Πήγε στην κουζίνα μουρμουρίζοντας και καθώς έφτιαχνε έναν καφέ όσο βαρύ και γλυκό χρειαζόταν για να θεωρείται ακίνδυνος στον αναγκαστικό συγχρωτισμό του με το ανθρώπινο είδος, στην κρεβατοκάμαρα, το πεσμένο στο πάτωμα αντικείμενο, άρχισε να κουνιέται και να βγάζει κάτι πνιχτούς και ακατανόητους ήχους.
Μια πρώτη σούμα του έργου:
"Εκείνο το πρωί ο Ιωάννης Κάππα ξύπνησε με κακή διάθεση. Το μόνο που ήθελε ήταν να κουκουλωθεί στο κρεββάτι και να διαβάσει το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που είχε ξεκινήσει τις προάλλες για να ξεχαστεί. Ψηλαφώντας στο κομοδίνο για να κλείσει το ξυπνητήρι, έσπρωξε κάτι που δεν αναγνώρισε, ρίχνοντάς το στο ξύλινο πάτωμα. Δεν τον ένοιαξε καθόλου τι ήταν αυτό που έπεσε. Άλλαξε πλευρό και έβαλε το ένα μαξιλάρι μπροστά στα μάτια του, για να μην τον ενοχλεί το λιγοστό φως που έμπαινε από το κλειστό παντζούρι του παράθυρου. Κάτι όμως συνέχισε να τον ενοχλεί και δεν ήταν ο ήλιος που σιγά σιγά έστελνε τις αδιάκριτες ακτίνες του μέσα από κάθε χαραμάδα. Ήταν η αβάσταχτη επιταγή να ικανοποιήσει τη σωματική του ανάγκη, αφού το είχε αναβάλει σχεδόν μια ντουζίνα ώρες. Δώδεκα ώρες, λέει, δεν πειράζει άλλη μια, και αγνόησε για άλλη μια φορά την ανάγκη του, προσπαθώντας να ξανακοιμηθεί. Στην εξώπορτά του καταφθάνει και χωρίς δισταγμό χτυπάει το κουδούνι η άκρως γοητευτική ένοικος του κάτω ορόφου φορώντας ακόμα τις πιτζάμες της και κρατώντας στα χέρια μια κούπα καφέ, που όμως της λείπει η ζάχαρη. Σηκώνεται σκοντάφτοντας στο κομοδίνο, και βρίζοντας μέχρι την εξώπορτα την ανοίγει απότομα, της ρίχνει μια ματιά, μουρτζούφλης όπως είναι, και της λέει: "Δεν έχω ζάχαρη, ούτε και θα έχω ποτέ. Να πας αλλού." - για να γλυτώσει από τη γνωστή ακατάσχετη φλυαρία της. Πήγε στην κουζίνα μουρμουρίζοντας και καθώς έφτιαχνε έναν καφέ όσο βαρύ και γλυκό χρειαζόταν για να θεωρείται ακίνδυνος στον αναγκαστικό συγχρωτισμό του με το ανθρώπινο είδος, στην κρεβατοκάμαρα, το πεσμένο στο πάτωμα αντικείμενο, άρχισε να κουνιέται και να βγάζει κάτι πνιχτούς και ακατανόητους ήχους."