Η λέξη κιτς γεννήθηκε στο Μόναχο στα μέσα του 19ου αιώνα και προσδιορίζει τα σιροπιαστά απόβλητα του μεγάλου ρομαντικού αιώνα. Αλλά πιο κοντά στην αλήθεια ήταν ίσως ο Χέρμαν Μπροχ, που έβλεπε τη σχέση ρομαντισμού και κιτς σε ποσοτικά αντίστροφη αναλογία : κατά τη γνώμη του, το κυρίαρχο στιλ του 19ου αιώνα (στη Γερμανία και την Κεντρική Ευρώπη) ήταν το κιτς, απ’ όπου ξεχώριζαν, σαν εξαιρετικά φαινόμενα, ορισμένα μεγάλα ρομαντικά έργα. Όσοι γνώρισαν την προαιώνια τυραννία του κιτς (την τυραννία των τενόρων της όπερας) νιώθουν έναν εντελώς ιδιαίτερο εκνευρισμό απέναντι στο ροζ πέπλο που σκεπάζει το πραγματικό, απέναντι στην ξεδιάντροπη επίδειξη της μονίμως συγκινημένης καρδιάς, απέναντι στο «ψωμί που θα το έβρεχαν με άρωμα» (Μούζιλ). Στην Κεντρική Ευρώπη το κιτς είχε γίνει προ πολλού μια απολύτως συγκεκριμένη έννοια, που αντιπροσωπεύει το υπέρτατο αισθητικό κακό.
Δεν θέλω να υπαινιχτώ ότι οι Γάλλοι μοντερνιστές υπέκυψαν στον πειρασμό του συναισθηματισμού και της πομπώδους μεγαλοπρέπειας, αλλά, καθώς δεν είχαν μακρόχρονη εμπειρία του κιτς, δεν υπήρξε ευκαιρία να γεννηθεί και να αναπτυχθεί στο έργο τους αυτή η υπερευαίσθητη αποστροφή απέναντί του. Η λέξη κιτς πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία μόλις το 1960, δηλαδή 100 χρόνια από την εμφάνισή της στη Γερμανία. Το 1966 ο Γάλλος μεταφραστής των δοκιμίων του Μπροχ και έπειτα, το 1974, ο μεταφραστής των κειμένων της Χάννας Αρέντ αισθάνονται υποχρεωμένοι να μεταφράσουν τη λέξη κιτς σαν «τέχνη του ευτελούς», κάνοντας έτσι ακατάληπτη τη σκέψη των συγγραφέων τους.
Ξαναδιαβάζω τον Λυσιέν Λεβέν του Σταντάλ, τις κοσμικές συζητήσεις στο σαλόνι. Στέκομαι στις λέξεις – κλειδιά που αποτυπώνουν διαφορετικές στάσεις των συμμετεχόντων : ματαιοδοξία, άξεστος (vulgaire), πνεύμα («αυτό το βιτριόλι που διαβρώνει τα πάντα»), γελοίο, ευγένεια («απέραντη ευγένεια και συναίσθημα μηδέν»), υγιές φρόνημα. Και αναρωτιέμαι : ποια λέξη εκφράζει τη μεγαλύτερη δυνατή αισθητική αποδοκιμασία περισσότερο απ’ ό, τι εκφράζει για μένα η έννοια του κιτς; Τελικά το βρίσκω, είναι η λέξη vulgaire, vulgarité. «Ο κύριος Ντυ Πουαριέ ήταν ένας άνθρωπος εντελώς άξεστος (vulgaire), που έμοιαζε να περηφανεύεται για τους χοντροκομμένους και διαχυτικούς τρόπους του. Έτσι κυλιέται και το γουρούνι στο βούρκο, μ’ ένα είδος προκλητικής ηδονής γι’ αυτόν που το κοιτάζει …»
Η περιφρόνηση του vulgaire κατοικούσε στα παλιά σαλόνια, όπως και στα σημερινά. Ας θυμηθούμε την ετυμολογία : το vulgaire προέρχεται από το vulgus, που σημαίνει πλήθος, όχλος, λαός. Vulgaire είναι αυτό που αρέσει στο λαό. Ένας δημοκράτης είναι αριστερός, ένας αγωνιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι υποχρεωμένος να αγαπάει το λαό. Είναι όμως ελεύθερος να τον περιφρονεί αφ’ υψηλού για ό, τι vulgaire βρίσκει πάνω του.
Ο Αλμπέρ Καμύ, έπειτα από το πολιτικό ανάθεμα που δέχτηκε από το Σαρτρ, έπειτα από το βραβείο Νόμπελ που του στοίχισε φθόνο και μίσος, ένιωθε πολύ άσχημα ανάμεσα στους Παρισινούς διανοούμενους. Μου διηγούνται ότι αυτό που χειροτέρευε τη θέση του ήταν τα ίχνη της vulgarité που αφορούσαν τον ίδιο : η ταπεινή καταγωγή, η αγράμματη μάνα, το ότι ήταν Γάλλος της Αλγερίας που διατηρούσε σχέσεις με άλλους Γάλλους της Αλγερίας, ανθρώπους με «τόσο διαχυτικούς τρόπους» («τόσο χοντροκομμένους»), ο φιλοσοφικός ντιλεταντισμός των δοκιμίων του, κι ένα σωρό άλλα. Διαβάζοντας τα άρθρα με τα οποία συντελέστηκε αυτό το λιντσάρισμα, στέκομαι στις ακόλουθες φράσεις : o Καμύ είναι ένας «χωριάτης που έβαλε τα καλά του, ένας άνθρωπος του λαού που μπαίνει πρώτη φορά σε σαλόνι, με τα γάντια στο χέρι και φορώντας ακόμα το καπέλο του. Οι άλλοι προσκεκλημένοι γυρίζουν αλλού το κεφάλι, ξέρουν με ποιον έχουν να κάνουν». Είναι εύγλωττη η μεταφορά : δεν έφταιγε μόνο που δεν ήξερε τι έπρεπε να σκέφτεται (δεν είχε περί πολλού την πρόοδο και διατηρούσε σχέσεις με Γάλλους της Αλγερίας) αλλά, το χειρότερο, συμπεριφερόταν άσχημα μέσα στα σαλόνια (με την κυριολεκτική ή μεταφορική τους σημασία), ήταν vulgaire.
[…]
Θυμάμαι τις πρώτες εβδομάδες μετά τον εκπατρισμό μου. Ο σταλινισμός είχε ήδη καταδικαστεί ομόφωνα, όλοι ήταν πρόθυμοι να κατανοήσουν την τραγωδία την οποία αντιπροσώπευε για τη χώρα μου η ρωσική κατοχή, και με έβλεπαν σα να φορούσα το φωτοστέφανο μιας σεβάσμιας θλίψης. Θυμάμαι που καθόμουν σ’ ένα μπαρ μαζί με κάποιον Παριζιάνο διανοούμενο, ο οποίος με είχε υποστηρίξει και με είχε βοηθήσει ιδιαίτερα. Ήταν η πρώτη μας συνάντηση στο Παρίσι, κι έβλεπα να πετούν πάνω απ’ τα κεφάλια μας διάφορες μεγάλες λέξεις : διώξεις, γκουλάγκ, ελευθερία, εξορία από τη γενέθλια γη, θάρρος, αντίσταση, απολυταρχισμός, αστυνομική τρομοκρατία. Θέλησα να ξορκίσω αυτά τα επιβλητικά φαντάσματα με το κιτς τους, κι άρχισα να εξηγώ πως το ότι μας παρακολουθούσαν, το ότι είχαμε τα μικρόφωνα της αστυνομίας μέσα στα σπίτια μας, μας είχε διδάξει την απολαυστική τέχνη της εξαπάτησης. Μ’ έναν φίλο μου είχαμε ανταλλάξει διαμερίσματα αλλά και ονόματα. Εκείνος, μέγας γυναικάς, παντελώς αδιάφορος για τα μικρόφωνα, πραγματοποίησε τους μεγαλύτερους άθλους του μέσα στο μικρό μου διαμέρισμα. Κι επειδή η δυσκολότερη στιγμή σε κάθε ερωτική ιστορία είναι ο χωρισμός, ο εκπατρισμός μου του ήρθε κουτί. Μια μέρα, οι δεσποινίδες και οι κυρίες βρήκαν το διαμέρισμα κλειστό, χωρίς το όνομά μου στο κουδούνι, ενώ εγώ έστελνα από το Παρίσι, με την υπογραφή μου, αποχαιρετιστήριες καρτούλες σε εφτά γυναίκες που δεν τις είχα δει ποτέ μου.
Ήθελα να κάνω έναν πολύ αγαπητό μου άνθρωπο να διασκεδάσει, αλλά το πρόσωπό του σκοτείνιαζε, ώσπου μου είπε, κι έμοιαζε να πέφτει η λεπίδα της λαιμητόμου : «Δεν το βρίσκω αστείο».
Διατηρήσαμε φιλικές σχέσεις χωρίς ποτέ να συμπαθήσουμε ο ένας τον άλλο. Η ανάμνηση της πρώτης μας συνάντησης μου χρησιμεύει σαν κλειδί για να καταλάβω τη μακρόχρονη, ανομολόγητη διαφωνία μας : τελικά μας χώριζε η σύγκρουση δύο αισθητικών στάσεων : ο αλλεργικός στο κιτς ερχόταν αντιμέτωπος με τον αλλεργικό στη vulgarite.
Μίλαν Κούντερα, Ο Πέπλος, Εστία, 2005