Αν επεκτείνουμε τον ορισμό του Αριστοτέλη για την τραγωδία και στην πεζογραφία και δεχτούμε ότι κάθε αξιοπρεπής μυθοπλασία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, ο τρίτος όρος, το τέλος δηλαδή, είναι για μένα το πιο αξιοπρόσεχτο. Γιατί το τέλος δεν σηματοδοτεί μόνο την κατάληξη της ιστορίας που διαβάζω, μια απλή ενημέρωση για το τι τελικά συνέβη στους χαρακτήρες, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Εκτός από το κλείσιμο της ιστορίας είναι και ο σκοπός της (βλ. τέλος = σκοπός) . Είναι αυτό που δίνει νόημα σε
ό, τι προηγήθηκε και που, τελικά, δικαιολογεί τους λόγους που γράφτηκε η συγκεκριμένη ιστορία και ίσως ακόμα απεικονίζει τη στάση του συγγραφέα απέναντι στη ζωή αλλά και στους αναγνώστες του.
Μέχρι κάποια στιγμή το πιθανό τέλος μιας ιστορίας ήταν δυο ειδών, ή καλό (χάπι εντ) ή κακό / δραματικό. Προσωπικά σαν αναγνώστρια, όταν διαβάζω μια καλή ιστορία, μια ιστορία που με έχει εγκλωβίσει στα δίχτυα της, έχω πιάσει τον εαυτό μου να «παρακαλάει» να δοθεί επιτέλους ένα καλό τέλος, να δικαιωθούν οι καλοί, να τιμωρηθούν οι κακοί κλπ. Παρόλα αυτά, υπάρχουν βιβλία με δραματικό τέλος που μου έχουν μείνει αξέχαστα. Για παράδειγμα, η Νανά (Εμίλ Ζολά) και η Μαντάμ Μποβαρύ (Γκυστάβ Φλωμπέρ) είναι δύο βιβλία που πιστεύω ότι οφείλουν μεγάλο μέρος της διαχρονικότητάς τους στο δυνατό τέλος τους. Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη επίσης. Παρεμπιπτόντως, αν δεν έχετε διαβάσει κάποιο απ’ τα παραπάνω βιβλία να το κάνετε με την πρώτη ευκαιρία :ανάγνωση
ορίστε μας, μόνο internet και τίποτα άλλο. Και δε βάζω χαμογελαστή φατσούλα γιατί είμαι δασκάλα και τώρα σας μαλώνω)!!!
Στη σύγχρονη πεζογραφία, τώρα, πέρα απ’ το καλό και το κακό τέλος, συναντάμε ακόμα μια εναλλακτική, το ανοιχτό τέλος (σε αντιπαράθεση με το κλειστό). Εδώ η ιστορία αφήνεται ανοιχτή και ο αναγνώστης μετέωρος ή μάλλον ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα από διάφορες προοπτικές που του προτείνονται εκείνη που προτιμά, εκείνη που κατά την αντίληψή του ολοκληρώνει την ιστορία. Τέτοια είναι τα μυθιστορήματα της Βιρτζίνιας Γουλφ, που έχω σχολιάσει και αλλού και γενικά όσα ακολουθούν το μοντερνιστικό τρόπο γραφής.
Δεν ξέρω αν έχω προτίμηση. Σίγουρα υπάρχουν φορές που κάποιο τέλος με απογοήτευσε, που θα το προτιμούσα αλλιώς. Δεν μπορώ να θυμηθώ βιβλίο τώρα, αλλά θυμήθηκα μια ταινία, που είδα πρόσφατα, το Ανάμεσα στους τοίχους (Entre les murs – γαλλική παραγωγή που κέρδισε Χρυσό Φοίνικα). Σαν «κουλτουριάρα» που είμαι έτρεξα να τη δω. Θα μπορούσα να ξεπεράσω το αργή, θα μπορούσα να ξεπεράσω το προβλέψιμη, δεν μπόρεσα να ξεπεράσω όμως το τίποτα του τέλους.
Τι λέτε;
ό, τι προηγήθηκε και που, τελικά, δικαιολογεί τους λόγους που γράφτηκε η συγκεκριμένη ιστορία και ίσως ακόμα απεικονίζει τη στάση του συγγραφέα απέναντι στη ζωή αλλά και στους αναγνώστες του.
Μέχρι κάποια στιγμή το πιθανό τέλος μιας ιστορίας ήταν δυο ειδών, ή καλό (χάπι εντ) ή κακό / δραματικό. Προσωπικά σαν αναγνώστρια, όταν διαβάζω μια καλή ιστορία, μια ιστορία που με έχει εγκλωβίσει στα δίχτυα της, έχω πιάσει τον εαυτό μου να «παρακαλάει» να δοθεί επιτέλους ένα καλό τέλος, να δικαιωθούν οι καλοί, να τιμωρηθούν οι κακοί κλπ. Παρόλα αυτά, υπάρχουν βιβλία με δραματικό τέλος που μου έχουν μείνει αξέχαστα. Για παράδειγμα, η Νανά (Εμίλ Ζολά) και η Μαντάμ Μποβαρύ (Γκυστάβ Φλωμπέρ) είναι δύο βιβλία που πιστεύω ότι οφείλουν μεγάλο μέρος της διαχρονικότητάς τους στο δυνατό τέλος τους. Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη επίσης. Παρεμπιπτόντως, αν δεν έχετε διαβάσει κάποιο απ’ τα παραπάνω βιβλία να το κάνετε με την πρώτη ευκαιρία :ανάγνωση

Στη σύγχρονη πεζογραφία, τώρα, πέρα απ’ το καλό και το κακό τέλος, συναντάμε ακόμα μια εναλλακτική, το ανοιχτό τέλος (σε αντιπαράθεση με το κλειστό). Εδώ η ιστορία αφήνεται ανοιχτή και ο αναγνώστης μετέωρος ή μάλλον ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα από διάφορες προοπτικές που του προτείνονται εκείνη που προτιμά, εκείνη που κατά την αντίληψή του ολοκληρώνει την ιστορία. Τέτοια είναι τα μυθιστορήματα της Βιρτζίνιας Γουλφ, που έχω σχολιάσει και αλλού και γενικά όσα ακολουθούν το μοντερνιστικό τρόπο γραφής.
Δεν ξέρω αν έχω προτίμηση. Σίγουρα υπάρχουν φορές που κάποιο τέλος με απογοήτευσε, που θα το προτιμούσα αλλιώς. Δεν μπορώ να θυμηθώ βιβλίο τώρα, αλλά θυμήθηκα μια ταινία, που είδα πρόσφατα, το Ανάμεσα στους τοίχους (Entre les murs – γαλλική παραγωγή που κέρδισε Χρυσό Φοίνικα). Σαν «κουλτουριάρα» που είμαι έτρεξα να τη δω. Θα μπορούσα να ξεπεράσω το αργή, θα μπορούσα να ξεπεράσω το προβλέψιμη, δεν μπόρεσα να ξεπεράσω όμως το τίποτα του τέλους.
Τι λέτε;
Last edited: