Πάνω στο άσπρο άλογο με την τσακισμένη πλάτη και τα μεγάλα καπούλια κάθεται περήφανη και ξεχτένιστη μια μύγα. Το τσιμπάει! Αχ, θύσανε, στο παραλήρημά μου, στείλε έναν θυρωρό να μου ψεκάσει τα σκουριασμένα στήθη, γιατί σάιμποργκ δεν έχω. Μήτε καραβάνια στα οριζόντια, ξεδοντιάρικα και πρόστυχα, μήτε μυγοσκοτώστρες.
Μόνο τις γαλάζιες γραβάτες επιθυμώ να φάω σουφλέ. Γιατί όπως κάθε αλογόμυγα παίζει τέννις μονάχη, έτσι ο ξυλοκόπος αγναντεύει ατάραχα τους Ούγγρους. Ω Μαγυάροι, σεις που ψεκάζετε με εβιάν τους αλλόθρησκους βάρβαρους, λυπηθείτε με! Γιατί εγώ χορεύω τσα-τσα φορώντας παντόφλες! Οπότε, άσε τους δρυοκολάπτες στα δεντρα και χόρεψε μαζί μου. Μόνο έτσι το κλειδί θα περάσει την κλειδαρια τού Γκαστονέ!
Και τότε ολοι θα φορέσουν ξεφτισμένες γραβάτες σαν θλιβεροι κλοουν κι ο τρομερός άρπαγας θα δαγκώσει αέρα κοπανιστό! Οι Αυστριακοί γνώριζαν, όμως πώς να αντιμετωπίσουν τις πονηρές κορασίδες...
(Ο Φάρος εκτός από τις γραβάτες πρέπει να έχει μανία και με την καθαριότητα γιατί ψέκασε δύο φορές.)