Πεταλούδα
Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Εκείνο το πρωί ο Ιωάννης Κάππα ξύπνησε με κακή διάθεση. Το μόνο που ήθελε ήταν να κουκουλωθεί στο κρεββάτι και να διαβάσει το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που είχε ξεκινήσει τις προάλλες για να ξεχαστεί. Ψηλαφώντας στο κομοδίνο για να κλείσει το ξυπνητήρι, έσπρωξε κάτι που δεν αναγνώρισε, ρίχνοντάς το στο ξύλινο πάτωμα. Δεν τον ένοιαξε καθόλου τι ήταν αυτό που έπεσε. Άλλαξε πλευρό και έβαλε το ένα μαξιλάρι μπροστά στα μάτια του, για να μην τον ενοχλεί το λιγοστό φως που έμπαινε από το κλειστό παντζούρι του παράθυρου. Κάτι όμως συνέχισε να τον ενοχλεί και δεν ήταν ο ήλιος που σιγά σιγά έστελνε τις αδιάκριτες ακτίνες του μέσα από κάθε χαραμάδα. Ήταν η αβάσταχτη επιταγή να ικανοποιήσει τη σωματική του ανάγκη, αφού το είχε αναβάλει σχεδόν μια ντουζίνα ώρες. Δώδεκα ώρες, λέει, δεν πειράζει άλλη μια, και αγνόησε για άλλη μια φορά την ανάγκη του, προσπαθώντας να ξανακοιμηθεί. Στην εξώπορτά του καταφθάνει και χωρίς δισταγμό χτυπάει το κουδούνι η άκρως γοητευτική ένοικος του κάτω ορόφου φορώντας ακόμα τις πιτζάμες της και κρατώντας στα χέρια μια κούπα καφέ, που όμως της λείπει η ζάχαρη. Σηκώνεται σκοντάφτοντας στο κομοδίνο, και βρίζοντας μέχρι την εξώπορτα την ανοίγει απότομα, της ρίχνει μια ματιά, μουρτζούφλης όπως είναι, και της λέει: "Δεν έχω ζάχαρη, ούτε και θα έχω ποτέ. Να πας αλλού." - για να γλυτώσει από τη γνωστή ακατάσχετη φλυαρία της.
Πήγε στην κουζίνα μουρμουρίζοντας και καθώς έφτιαχνε έναν καφέ όσο βαρύ και γλυκό χρειαζόταν για να θεωρείται ακίνδυνος στον αναγκαστικό συγχρωτισμό του με το ανθρώπινο είδος, στην κρεβατοκάμαρα, το πεσμένο στο πάτωμα αντικείμενο, άρχισε να κουνιέται και να βγάζει κάτι πνιχτούς και ακατανόητους ήχους. "Μετά από αυτό το άθλιο καφέ πετιμέζι μπορώ να ανταπεξέλθω στα πάντα, ακόμα και στο αλλόκοτο, εξωγήινο μουρμουρητό που βγαίνει από το δωμάτιό μου!" μούγκρισε και βιάστηκε να δει τι συμβαίνει. Παρατηρούσε το χώρο με μια παράξενη διαύγεια, μα ο μόνος ήχος που ξεχώριζε ήταν το μονότονο τικ τακ απ' το μηχανικό ρολόι. Κοιτάζοντας στον καθρέφτη σάστισε, καθώς εκτός από την μίζερη φιγούρα του υπήρχε και η αντανάκλαση μιας ψιλόλιγνης κορμοστασιάς. Προσπάθησε να μείνει ακίνητος και κράτησε την αναπνοή του, ενώ κοιτούσε αυτόν που τον κοιτούσε στον καθρέφτη. Θα ορκιζόταν πως είναι ο Κωνσταντίνος Τζούμας.
H φιγούρα που δεν ήταν στο δωμάτιο, ξεκίνησε να χοροπηδάει άτσαλα με κινήσεις που θύμιζαν χορό -αν ακουγόταν μουσική είναι σίγουρος πως ο ρυθμός θα ήταν από το "Singing in the rain", όταν άρχισε να νιώθει στάλες βροχής να πέφτουν πάνω του μέσα στο δωμάτιο. Αυτό πρέπει να το κοιτάξω, ή η ψυχασθένεια μου χτυπά την πόρτα ή έσπασαν τα υδραυλικά!" μονολόγησε. Πάντως, μέσα στην υγρασία, τη σύγχυση και την πιθανότητα παράνοιας ή ακόμα χειρότερα των χαλασμένων υδραυλικών δεν μπόρεσε να μη προσέξει το πόσο στιλάτη και καλοντυμένη ήταν η μορφή-σωσίας του Κωνσταντίνου Τζούμα που χόρευε υπό βροχή μέσα και έξω από τον καθρέφτη και ίσως και από κάθε γνωστό μας χωροχρόνο.
Και τότε ένιωσε μια υγρασία παντού, στα ρούχα του, στο δέρμα του... άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι βρισκόταν ήδη στο κρεββάτι, και μόλις είχε γίνει 'ατύχημα'. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα (αυτή τη φορά ήταν στ' αλήθεια) κι από μέσα του ευχόταν να μην ήταν πάλι η ένοικος του κάτω διαμερίσματος, αλλά η αδερφή της, μια γυναίκα που, όταν την έβλεπε, είχε την τρελή επιθυμία να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Kαι για μια στιγμή στη ζωή του φάνηκε τυχερός, αφού έξω από την πόρτα ήταν η Μελίτα με τα γκριζοπράσινα μάτια της να λάμπουν από χαρά , καθώς κρατούσε ένα κουτάβι στα χέρια της. Η χαρά όμως αντικαταστάθηκε από έκπληξη, καθώς ήταν έτοιμη να ρωτήσει τι είναι αυτή η παράξενη μυρωδιά, και τα μάτια της στράφηκαν προς τα κάτω, παρατηρώντας τη μουσκεμένη του πιζάμα. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο που τον απασχολούσε καθώς μόλις έκανε μια μεγάλη ανακάλυψη: είχε αλλεργία στα σκυλάκια! "Το κουτάβι μου..τη νύχτα, στο κρεβάτι..δεν έχει μάθει ακόμη" ψέλλισε το πρώτο ανόητο ψέμα που του ήρθε, την ώρα που φτερνίστηκε δυνατά, από το αναδυόμενο γαργάλημα κάπου από τα έγκατα της μύτης του. "Ω," είπε η Μελίτα, κάνοντας ένα βήμα πιάσω. "Γείτσες. Δεν ήξερα ότι έχεις σκ–". Η πρόταση έμεινε μισοτελειωμένη, διότι εκείνη την στιγμή, πίσω από τον Ιωάννη, εμφανίστηκε ένα τεράστιο μαύρο πίτμπουλ.
"Εγώ λέω να αφήσουμε τα σκυλιά στην ησυχία τους και να σε πάρω όρθια στον τοίχο", σκέφτηκε από μέσα του αλλά αντί για αυτό της είπε: Θέλεις καφέ;
"Εγώ λέω να αφήσουμε τους καφέδες στην ησυχία τους και να με πάρεις όρθια στον τοίχο! Πάντα είχα κάτι με τους άντρες που έχουν πίτμπουλ" είπε από μέσα της...
"Δεν μπορεί να είναι η ιδέα μου...γιατί γίνεται..." ...ΣΕΙΣΜΟΣ!, έβγαλε μια τρομαγμένη φωνή η Μελίτα κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του μπαλκονιού να πηγαίνουν τα κτίρια πέρα δώθε και ακούγοντας ένα ανατριχιαστικό βουητό να βγαίνει από τα έγκατα της γης.
"Εμ, συγνώμη, έφαγα δύο μέρες συνεχόμενες φασολάδα και τα φασόλια ήταν κάπως δυσκολόβραστα..." απάντησε κοκκινίζοντας ο Ιωάννης.
Απορούσε κι η ίδια με τον εαυτό της, που, παρόλα τα όσα είχαν συμβεί, εξακολουθούσε να βρίσκει τον άντρα αυτό τόσο σέξι μέσα στη βρεγμένη πιζάμα του, ώστε αποφάσισε να του δώσει μια ευκαιρία: Ναι, πόσο θα ήθελα έναν καφέ, είπε και του χαμογέλασε. Ο Ιωάννης έκανε μια παράκαμψη πριν πάει στην κουζίνα και κατευθύνθηκε στον υπολογιστή του για να βάλει το "The Experiment" των Fatal Fragments στη διαπασών λέγοντας: το χρειάζομαι όσο και τον καφέ για να ξεκινήσει η μέρα μου. Οι γείτονές του όμως δεν συμμερίζονταν την ίδια ανάγκη και ένα εντυπωσιακό όσο και μεγαλοπρεπές "Σκάσε ρεεε!" βγήκε από πολλές πόρτες και μπαλκόνια διαφόρων διαμερισμάτων.
"Α σιχτίρ με τους γείτονες". "Πάμε μια βόλτα. Θέλω να σου δείξω κάτι. Η αδερφή σου μου είχε πει ότι βρήκες δουλειά ως νομικός ψυχολόγος στο ερευνητικό ινστιτούτο WODC. Πόσο καιρό είσαι εκεί;" "Δύο χρόνια," απάντησε άχρωμα ο Ιωάννης, καθώς είχε χάσει την αδερφή του εδώ και μια πενταετία. Κοίταξε καλά καλά την Μελίτα κι αναρωτήθηκε, για άλλη μια φορά, αν χάνει λάδια. "'Εχω ακούσει για έναν διάσημο ερευνητή που εργαζόταν εκεί, τον Βανς Πλανκ." είπε η Μελίτα κοιτάζοντάς τον στα μάτια εξεταστικά. "Πλανκ; όπως λέμε σανίδα; Και γιατί τον έλεγαν Σανίδα τον άνθρωπο, ετσι κυκλοφορούσε;" αναρωτήθηκε ο Ιωάννης όπως άλλαζε την κατουρημένη πιτζάμα για να βάλει την πρωινή του φόρμα. "Αν δεν με απατά η μνήμη μου, αυτός ο Πλανκ ήταν μπλεγμένος σε ένα σκάνδαλο...χμμμ...μια υπόθεση με δύο αυτοκτονίες, που όμως δεν αποδείχτηκε ποτέ πως ήταν αυτοκτονίες" συνέχισε η Μελίτα, αγνοώντας επιδεικτικά τον σύγχρονο Κούρο, που ντυνόταν μπροστά της. "Ο Πλανκ;" της απάντησε ο Ιωάννης κοιτάζοντάς τη καλά καλά. "Δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο. Θα το ήξερα. Και εδώ που τα λέμε πού το άκουσες εσύ και πώς προέκυψε αυτό το θέμα τώρα;" της είπε καχύποπτα. Η Μελίτα άνοιξε την πόρτα και του είπε: "Πάμε να σου δείξω πώς προέκυψε". Το πίτμπουλ, που ήδη είχε ενθουσιαστεί ξέροντας ότι θα βγουν βόλτα, μόλις ανοίγει η πόρτα παίρνει δρόμο. "'Οχιιιιι! Τι έκανες τώρα ρε Μελίτα!". Κατέβηκαν τις σκάλες μέχρι το ισόγειο σαν σίφουνας. Εκεί τους περίμενε το πίτμπουλ μπροστά στην εξώπορτα. Ευτυχώς ήταν κλειστή.
Εκείνο το πρωί ο Ιωάννης Κάππα ξύπνησε με κακή διάθεση. Το μόνο που ήθελε ήταν να κουκουλωθεί στο κρεββάτι και να διαβάσει το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που είχε ξεκινήσει τις προάλλες για να ξεχαστεί. Ψηλαφώντας στο κομοδίνο για να κλείσει το ξυπνητήρι, έσπρωξε κάτι που δεν αναγνώρισε, ρίχνοντάς το στο ξύλινο πάτωμα. Δεν τον ένοιαξε καθόλου τι ήταν αυτό που έπεσε. Άλλαξε πλευρό και έβαλε το ένα μαξιλάρι μπροστά στα μάτια του, για να μην τον ενοχλεί το λιγοστό φως που έμπαινε από το κλειστό παντζούρι του παράθυρου. Κάτι όμως συνέχισε να τον ενοχλεί και δεν ήταν ο ήλιος που σιγά σιγά έστελνε τις αδιάκριτες ακτίνες του μέσα από κάθε χαραμάδα. Ήταν η αβάσταχτη επιταγή να ικανοποιήσει τη σωματική του ανάγκη, αφού το είχε αναβάλει σχεδόν μια ντουζίνα ώρες. Δώδεκα ώρες, λέει, δεν πειράζει άλλη μια, και αγνόησε για άλλη μια φορά την ανάγκη του, προσπαθώντας να ξανακοιμηθεί. Στην εξώπορτά του καταφθάνει και χωρίς δισταγμό χτυπάει το κουδούνι η άκρως γοητευτική ένοικος του κάτω ορόφου φορώντας ακόμα τις πιτζάμες της και κρατώντας στα χέρια μια κούπα καφέ, που όμως της λείπει η ζάχαρη. Σηκώνεται σκοντάφτοντας στο κομοδίνο, και βρίζοντας μέχρι την εξώπορτα την ανοίγει απότομα, της ρίχνει μια ματιά, μουρτζούφλης όπως είναι, και της λέει: "Δεν έχω ζάχαρη, ούτε και θα έχω ποτέ. Να πας αλλού." - για να γλυτώσει από τη γνωστή ακατάσχετη φλυαρία της.
Πήγε στην κουζίνα μουρμουρίζοντας και καθώς έφτιαχνε έναν καφέ όσο βαρύ και γλυκό χρειαζόταν για να θεωρείται ακίνδυνος στον αναγκαστικό συγχρωτισμό του με το ανθρώπινο είδος, στην κρεβατοκάμαρα, το πεσμένο στο πάτωμα αντικείμενο, άρχισε να κουνιέται και να βγάζει κάτι πνιχτούς και ακατανόητους ήχους. "Μετά από αυτό το άθλιο καφέ πετιμέζι μπορώ να ανταπεξέλθω στα πάντα, ακόμα και στο αλλόκοτο, εξωγήινο μουρμουρητό που βγαίνει από το δωμάτιό μου!" μούγκρισε και βιάστηκε να δει τι συμβαίνει. Παρατηρούσε το χώρο με μια παράξενη διαύγεια, μα ο μόνος ήχος που ξεχώριζε ήταν το μονότονο τικ τακ απ' το μηχανικό ρολόι. Κοιτάζοντας στον καθρέφτη σάστισε, καθώς εκτός από την μίζερη φιγούρα του υπήρχε και η αντανάκλαση μιας ψιλόλιγνης κορμοστασιάς. Προσπάθησε να μείνει ακίνητος και κράτησε την αναπνοή του, ενώ κοιτούσε αυτόν που τον κοιτούσε στον καθρέφτη. Θα ορκιζόταν πως είναι ο Κωνσταντίνος Τζούμας.
H φιγούρα που δεν ήταν στο δωμάτιο, ξεκίνησε να χοροπηδάει άτσαλα με κινήσεις που θύμιζαν χορό -αν ακουγόταν μουσική είναι σίγουρος πως ο ρυθμός θα ήταν από το "Singing in the rain", όταν άρχισε να νιώθει στάλες βροχής να πέφτουν πάνω του μέσα στο δωμάτιο. Αυτό πρέπει να το κοιτάξω, ή η ψυχασθένεια μου χτυπά την πόρτα ή έσπασαν τα υδραυλικά!" μονολόγησε. Πάντως, μέσα στην υγρασία, τη σύγχυση και την πιθανότητα παράνοιας ή ακόμα χειρότερα των χαλασμένων υδραυλικών δεν μπόρεσε να μη προσέξει το πόσο στιλάτη και καλοντυμένη ήταν η μορφή-σωσίας του Κωνσταντίνου Τζούμα που χόρευε υπό βροχή μέσα και έξω από τον καθρέφτη και ίσως και από κάθε γνωστό μας χωροχρόνο.
Και τότε ένιωσε μια υγρασία παντού, στα ρούχα του, στο δέρμα του... άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι βρισκόταν ήδη στο κρεββάτι, και μόλις είχε γίνει 'ατύχημα'. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα (αυτή τη φορά ήταν στ' αλήθεια) κι από μέσα του ευχόταν να μην ήταν πάλι η ένοικος του κάτω διαμερίσματος, αλλά η αδερφή της, μια γυναίκα που, όταν την έβλεπε, είχε την τρελή επιθυμία να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Kαι για μια στιγμή στη ζωή του φάνηκε τυχερός, αφού έξω από την πόρτα ήταν η Μελίτα με τα γκριζοπράσινα μάτια της να λάμπουν από χαρά , καθώς κρατούσε ένα κουτάβι στα χέρια της. Η χαρά όμως αντικαταστάθηκε από έκπληξη, καθώς ήταν έτοιμη να ρωτήσει τι είναι αυτή η παράξενη μυρωδιά, και τα μάτια της στράφηκαν προς τα κάτω, παρατηρώντας τη μουσκεμένη του πιζάμα. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο που τον απασχολούσε καθώς μόλις έκανε μια μεγάλη ανακάλυψη: είχε αλλεργία στα σκυλάκια! "Το κουτάβι μου..τη νύχτα, στο κρεβάτι..δεν έχει μάθει ακόμη" ψέλλισε το πρώτο ανόητο ψέμα που του ήρθε, την ώρα που φτερνίστηκε δυνατά, από το αναδυόμενο γαργάλημα κάπου από τα έγκατα της μύτης του. "Ω," είπε η Μελίτα, κάνοντας ένα βήμα πιάσω. "Γείτσες. Δεν ήξερα ότι έχεις σκ–". Η πρόταση έμεινε μισοτελειωμένη, διότι εκείνη την στιγμή, πίσω από τον Ιωάννη, εμφανίστηκε ένα τεράστιο μαύρο πίτμπουλ.
"Εγώ λέω να αφήσουμε τα σκυλιά στην ησυχία τους και να σε πάρω όρθια στον τοίχο", σκέφτηκε από μέσα του αλλά αντί για αυτό της είπε: Θέλεις καφέ;
"Εγώ λέω να αφήσουμε τους καφέδες στην ησυχία τους και να με πάρεις όρθια στον τοίχο! Πάντα είχα κάτι με τους άντρες που έχουν πίτμπουλ" είπε από μέσα της...
"Δεν μπορεί να είναι η ιδέα μου...γιατί γίνεται..." ...ΣΕΙΣΜΟΣ!, έβγαλε μια τρομαγμένη φωνή η Μελίτα κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του μπαλκονιού να πηγαίνουν τα κτίρια πέρα δώθε και ακούγοντας ένα ανατριχιαστικό βουητό να βγαίνει από τα έγκατα της γης.
"Εμ, συγνώμη, έφαγα δύο μέρες συνεχόμενες φασολάδα και τα φασόλια ήταν κάπως δυσκολόβραστα..." απάντησε κοκκινίζοντας ο Ιωάννης.
Απορούσε κι η ίδια με τον εαυτό της, που, παρόλα τα όσα είχαν συμβεί, εξακολουθούσε να βρίσκει τον άντρα αυτό τόσο σέξι μέσα στη βρεγμένη πιζάμα του, ώστε αποφάσισε να του δώσει μια ευκαιρία: Ναι, πόσο θα ήθελα έναν καφέ, είπε και του χαμογέλασε. Ο Ιωάννης έκανε μια παράκαμψη πριν πάει στην κουζίνα και κατευθύνθηκε στον υπολογιστή του για να βάλει το "The Experiment" των Fatal Fragments στη διαπασών λέγοντας: το χρειάζομαι όσο και τον καφέ για να ξεκινήσει η μέρα μου. Οι γείτονές του όμως δεν συμμερίζονταν την ίδια ανάγκη και ένα εντυπωσιακό όσο και μεγαλοπρεπές "Σκάσε ρεεε!" βγήκε από πολλές πόρτες και μπαλκόνια διαφόρων διαμερισμάτων.
"Α σιχτίρ με τους γείτονες". "Πάμε μια βόλτα. Θέλω να σου δείξω κάτι. Η αδερφή σου μου είχε πει ότι βρήκες δουλειά ως νομικός ψυχολόγος στο ερευνητικό ινστιτούτο WODC. Πόσο καιρό είσαι εκεί;" "Δύο χρόνια," απάντησε άχρωμα ο Ιωάννης, καθώς είχε χάσει την αδερφή του εδώ και μια πενταετία. Κοίταξε καλά καλά την Μελίτα κι αναρωτήθηκε, για άλλη μια φορά, αν χάνει λάδια. "'Εχω ακούσει για έναν διάσημο ερευνητή που εργαζόταν εκεί, τον Βανς Πλανκ." είπε η Μελίτα κοιτάζοντάς τον στα μάτια εξεταστικά. "Πλανκ; όπως λέμε σανίδα; Και γιατί τον έλεγαν Σανίδα τον άνθρωπο, ετσι κυκλοφορούσε;" αναρωτήθηκε ο Ιωάννης όπως άλλαζε την κατουρημένη πιτζάμα για να βάλει την πρωινή του φόρμα. "Αν δεν με απατά η μνήμη μου, αυτός ο Πλανκ ήταν μπλεγμένος σε ένα σκάνδαλο...χμμμ...μια υπόθεση με δύο αυτοκτονίες, που όμως δεν αποδείχτηκε ποτέ πως ήταν αυτοκτονίες" συνέχισε η Μελίτα, αγνοώντας επιδεικτικά τον σύγχρονο Κούρο, που ντυνόταν μπροστά της. "Ο Πλανκ;" της απάντησε ο Ιωάννης κοιτάζοντάς τη καλά καλά. "Δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο. Θα το ήξερα. Και εδώ που τα λέμε πού το άκουσες εσύ και πώς προέκυψε αυτό το θέμα τώρα;" της είπε καχύποπτα. Η Μελίτα άνοιξε την πόρτα και του είπε: "Πάμε να σου δείξω πώς προέκυψε". Το πίτμπουλ, που ήδη είχε ενθουσιαστεί ξέροντας ότι θα βγουν βόλτα, μόλις ανοίγει η πόρτα παίρνει δρόμο. "'Οχιιιιι! Τι έκανες τώρα ρε Μελίτα!". Κατέβηκαν τις σκάλες μέχρι το ισόγειο σαν σίφουνας. Εκεί τους περίμενε το πίτμπουλ μπροστά στην εξώπορτα. Ευτυχώς ήταν κλειστή.
******
Last edited: