Με αφορμή το νήμα της Λορένας για την αιγυπτιακή γραφή, ακολουθεί μια πολύ σύντομη και συνοπτική παρουσίαση των αιγυπτιακών ιερογλυφικών, μιας γραφής που απασχόλησε πολύ τους αιγυπτιολόγους και γλωσσολόγους για πάρα πολλά χρόνια. Μιας και το θέμα των ιερογλυφικών είναι εκτενέστατο και χρήζει ειδικής μελέτης, εδώ παρουσιάζω ένα μικρό δείγμα αυτών, προκειμένου να κατανοήσετε λίγο την δομή της συγκεκριμένης γραφής.
Η Αιγυπτιακή γραφή ανακαλύφθηκε περίπου το 3000 π.Χ., όταν συστάθηκε το αιγυπτιακό κράτος και η Άνω και Κάτω Αίγυπτος ενωθήκανε. Για μεγάλο χρονικό διάστημα τα ιερογλυφικά αποτελούντο από περίπου 1000 σύμβολα, στυλιζαρισμένους ανθρώπους, ζώα, φυτά, εργαλεία κτλ. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε μόνο κατά την Ύστερη Περίοδο.
Ο όρος «ιερογλυφικά» προέρχεται από τις λέξεις «ιερές γλυφές» (=γραφές). Οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν τα ιερογλυφικά «Λόγοι του Θεού», αφιερώνοντας την εφεύρεσή τους στον θεό της σοφίας Θοθ, και είχαν μάλιστα και την δική τους θεά της γραφής την Σεσάτ.
Τα ιερογλυφικά χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο στην επιγραφή μνημείων, για να λαξευτούν κείμενα τα οποία θα διαρκούσαν αιώνια. Με τη χρήση καλαμιών, οι Αιγύπτιοι έγραφαν σε πάπυρο, σε μια ρέουσα, καλλιγραφική μορφή ιερογλυφικών. Αυτή η γραφή ονομάζονταν ιερατική. Εκτός από αυτήν, στην Ύστερη Περίοδο, υπήρξε και μία πιο ευχερής γραφή, δημοτική, η οποία χρησιμοποιούνταν σε έγγραφα και λίστες.
Παρόλο που αποκαλούνταν «ιερή», η γραφή εφευρέθηκε για καθαρά πρακτικούς λόγους. Η οργάνωση μιας αχανούς αυτοκρατορίας, κατέστησε απαραίτητη την καταγραφή και διατήρηση γεγονότων καθώς επίσης και την επικοινωνία με ανθρώπους σε μακρινά μέρη.
Αρχικά, οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν εικονικές αναπαραστάσεις, τα λεγόμενα ιδεογράμματα (η απεικόνιση ενός αντικειμένου που επεξηγεί την ιδέα την οποία αναπαριστά). Τρία ζωγραφιστά δοχεία δήλωναν την φορολογική συνεισφορά στον Φαραώ τριών δοχείων με λάδι. Για δέκα δοχεία, δέκα γραμμές μπορούσαν να τοποθετηθούν δίπλα σε ένα δοχείο. Για χίλια, όμως, αυτό δεν ήταν πρακτικό. Τα ονόματα αυτών που χρωστούσαν φόρο, ακόμη και των ίδιων των Φαραώ, ήταν επίσης δύσκολο να αποτυπωθούν. Παρόλα αυτά, μια ιδιοφυής ανακάλυψη βοήθησε με κάποιο τρόπο. Για την αναπαράσταση πραγμάτων τα οποία ήταν δύσκολο να αποτυπωθούν, σχεδιάζονταν κάτι το οποίο ήταν ηχητικά παρόμοιο, και έτσι δεν μετρούσε πλέον η έννοια του συμβόλου, αλλά ο ήχος του. Για παράδειγμα, ο αριθμός 1000 και ο λωτός λέγονται και τα δύο «Kha», οπότε το φυτό σχεδιάζονταν έναντι του αριθμού 1000. Έτσι, 2000 δοχεία λαδιού μπορούσαν να αναπαρασταθούν με ένα δοχείο και δύο μίσχους λωτού. Το όνομα ενός από τους πρώτους βασιλείς «Narmer» σχεδιάζονταν με ένα ψάρι (nar) και ένα καλέμι (mer).
Το "στόμα" λεγόταν « ra” στα αιγυπτιακά, γι’αυτό και με την εικόνα του δείχνανε τον ήχο «r». Από αυτά τα είδη φωνογραμμάτων (η εικόνα που αναπαριστά συγκεκριμένο ήχο) συστάθηκε ένα αιγυπτιακό αλφάβητο 24 γραμμάτων, με το οποίο, για αρχή,μπορούσε να γραφτεί κάθε Αιγυπτιακή λέξη.
Η αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών
Δυστυχώς, οι Αιγύπτιοι γραφείς δεν ήταν ικανοποιημένοι με την χρήση των 24 αυτών φωνογραμμάτων. Έδωσαν λιγότερη αξία στην απλότητα ή σε ένα σύστημα που θα δουλεύει πραγματικά, παρά στις πιθανές διαφοροποιήσεις και στην οπτική ομορφιά, και κατά συνέπεια δημιουργούσαν όλο και περισσότερα σύμβολα με πολλαπλά σύμφωνα (π.χ. σύμβολα που αντιστοιχούσαν σε συνδυασμούς γραμμάτων) στην Ύστερη Περίοδο. Συνήθως, έγραφαν τα σύμφωνα, αφήνοντας έξω τα φωνήεντα, όπως στα Εβραικά και τα Ελληνικά. Το ιερογλυφικό για το «στόμα» μπορεί συνεπώς να διαβαστεί όχι μόνο ως «r», αλλά και ως «ra, re, ri, ro, ar, er, ir και or “ , το οποίο σημαίνει ότι δεν ξέρουμε επακριβώς πώς ακουγόταν η αιγυπτιακή γλώσσα. Έτσι, για να την προφέρουμε, οι Αιγυπτιολόγοι τοποθετούν πάντα ένα «e” μεταξύ των συμφώνων, εάν δεν υπάρχει φωνήεν. Ακριβώς επειδή χωρίς φωνήεντα πολλές λέξεις είναι παρόμοιες μεταξύ τους (πβ. τα αγγλικά band και bond), οι αρχαίοι γραφείς συνήθιζαν να τοποθετούν επεξηγηματικά σύμβολα, χωρίς φωνητική αξία, από δίπλα τους, εξηγώντας έτσι, ποια λέξη εννοούν ακριβώς.
Η αποκρυπτογράφηση γίνεται ακόμη δυσκολότερη από το γεγονός ότι οι λέξεις και προτάσεις δεν χωρίζονται ούτε με κενά, ούτε με σημεία στίξης και τα ιερογλυφικά μπορούν να γραφτούν από τα δεξιά προς τα αριστερά, από αριστερά προς δεξιά, ή από κάτω προς τα πάνω. Τα ιερογλυφικά για τα ζώα και τους ανθρώπους δείχνουν την κατεύθυνση του κειμένου, καθώς τοποθετούνταν πάντα στην αρχή της λέξης.
Η αντιπαράθεση των φωνογραμμάτων, των επεξηγηματικών συμβόλων και των ιδεογραμμάτων, από όπου ξεκίνησαν όλα, είναι πραγματικά περίπλοκη. Αυτός ο συνδυασμός ήταν, μεταξύ άλλων, που κατέστησε την αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών αδύνατη για πάρα πολλά χρόνια.
Τελικά, αποκρυπτογραφήθηκαν επιτυχώς μετά την ανακάλυψη της Στήλης της Ροζέττας το 1799, από τον Γάλλο φιλόλογο και αιγυπτιολόγο Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν.
Πηγή
Egypt: People-Gods-Pharaohs by Rose-Marie & Rainer Hagen
Η Αιγυπτιακή γραφή ανακαλύφθηκε περίπου το 3000 π.Χ., όταν συστάθηκε το αιγυπτιακό κράτος και η Άνω και Κάτω Αίγυπτος ενωθήκανε. Για μεγάλο χρονικό διάστημα τα ιερογλυφικά αποτελούντο από περίπου 1000 σύμβολα, στυλιζαρισμένους ανθρώπους, ζώα, φυτά, εργαλεία κτλ. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε μόνο κατά την Ύστερη Περίοδο.
Ο όρος «ιερογλυφικά» προέρχεται από τις λέξεις «ιερές γλυφές» (=γραφές). Οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν τα ιερογλυφικά «Λόγοι του Θεού», αφιερώνοντας την εφεύρεσή τους στον θεό της σοφίας Θοθ, και είχαν μάλιστα και την δική τους θεά της γραφής την Σεσάτ.
Τα ιερογλυφικά χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο στην επιγραφή μνημείων, για να λαξευτούν κείμενα τα οποία θα διαρκούσαν αιώνια. Με τη χρήση καλαμιών, οι Αιγύπτιοι έγραφαν σε πάπυρο, σε μια ρέουσα, καλλιγραφική μορφή ιερογλυφικών. Αυτή η γραφή ονομάζονταν ιερατική. Εκτός από αυτήν, στην Ύστερη Περίοδο, υπήρξε και μία πιο ευχερής γραφή, δημοτική, η οποία χρησιμοποιούνταν σε έγγραφα και λίστες.
Παρόλο που αποκαλούνταν «ιερή», η γραφή εφευρέθηκε για καθαρά πρακτικούς λόγους. Η οργάνωση μιας αχανούς αυτοκρατορίας, κατέστησε απαραίτητη την καταγραφή και διατήρηση γεγονότων καθώς επίσης και την επικοινωνία με ανθρώπους σε μακρινά μέρη.
Αρχικά, οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν εικονικές αναπαραστάσεις, τα λεγόμενα ιδεογράμματα (η απεικόνιση ενός αντικειμένου που επεξηγεί την ιδέα την οποία αναπαριστά). Τρία ζωγραφιστά δοχεία δήλωναν την φορολογική συνεισφορά στον Φαραώ τριών δοχείων με λάδι. Για δέκα δοχεία, δέκα γραμμές μπορούσαν να τοποθετηθούν δίπλα σε ένα δοχείο. Για χίλια, όμως, αυτό δεν ήταν πρακτικό. Τα ονόματα αυτών που χρωστούσαν φόρο, ακόμη και των ίδιων των Φαραώ, ήταν επίσης δύσκολο να αποτυπωθούν. Παρόλα αυτά, μια ιδιοφυής ανακάλυψη βοήθησε με κάποιο τρόπο. Για την αναπαράσταση πραγμάτων τα οποία ήταν δύσκολο να αποτυπωθούν, σχεδιάζονταν κάτι το οποίο ήταν ηχητικά παρόμοιο, και έτσι δεν μετρούσε πλέον η έννοια του συμβόλου, αλλά ο ήχος του. Για παράδειγμα, ο αριθμός 1000 και ο λωτός λέγονται και τα δύο «Kha», οπότε το φυτό σχεδιάζονταν έναντι του αριθμού 1000. Έτσι, 2000 δοχεία λαδιού μπορούσαν να αναπαρασταθούν με ένα δοχείο και δύο μίσχους λωτού. Το όνομα ενός από τους πρώτους βασιλείς «Narmer» σχεδιάζονταν με ένα ψάρι (nar) και ένα καλέμι (mer).
Το "στόμα" λεγόταν « ra” στα αιγυπτιακά, γι’αυτό και με την εικόνα του δείχνανε τον ήχο «r». Από αυτά τα είδη φωνογραμμάτων (η εικόνα που αναπαριστά συγκεκριμένο ήχο) συστάθηκε ένα αιγυπτιακό αλφάβητο 24 γραμμάτων, με το οποίο, για αρχή,μπορούσε να γραφτεί κάθε Αιγυπτιακή λέξη.
Η αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών
Δυστυχώς, οι Αιγύπτιοι γραφείς δεν ήταν ικανοποιημένοι με την χρήση των 24 αυτών φωνογραμμάτων. Έδωσαν λιγότερη αξία στην απλότητα ή σε ένα σύστημα που θα δουλεύει πραγματικά, παρά στις πιθανές διαφοροποιήσεις και στην οπτική ομορφιά, και κατά συνέπεια δημιουργούσαν όλο και περισσότερα σύμβολα με πολλαπλά σύμφωνα (π.χ. σύμβολα που αντιστοιχούσαν σε συνδυασμούς γραμμάτων) στην Ύστερη Περίοδο. Συνήθως, έγραφαν τα σύμφωνα, αφήνοντας έξω τα φωνήεντα, όπως στα Εβραικά και τα Ελληνικά. Το ιερογλυφικό για το «στόμα» μπορεί συνεπώς να διαβαστεί όχι μόνο ως «r», αλλά και ως «ra, re, ri, ro, ar, er, ir και or “ , το οποίο σημαίνει ότι δεν ξέρουμε επακριβώς πώς ακουγόταν η αιγυπτιακή γλώσσα. Έτσι, για να την προφέρουμε, οι Αιγυπτιολόγοι τοποθετούν πάντα ένα «e” μεταξύ των συμφώνων, εάν δεν υπάρχει φωνήεν. Ακριβώς επειδή χωρίς φωνήεντα πολλές λέξεις είναι παρόμοιες μεταξύ τους (πβ. τα αγγλικά band και bond), οι αρχαίοι γραφείς συνήθιζαν να τοποθετούν επεξηγηματικά σύμβολα, χωρίς φωνητική αξία, από δίπλα τους, εξηγώντας έτσι, ποια λέξη εννοούν ακριβώς.
Η αποκρυπτογράφηση γίνεται ακόμη δυσκολότερη από το γεγονός ότι οι λέξεις και προτάσεις δεν χωρίζονται ούτε με κενά, ούτε με σημεία στίξης και τα ιερογλυφικά μπορούν να γραφτούν από τα δεξιά προς τα αριστερά, από αριστερά προς δεξιά, ή από κάτω προς τα πάνω. Τα ιερογλυφικά για τα ζώα και τους ανθρώπους δείχνουν την κατεύθυνση του κειμένου, καθώς τοποθετούνταν πάντα στην αρχή της λέξης.
Η αντιπαράθεση των φωνογραμμάτων, των επεξηγηματικών συμβόλων και των ιδεογραμμάτων, από όπου ξεκίνησαν όλα, είναι πραγματικά περίπλοκη. Αυτός ο συνδυασμός ήταν, μεταξύ άλλων, που κατέστησε την αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών αδύνατη για πάρα πολλά χρόνια.
Τελικά, αποκρυπτογραφήθηκαν επιτυχώς μετά την ανακάλυψη της Στήλης της Ροζέττας το 1799, από τον Γάλλο φιλόλογο και αιγυπτιολόγο Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν.
Πηγή
Egypt: People-Gods-Pharaohs by Rose-Marie & Rainer Hagen