Τὸ ὑπερμικρὸ διήγημα, μιὰ σύντομη πεζογραφικὴ φόρμα ποὺ τὰ βασικά της εἰδοποιητικὰ χαρακτηριστικὰ εἶναι ἡ πλοκὴ καὶ ὁ μικρὸς ἀριθμὸς λέξεων, ἐγκαινιάστηκε τὸ 1992 ἀπὸ τὴν ἀνθολογία τῶν Τζέημς Τόμας, Ντένις Τόμας καὶ Τὸμ Χαζούκα μὲ τίτλο «Flash Fiction». Ἀπὸ τότε τὸ πεζογραφικὸ αὐτὸ ὑποεῖδος τοῦ διηγήματος ἔχει πραγματοποιήσει μιὰ ἐκπληκτικὴ διαδρομὴ σὲ πολλὲς χῶρες καὶ γλῶσσες, θυμίζοντάς μας τὴν ἀνάλογη πορεία τοῦ χάικου ἐκτὸς Ἰαπωνίας. Τὴν ἐντυπωσιακὴ διάδοσή του πιστοποιοῦν τὰ πολλὰ ἱστολόγια τὰ ἀφιερωμένα σ’ αὐτὸ καὶ οἱ πολλὲς σχετικὲς ἀνθολογίες ποὺ κυκλοφοροῦν σὲ ἀρκετὲς γλῶσσες, ἐνῶ, τὸ νέο εἶδος, ἔχει ἤδη ἀρχίσει νὰ διεκδικεῖ καὶ τοὺς προγόνους του (μὲ ἀπώτατες ρίζες ποὺ ἀνατρέχουν στὸν Αἴσωπο): Τσέχωφ, Κάφκα, Μπόρχες, Λόβκραφτ, Μπράντμπερυ, Βόνεγκατ κ.ἄ. Ἡ συντομότερη μορφή, μιὰ ἱστορία ἕξι λέξεων ὑπονοούμενης πλοκῆς, ἀποδίδεται στὸν Χέμινγουαιη: «Γιὰ πούλημα: παιδικὰ παπούτσια, ἐντελῶς ἀφόρετα».
Τὴν προσπάθεια νὰ ἐνσωματωθεῖ ἡ φόρμα αὐτὴ στὶς τοπικὲς γλῶσσες καὶ κουλτοῦρες προδίδει ἡ μέριμνα νὰ βρεθεῖ ἕνας ὅρος ποὺ νὰ ἀποδίδει τὴν διακριτότητα τοῦ εἴδους σὲ κάθε μία ἀπὸ αὐτές. Ἔτσι, μεταξὺ ἄλλων, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ «Flash Fiction», ποὺ τείνει νὰ ἐπικρατήσει στὰ ἀγγλικά, θὰ δοῦμε ἀκόμα τοὺς παρακάτω ὅρους: Micro Fiction, Sudden Fiction, Nano Fiction, Short Short Story, Micro Story, Fast Fiction, Postcard Fiction, Snap Fiction (ἀγγλικά), Microfiction, Nanofiction, Fiction éclair (γαλλικά), Μicroficcion, Cuento muy corto (=Πολὺ σύντομο διήγημα), Relato de taza de cafe (=Ἱστορία φλιτζανιοῦ τοῦ καφέ), Relato de tarjeta postal (=Ἱστορία τῆς ταχυδρομικῆς κάρτας), Relato telefonico (=Τηλεφωνικὴ ἱστορία), Μicrorelato, Μinificcion, Relato minimo (ἱσπανικά), Kortprosa, Brat Fiktion, Pludselig Fiktion, Glimtfiktion, Lynfiktion (δανέζικα), Малая проза, Моментальная проза (ρωσικά), Flash Novella (ἰταλικά), Lynfiksjon (νορβηγικά), Kortprosa (σουηδικά).
Ἀπέναντι σὲ ὅλα αὐτά, τὸ «Πλανόδιον» εἰσηγεῖται καὶ ἐγκαινιάζει τὸν ὅρο «Μπονζάι», ἕναν πλατιὰ διαδεδομένο διεθνῆ φυτοκομικὸ ὅρο, ποὺ στὴ λογοτεχνική μας παράδοση μᾶς ὁδηγεῖ φυσιολογικὰ στὴ σολωμικὴ μεταφορά: «Ἐφάρμοσε εἰς τὴν πνευματικὴ μορφὴ τὴν ἱστορία τοῦ φυτοῦ». Σύμφωνα μὲ τὸ λεξικὸ τῆς «Βικιπαίδειας» τὸ «Μπονζάι» εἶναι τέχνη. Εἶναι ἡ τέχνη τῆς αἰσθητικῆς σμίκρυνσης τῶν δέντρων ἢ τῆς ἀνάπτυξης ξυλωδῶν φυτῶν σὲ σχῆμα δέντρου, πάντοτε σὲ φορητὰ δοχεῖα. Στὶς «ἱστορίες Μπονζάι» ποὺ εἰσηγεῖται τὸ «Πλανόδιον», ἡ καλλιτεχνικὴ μὲ τὴν ὀργανικὴ ἀναλογία παραμένουν δραστικὰ ἀλληλέγγυες.
http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/planodion-nea/
«Ο όρος έγινε δεκτός πολύ θετικά από τους φίλους και αναγνώστες του περιοδικού. Δεν έλειψαν, ωστόσο και οι επιφυλάξεις: ο όρος παραπέμπει σε μια «διαστροφική» φυτοκομική πρακτική που στόχο έχει την παρεμπόδιση της ελεύθερης ανάπτυξης του φυτού μέσω της τεχνητής σμίκρυνσής του, και, ακόμη, ο όρος δεν είναι «ελληνικός».
Ως προς το πρώτο τουλάχιστον, χωρίς να είμαστε ειδικοί, εύκολα διαπιστώσαμε πως πρόκειται για μια πανάρχαια πρακτική των χωρών της ανατολής, μέσης και άπω, που συχνά συνδέεται με ευγενείς πνευματικές παραδόσεις, όπως είναι ο βουδισμός και το ζεν΄ με την άσκηση της υπομονής ή της περιστολής/συρρίκνωσης των ανθρώπινων ελαττωμάτων της απληστίας και του εγωκεντρισμού. Αυτό που για μας, ωστόσο, ήταν αρκετό, περιοριζόταν στην αναλογικότητα με τα ουσιώδη χαρακτήριστικά της μικρής λογοτεχνικής φόρμας του διηγήματος: τη συνοπτικότητα των αφηγηματικών λειτουργιών, την οργανικότητα των μερών προς το σύνολο και τον επιβαλλόμενο <ενσυνείδητο> συγγραφικό αυτοπεριορισμό.
Όσον αφορά, τώρα, την «ελληνικότητα» του όρου, το «μπονζάι» ή, κατ΄ άλλους, «μπονσάι», είναι κι αυτός τόσο «ελληνικός» όσο η «μαργαρίτα», η «γαρδένια», η «βιολέτα», και τόσα άλλα κοινόλεκτα από τον κόσμο των φυτών΄ όσο και το «χάικου», το «σονέτο», η «μπαλάντα», οι «τερτσίνες» ή το «πάντουμ»από τον κόσμο, πιο ειδικά, της λογοτεχνίας.
Στην πραγματικότητα είναι, εδώ και πολύ καιρό, ένας διεθνής όρος με ευρύτατη χρήση και στη νέα ελληνική, όπως μαρτυρούν εξάλλου οι εκατοντάδες χιλιάδες ελληνόγλωσσες αναφορές του στο Διαδίκτυο».
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, τεύχος 50, Αθήνα, Ιούνιος 2011.
Και να και μια ιστορία Μπονζάι από το ίδιο τεύχος του περιοδικού:
Λόν Όττο (Lon Otto)
Ερωτικά Ποιήματα(Love poems)
Της έγραψε ένα ερωτικό ποίημα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Είναι πολύ όμορφο, εκφράζει και ενσωματώνει ένα παθιασμένο, αυθεντικό συναίσθημα. Ένα συναίσθημα για το οποίο δεν θεωρούσε τον εαυτό του ικανό, μια τρυφερότητα που ανήκει σε κάποιον καλύτερο άνθρωπο. Ταυτόχρονα, τα καλολογικά στοιχεία είναι έντονα και ευδιάκριτα, η μορφή περίπλοκη μα διακριτική. Απαγγέλει το ποίημα ξανά και ξανά. Δεν μπορεί να το πιστέψει ότι είναι τόσο καλό. Είναι το καλύτερο ποίημα που έγραψε ποτέ.
Θα της το στείλει με e-mail απόψε. Εκείνη θα το ανοίξει μόλις το λάβει, έπειτα από έξυπνο προγραμματισμό, τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Η ομορφιά και το πάθος του θα τη θαμπώσουν, θα τη συνεπάρουν. Θα το βάλει μαζί με τα υπόλοιπα γράμματά του και θα τον αγαπάει γι΄ αυτό, όπως τον αγαπάει και για τα υπόλοιπα γράμματά του. Δεν θα το δείξει σε κανέναν, αφού είναι κλειστός άνθρωπος, και αυτό είναι κάτι που του αρέσει στο χαρακτήρα της.
Αφού της στέλνει γράμμα ηλεκτρονικά, καθαρογραμμένο με την ενδιαφέρουσα γραφή του, δακτυλογραφεί ένα αντίγραφο για το δικό του αρχείο. Αποφασίζει να στείλει ένα αντίγραφο σε ένα από τα πιο φημισμένα λογοτεχνικά περιοδικά, στο οποίο δεν έχει γίνει ακόμαδεκτός. Διστάζει όσον αφορά την αφιέρωση, γιατί αυτό, μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αμήχανη κατάσταση με τη γυναίκα του. Στο τέλος παραλείπει την αφιέρωση. Τελικά, αποφασίζει να δώσει ένα αντίγραφο και στη γυναίκα του. Στη συνέχεια, στέλνει και ένα αντίγραφο σε μια γυναίκα που ξέρει στην Αγγλία, μια ποιήτρια που καταλαβαίνει πραγματικά το έργο του. Καθαρογράφει ένα αντίγραφο για αυτή, με αφιέρωση στα αρχικά του ονόματός της. Θα το λάβει λίγες μέρες αργότερα, θα πιστέψει ότι αυτό τη σκεφτόταν λίγες μέρες πριν την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.
Τὴν προσπάθεια νὰ ἐνσωματωθεῖ ἡ φόρμα αὐτὴ στὶς τοπικὲς γλῶσσες καὶ κουλτοῦρες προδίδει ἡ μέριμνα νὰ βρεθεῖ ἕνας ὅρος ποὺ νὰ ἀποδίδει τὴν διακριτότητα τοῦ εἴδους σὲ κάθε μία ἀπὸ αὐτές. Ἔτσι, μεταξὺ ἄλλων, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ «Flash Fiction», ποὺ τείνει νὰ ἐπικρατήσει στὰ ἀγγλικά, θὰ δοῦμε ἀκόμα τοὺς παρακάτω ὅρους: Micro Fiction, Sudden Fiction, Nano Fiction, Short Short Story, Micro Story, Fast Fiction, Postcard Fiction, Snap Fiction (ἀγγλικά), Microfiction, Nanofiction, Fiction éclair (γαλλικά), Μicroficcion, Cuento muy corto (=Πολὺ σύντομο διήγημα), Relato de taza de cafe (=Ἱστορία φλιτζανιοῦ τοῦ καφέ), Relato de tarjeta postal (=Ἱστορία τῆς ταχυδρομικῆς κάρτας), Relato telefonico (=Τηλεφωνικὴ ἱστορία), Μicrorelato, Μinificcion, Relato minimo (ἱσπανικά), Kortprosa, Brat Fiktion, Pludselig Fiktion, Glimtfiktion, Lynfiktion (δανέζικα), Малая проза, Моментальная проза (ρωσικά), Flash Novella (ἰταλικά), Lynfiksjon (νορβηγικά), Kortprosa (σουηδικά).
Ἀπέναντι σὲ ὅλα αὐτά, τὸ «Πλανόδιον» εἰσηγεῖται καὶ ἐγκαινιάζει τὸν ὅρο «Μπονζάι», ἕναν πλατιὰ διαδεδομένο διεθνῆ φυτοκομικὸ ὅρο, ποὺ στὴ λογοτεχνική μας παράδοση μᾶς ὁδηγεῖ φυσιολογικὰ στὴ σολωμικὴ μεταφορά: «Ἐφάρμοσε εἰς τὴν πνευματικὴ μορφὴ τὴν ἱστορία τοῦ φυτοῦ». Σύμφωνα μὲ τὸ λεξικὸ τῆς «Βικιπαίδειας» τὸ «Μπονζάι» εἶναι τέχνη. Εἶναι ἡ τέχνη τῆς αἰσθητικῆς σμίκρυνσης τῶν δέντρων ἢ τῆς ἀνάπτυξης ξυλωδῶν φυτῶν σὲ σχῆμα δέντρου, πάντοτε σὲ φορητὰ δοχεῖα. Στὶς «ἱστορίες Μπονζάι» ποὺ εἰσηγεῖται τὸ «Πλανόδιον», ἡ καλλιτεχνικὴ μὲ τὴν ὀργανικὴ ἀναλογία παραμένουν δραστικὰ ἀλληλέγγυες.
http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/planodion-nea/
«Ο όρος έγινε δεκτός πολύ θετικά από τους φίλους και αναγνώστες του περιοδικού. Δεν έλειψαν, ωστόσο και οι επιφυλάξεις: ο όρος παραπέμπει σε μια «διαστροφική» φυτοκομική πρακτική που στόχο έχει την παρεμπόδιση της ελεύθερης ανάπτυξης του φυτού μέσω της τεχνητής σμίκρυνσής του, και, ακόμη, ο όρος δεν είναι «ελληνικός».
Ως προς το πρώτο τουλάχιστον, χωρίς να είμαστε ειδικοί, εύκολα διαπιστώσαμε πως πρόκειται για μια πανάρχαια πρακτική των χωρών της ανατολής, μέσης και άπω, που συχνά συνδέεται με ευγενείς πνευματικές παραδόσεις, όπως είναι ο βουδισμός και το ζεν΄ με την άσκηση της υπομονής ή της περιστολής/συρρίκνωσης των ανθρώπινων ελαττωμάτων της απληστίας και του εγωκεντρισμού. Αυτό που για μας, ωστόσο, ήταν αρκετό, περιοριζόταν στην αναλογικότητα με τα ουσιώδη χαρακτήριστικά της μικρής λογοτεχνικής φόρμας του διηγήματος: τη συνοπτικότητα των αφηγηματικών λειτουργιών, την οργανικότητα των μερών προς το σύνολο και τον επιβαλλόμενο <ενσυνείδητο> συγγραφικό αυτοπεριορισμό.
Όσον αφορά, τώρα, την «ελληνικότητα» του όρου, το «μπονζάι» ή, κατ΄ άλλους, «μπονσάι», είναι κι αυτός τόσο «ελληνικός» όσο η «μαργαρίτα», η «γαρδένια», η «βιολέτα», και τόσα άλλα κοινόλεκτα από τον κόσμο των φυτών΄ όσο και το «χάικου», το «σονέτο», η «μπαλάντα», οι «τερτσίνες» ή το «πάντουμ»από τον κόσμο, πιο ειδικά, της λογοτεχνίας.
Στην πραγματικότητα είναι, εδώ και πολύ καιρό, ένας διεθνής όρος με ευρύτατη χρήση και στη νέα ελληνική, όπως μαρτυρούν εξάλλου οι εκατοντάδες χιλιάδες ελληνόγλωσσες αναφορές του στο Διαδίκτυο».
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, τεύχος 50, Αθήνα, Ιούνιος 2011.
Και να και μια ιστορία Μπονζάι από το ίδιο τεύχος του περιοδικού:
Λόν Όττο (Lon Otto)
Ερωτικά Ποιήματα(Love poems)
Της έγραψε ένα ερωτικό ποίημα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Είναι πολύ όμορφο, εκφράζει και ενσωματώνει ένα παθιασμένο, αυθεντικό συναίσθημα. Ένα συναίσθημα για το οποίο δεν θεωρούσε τον εαυτό του ικανό, μια τρυφερότητα που ανήκει σε κάποιον καλύτερο άνθρωπο. Ταυτόχρονα, τα καλολογικά στοιχεία είναι έντονα και ευδιάκριτα, η μορφή περίπλοκη μα διακριτική. Απαγγέλει το ποίημα ξανά και ξανά. Δεν μπορεί να το πιστέψει ότι είναι τόσο καλό. Είναι το καλύτερο ποίημα που έγραψε ποτέ.
Θα της το στείλει με e-mail απόψε. Εκείνη θα το ανοίξει μόλις το λάβει, έπειτα από έξυπνο προγραμματισμό, τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Η ομορφιά και το πάθος του θα τη θαμπώσουν, θα τη συνεπάρουν. Θα το βάλει μαζί με τα υπόλοιπα γράμματά του και θα τον αγαπάει γι΄ αυτό, όπως τον αγαπάει και για τα υπόλοιπα γράμματά του. Δεν θα το δείξει σε κανέναν, αφού είναι κλειστός άνθρωπος, και αυτό είναι κάτι που του αρέσει στο χαρακτήρα της.
Αφού της στέλνει γράμμα ηλεκτρονικά, καθαρογραμμένο με την ενδιαφέρουσα γραφή του, δακτυλογραφεί ένα αντίγραφο για το δικό του αρχείο. Αποφασίζει να στείλει ένα αντίγραφο σε ένα από τα πιο φημισμένα λογοτεχνικά περιοδικά, στο οποίο δεν έχει γίνει ακόμαδεκτός. Διστάζει όσον αφορά την αφιέρωση, γιατί αυτό, μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αμήχανη κατάσταση με τη γυναίκα του. Στο τέλος παραλείπει την αφιέρωση. Τελικά, αποφασίζει να δώσει ένα αντίγραφο και στη γυναίκα του. Στη συνέχεια, στέλνει και ένα αντίγραφο σε μια γυναίκα που ξέρει στην Αγγλία, μια ποιήτρια που καταλαβαίνει πραγματικά το έργο του. Καθαρογράφει ένα αντίγραφο για αυτή, με αφιέρωση στα αρχικά του ονόματός της. Θα το λάβει λίγες μέρες αργότερα, θα πιστέψει ότι αυτό τη σκεφτόταν λίγες μέρες πριν την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.