Τις προάλλες προάλλες είδα την παράσταση Ο θανατος του εμποράκου του Άρθουρ Μιλλερ, με τον Βλαδιμηρο Κυριακίδη στον βασικό ρόλο του Γουίλλυ Λόουμαν και την γυναίκα του (στη ζωή) Εφη Μουρίκη, να υποδύεται τη σύζυγό του (Λίντα). Επέλεξα να δω το έργο, για δυο λόγους. Ο πρωτος ήταν γιατί είδα σε όνειρο τον εαυτό μου επι της σκηνης, ως παρατηρητής, να περιμένει την έναρξη της παράστασης, κάπου χωμένη, καθισμένη σε ένα πέτρινο, λευκό bench. Ο δευτερος ειχε να κάνει με την ανάμνηση της ίδιας της ταινίας, που είχα δει ως
παιδί κι έχει ιδιαιτερη σημασία για μενα.
Δεν θα σχολιάσω τα της παράστασης, πέραν του ότι το εργο δειχνει πια τα χρόνια του, αλλά καποιες σκέψεις μου κατά τη διάρκεια της παράστασης, όσο και μετά
Αρχικά, με εντυπωσιάζει το γεγονός των δυο παραστάσεων την ίδια μέρα, πάνω σε ένα τόσο έντονο κείμενο, οπου οι συναισθηματικές εντάσεις κι εναλλαγές είναι διαρκείς και –κατά βάση- μαυρες και ψυχοφθόρες. Σκεφτομουν, μετά το τέλος, πόσο ευκολο είναι να αδειασει ο ηθοποιος, να ηρεμησει, ώστε να ξαναμπει στον ιδιο κόσμο πάλι, μια ώρα μετα;!;! Και πόσο από όλο αυτό κουβαλάει μέσα του και μετά την ολοκλήρωση της μερας; Ή, για πόσο καιρό μετά;! Και κυρίως, με ερμηνείες που, βλέπεις, είναι σχεδόν σαρωτικές.
Το δευτερο πράγμα που σκεφτόμουν, σε όλη τη διάρκεια, ηταν η αντιστοιχη ερμηνεία του Ντάστιν Χοφμαν, ενός ανθρώπου του οποιου το φυζίκ απεχει έτη φωτός από τον Κυριακίδη. Πιο μικροκαμωμένος, πιο γλυκοφτιαγμένος στα χαρακτηριστικά. Στο δικό μου συνειδητο, ο εμποράκος ήταν η μορφή του Χόφμαν και όσο μου ερχονταν θραυσματα της ταινίας στον νου, στις σκηνές έντασης ή διαπληκτισμών, συνειδητοποιούσα πόσο δυο διαφορετικές μορφές μπορουν να αποδώσουν τον ίδιο χαρακτήρα, ως γενικότερη παραδοχή μου αυτό, και πώς δυο διαφορετικες κοψιες ανδρών ηθοποιών, μπορουν να αποδωσουν με την ίδια ακρίβεια, το portrayal του ρόλου.
Κοινοτοπίες, ναι, οι οποιες διεκόπησαν, όταν κατέληξα σε ένα μαγαζί που φαινεται να μην εχει ξεκολλήσει από τα 00’s ακόμη, δηλαδή, ελεος, ρε παιδια!