Ζαν Ταρντιέ (Jean Tardieu): Μια λέξη αντί μιας άλλης (Un mot pour un autre)

Μετάφραση: Βιβλιοπόντικας

Κατά το έτος 1900 – εποχή περίεργη αν μη τι άλλο – μία αλλόκοτη επιδημία χτύπησε τον πληθυσμό των πόλεων, κυρίως τις τάξεις των πιο ευκατάστατων. Όσοι άτυχοι βίωναν αυτή την κακουχία μπέρδευαν συχνά κάποια λέξη αντί κάποιας άλλης, λες και τράβαγαν στην τύχη λόγια από ένα σακί. Το πιο περίεργο είναι πως οι άρρωστοι δεν αντιλαμβάνονταν την αναπηρία τους αυτήν, παρέμεναν ευδιάθετοι παρόλο που ξεστόμιζαν κουβέντες φαινομενικά ασυνάρτητες, και οι κοσμικές συζητήσεις κυλούσαν σε φυσιολογικό ρυθμό. Εν ολίγοις, το μόνο όργανο που προσβαλλόταν, ήταν το ‘’λεξιλόγιο’’…

Διακόσμηση: ένα σαλόνι σε στυλ ‘’1900’’. Στο σήκωμα της αυλαίας, βλέπουμε την ΚΥΡΙΑ μόνη. Κάθεται σε έναν σοφά και διαβάζει ένα βιβλίο.


ΙΡΜΑ (μπαίνει κρατώντας την αλληλογραφία): Κυρία, η πορτούλα μόλις έφθαρε τη χλόη.

Προσφέρει την αλληλογραφία στην ΚΥΡΙΑ, έπειτα κατσικώνεται δίπλα της, με ένα ύφος δυσφορίας και δυσαρέσκειας.

ΚΥΡΙΑ (παίρνει την αλληλογραφία): Αγέρωχα! Βουρτσιστώ πολύ! (Ξεκινάει να διαβάζει τα γράμματα, έπειτα, προσέχοντας την ΙΡΜΑ να στέκεται πάντα δίπλα της) Φτάνει πια, μαλλί μου! Γιατί στέφεσθε εδώ; (κάνοντας μια χειρονομία για να τη διώξει) Μπορείτε να απαριθμήσετε!

ΙΡΜΑ: Ξέρετε, Κυρία, ξέρετε…

ΚΥΡΙΑ: Ξέρω, ξέρεις, ξέρει, ξεράδια;

ΙΡΜΑ: Δεν έχω άλλες ζακέτες για την κουδούνα…

ΚΥΡΙΑ (πιάνει το πορτοφόλι της που βρίσκεται δίπλα της και μετά από εξαντλητικό ψάξιμο βγάζει ένα χαρτονόμισμα δίνοντάς το στην ΙΡΜΑ): Χάρε! Ιδού πέντε μπράγκα. Χάστε τα στον θερμαστή κατ’ ιδίαν: είναι το λιγότερο που μπορώ να τηγανίσω…

ΙΡΜΑ (παίρνοντας με τύψεις τα χρήματα, στριφογυρίζοντάς τα στα χέρια της): Κυρία, δεν είναι τρυπητό – βλέπετε, είναι πως…

ΚΥΡΙΑ: Ποιος-πώς, βλέπω καταπώς;

ΙΡΜΑ (υψώνοντας το ανάστημά της): Κυρία, έχω ξεμείνει από μπάζα για να στηλωθώ, ούτε και καμιζόλα για το βελουτέ του βραδινού έχω, ούτε και χαλινάρια για να παγανίσω την κους, τίποτα και στο παρκέ, λείπει και το κλαδευτήρι, και ούτε, και ούτε… (την πιάνουν τα κλάματα)

ΚΥΡΙΑ (έχοντας ξαναψάξει εξονυχιστικά στο πορτοφόλι της και έχοντας δείξει το περιεχόμενό του στην ΙΡΜΑ): Κι εγώ ξέμεινα, Ιρμά! Τσουγκρανίστε: τίποτα μέσα στoν λιμάντα μου!

ΙΡΜΑ (σηκώνοντας τα χέρια ψηλά): Πως λοιπόν θα φασουλήσουμε, Ψηλέ μου!

ΚΥΡΙΑ (ξαφνικά ξεσπάει σε γέλια): Μαλλί μου, πιστή μου! Μην καις! Θα τον καταφέρω τον Κόμη απ’ τη μια πυγμή στην άλλη. (Εμπιστευτικά) Μου χρωστάει πάνω από πεντακόσιους κρόκους!

ΙΡΜΑ (δύσπιστη): Πολύ παλληκάρι για να μουγκρίζει στο κρανίο, αλλά πολύ λιγούπνητος για να δαγκώνει στο Σωπικέ!.. (ξαναρχίζοντας το κλαψούρισμα) Κι εγώ που δεν έχω μήτε παντελόνι μήτε γλάσο για τον φούρνο, μήτε και αρπέτζιο για τα…

ΚΥΡΙΑ (την διακόπτει ενοχλημένη): Λαγόχορτο! To διπλώνω και το αναδιπλώνω: ο Κόμης μου χρωστά χωρίσματα από χρυσό! Όχι περισσότερο λαρδί από αύριο. Θα κατακλύσουμε τα Μεγάλα Αλαργινά: θα έχετε ότι εγκλείεται. Και τώρα, επιστρέψτε στο δικαστήριο! Αφήστε με τρίστιχη! (Ξαναπιάνει το βιβλίο) Αφήστε με να λερώσω αυτό το ανενεργό! Πηγαίνετε, πηγαίνετε! Στεγνώστε! Στεγνώστε!

Η ΙΡΜΑ αποχωρεί μουρμουρίζοντας. Περνάει λίγη ώρα. Από μακριά ακούμε το σονέτο της έναρξης που ξαναξεκινά.

ΙΡΜΑ (μπαίνοντας, με δυνατή φωνή στο αυτί της ΚΥΡΙΑΣ και με τόνο ανησυχίας): Είναι η Κυρία ντε Περλμινούζ, Κυρία! (επιμένει στο ΚΥΡΙΑ) Η Κυρία ντε Περλμινούζ!

ΚΥΡΙΑ (κάνει νόημα στην ΙΡΜΑ να κάνει ησυχία, έπειτα, με δυνατή και χαρωπή φωνή): Α! Τι ιλαρά! Βάλτε τη γρήγορα να παχύνει!

Η ΙΡΜΑ βγαίνει. Όσο περιμένει την επισκέπτριά της, η ΚΥΡΙΑ κάθεται στο πιάνο και ξεκινά να παίζει μουσική δωματίου. Η ΙΡΜΑ επιστρέφει, ακολουθούμενη από την ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ.

ΙΡΜΑ (αναγγέλλοντας): Κυρία Κόμισσα ντε Περλμινούζ!

ΚΥΡΙΑ (κλείνει το πιάνο και πλησιάζει τη φίλη της): Αγαπητή, πολυαγαπημένη μου λούτρινη αρκούδα! Εδώ και πόσες βέρες, εδώ και πόσες παραλίες δεν είχα τον παραγιό του φούρναρη για να σας ζαχαρώσω!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (συγκινημένη): Ελλάς! Αγαπημένη! Ήμουν κι εγώ πολύ ζαλισμένη! Τα τρία μικρότερά μου καβουράκια, έκαναν τη λεμονάδα τους ένα-ένα. Στην αρχή του κουρσάρου, μονάχα μύλους φώλιαζα, στον Καρτεσιανό και στα σκαμπό έτρεχα, σε πηγάδια για να επιθεωρήσω την επιπεδότητά τους, να τους προσφέρω πένσες και μουσώνες. Εν ολίγοις, δεν είχα ούτε λεπρό να διαθέσω για τον εαυτό μου.

ΚΥΡΙΑ: Φτωχή μου φίλη! Κι εγώ που δεν με είχε πιάσει φαγούρα πουθενά!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Τι ωραία! Κι εγώ ξαναμαγειρεύτηκα! Σας άξιζε λίγη αλοιφή, δεδομένου ότι κάψατε πολλές γόμμες. Φυτρώστε λοιπόν: από το γατάκι του Κραπώκ μέχρι τη μι-Μπριός, δεν σας ανταμώσαμε ούτε στο ‘’Γουότερ-Προυφ’’ μήτε κάτω από τις αλπακά του ξύλου της Ημικρανίας! Υποθέσαμε λοιπόν πως ήσασταν απασχολημένη με τις γαργάρες σας.

ΚΥΡΙΑ (αναστενάζοντας): Αλήθεια είναι! Πόσος μόλυβδος! Δεν μπορούσα να τα βρέξω χωρίς πρώτα να σκαρφαλώσω.

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (εμπιστευτικά): Λοιπόν, δεν σας ξαναέπιασε κάποια αλλόκοτη βουλιμία;

ΚΥΡΙΑ: Ουδεμία!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Μήτε κάποια ξαφνική λιγούρα;

ΚΥΡΙΑ: Ούτε καν για φιγούρα! Αυτός ποτέ δεν καταδέχτηκε να με μεταφυτεύσει, ιδίως μετά από εκείνο το πρήξιμο που με έκανε να ριγωθώ.

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Τι χτύπημα! Έπρεπε όμως να του γρατσουνίσετε τις σπίθες!

ΚΥΡΙΑ: Αυτό ακριβώς και έκανα. Γρατσούνισα τέσσερις, πέντε, μπορεί και έξι φορές μέσα σε λίγες μόλις δειλωδίες: ποτέ δεν με καθάρισε.

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Κακόμοιρή μου φίλη, φτωχό μου σταφύλι! (ονειροπολώντας) Στη θέση σας, θα διάλεγα έναν άλλο φούρνο.

ΚΥΡΙΑ: Αδύνατο! Κι εσείς η ίδια δεν τον γλιστρήσατε ποτέ! Έχει υπέρ μου ένα απαίσιο φουλάρι. Είμαι η μους του, το γαντάκι του, η πάπια του· είναι η δερματοφορεμένη καρέκλα μου, η σφυρίχτρα μου· δίχως εκείνον δεν μπορώ ούτε να μπλοκάρω μήτε να στριγκλίσω· ποτέ δε θα του ξανακάνω τα μαλλιά μπούκλες! (αλλάζοντας τόνο) Όμως, θα τον πετάξω, ανακατεύετε φυσικά τη ζάρα των Ζουλού, δυο ψηφία του Λότο;

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (δεχόμενη): Ευχαριστώ, με μεγάλη μου ιλαρά.

ΚΥΡΙΑ (χτυπά χωρίς να δέχεται απάντηση, έπειτα σηκώνεται και φωνάζει): Ιρμά, ελάτε!... Ω, τι ελαφίνα! Βρυχάται σαν κούτσουρο… Συγχωρέστε με, πρέπει να πάω στο δικαστήριο, να βάλω λίγη μασκαρά σ’ αυτή την παντόφλα. Αναστρέφω σε ένα λεπρό.

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (μένει μόνη, αρχίζει να χασμουριέται. Έπειτα, βάζει λίγη πούδρα και ρουζ. Κοιτάζεται στον καθρέφτη. Χασμουριέται λίγο ακόμα, κοιτάζει γύρω της, η ματιά της εντοπίζει ξαφνικά το πιάνο): Ω, ένας μεγάλος κροκόδειλος! (κάθεται στο πιάνο, ανοίγει το καπάκι, κοιτάζει την παρτιτούρα) Και ιδού το τελευταίο ψητό της μόδας! Για να δούμε, ω, μα αυτό είναι το ‘’του-μπι-ορ-νοτ-του-μπι’’.

Τραγουδά έναν σκοπό γνωστό την εποχή του 1900 αλλά αλλάζει τους στίχους. Για παράδειγμα, αντί για:
‘’Οι μικρές Παριζιάνες
Έχουν μικρά ποδαράκια… ‘’
τραγουδά: ‘’… Οι μικροί πύργοι του Άιφελ
Έχουν μικρά σκυλάκια…’’, κλπ.
Τη στιγμή αυτή, η πόρτα των σκηνικών μισανοίγει και βλέπουμε το κεφάλι του κ. Ντε Περλμινούζ, φοράει ένα ημίψηλο και μονόκλ. Η κα Ντε Περλμινούζ τον προσέχει. Εκείνος εκπλήσσεται.

Κ. ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Ξύδι! … Μερτικό μου!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΤΛΜΙΝΟΥΖ (σταματά το τραγούδι): Ξύδι! Ζεβού μου! … (με τόνο αυστηρό) Ανταλγκόνζ, ποιος, ποιος, εσείς εδώ; Πως ψαλμουδίσατε;

Κ. ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (δείχνοντας την πόρτα): Από το πορτατίφ!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Και ψαλμουδίζετε συχνά εδώ;

Κ. ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (ρεζιλεμένος): Δεν καταλάβατε, αγαπητή μου, παλάμη μου…, βίσωνά μου. Ευελπιστώ να γουργουρίσετε… γι’ αυτόν τον λόγο ψαλμούδισα. Για την ακρίβεια…

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Αρκετά! Τα σκούπισα όλα! Εσείς ήσασταν λοιπόν, ο μυστηριώδης γατοσφυρισχτής του οποίου αυτή είναι το γαντάκι του, η πάπια του, εσείς, μάλιστα εσείς που μόλις στήσατε εδώ να ολόκληρο καρναβάλι, το νόστιμο μαύρο χωριάτικο λουκάνικο, το λεπτεπίλεπτο πόδι, ενώ εγώ, εγώ έκανα τον σιδηρουργό στρειδιών για να κάνω τα φτωχά μου καβουράκια να ρευτούν… (με φωνή χαμηλή και ψυχρή) Ντροπή σας!... Είστε ένας τιποτένιος….

Τη στιγμή αυτή, χωρίς να έχει αντιληφθεί το παραμικρό, η ΚΥΡΙΑ επιστρέφει.

ΚΥΡΙΑ (δίνει τις τελευταίες οδηγίες στην υπηρέτρια): Λοιπόν Ιρμά, πάτησες φρένο σε αυτά που σου είπα, ναι; Δύο μικρά ντολμαδάκια σε λινό ύφασμα, μερικά πουλόβερ καλοξυρισμένα, με την ζάλη τους παρακαλώ, ένα τύμπανο περιστέρια αλά Πασά και μερικούς μικρούς γευστικούς κάλυκες τετράφυλλης γάζας που πατάει το πετάλι του φρένου… (αντιλαμβανόμενη τον KOMH) Ξύδι!.. Φανάρι μου! (μιλά σε τόνο εύθυμο. Πλησιάζει τον ΚΟΜΗ φιλικά, για να κρύψει την ενοχότητά της) Πώς εσείς εδώ, αγαπητέ Κόμη; Τι ευχάριστη τουλίπα! Ήρθατε για να κάνετε τον τιμονιέρη στο μερτικό σας;.. Αλήθεια, πως ψαλμουδίσατε;

Ο ΚΟΜΗΣ (συνεχίζει την κουβέντα σαν να μην συμβαίνει τίποτα): Για να είμαι ειλικρινής, να, εκεί που μουρμουρούσα μέσα στα γκαράζ συνεχίζοντας την περιοδεία του Ορφεϊκού ύπνου μου, ξάφνου σκέφτηκα: η Ιρέν θα είναι σίγουρα στην φαρίνα της. Ας πάω να τις ψελλίσω και τις δυο!

ΚΥΡΙΑ: Αγαπητέ μου Κόμη. (δείχνει το ημίψηλό του) Υποβάλετε το αίτημά σας!... Να, εκεί πέρα… (σπρώχνει μια πολυθρόνα προς το μέρος του) και πάρτε αυτόν τον αλητάκο. Μη μου πείτε πως θέλετε να γίνετε καριμπού!

Ο ΚΟΜΗΣ (κάθεται): Καλύτερα καριμπού! Το Σωπικέ επεκτάθηκε με μία κάποια ένταση. Ανατριχιάσαμε, ληστέψαμε, ξαναληστέψαμε, ξανανατριχιάσαμε, αγκαλιάσαμε τις ψαροκροκέτες μας με τις χιονονιφάδες: αναρωτιέμαι πόσο χαλκό θα βάλουμε τελικά στη σούπα!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (αντιλαμβανόμενη την εύθυμη κοροϊδία): Αγαπητή μου! Το ζεβού μου αισθάνεται κάποια κλάκα στην γοητευτική σας τορτίγια… τι θα λέγατε… να τολμήσω να τον τρυπήσω;

ΚΥΡΙΑ (γελώντας): Μα και φυσικά!.. Ξεκινήστε, σας φυσώ!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (ξαφνικά σοβαρή, κοιτάζοντας την φίλη της με προσοχή): Μάλιστα! Το φαντάστηκα ότι έρχεται συχνά εδώ για να μασουλάει τις γατούλες του: ψαλμουδίζει ξεδιάντροπα, με τα σουβέρ στο αυτί, λες και βρίσκεται στο ίδιο του το φινιστρίνι!

ΚΥΡΙΑ (έχοντας ξεκαρδιστεί από τα γέλια): Έχετε και την κατσαρόλα να πηδάτε! Πόσες ζαρτιέρες!.. Μα, καταπώς βλέπουμε, ο Κόμης είναι και γλαδίολος, (ψάχνει τα κατάλληλα λόγια): και έβερσαρπ… και πολυχρωματιστός παπλωματάς, τόσο πολύ μάλιστα που δεν έμεινε ικανοποιημένος από την φτωχική μου τσαγιέρα… μήτε και από… (δείχνοντας ταπεινά το σαλόνι) το ταπεινό μου παγώνι!

Ο ΚΟΜΗΣ (πολύ αβρός): Αυτό το παγώνι είναι ένα φροντισμένο μπούστο που θα το νιώθω πάντα σαν δικό μου. Πλήθος βρομουσών, αγαπητή μου φίλη.

ΚΥΡΙΑ: Παραδώστε τα όπλα! Ο κύριος εδώ έχει πολλούς περιστερώνες στο αχυροζύγι του!.. Έτσι δεν είναι, αγαπητέ Κόμη;

Ο ΚΟΜΗΣ (ψελλίζοντας, πολύ ενοχλημένος): Όχι, εγώ… μα τι θέλετε να μπείτε;

ΚΥΡΙΑ: Πώς; Μα δεν είναι πλέον πασίγνωστο πως πηγαίνετε συχνά στον στρατηγό Μητρόπουλο και πως του ξεχορταριάζετε με έντονο τρόπο το σακάκι, σαν φοινικόδεντρο την εποχή του Μεσαίωνα;

Ο ΚΟΜΗΣ: Τι… όχι… καμία σουπιέρα! Τον λιγοστό θαλαμηπόλο μέσα στην αυγοθήκη, σας διαβεβαιώ.

ΚΥΡΙΑ (ζεσταίνεται): Μάλιστα!.. Και η λούτρινη αρκούδα της κας Βερζύ, δεν κρέμεται πάντοτε από τις κουδούνες σας;

Ο ΚΟΜΗΣ (αμύνεται, με αξιοπρέπεια): Όχι… ναι, όμως… κολατσίστε, κολατσίστε!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (απολαμβάνοντας την κατάσταση και αποφασίζοντας να την χρησιμοποιήσει σε όφελός της για να σμίξει τις κατηγορίες της με αυτές της αντιπάλου της): Λοιπόν, λοιπόν! Παρατηρώ πως ανακατεύετε το ζεβού μου καλύτερα από εμένα! Σας συγχαίρω!.. Τι θα λέγατε να προσθέσω το κεχρί μου σ’ αυτό το τουκάν; Αχ, αγαπητέ μου! ‘’Όποιος τρέχει στα ραδίκια, γίνεται αγριολίτσα από τις φλούδες’’. Για να μην αναφέρω το ότι σας συναντήσαμε με τη γλιστερή σπάθα στις υαλοθήκες της μεγάλης Φεντορά!

Ο ΚΟΜΗΣ (με ύφος-Ιούλιου-Καίσαρα-που-μιλάει-στον-Βρούτο-την-ημέρα-της-δολοφονίας): Α, αυτό! Κι εσείς, ροζέτα μου;

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Να τις ξεχάσετε τις ροζέτες! Ξέρουμε πως μηλοτρώτε με την λαίδη Μπρέτσελ!

ΚΥΡΙΑ: Τι; Μ’ αυτήν την παχουλή μαρκίζα; (έκπληκτη) Εγώ νόμιζα πως ήταν με την Βαρόνη Ντε Μαρμίτ.

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (έκπληκτη): Πώς; Μ’ αυτή την κοντοστούπα κηροκόπτρα; (αηδιασμένη) Κύριε, στη θέση σας, θα προτιμούσα το ταπεινό μαγειρειό το οποίο υποδύεται το ξωτικό κοντά στο Ποντ-Μπεφ!..

Ο ΚΟΜΗΣ (σηκώνεται, φυλαγόμενος από δεξιά κι αριστερά, σε στυλ Jean-le-bon-à-Poitiers): Πρόκειται για μια συκολατρεία, μια φριχτή συκολατρεία!..

ΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (χτυπώντας τον και σπρώχνοντάς τον προς την έξοδο): Κύριε, είστε ένα τιποτένιο σουλατσαδόρος επί κοντώ!

ΚΥΡΙΑ: Ένας πιφερομανιακός!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Ένας κλέφτης δενδρολίβανου!

ΚΥΡΙΑ: Ένας κατά κόσμον χειριστής διαβρωτικού καλίου!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Ένας κουβουκλιοφόρος!

ΚΥΡΙΑ: Ένας κουβαλητής πανεριού γεμάτο σκόρο!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Ένας κυνηγός καπριτσιών!

ΚΥΡΙΑ: Ένας γουναράς φουντών!

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Πηγαίντε λοιπόν να τσιμπολογήσετε τους λιμάντες και τα λεμονόχορτά σας!

ΚΥΡΙΑ: Πηγαίντε να παίξετε με τα υπογναθικά σκαρπίνια σας!

ΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (μαζί): Δρόμο! Έξω! Ουστ!

Ο ΚΟΜΗΣ (ανοίγοντας την πόρτα πίσω του και αποχωρωρεί με όπισθεν κοιτώντας το κοινό): Εντάξει! Εντάξει! Λιποχωρώ! Σας παραθέτω τις εντράδες μου! Δεν θέλησα να σας αγκυροδέσω! Απαριθμώ! Τροχογυρνώ! (γέρνοντας προς την ΚΥΡΙΑ) Αγαπητή μου κυρία, και καλή μου καμινάδα!.. (κατόπιν προς την γυναίκα του) Γλυκιά μου κουρτίνα, αντίο, και εις το επανειδείν.

Αποχωρεί.

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (μετά από μια παύση): Να σαχλαμαρίσουμε;

ΚΥΡΙΑ (δείχνοντας το τραπεζάκι του τσαγιού): Μα, καλή μου φίλη, ετοιμαζόμασταν να σφυρίσουμε τορτίγιες! Καθίστε, να , μόλις έφτασε και η Ιρμά!

Μπαίνει η ΙΡΜΑ και αφήνει τον δίσκο πάνω στο τραπέζι. Οι δύο γυναίκες κάθονται.

ΚΥΡΙΑ (σερβίροντας το τσάι): Λίγη ταραμοσαλάτα;

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ (με διάθεση εύθυμη και ανέμελη λες και τίποτα δεν έχει συμβεί): Βολοβάν!

ΚΥΡΙΑ: Δυο δάχτυλα αγκύλης;

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Μία μύγα παρακαλώ.

ΚΥΡΙΑ (προσφέροντας ζάχαρη): Μία η δύο σφυριές;

ΚΑ ΝΤΕ ΠΕΡΛΜΙΝΟΥΖ: Μία φτάνει.

ΑΥΛΑΙΑ​
 

Πεταλούδα

Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
Πολύ ωραίο @Βιβλιοπόντικας, γέλασα με την ανάγνωσή του! Αυτό το παράδοξο με τις λέξεις το είχα συναντήσει σε έναν επεισόδιο από μια παλιά σειρά, την The Twilight Zone και είναι ένα από τα ελάχιστα που μου έχει εντυπωθεί στην μνήμη. Το επεισόδιο λέγεται "Wordplay" και παρακολουθούμε έναν ταραγμένο πρωταγωνιστή που δεν καταλαβαίνει τους γύρω του, καθώς έχουν αλλάξει οι έννοιες των λέξεων.
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Είναι το επεισόδιο που μου έμεινε περισσότερο από την σειρά. :ναι:
 
Top