Νίκος Καββαδίας στα... Ελληνικά! (ποιημάτων ερμηνεία)

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Τον Καββαδία τον αγαπήσαμε πολύ και τα τόσα πολλά μελοποιημένα ποιήματα τα τραγουδήσαμε ξανά και ξανά. Η ναυτική γλώσσα είναι γλυκιά και με τις τόσες άγνωστες λέξεις και φράσεις αληθινά ομιχλώδης και ταξιδιάρικη. Δεν μας νοιάζει λοιπόν που δεν καταλαβαίνουμε τα πάντα. Αυτό είναι μια από τις ομορφιές τού Καββαδία. Καμιά φορά όμως έχεις την απορία τί σημαίνει τελικά καραμοσάλι και πού πέφτει η ράδα, όπου οι ναυτικοί επιμένουν να διηγούνται πάντα την ίδια ιστορία.

Σημείωσα σε άλλο νημάτιο πως κυκλοφορεί ένα γλωσσάρι στο έργο τού Καββαδία και είπα να δοκιμάσω εδώ να "μεταφράσω" το Cambay's Water. Για αρχή ας δούμε το ποίημα ως έχει:

Cambay's Water

Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
"κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω"
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ' απόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που 'πες με θυμό: "Θα 'βγω άλλη μέρα..."

Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: "Φάλτσο η πορεία..."

Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η Μαχαράνα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!...
Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.​

Εδώ λοιπόν, ανοίγω το γλωσσάρι και αντικαθιστώ τις άγνωστες λέξεις σύμφωνα με τις ερμηνείες. Βάζω τις στροφές δίχως στίχους αφού ούτως ή άλλως βγαίνουμε από το μέτρο. Καταλάβετε πως δεν πρόκειται πραγματικά για "μετάφραση" αλλά για χιούμορ. Σημειώνω με βιολετί τις... μεταφραστικές μου παρεμβάσεις. :)))) Για να δούμε λοιπόν:

Τα Νερά τού Κόλπου τής Βομβάης

Αγκυροβολήσαμε με τις άγκυρες ριγμένες έτσι ώστε να μπορούν να στρέφονται χωρίς να μπλέκονται μεταξύ τους. Ο ντόπιος καπετάνιος που 'ξερε καλά τα νερά είχε το κούτελο βαμμένο. "Κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω" ωστόσο τα χοντρά σκοινιά του πλοίου σού σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα, οι αχθοφόροι τρώνε σκυφτοί ρύζι με το μπαχαρικό το κάρι, ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι, που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό καράβι σφύριξε τρεις φορές και πάει για πέρα, σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια, μ' απόψε -λέω- πως ήσουν πικραμένος την ώρα που 'πες με θυμό: "Θα 'βγω άλλη μέρα..."

Τη νύχτα σου 'πα στο πρόστεγο τής πλώρης μια ιστορία, την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε όταν το πλοίο είναι αγκυροβολημένο στα ανοιχτά τού λιμανιού, τα μάτια σου σαν να τα κυβερνούσε ένας νοτιοανατολικός άνεμος, αυτός που προκαλεί θαλασσοταραχή, κι όλο μουρμούριζες βραχνά: "Φάλτσο η πορεία..."

Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια, η Ινδή πριγκίπισσα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!... Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο υπαξιωματικός του πληρώματος, ο λοστρόμος, και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.

Φεύγουμε! Μας περιμένουν στην πρωτεύουσα της Βραζιλίας, το Μπραζίλι. Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι. Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το στενό πέρασμα ανάμεσα στις δυο στεριές μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.​

:))))
 
αναλογη απορια ειχα κι εγω για τη λεξη μοράβια, την οποια θεωρω καταπληκτικη ηχητικα αλλα και ως προς τον συνδυασμο γραμματων. Τελικα την πετυχα σ ενα μπλογκ και ο ιδιοκτητης του μου ελυσε την απορια. =]
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
πράγματι εύηχη λέξη. Υπάρχει στον στίχο: μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με απ' τη μοράβια στο ποίημα Οι 7 νάνοι στο S/S Cyrenia

από το γλωσσάρι:
μοράβια, η : < ιταλ. moravia : αντιδιαβρωτικό και αντιρρυπαντικό χρώμα εξαιρετικής αντοχής για τη βαφή των υφάλων του πλοίου.
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Για πάμε να δούμε την:

Θεσσαλονίκη

Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
- Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή. -
Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κ' οι δυο Μαρμαρινοί.

Νερό καλάρει το fore peak, νερό και πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κεινή.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί:

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.

Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μές στο ρικσά.

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες "σ' αγαπώ".
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Dépôt.

Υπενθυμίζω πως η ακόλουθη "μετάφραση" έγινε και με κάποια διάθεση χιούμορ. :)))

Θεσσαλονίκη

Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο βόρειος άνεμος Βαρδάρης, το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά. Σ' έστειλε ο πρώτος μηχανικός τού πλοιού να πας να μετρήσεις την πυκνότητα των νερών, μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι - Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή. - Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του ζωγράφου Modigliani, που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κ' οι δυο που κατάγονταν από τον Μαρμαρά τής Προποντίδας. ( :)))) )

Νερό μπάζει η πρωραία δεξαμενή ζυγοστάθμισης, νερό και στον πυθμένα, μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί. Με τατουάζ που δε φαίνεται σε σημάδεψε η Σπανιόλα ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί:

Απάνω στο κρεβάτι σου φίδι νωθρό κοιμάται και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού. Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.

Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά. Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι και το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μές στο χειροκίνητο μεταφορικό δίκυκλο. ( :μουάχαχα: )

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη. Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες "σ' αγαπώ". Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι, μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για την περιοχή τής Θεσσαλονίκης που λέγεται Ντεπό.

:))))
 
Εξαιρετική προσπάθεια.Ίσως η αρχή μιας σπουδαίας εργασίας.Απαραίτητη για τους φίλους του Νίκου Καββαδία...
 
Πραγματικά,πάρα πολύ χρήσιμο!!

"παιδί του Modigliani"
Όποτε το ακούω ή το διαβάζω αυτό, θυμάμαι το Αμοντιλιάδο...:χαχα:
 
Δυστυχώς σε κανένα από τα βιβλία του που έχω δεν υπάρχει ένα τόσο χρήσιμο γλωσσάρι. Πολλές από τις λέξεις δεν υπάρχουν ούτε σε λεξικό. Επίσης θα ήταν χρήσιμος και ένας γεωγραφικός προσανατολισμός του αναγνώστη. (Δεν ξέρω αν έχει κυκλοφορήσει σε άλλη έκδοση κάτι σχετικό). Θα μπορούσαμε ίσως να συνεχίσουμε την προσπάθεια, όχι τόσο της μετάφρασης, όσο της απόδοσης των πιο σπάνιων λέξεων. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η λέξη "ρικσάς" δεν υπάρχει στο λεξικό (του Μπαμπινιώτη τουλάχιστο).
 
Θυμαμαι,παλιοτερα,που διαβαζα Τσιφορο (Τα παιδια της πιατσας,Παραμυθια πισω απ`τα καγκελα) ειχα πολλες αποριες για λεξεις που δεν μπορουσα να τις βρω στα λεξικα...δεν εμαθα ποτέ αν υπηρχαν πραγματικα στο ιδιωμα του μαγκα ή αν ηταν γεννηματα της γραφιδας του Τσιφορου
 
Στα "Παιδιά της πιάτσας" υπάρχει, τουλάχιστο, ένα γλωσσάρι, που μαζί με τον πρόλογο σε βάζει στο πνεύμα της γλώσσας. Κάποιες από αυτές τις λέξεις έτυχε να τις ακούσω και σε ρεμπέτικα τραγούδια (πχ το "σακουλεύτηκα")
 

Λορένα

Πολεμίστρια του Φωτός
Η λεξη "σακουλέυτηκα" μου ειναι αρκετα γνωστη, αλλα δεν θυμαμαι τον ορισμο της. Και δεν την εχω ακουσει σε ρεμπετικα, αλλα απο αλλα παιδια της ηλικιας μου, πριν χρονια.

Θυμαμαι οτι μου εφερνε στο μυαλο τις "σακουλες" του σουπερ μαρκετ :)))) (γι'αυτο και δεν την ξεχασα, παροτι εχω πολλαααα χρονια να την ακουσω)
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Την λ. "σακουλεύτηκα" την έχουμε συζητήσει κι εδώ.
 
Η χρήση του ρήματος "σακουλεύτηκα" μου είναι πολύ οικεία, ίσως ακριβώς, επειδή την έχω στο αίμα μου από τα ρεμπέτικα τραγουδια που ακούω από παιδί. Μπορώ να πω ότι την χρησιμοποιώ ακόμη και σήμερα αρκετά συχνά στο λόγο μου.
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Κι όμως, κούλης δεν είναι ο Κινέζος. Το λ. Μπαμπινιώτη δίνει

κούλης (ο) ο αχθοφόρος (κυρ. στην ΝΑ. Ασία)

και το γλωσσάρι

κούλης, ο: αχθοφόρος στην Ινδία, στην Κίνα και στην ΝΑ Ασία· ενοικιαζόμενος με τη μέρα ανειδίκευτος εργάτης στις αγγλικές αποικίες στη ΝΑ Ασία

Κι αυτούς τους αχθοφόρους φαίνεται πως εννοούσε κι ο Καββαδίας.
:ναι:
 
Έχεις απόλυτο δίκιο Φαροφύλακα. Επίσης κούληδες νομίζω ότι λέγονται και οι αμαξάδες σε εκείνες τις περιοχές που μεταφέρουν τον κόσμο σε αμαξάκια χωρίς ζώα ή μηχανή αλλά με τα πόδια, σέρνοντας το όχημα στους δρόμους.
Ο Καζαντζάκης διηγείται στο "Ταξιδεύοντας - Κίνα, Ιαπωνία" περιστατικό όπου αμαξάς του ζητάει την πληρωμή του κι ο συγγραφέας πληρώνει μέχρι να νιώσει ικανοποιημένος ο αμαξάς. Βρετανός αυτόπτης μάρτυρας της σκηνής, παρεμβαίνει και κλωτσάει στο στομάχι τον φτωχό άνθρωπο κάνοντας λόγο για υπόδουλους που δεν πρέπει να τους δίνει κανείς σημασία. (Η ερμηνεία και η αντίληψη από το γλωσσάρι που παραθέτεις στην πλήρη εφαρμογή της).

Και κάτι τελευταίο: ο Καββαδίας νομίζω ότι κάνει αναφορά και για το ρικσά, είναι η ονομασία της άμαξας σε εκείνες της περιοχές.
Αντιγράφω από την Βίκιπαιδεία: Rickshaws (ή χειράμαξα) είναι μια λειτουργία του ανθρώπου που κινούνται με τη μεταφορά : ο δρομέας κάνει δίτροχο καλάθι οποίο μπορεί να φιλοξενήσει ένα ή δύο άτομα. Η λέξη rickshaw προήλθε από την Ασία , όπου και χρησιμοποιείται κυρίως ως μέσο μεταφοράς για την κοινωνική ελίτ. Τον τελευταίο καιρό η χρήση του rickshaws έχει αποθαρρύνονται ή να τεθεί εκτός νόμου σε πολλές χώρες, λόγω της ανησυχίας για την ευημερία των εργαζομένων rickshaw.

Έχουν Runner-τράβηξε rickshaws κυρίως έχουν αντικατασταθεί από rickshaws κύκλο και rickshaws auto . The term "rickshaw" is today commonly used for those vehicles as well. Ο όρος "rickshaw" είναι σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως για εκείνα τα οχήματα, καθώς και.

Η λέξη "rickshaw" προέρχεται από την ιαπωνική λέξη jinrikisha (人力车,人 Jin = ανθρώπινη, 力 riki = ενέργεια ή δύναμη, 车 sha οχήματος =), που σημαίνει κυριολεκτικά «ανθρώπου-όχημα".
 
Στο ποίημα του "σταυρός του νότου", στο στίχο "κούλικο στο στήθος σου τατού", προφανώς δεν έχει την έννοια του αχθοφόρου,αλλά του επιθέτου..εννοεί κινέζικο τατουάζ..
Μεγάλος ο Καββαδίας! Δικαίως έχει τον τίτλο του "ποιητή της θάλασσας" !!
 
Πριν λίγους μήνες, που ξεφύλλιζα το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που χάνονται, διαπίστωσα ότι είχα παρανοήσει εντελώς τη λέξη καραντί του ομώνυμου ποιήματος του Καββαδία. Η τρίτη στροφή του έχει ως εξής:

Το καραντί... Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο και σκουριά.
Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκε ο καρχαρίας που πιλοτάρει.

Λοιπόν, εφόσον γνώριζα το ποίημα μόνον ακουστικά (μέσα από την πασίγνωστη μελοποίηση του Θάνου Μικρούτσικου), θεωρούσα ότι καραντί είναι το όνομα του πλοίου, κι ότι η λέξη αυτή προέρχεται από το αγγλικό guarantee (ή το γαλλικό guarantie), που σημαίνει «εγγύηση». Πόσο έξω είχα πέσει! Η σωστή έννοια είναι «θαλασσοταραχή», «φουσκοθαλασσιά». κι έτσι ο πρώτος στίχος της στροφής σημαίνει «η θαλασσοταραχή θα μας ανατρέψει (δηλ. θ' ανατρέψει το πλοίο μας)». Με την ερμηνεία που έδινα στη λέξη καραντί, ήταν φυσικό να ερμηνεύσω το μας ως γενική, κι όχι ως αιτιατική, δηλαδή «Το Καραντί θα μας ανατραπεί» (όπως θα λέγαμε π.χ. «το παιδί θα μου πεθάνει»).
 
Καμιά ερμηνεία για τους 7 Νάνους υπάρχει; Είναι από τα πιο δημοφιλή ποιήματά του και σίγουρα η πιο δημοφιλής μελοποίηση από τον Μικρούτσικο, αλλά πολύ λίγα είναι κατανοητά..:ε;:
 
Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: Καμάρι μου κοιμήσου.
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ’ είδες και που σ’ είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το `λεγε, ποιος το `λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι,
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό τ’ αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ’ ανοιχτά.
Στ’ `ομορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει από τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

Τ’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί (κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι).
Απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένη μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει
μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του
μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα
κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια

Κατ εμε λοιπον κι αυτο οπως κ ο ΤΟΤ που ΟΛΟ ΓΝΕΘΕΙ συμβολιζουν την ασυμβιβαστη φυση του θαλασσινου που δεν ενδιδει...Που δε συμβιβαζεται.Κ μην ξεχναμε οτι ο ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ηταν επαναστατικων ιδεων ανθρωπος

Συμφωνω κ στην αναλυση της μοραβιας η οποια αποτυπωνει το βαθυ στιγμα οσων περασε ο ναυτικος κ του παθους με τη θαλασσα που μενουν ανεξιτηλα κ θα πονουν για παντα. Συγχαρητηρια σε ολους οσους διεξηγαγαν αυτην την υπεροχη συζητηση.
 
Last edited:
Άλλη μια ερμηνεία για το "7 νάνοι στο ss Cyrenia"

Θέλω κι εγώ να δώσω την ταπεινή μου ερμηνεία, κατά πώς το καταλαβαίνω εγώ το ποίημα, ακούγοντας και την πρώτη εκτέλεση του Θάνου Μικρούτσικου. Ομολογώ ότι πρόσθεσα στοιχεία από τις ερμηνείες των προλαλησαντων. Όμως κράτησα τη βασική ιδέα της δικής μου άποψης.

Μια κοπέλα πραγματική ή φανταστική μπαίνει για πρώτη φορά στο Cyrenia ή σε κάποιο μικρότερο συνώνυμο καράβι και ρωτάει τον καπετάνιο «Πόσοι ναύτες είναι στο πλοίο;». Το τραγούδι ξεκινάει από την απάντηση του καπετάνιου. Εφτά. (και απευθυνόμενος στον ναύτη που είναι στο τιμόνι) Σε παίρνει αριστερά. Μην το ζορίζεις. Εδώ θίγεται το γεγονός ότι ο καλός ο καπετάνιος δεν μπορεί να έχει εύκολα μια προσωπική κουβέντα χωρίς να έχει συνεχώς το μυαλό του στο καράβι της ευθύνης του. Μια κουβέντα λέει στην κοπέλα και μια στον ναύτη που είναι στο τιμόνι. Μετά συνεχίζει να της λέει Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη. Σαν να της λέει «Είναι λίγο το προσωπικό του πλοίου, δηλ. σχεδόν μετρημένοι στα δάχτυλα.» Θυμίζεις κάμαρες κλειστές. Απευθυνόμενος ήρεμα στον ναύτη για να τον επιπλήξει ότι χειρίζεται το τιμόνι σαν στεριανός δηλαδή σαν άσχετος, αλλά και έμμεσα στην κοπέλα με τελείως άλλο νόημα σαν να της λέει «Δε μου φαίνεσαι και πολύ κορίτσι της υπαίθρου, αλλά αστικό κορίτσι. Κορίτσι που μεγάλωσε μέσα σε 4 τοίχους.» Στεριά μυρίζεις. «Φαίνεσαι ότι δεν ταξιδεύεις συχνά. Μου θυμίζεις τόσο έντονα τη στεριά που μας λείπει εδώ στο πλοίο τον περισσότερο καιρό, που σχεδόν τη μυρίζω πάνω σου.» Και επανερχόμενος στο θέμα με τους ναύτες και με διάθεση να της τους περιγράψει Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ένα καλάμι δηλ. «ο πιο μικρός της παρέας καμιά φορά μας διασκεδάζει με το καλάμι του κάνοντας φασαρία με τον δικό του τρόπο.»

Συνεχίζει η σύσταση στην κοπέλα του προσωπικού του πλοίου: Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια. «Ο Σημ είναι ο πρώτος μηχανικός αλλά συνήθως γυαλίζει τα στηρίγματα της μηχανής, δηλ. δεν κάνει και πολλά.» Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι. «Ο Ρεκ είναι ο δεύτερος μηχανικός, τον έχω εδώ κοντά μου και του μαθαίνω πώς να χειρίζεται το τιμόνι, αν χρειαστεί καμιά στιγμή να λείψω για λίγο.» Μ’ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια. «Ο Γκόμπυ κάνει διάφορες δουλειές αλλά ο πιο σημαντικός ρόλος του, αν και δεν ξέρει πολλά, είναι ο πρακτικός γιατρός του πλοίου. Πώς τα καταφέρνει καμιά φορά κι εμείς απορούμε.» Κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει. «Ο Χαράμ δεν έχει καλή ισορροπία και δεν κάνει για δουλειές στο κατάστρωμα. Γι’αυτό τον βάλαμε μάγειρα. Κι αυτός δεν είναι κανένας σπουδαίος μάγειρας. Το καλύτερο που ξέρει να κάνει είναι πίτες. »

Απ’το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα. Κάποιος στο παρατηρητήριο του πλοίου φωνάζει ότι έρχεται καταιγίδα με κύματα που θα’ναι ψηλά ίσαμε τη γαλέτα. Όλοι έντρομοι τρέχουν προς τα εκεί για να μάθουν περισσότερα. Η κοπέλα ρωτάει τον καπετάνιο αν μπορεί να τον ακολουθήσει. Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι; Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ένα ποτήρι. Εδώ βρίσκεται μια τραγική ειρωνία: Πώς θα μπορούσε να χαλάσει τέτοιο εύκολο χατίρι σε μια αστική κοπέλα που έκανε όνειρα ότι κάποτε θα την έπαιρνε για γυναίκα του κάποιος γιος βασιλιά(!) τη στιγμή που λόγω της ερχόμενης καταιγίδας μπορεί να ήταν η τελευταία της επιθυμία.

Η καταιγίδα πλέον έφτασε. Ραμάν αλλήθωρε τρελέ που λύνεις μάγια κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια. «Ραμάν εσύ που πιστεύεις σε κάτι τέτοια, παρόλο που είναι αμφισβητήσιμα, κάνε κανένα ξόρκι, καμιά προσευχή να καταφέρεις να περάσουμε τη νύχτα από αυτήν την καταιγίδα ωσότου ο αστερισμός του σταυρωτού του νότου να πέσει χαμηλά και να δύσει πίσω από το πλοίο,» και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει «και να με φέρεις σώο στη στεριά, ή τουλάχιστον ακόμη κι αν πεθάνω να με βρούνε και να με θάψουνε κάτω από ένα δέντρο και να μη χαθώ για πάντα στον ωκεανό.»

Έπειτα αναλογιζόμενος ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω για τον καιρό ολοκληρώνει τη σύσταση που ανέλαβε να της κάνει. Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει, τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει. «Ο Τοτ ο καταφερτζής είναι ο ράφτης μας, αν και του λείπει το ένα χέρι» Η αγωνία όμως τον διακόπτει και πάλι. Έχει στο πλοίο του μία κοπέλα της πόλης που είναι πιστή στο Θεό. Γιατί δεν ακούει ο Θεός την προσευχή της να τους σώσει; Το φταίξιμο δεν το ρίχνει όμως στην κοπέλα. Εσθήρ ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη; Ρουθ δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι; Επικαλείται γυναίκες που έδειξαν πίστη στο Θεό στην Παλαιά Διαθήκη και παρά τις αδυναμίες τους ο Θεός τις βοήθησε. Τις αμφισβητεί για να τις προκαλέσει να του αποδείξουν ότι με την προσευχή μιας αθώας κοπέλας ο Θεός μπορεί να τους σώσει.

Ολοκληρώνει τη σύσταση των επτά ναυτών: Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει «Ο Σάλαχ ο κουφός αναλάμβανε το ρόλο της συντήρησης της καρίνας του πλοίου από τη μοράβια.» Μετά απευθυνόμενος στον Σάλαχ που προφανώς δεν τον άκουγε, του λέει με δόση πίκρας και αυτοσαρκασμού για τις αμαρτίες και τα λάθη του Μ’ένα ξυστρί καθάρισέ με απ’τη μοράβια. Ο Σάλαχ εκτός του ότι ήταν κουφός είχε κι αυτός κάτι που δεν μπορούσε να κάνει. Είχε κι αυτός μια “αδυναμία”. Δεν μπορούσε να καθαρίσει με το ξυστρί κάποιον από αυτά που έχει μετανιώσει στη ζωή του. Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει «Και από όλα αυτά που με λερώνουν δηλ. που με κάνουν να φαίνομαι ότι μπορεί να έχω κάνει λάθος, και από πράγματα που με έχουν δεσμεύσει, το πιο σημαντικό είναι αυτό που είπα στη μάνα μου όταν με ρώτησε» Γιε μου πού πας; Μάνα θα πάω στα καράβια. «Η αγωνία στο βλέμμα της μάνας μου όταν με ρώτησε, ήταν, γιατί από μητρικό ένστικτο διαισθάνθηκε ότι θα με έπνιγε η θάλασσα μια μέρα όπως σήμερα. Κι εγώ της απάντησα χωρίς να τη συμβουλευτώ πρώτα, την απόφαση που είχα πάρει. Η απόφαση αυτή μπορεί να μου στοιχίσει τη ζωή μου σήμερα. Και δεν αποχαιρέτισα κανέναν γιατί δεν ήθελα να σκέφτομαι ότι θα ερχόταν μια τέτοια στιγμή. Με τι όνειρα ξεκίνησα και πώς κατάντησα με αυτό το ελλιπές και ελαττωματικό πλήρωμα!»

Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε. «Κι έτσι κατευθυνόμαστε προς τον πνιγμό μας εγώ και οι εφτά ναύτες.» με την βροχή με τον καιρό που μας ορίζει. «με τα στοιχεία της φύσης που αγαπήσαμε και θέλαμε να κατακτήσουμε κι όμως είμαστε ακόμα δέσμιοί τους.» Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι… «Κάποιος θυμάμαι μου είπε κάποτε: Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα. Χα! Και πού να’ξερε τι τέλος θα είχε αυτή η επιθυμία των ματιών μου.» Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει. «Ο Σάλαχ ο κουφός , παίζει τον καλαμένιο αυλό του και το παίξιμό του δε μου ακούγεται πια αχολόγημα, αλλά μου φαίνεται γλυκό νανούρισμα τώρα που κοιμάμαι για πάντα.»
 
Καμιά ερμηνεία για τους 7 Νάνους υπάρχει; Είναι από τα πιο δημοφιλή ποιήματά του και σίγουρα η πιο δημοφιλής μελοποίηση από τον Μικρούτσικο, αλλά πολύ λίγα είναι κατανοητά..:ε;:
ο Χόλντεν μάς δίνει μια εκδοχή αν και για εμένα κάνει περισσότερη ανάλυση από όση χρειάζεται..

Για εμένα είναι απλά μια γραφική εικόνα, κάτι σαν παραμύθι.. Εφτά νάνοι σε ένα καράβι.

:)
Ξέρω ότι είναι η πρώτη μου ανάρτηση... ξέρω ότι δεν είμαι ειδική... ξέρω ότι δεν είμαι της ποίησης... είμαι φανατική ακροάτρια τραγουδιών που με εντυπωσιάζει κατά κύριο λόγο ο στίχος, και κατά δεύτερο και μικρότερο η μουσική...
Αλλά έχοντας διαβάσει αρκετά για αυτό το ποίημα, πιστεύω πως ο φαροφύλακας είναι αυτός που έκανε την καλύτερη ανάλυση :))).
Ο Χόλντεν με βοήθησε πολύ σε κάποιους ναυτικούς όρους... και έκανε μια πολύ καλή ανάλυση, που με εντυπωσίασε. Το ίδιο και ο Βάγγος.
Ωστόσο... νομίζω πως μας έχει παραπλανήσει η μουσική του Μικρούτσικου. Κυρίως μας έχει παραπλανήσει όλους η δική του ερμηνεία... που μας αφήνει την εντύπωση ότι σε λίγο θα ξεπεταχτεί ο Θεοδωράκης από μια μεριά και θα αρχίσει να τραγουδάει το 'παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους' :)))). Η ερμηνεία του είναι κάπως καταπιεστική ώστε να δεχτούμε με το ζόρι ότι στο ποίημα κρύβονται συναισθήματα και μηνύματα απίστευτης έντασης.... Η ερμηνεία της Αλεξίου, η αρχική, μας παραπέμπει πιο πολύ σε παραμύθι...

Το ποίημα είναι αφιερωμένο στην Έλγκα, ανηψιά του ποιητή, που είχε την συνήθεια να διαβάζει πάρα πολύ. Αυτή του έχει ζητήσει ή να δώσει ονόματα στους 'εφτά νυχτοπερπατητές' που συνάντησε σε ένα μυθιστόρημα ή να γράψει ένα ποίημα για αυτούς. Σε αυτήν απευθύνονται οι 4 στίχοι σε δεύτερο πρόσωπο.... 'μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι - κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα - ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ' ένα ποτήρι - τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Εσθήρ και Ρουθ... είτε βιβλικά πρόσωπα, που η αναφορά τους γίνεται ώστε λόγω της πίστης τους να βοηθήσουν τους επτά νάνους του παραμυθιού μας που κινδυνεύουν από τα μεγάλα κύματα.... είτε πραγματικά πρόσωπα επιβάτισσες του καραβιού... η Εσθήρ πανέμορφη, που με την ομορφιά της σκορπάει βιβλική-μεγάλη μέθη... και η Ρουθ σιωπηλή και τρομαγμένη από το ταξίδι στη θάλασσα.

Σε όλα τα υπόλοιπα θα συμφωνήσω με την ανάλυση του Χόλντεν, έχοντας πάντα υπόψη μου ότι ο Καββαδίας, χτίζει ένα παραμύθι...και εξαιρώντας από την εξαίρετη ανάλυσή του το τελευταίο τετράστιχο... όπου θεωρώ ότι απλά δείχνει το πόσο εξαρτιέται η ζωή του ναυτικού από τον καιρό και επίσης συμφωνώντας με τον Νπαπς στα δύο σημεία που έχει ένσταση.
Στο προτελευταίο τετράστιχο, όπως είπαν και οι συνσχολιαστές, τονίζεται ο πόνος που κουβαλάει ο ναυτικός βαθιά μέσα του ξέροντας ότι έχει προκαλέσει πόνο και αγωνία στους δικούς του ανθρώπους.
Στο τελευταίο τετράστιχο, τονίζεται η εξάρτηση που έχει η ζωή του ναυτικού από τα καιρικά φαινόμενα.

Ο στίχος που κουβαλάω από αυτό το ποίημα είναι ο πιο τρυφερός στίχος του ποιήματος:
τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...

υσ. ελπίζω να μην σας κούρασα στην πρώτη μου ανάρτηση...
 
Last edited:
Top