Τον κύριο Αριστείδη Αντωνά...
αλλά...θα ήθελα,
όταν φτιάξω ένα μπαξέ δίπλα στη θάλασσα, να έχω μια μεγάλη ξύλινη τράπεζα που να χωράει όλους,
κι εκεί όμως εγώ κι αυτός μόνοι, να του κάνω το τραπέζι, να μην μιλώ καθόλου, αν θέλει να μιλά εκείνος, ή να μην μιλά καθόλου...αυτό είναι ένα τοπίο.
Ένα άλλο είναι να μιλάμε για μέρες και νύχτες ολόκληρες και τελειωμό να μην έχει...όχι για τα βιβλία του...ή για το πώς τα έζησα εγώ...θα ήταν σαν να ξεδοντιάζουμε το λύκο...
αλλά για τη ζωή, την τέχνη και την επιστήμη...ίσως...
για πρόσωπα που είμαι σίγουρη πως θα γνωρίζουμε και οι δυο, έτσι πώς τα έχει βιώσει εκείνος και ίσως κι εγώ...για τις σχέσεις των ανθρώπων (ναι, ξέρω πεζή κουβέντα) για όσα μας πνίγουν, όχι από μεμψιμοιρία, αλλά για να τα ξηλώσουμε κάποτε...σιγά-σιγά και σίγουρα...νομίζω ούτε αυτός ενθουσιασμένος μοιάζει με ένα σωρό πράγματα...κι όταν γευτούμε ό,τι είναι να γευτούμε μετά να περπατήσουμε δίπλα στη θάλασσα ή και να κολυμπήσουμε παρέα...
μετά να κάτσουμε αμίλητοι κοιτώντας την ν’ αλλάζει μεσ’ το λυπητερό λυκόφως...
μετά όταν έχει πέσει το σκοτάδι να γυρίσουμε σπίτι,
να παίξουμε μουσική...να τραγουδήσουμε ίσως...ή να τραγουδήσουν άλλοι για μας...
και μετά να κοιμηθούμε και να ξυπνήσουμε πριν να βγει ο ήλιος,
εκεί στο λυκαυγές...το σύντομο κι ελπιδοφόρο...
τυλιγμένοι στα σεντόνια, σαν με χλαμύδες αρχαϊκές, κάτω στη θάλασσα πάλι ώσπου να βγει ο ήλιος...
Καθώς θα είναι άνοιξη προς καλοκαιράκι να φοράμε χρωματιστά ωραία ρούχα και τα μαλλιά μας σγουρά και γκρίζα, όπως να’ναι χτενισμένα κι ατίθασα,
μετά να πιούμε τσάγια και να φάμε κάτι...
μετά να σφίξουμε τα χέρια και να πούμε αντίο...γιατί έτσι είναι τα όνειρα...τελειώνουν λίγο πριν το ξύπνημα, όπου το μόνο που αντικρύζει κανείς είναι το άδειο μαξιλάρι δίπλα του και φυσικά σαν τρελός πασχίζει να συγκρατήσει την εικόνα του ονείρου πέρα απ’ την ευφορία του...
Κύριε Αντωνά είστε μέσα στην ψυχή μου και την καρδιά μου!