Δίνω στον εαυτό μου την πολυτέλεια να παίζει ένα παιχνίδι στο PS4. Και στον γιο μου να παίζει ένα σωρό. Ακούγοντάς τον να μιλάει με τους Έλληνες συμπαίκτες του online, διασκεδάζω με την αυθόρμητη αργκό, την οποία μπορώ να παρακολουθήσω σε μεγάλο βαθμό ("Μεϊνάρω Thermite!")
Πιστεύω πως κάποιες λέξεις και φράσεις αυτής της αργκό έχουν γενικότερη χρήση και όχι σε ένα μόνο παιχνίδι. Σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για αγγλικές λέξεις εξελληνισμένες και ρήματα σε -άρω τα οποία έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα να δίνουν παράγωγα (νερφάρω -> νερφαρμισμένος) Εδώ μερικές κι όποιος θέλει συμπληρώνει.
έι εφ κέι (από το Αγγλικό AFK : Away From Keyboard) : λέγεται για ήρωα που μένει άπραγος επειδή ο παίκτης που τον χειρίζεται έχει απομακρυνθεί από τον υπολογιστή ή την κονσόλα, ασχέτως εάν η δεύτερη δεν έχει πληκτρολόγιο.
Παράδειγμα: Ρε συ, αυτός είναι έι εφ κέι!
νερφάρω (από το Αγγλικό nerf) : ελαττώνω την ισχύ από κάτι ή κάποιον αλλάζοντας τα τεχνικά του χαρακτηριστικά. Π.χ. κάποιο όπλο έκανε μια ζημιά α και σε νεότερη έκδοση του παιχνιδιού κάνει λιγότερη. Παράγωγο: νερφαρισμένος αλλά σαν ουσιαστικό μάλλον νερφ
Παραδείγματα: Έφαγε νερφ το tactical SMG. (Fortnite) / Νερφάρανε τον γιατρό. (Dead by Daylight)
καμπάρω (από το Αγγλικό to camp) : μένω σε συγκεκριμένο μέρος που μου δίνει τακτικό πλεονέκτημα, συμπεριφορά που ενίοτε θεωρείται ελαφρώς αντιαθλητική.
Παράδειγμα: Μην έρθεις προς τα εδώ, με έχει καμπάρει ο killer! (Dead by Daylight)
καμπερώνομαι (μάλλον από το Αγγλικό to camp και πάλι) : κρύβομαι κάπου ειδικά όταν θα έπρεπε να είμαι ενεργός και σε κίνηση.
Παράδειγμα: Σταμάτα να καμπερώνεσαι κι έλα να βοηθήσεις.
κουβαλάω (κάποιον) : έχω καλύτερη επίδοση από κάποιον συμπαίκτη, πράγμα που μοιάζει πως τον κουβαλάω στην πλάτη. Λέγεται και για όλη την ομάδα.
Παράδειγμα: Σας κουβάλησα σήμερα: έχω πάρει όλα τα kills. (Rainbow Six Siege)
λουτάρω (από το Αγγλικό to loot) : λεηλατώ, μαζεύω όπλα και χρήσιμα αντικείμενα.
Παράδειγμα: Μισό λεπτό, λουτάρω κι έρχομαι. (Fortine)
μεϊνάρω (κάποιον ήρωα του παιχνιδιού) : συνηθίζω να παίζω κάποιον συγκεκριμένο ήρωα. Συχνά έχουμε την επιλογή και παίζουμε με μια πληθώρα από διαφορετικούς ήρωες. Ενίοτε συνηθίζουμε να παίζουμε έναν συγκεκριμένο, ενδεχομένως για να τον δυναμώσουμε και να έχουμε έτσι πλεονέκτημα.
Παράδειγμα: Πήρα Twitch αλλά μεϊνάρω Thermite. (Rainbow Six Siege)
μπαφάρω (από το Αγγλικό buff) : αυξάνω την ισχύ από κάτι ή κάποιον αλλάζοντας τα τεχνικά του χαρακτηριστικά (αντίθετο του νερφάρω). Παράγωγο: μπαφαρισμένος αλλά σαν ουσιαστικό μάλλον μπαφ.
Παράδειγμα: Μπάφαραν το νέο AR. (Fortnite)
νουμπάς (από το Αγγλικό noob) : νέος, αρχάριος, άσχετος.
Παράδειγμα: Είσαι πολύ νουμπάς, ρε φίλε!
όου-πι (από το Αγγλικό OP < Overpowered) : πανίσχυρος. Λέγεται για αντικείμενα ή χαρακτήρες.
Παράδειγμα: Έχουν μπαφάρει τον killer κι έχει γίνει όου-πι. (Dead by Daylight)
σμερφάρω (από το Αγγλικό to smurf) : μπαίνω σε παιχνίδι που γνωρίζω ως διαφορετικός παίκτης, από διαφορετικό λογαριασμό, πιο αδύναμο, ώστε να αντιμετωπίσω πιο αδύναμους παίκτες με τις πιο ανεπτυγμένες μου δεξιότητες έχοντας έτσι το πλεονέκτημα. Ουσιαστικό: σμερφ
σπονάρω (από το Αγλλικό to spawn) : εμφανίζομαι μέσα στην πίστα, ειδικά σε τυχαία θέση. Συχνά συμβαίνει όταν ένας ήρωας "πεθάνει" και ξαναεμφανιστεί στην πίστα, για να συνεχίσει το παιχνίδι. Μπορεί να αφορά και αντικείμενα:
Παράδειγμα: Ψάξε να βρεις πού σπόναρε το hatch! (Dead by Daylight)
τζι-τζι (από το Αγγλικό GG < Good Game) : καλό παιχνίδι (επαινετικά)
χέντα (από το Αγγλικό headshot) : βολή στο κεφάλι που επιφέρει ακαριαίο θάνατο.
Παράδειγμα: Έφαγε χέντα! (Fortnite)
Πιστεύω πως κάποιες λέξεις και φράσεις αυτής της αργκό έχουν γενικότερη χρήση και όχι σε ένα μόνο παιχνίδι. Σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για αγγλικές λέξεις εξελληνισμένες και ρήματα σε -άρω τα οποία έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα να δίνουν παράγωγα (νερφάρω -> νερφαρμισμένος) Εδώ μερικές κι όποιος θέλει συμπληρώνει.
έι εφ κέι (από το Αγγλικό AFK : Away From Keyboard) : λέγεται για ήρωα που μένει άπραγος επειδή ο παίκτης που τον χειρίζεται έχει απομακρυνθεί από τον υπολογιστή ή την κονσόλα, ασχέτως εάν η δεύτερη δεν έχει πληκτρολόγιο.
Παράδειγμα: Ρε συ, αυτός είναι έι εφ κέι!
νερφάρω (από το Αγγλικό nerf) : ελαττώνω την ισχύ από κάτι ή κάποιον αλλάζοντας τα τεχνικά του χαρακτηριστικά. Π.χ. κάποιο όπλο έκανε μια ζημιά α και σε νεότερη έκδοση του παιχνιδιού κάνει λιγότερη. Παράγωγο: νερφαρισμένος αλλά σαν ουσιαστικό μάλλον νερφ
Παραδείγματα: Έφαγε νερφ το tactical SMG. (Fortnite) / Νερφάρανε τον γιατρό. (Dead by Daylight)
καμπάρω (από το Αγγλικό to camp) : μένω σε συγκεκριμένο μέρος που μου δίνει τακτικό πλεονέκτημα, συμπεριφορά που ενίοτε θεωρείται ελαφρώς αντιαθλητική.
Παράδειγμα: Μην έρθεις προς τα εδώ, με έχει καμπάρει ο killer! (Dead by Daylight)
καμπερώνομαι (μάλλον από το Αγγλικό to camp και πάλι) : κρύβομαι κάπου ειδικά όταν θα έπρεπε να είμαι ενεργός και σε κίνηση.
Παράδειγμα: Σταμάτα να καμπερώνεσαι κι έλα να βοηθήσεις.
κουβαλάω (κάποιον) : έχω καλύτερη επίδοση από κάποιον συμπαίκτη, πράγμα που μοιάζει πως τον κουβαλάω στην πλάτη. Λέγεται και για όλη την ομάδα.
Παράδειγμα: Σας κουβάλησα σήμερα: έχω πάρει όλα τα kills. (Rainbow Six Siege)
λουτάρω (από το Αγγλικό to loot) : λεηλατώ, μαζεύω όπλα και χρήσιμα αντικείμενα.
Παράδειγμα: Μισό λεπτό, λουτάρω κι έρχομαι. (Fortine)
μεϊνάρω (κάποιον ήρωα του παιχνιδιού) : συνηθίζω να παίζω κάποιον συγκεκριμένο ήρωα. Συχνά έχουμε την επιλογή και παίζουμε με μια πληθώρα από διαφορετικούς ήρωες. Ενίοτε συνηθίζουμε να παίζουμε έναν συγκεκριμένο, ενδεχομένως για να τον δυναμώσουμε και να έχουμε έτσι πλεονέκτημα.
Παράδειγμα: Πήρα Twitch αλλά μεϊνάρω Thermite. (Rainbow Six Siege)
μπαφάρω (από το Αγγλικό buff) : αυξάνω την ισχύ από κάτι ή κάποιον αλλάζοντας τα τεχνικά του χαρακτηριστικά (αντίθετο του νερφάρω). Παράγωγο: μπαφαρισμένος αλλά σαν ουσιαστικό μάλλον μπαφ.
Παράδειγμα: Μπάφαραν το νέο AR. (Fortnite)
νουμπάς (από το Αγγλικό noob) : νέος, αρχάριος, άσχετος.
Παράδειγμα: Είσαι πολύ νουμπάς, ρε φίλε!
όου-πι (από το Αγγλικό OP < Overpowered) : πανίσχυρος. Λέγεται για αντικείμενα ή χαρακτήρες.
Παράδειγμα: Έχουν μπαφάρει τον killer κι έχει γίνει όου-πι. (Dead by Daylight)
σμερφάρω (από το Αγγλικό to smurf) : μπαίνω σε παιχνίδι που γνωρίζω ως διαφορετικός παίκτης, από διαφορετικό λογαριασμό, πιο αδύναμο, ώστε να αντιμετωπίσω πιο αδύναμους παίκτες με τις πιο ανεπτυγμένες μου δεξιότητες έχοντας έτσι το πλεονέκτημα. Ουσιαστικό: σμερφ
σπονάρω (από το Αγλλικό to spawn) : εμφανίζομαι μέσα στην πίστα, ειδικά σε τυχαία θέση. Συχνά συμβαίνει όταν ένας ήρωας "πεθάνει" και ξαναεμφανιστεί στην πίστα, για να συνεχίσει το παιχνίδι. Μπορεί να αφορά και αντικείμενα:
Παράδειγμα: Ψάξε να βρεις πού σπόναρε το hatch! (Dead by Daylight)
τζι-τζι (από το Αγγλικό GG < Good Game) : καλό παιχνίδι (επαινετικά)
χέντα (από το Αγγλικό headshot) : βολή στο κεφάλι που επιφέρει ακαριαίο θάνατο.
Παράδειγμα: Έφαγε χέντα! (Fortnite)
Last edited: