Μια φράση

Διάβασα τις ιστορίες σας και γέλασα πολύ.
Φαίνεστε δυνατή ομαδα!
Τι λέτε για ένα νέο παιχνίδι; :φρύδια:
Μια φράση ο καθένας... μέχρι να δούμε πού θα μας βγάλει.
Κάνω την αρχή:

Εκείνο το πρωί ο Ιωάννης Κάππα ξύπνησε με κακή διάθεση.
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Δωδεκα ωρες, λεει, δεν πειραζει αλλη μια, και αγνοησε για αλλη μια φορα την αναγκη του, προσπαθωντας να ξανακοιμηθει.

(θα τον κανουμε κυκλοθυμικο τον ανθρωπο)
 

Χρυσένια

Αρχαιολόγος του Φόρουμ
Στην εξώπορτά του καταφθάνει και χωρις δισταγμο χτυπαει το κουδουνι η ακρως γοητευτικη ενοικος του κατω οροφου φορωντας ακομα τις πυτζαμες της και κρατώντας στα χερια μια κουπα καφε, που ομως της λείπει η ζαχαρη.:φρύδια:
 
Last edited:
(Αφου ακομα δε σηκωθηκε καλε)
Ναι, η αλήθεια είναι υπάρχει ένα χρονικό χάσμα εδώ.
@Λένκοβιτς , θα ήθελες να πιάσεις το νήμα μετά τη φράση της Χρυσενιας και το σχόλιο του Κρίτωνα;
(Συγγνώμη για την παρέμβαση, αλλά προσπαθώ να γλιτώσω το αριστούργημά μας από την επέμβαση του επιμελητή κειμένου ;) )
 
Ναι, η αλήθεια είναι υπάρχει ένα χρονικό χάσμα εδώ.
@Λένκοβιτς , θα ήθελες να πιάσεις το νήμα μετά τη φράση της Χρυσενιας και το σχόλιο του Κρίτωνα;
(Συγγνώμη για την παρέμβαση, αλλά προσπαθώ να γλιτώσω το αριστούργημά μας από την επέμβαση του επιμελητή κειμένου ;) )
Νομίζω ότι δεν θα χρειαστεί. Υπονοείται απ' το μουρτζούφλης ότι μόλις σηκώθηκε.
 
Διόρθωση:

Σηκώνεται σκοντάφτοντας στο κομοδίνο, και βρίζοντας μέχρι την εξώπορτα την ανοίγει απότομα, της ρίχνει μια ματιά, μουρτζούφλης όπως είναι, και της λέει: "Δεν έχω ζάχαρη, ούτε και θα έχω ποτέ. Να πας αλλού." - για να γλυτώσει από τη γνωστή ακατάσχετη φλυαρία της.
 

Πεταλούδα

Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
Προσωπικό λέσχης
Πήγε στην κουζίνα μουρμουρίζοντας και καθώς έφτιαχνε έναν καφέ όσο βαρύ και γλυκό χρειαζόταν για να θεωρείται ακίνδυνος στον αναγκαστικό συγχρωτισμό του με το ανθρώπινο είδος, στην κρεβατοκάμαρα, το πεσμένο στο πάτωμα αντικείμενο, άρχισε να κουνιέται και να βγάζει κάτι πνιχτούς και ακατανόητους ήχους.


Μια πρώτη σούμα του έργου:

"Εκείνο το πρωί ο Ιωάννης Κάππα ξύπνησε με κακή διάθεση. Το μόνο που ήθελε ήταν να κουκουλωθεί στο κρεββάτι και να διαβάσει το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που είχε ξεκινήσει τις προάλλες για να ξεχαστεί. Ψηλαφώντας στο κομοδίνο για να κλείσει το ξυπνητήρι, έσπρωξε κάτι που δεν αναγνώρισε, ρίχνοντάς το στο ξύλινο πάτωμα. Δεν τον ένοιαξε καθόλου τι ήταν αυτό που έπεσε. Άλλαξε πλευρό και έβαλε το ένα μαξιλάρι μπροστά στα μάτια του, για να μην τον ενοχλεί το λιγοστό φως που έμπαινε από το κλειστό παντζούρι του παράθυρου. Κάτι όμως συνέχισε να τον ενοχλεί και δεν ήταν ο ήλιος που σιγά σιγά έστελνε τις αδιάκριτες ακτίνες του μέσα από κάθε χαραμάδα. Ήταν η αβάσταχτη επιταγή να ικανοποιήσει τη σωματική του ανάγκη, αφού το είχε αναβάλει σχεδόν μια ντουζίνα ώρες. Δώδεκα ώρες, λέει, δεν πειράζει άλλη μια, και αγνόησε για άλλη μια φορά την ανάγκη του, προσπαθώντας να ξανακοιμηθεί. Στην εξώπορτά του καταφθάνει και χωρίς δισταγμό χτυπάει το κουδούνι η άκρως γοητευτική ένοικος του κάτω ορόφου φορώντας ακόμα τις πιτζάμες της και κρατώντας στα χέρια μια κούπα καφέ, που όμως της λείπει η ζάχαρη. Σηκώνεται σκοντάφτοντας στο κομοδίνο, και βρίζοντας μέχρι την εξώπορτα την ανοίγει απότομα, της ρίχνει μια ματιά, μουρτζούφλης όπως είναι, και της λέει: "Δεν έχω ζάχαρη, ούτε και θα έχω ποτέ. Να πας αλλού." - για να γλυτώσει από τη γνωστή ακατάσχετη φλυαρία της. Πήγε στην κουζίνα μουρμουρίζοντας και καθώς έφτιαχνε έναν καφέ όσο βαρύ και γλυκό χρειαζόταν για να θεωρείται ακίνδυνος στον αναγκαστικό συγχρωτισμό του με το ανθρώπινο είδος, στην κρεβατοκάμαρα, το πεσμένο στο πάτωμα αντικείμενο, άρχισε να κουνιέται και να βγάζει κάτι πνιχτούς και ακατανόητους ήχους."
 
Top