Μικρές ιστορίες

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Οπότε, βλέποντας την πόρτα μου ανοιχτή μαζεύονται όλοι και πραγματικά, χτυπώντας τρίγωνα, ψευτοτραγουδάνε:
"Τρίγωνα-κάλαντα μέσ' στη γειτονιά, ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά."
Το οποιο δεν ειναι καν καλαντα. Ειναι τραγουδι για τα καλαντα.
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Θυμήθηκα τώρα.

Η Γαλλική Πρεσβεία στην Τύνιδα βρίσκεται στην Λεωφόρο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, κοντά στην Πύλη προς την Μεντίνα. Είναι οχυρωμένη λες και γίνεται πόλεμος: στρατός σε επιφυλακή με τα όπλα στο χέρι, οχυρώσεις, φυλάκϊα, συρματοπλέγματα, παρκαρισμένα στρατιωτικά οχήματα. Όλα αυτά απλώνονται τόσο που μπαίνουν πάνω στον δρόμο και κόβουν από τον χώρο για την κίνηση.

Βρισκόμουν κάπου σε εκείνο το ύψος, απέναντι.

Ένιωσα κάποιον να με τραβάει από το μανίκι. Γύρισα κι ήταν ένα αγοράκι. Είχε κάποιο πρόβλημα. Ίσως ήταν σπαστικό, δεν θυμάμαι τώρα. Περάσανε χρόνια. Με κοιτούσε σαν να γνωριζόμασταν από καιρό, με παιδιάστικό χαμόγελο και χαρούμενα μάτια. Στην στιγμή ένιωσα κάτι δυνατό και το πήρα στην αγκαλιά μου και το σήκωσα ψηλά. Το κράτησα έτσι κάμποση ώρα. Ήταν πράγματι σαν να βρισκόμασταν έπειτα από καιρό, έτσι απρόσμενα, δυο άνθρωποι που μας έδενε κάτι. Ήταν ένα συναίσθημα που είχε κάτι από βαθιά αγάπη.

Η μητέρα του, που στεκόταν δίπλα, ίσως και να γύρευε χρήματα από περαστικούς, αλλά εμένα δεν μου ζήτησε κάτι.

Τον άφησα κάτω. Ίσως γονάτισα. Ίσως του μίλησα. Βέβαια, έφυγα έπειτα.

Όμως, κάτι έμεινε μέσα μου για πάντα.
 
Last edited:
Είναι μεσάνυχτα. Ο φακός στο μέτωπο μου φωτίζει μόλις δύο τρία μέτρα μπροστά. Υπάρχει αρκετή κινητικότητα γύρω μου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον εξοπλισμό μου. Νερό, μία μπάρα με ζάχαρη και ένα φλις ακόμα, σε περίπτωση που δεν θα είναι επαρκείς οι πέντε στρώσεις ρούχων που φορώ…Γυρνώ προς τον αδερφό μου και τον ρωτώ:
- Έτοιμος;
- Έτοιμος!
- Πάμε!

Το κρύο είναι ήδη αισθητό. Στην αρχή περνάμε από βράχια με αναβαθμίσεις, που σε άλλη περίπτωση δεν θα ήταν κάτι δύσκολο, αλλά η έλλειψη οξυγόνου το κάνει επίπονο. Οι στάσεις πρέπει να είναι μόνο οι απαραίτητες και για ελάχιστα λεπτά, ίσα ίσα να πιούμε μια γουλιά νερό. Το σώμα μας πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση για να αντέξει τη χαμηλή θερμοκρασία. Μετά από μία ώρα περίπου, αφήνουμε τους βράχους πίσω μας και περπατάμε σε φιδωτό μονοπάτι. Κάθε φορά που αλλάζουμε κατεύθυνση ανεβαίνουμε με βήμα βασανιστικά αργό, αλλά σταθερό... Αυτό είναι και το ιδανικό! Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά και βλέπω πολλά μικρά φωτάκια να σχηματίζουν μία αράδα σαν λαμπιόνια σε γιορτινό δέντρο! Είναι τα φώτα όσων προπορεύονται και δείχνουν το μονοπάτι που θα ακολουθήσω. Τέρμα ψηλά στο τελευταίο λαμπιόνι σκέφτομαι ότι βρίσκεται το σημείο που θα γιορτάσουμε! Κατεβάζω το κεφάλι και συνεχίζω...

Υπολογίζω ότι πρέπει να έχει περάσει ένα δίωρο. Ίσως και τρίωρο. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Κάνουμε μια μικρή στάση για νερό και συνεχίζουμε. Κοιτώ το αργό βήμα του οδηγού που προπορεύεται και το ακολουθώ πιστά. Σε λίγο αρχίζω να αισθάνομαι τα άκρα μου να κρυώνουν. Σκέφτομαι ότι η θερμοκρασία πέφτει κι άλλο. Δεν ξέρω πόσο, αλλά πάνω κάτω υπολογίζω…Πρέπει να συνεχίσω να κινούμαι. Κοιτώ ψηλά, και το σκηνικό με τη φωτεινή "γιρλάντα" παραμένει ίδιο. Πέρα από αυτά τα μικρά φώτα, γύρω μας όλα είναι σκοτεινά και έχεις την αίσθηση ότι δεν μετακινείσαι!

Ενώ ο χρόνος κυλάει πλέον χωρίς να έχω την αίσθησή του, τα άκρα μου συνεχίζουν να κρυώνουν και η σκέψη μου παίζει παιχνίδια! Σταματώ και κοιτώ γύρω μου προσπαθώντας να βρω ένα σημάδι της ανατολής. Διψώ για μία ηλιαχτίδα φωτός που θα με ζεστάνει και θα σημάνει το τέλος της πορείας μου. Ξέρω ότι θα φτάσουμε όταν θα ξημερώσει. Δεν υπάρχει όμως κανένα τέτοιο σημάδι τριγύρω…όλα μαύρα σαν σκηνή θεάτρου χωρίς φώτα! Οι αρνητικές σκέψεις μου ενισχύονται περισσότερο από το κρύο…Το μονοπάτι μοιάζει ατελείωτο και αισθάνομαι ότι κινούμαι στο ίδιο σημείο! Κοιτώ ξανά ψηλά, αλλά μάταια, το σκηνικό παραμένει το ίδιο. Αρχίζω να σκέφτομαι ότι δεν θα τα καταφέρω…πρέπει από κάπου να κρατηθώ όμως, για να αντέξω. Γυρνώ πίσω μου:
-Πως είσαι;
-Κρυώνουν τα άκρα μου μόνο, οι ανάσες μου είναι οκ! Εσύ;
-Τα ίδια. Που βρίσκεται η ανατολή;
Μου δείχνει ο αδερφός ασυναίσθητα στο περίπου και μένω να κοιτάζω με επιμονή αν έχει ξεκινήσει ο ήλιος να ανατέλλει. Με βλέπει τότε ο οδηγός μας και μου λέει "keep positive mind"! Ήταν σαν να μου έριξε χαστούκι! Ήπια λίγο νερό και έδιωξα όλες τις αρνητικές σκέψεις. Συνέχισα να περπατώ αργά αργά…pole pole!

Αναπάντεχα οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν. Βγαίνει αέρας και υγρασία! Τα πάντα γύρω μας ντύνονται στα λευκά με ένα παχύ στρώμα πάχνης σχεδόν σαν παγωμένο χιόνι! Η θερμοκρασία πέφτει αισθητά κι άλλο…-17C μας είπαν αργότερα… Και τότε ήταν που εμφανίστηκε η πρώτη αχτίδα φωτός! Τέτοια λύτρωση δεν θυμάμαι να έχω ξανά νιώσει στη ζωή μου! Προσπαθώ να συγκρατήσω τη συγκίνηση μου, όχι γιατί είδα φως, το οποίο θα με ζεστάνει, αλλά γιατί αυτή η συγκίνηση θα μου στερήσει το λιγοστό οξυγόνο που έχω για να καταφέρω να φτάσω στο τέρμα!…Περνάμε το σημείο που μας δείχνει ότι έχουμε φτάσει στη τελική ευθεία και πλέον το βήμα μου είναι ασυγκράτητο! Αυτό που προσμένω είναι τόσο κοντά μου και "τρέχω" σχεδόν χωρίς ανάσα! Γύρω μου απλώνεται το φως του ήλιου και χαμογελώ ενώ συνεχίζω με ζωηρό βήμα. Διασχίζω ένα τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού, ώσπου βλέπω μπροστά μου το τέρμα!...Όλη η πλάση της μαύρης ηπείρου βρίσκεται κάτω από τα πόδια και στέκομαι εκεί να κοιτώ…

…τη θέα από τη στέγη της Αφρικής! Ευτυχία.-​
 
χωρίς επίκληση

Δεν πάει καιρός που έφθασε στη χώρα με δύο βαλίτσες όλες κι όλες. Η χώρα των πολλών συμφώνων, έτσι την αποκαλούσε στα γράμματά του προς αυτούς που άφησε πίσω.

«Βρέχει σύμφωνα ενώ στέκομαι στη μέση μιας πολύβουης πλατείας προσπαθώντας να χωρέσω τις τόσες πολλές γωνίες τους μέσα μου» της έγραψε. «Δε σου λείπει ο ήλιος, η θάλασσα, ο καφενές στο νησί, τα φωνήεντα, οι καμπύλες;» η απάντησή της αντί ενός «πώς είσαι;» που λαχταρούσε. «Όχι ο τόπος μάτια μου, μοναχά οι άνθρωποι. Αλλά οι άνθρωποι μπορούν να ταξιδεύουν» την καθησύχαζε μετρώντας τα ψιλά στις τσέπες του. Αντίτιμο εισιτηρίου για δύο στάσεις με το λεωφορείο και κατόπιν πεζή την απόσταση των επόμενων δύο.

Τρίαντα λεπτά πριν τη συνέντευξη, καθισμένος στα σκαλιά της εταιρείας φυλλομετρά τις σημειώσεις του. Βλέπει παππούτσια να ανεβοκατεβαίνουν σε ρυθμούς ράθυμους ενώ προσπαθεί να νιώσει άνετος στα καλά του ρούχα του, απομεινάρια ενός γάμου.

Τον οδηγούν σε ένα λιτό δωμάτιο, ένα ποτήρι νερό στη δεξία πλευρά του τραπεζιού του υποδηλώνει που πρέπει να καθίσει. Αφήνει την πόρτα πίσω της ανοιχτή, ένα νεύμα αντί χειραψίας και καθώς κάθεται απέναντι του, τα χείλη της μια ευθεία γραμμή στο πρόσωπό της. «Τι θα επιθυμούσατε σε αυτήν τη νέα σας αρχή;» η τελευταία της ερώτηση. «Λιγότερα σύμφωνα» της απαντάει. Του χαμογελάει εγκάρδια

Επιστροφή με τα πόδια, το τελευταίο πενηντάλεπτο το έριξε στο καπέλο μπροστά στα πόδια ενός ηλικιωμένου μουσικού στη σκιά μιας γωνίας του κτιρίου που έπαιζε στο ακορντεόν μία από τις παλιές τους μελωδίες


 

Χρυσένια

Αρχαιολόγος του Φόρουμ
Πριν λίγες εβδομάδες έξω από ένα σούπερ μάρκετ, ζητιανεύει μια γυναίκα. Βλέπει έναν Κύριο και του απευθύνεται "Θα μου αγοράσετε ένα αφρόλουτρο?". Και εκείνος της απαντά: "Και εγώ άνεργος είμαι καλή μου!"
Η σημερινή οικονομική κατάσταση σε μια στιχομυθία.
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Νομίζω πως πάντοτε είχε ανθρώπους που ήταν δύσκολα.

Επίσης, πιστεύω πως από τον πόλεμο και έπειτα, η ποιότητα ζωής στην Ελλάδα, μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη, έχει ανέβει κάθετα, και μαζί ανεβήκαν τα στάνταρ. Όταν ακούω ιστορίες της μάνας μου, όταν ήταν μικρή, και συγκρίνω με το σήμερα, βλέπω μια τεράστια διαφορά στην ευκολία ζωής, στην αφθονία αγαθών και την δημοκρατία.

Π.χ. το να πάρεις παπούτσια κάποτε ήταν γεγονός και σήμερα έχει να πάρεις με 15 ευρώ. Επίσης, να σημειώσω πως έχει αφρόλουτρα κάτω από το 1 ευρώ. Εάν δυσκολεύεσαι για αυτά, πέρα από τις γενικότερες δυσκολίες των καιρών, της κοινωνίας κτλ. μάλλον κάτι έχεις κάνει πολύ λάθος κι ο ίδιος.

Προσωπικά, κάθε χρονιά είμαι και καλύτερα, στα περισσότερα επίπεδα, και δει το οικονομικό.
Απλά, οι ιστορίες που λέγονται είναι πάντα οι τραγικές, και νομίζω πως δημιουργούν μια στρεβλή συνολική εικόνα.

Από εκεί και πέρα, και πάλι, σίγουρα υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που δυσκολεύονται.
 

Πεταλούδα

Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
Προσωπικό λέσχης
Τον Γελωτοποιό (ψευδώνυμο του Παύλου Θωμόπουλου) τον έμαθα από μια φίλη. Ήταν, τότε, στο μεγάλο διάστημα της καραντίνας, που παρακολούθησα ένα διαδικτυακό σεμινάριο γραφής και θυμάμαι οι συμμαθητές μου ήταν από διάφορα μέρη της Ελλάδος και κάποιοι ζούσαν στο εξωτερικό. Για την ακρίβεια δεν ήταν σεμινάριο, αλλά συνεργείο όπως ονόμαζε εκείνος τις συναντήσεις κι όλοι μας συνεργοί, που μαθαίναμε ο ένας από τον άλλον, συζητούσαμε για την γραφή και πηγαίναμε όπου μας πήγαινε η κουβέντα, στην λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στον κόσμο γύρω μας, υπαρκτό ή όχι, για εμάς.
Ο Γελωτοποιός είχε γράψει μερικά βιβλία και είχε ένα blog που ανέβαζε κείμενα δικά του και των συνεργών. Γράφω είχε γιατί από τις 21 Αυγούστου δεν βρίσκεται πια μαζί μας, κατοικεί πλέον κάπου εκεί ψηλά. Ήταν μόλις 49 χρονών όταν τον χτύπησε η κακιά αρρώστια και η επιδείνωση δυστυχώς ήταν ραγδαία.
Είναι μεγάλο κρίμα να φεύγουν τόσο νέοι οι άνθρωποι, η απουσία του άφησε ένα μεγάλο κενό στην οικογένειά του και στην δημιουργία του. Στεναχωρήθηκα πολύ όταν έμαθα το νέο γιατί πέρα από όλα αυτά χάθηκε από την ζωή ένας Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο χωρίς ίχνος υπερβολής ή συγκίνησης από την μεριά μου. Χαίρομαι πραγματικά που είχα την δυνατότητα να τον γνωρίσω κι από κοντά σε μια συνάντηση συνεργών στην Θεσσαλονίκη (που την συνδύασα και με μια συνάντηση της Λέσχης του Bιβλίου), ήταν ένας άνθρωπος με σπάνια ψυχή, απλός, αγνός, δοτικός, αληθινός, ένας άνθρωπος που σου δημιουργούσε μέσα σου μια ελπίδα για ό,τι καλό υπάρχει στον κόσμο.

Αν θέλετε να διαβάσετε κείμενα του, στο διαδίκτυο μπορείτε να βρείτε πάρα πολλά, θα τον χαιρετίσω με μια παράγραφο από ένα κείμενό του που λέγεται "Ο ευτυχισμένος Σίσυφος":

"Σαν να φτιάχνεις ένα κάστρο στην άμμο (και να το κάνεις όσο πιο όμορφο μπορείς), έτσι είναι η ζωή.
Σαν να σπρώχνεις έναν βράχο στο βουνό, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένα άλλο νόημα, πέρα απ’ την ομορφιά της βούλησης σου ενάντια στην εντροπία των θεών.
Να ξέρεις ότι εσύ μόνος σου, εσύ για λίγο, για μια μέρα, για ογδόντα χρόνια στην καλύτερη περίπτωση, στάθηκες χαμογελώντας, έγινες ευτυχισμένος κι έστησες μια όμορφη ζωή στην άμμο του χρόνου."

Και ένα τραγούδι από εκείνον, μόνο φωνή και κιθάρα. Γράφει σε ένα σχόλιο μέσα στο youtube:
"Τις προάλλες έψαχνα κάτι στο συρτάρι και βρήκα το CD. Δεν ήταν φωτογραφία, δεν ήταν εικόνα, ήταν η αναπαράσταση της φωνής και της μουσικής, του συναισθήματος, 17 χρόνια πριν. Άκουγα την ηχογράφηση σε λούπα όλο το βράδυ, βουρκωμένος. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που τραγουδάει; Νομίζω ότι τραγουδούσα έτσι όπως γράφω. Όχι πολύ καλά, αλλά με συναίσθημα. Το ευχαριστιέμαι, το νιώθω."

 
Top