για μεταφραση. Αυτο που κανει τον Ελιν Πελιν ξεχωριστο στα ματια μου, ειναι οτι διαφερει πολυ απο τους συγγραφεις της εποχης του (αναφερομαι στους Βουλγαρους συγγραφεις). Ενω οι υπολοιποι αρκουνται στο να γραφουν πομπωδη πατριωτικα εργα, εκεινος εστιαζει την προσοχη του στο χωριο, στον απλο ανθρωπο, στον χωριατη που καθεται και κλαιει πανω απο το κουφαρι μιας αγελαδας και δεν εχει τα ψηλα ιδανικα ( στιλ Ουγκω) που εχουν οι ηρωες των υπολοιπων. Με λιγα λογια ειναι πιο γηινος, δεν πεταει στα συννεφα, ζωγραφιζει την απλη χωρικη ζωη.

Και κατι να πω για την μεταφραση. Τελικα δεν ειναι καθολου ευκολη δουλεια το να μεταφραζεις, εσπαγα συνεχεια το κεφαλι μου να βρω τις καταλληλες εκφρασεις, κολλησα αρκετες φορες. Στην αρχη ειπα να το μεταφρασω αυτολεξει, αλλα το αποτελεσμα δεν μου φανηκε καλο κι ετσι σε καποια σημεια εβαλα δυο- τρεις πινελιες δικες μου για να '' δεσει'' το κειμενο. Δεν αλλαξα βεβαια το νοημα του κειμενου, απλα το εκανα πιο προσιτο στα ελληνικα. Και αυτο με εβαλε σε σκεψεις. Ας πουμε αγαπαμε τον Ντοστογιεβσκι και τον Ουγκω, φανταστειτε πως θα απογειωθει αυτη η αγαπη εαν διαβαστουν στο πρωτοτυπο! Ποσο πιο ομορφα θα φανουν τοτε τα λογια τους...
 
Ιαβέρη, όσα λες για τη μετάφραση είναι πολύ σωστά. Έχω κι ένα προσωπικό παράδειγμα να φέρω. Είχα μέχρι στιγμή διαβάσει Ντίκενς μεταφρασμένο μόνο και δεν μπορώ να μπω ότι τρελαινόμουν. Μου άρεσε, αλλά μόνο αυτό. Και έτυχε πρόσφατα να αγοράσω ένα βιβλίο του στα Αγγλικά και έχω πάθει πλάκα...
 
Συγχαρητήρια φίλε μου για την εργασία σου. Βαθιά συναισθηματική ιστορία.
Σαν να βλέπω μία εικόνα της Ελληνικής υπαίθρου. Οι λαοί είναι όλοι ίδιοι. Οι αφέντες διαφέρουν.
 
Πολυ ομορφη η ιστορια, κ η μεταφραση σου πολυ καλη. :μπράβο: Δε φαινεται οτι ειναι ερασιτεχνικη!

Γενικα η μεταφραση δεν ειναι κατι ευκολο, κ ο μεταφραστης πρεπει να κρατησει το στυλ κ το υφος του πρωτοτυπου αλλα κ να κανει το κειμενο κατανοητο στον αναγνωστη σα να ειχε γραφτει εξ'αρχης στη γλωσσα του. Συνηθως θελει πολυ δουλεια κ φροντιδα για να εχεις μια καλη μεταφραση :)
 
Καταπληκτική μετάφραση Ιαβέρη. Τα ελληνικά σου είναι τέλεια, προφανώς ανάλογα είναι και τα βουλγάρικά σου. Εχεις συναισθηματική/ ποιητική αντίληψη της γλώσσας, θα μπορούσες να γίνεις επαγγελματίας μεταφραστής. Ψάξε το.
 
Ευχαριστω παιδια για τα καλα λογια. :) Καποια στιγμη θα ανεβασω κι αλλο αλλα πιο χαρουμενο.
 
Ιαβέρη, πραγματικά έχω εντυπωσιαστεί! Δεν είναι μόνο ότι η μετάφρασή σου ρέει πολύ ομαλά, αλλά ότι έχει καταφέρει να αιχμαλωτίσει το πνεύμα του πρωτότυπου. Προσωπικά εγώ τους συγγραφείς εκείνης της εποχής δε θα τολμούσα ποτέ να τους προσεγγίσω μεταφραστικά, η γλώσσα τους ήταν πολύ διαφορετική, πιο πλούσια, πιο εκφραστική, πιο συναισθηματική - τώρα είτε εμείς δεν καταφέρνουμε να εκφραζόμαστε έτσι, είτε ο πολιτιστικός ξεπεσμός είναι γενικότερος (γνώμη μου, τι να κάνω, πολλά από τα σημερινά παιδιά αμφιβάλλω αν θα κατανοούσαν όλες τις λέξεις σε κάποια κλασικά κείμενα).

Ιαβέρη πιστεύω ότι το έχεις μέσα σου να κάνεις μεταφράσεις. Είναι προς τιμής σου ότι διάλεξες ένα κείμενο που ενώ φαινομενικά μοιάζει εύκολο, στην πραγματικότητα είναι αρκετά δύσκολο, γιατί ο συγγραφέας του ήταν δεξιοτέχνης της γλώσσας. Αναμένουμε και άλλα, δες να τηρήσεις την υπόσχεσή σου.
 

Χρυσένια

Αρχαιολόγος του Φόρουμ
@Ιαβερης
Εξαιερετική δουλεια και πολύ πολύ τρυφερή ιστορια!!
Συγκινητική , αλλά παράλληλα στάζει μέλι!
Φυσικα δεν εχω διαβασει το πρωτότυπο , όμως νιώθω πως απέδωσες με το παραπανω όλη την γλυκύτητα της σχεσης του αγρότη με τα ζώα του.
Μου ζέστανε την καρδιά! :)
 
Τα εύσημα στη @Χρυσένια , γιατί εάν δεν το ανακάλυπτε, δύσκολα θα το διαβάζαμε. Αρχαιολόγος να γίνεις. @Ιαβερης εξαιρετικό το διήγημα και η μετάφραση - Σε ευχαριστούμε (προσωπικά σε ευχαριστώ) για την ευκαιρία για ένα τόσο γεμάτο και συγκινητικό κείμενο (μεγαλώνοντας σε σιταροχώραφα μέχρι τα 10 το έζησα λίγο παραπάνω το κείμενό σου / μου έφερε αναμνήσεις).
 
Top