Τίτλος: Εξομολογήσεις ενός Νέου Μυθιστοριογράφου
Πρωτότυπος τίτλος: Confessions of a Young Novelist
Συγγραφέας: Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco)
Μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος
Εκδόσεις: Πατάκη
Έτος έκδοσης: 2011
Διαστάσεις: 14,2 Χ 18,6 εκ.
Αριθμός σελίδων: 278
ISBN: 978-960-16-4358-8
Ο Ουμπέρτο Έκο, στο βιβλίο του «Εξομολογήσεις ενός νέου μυθιστοριογράφου» κάνει μία αναδρομή στην μακρόχρονη συγγραφική του σταδιοδρομία ως θεωρητικός της σημειωτικής, διερευνώντας τον γόνιμο συνδυασμό με το μυθοπλαστικό του έργο.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου "Γράφοντας από τα αριστερά προς τα δεξιά" αναφέρει : « Άρχισα να γράφω μυθιστορήματα από παιδί. Το πρώτο πράγμα που σκεφτόμουν ήταν ο τίτλος, συνήθως εμπνευσμένος από τα βιβλία περιπέτειας εποχής […] Επειδή όμως έγραφα κεφαλαία, εξαντλούμουν ύστερα από λίγες μόλις σελίδες και τα παράταγα. Κάθε έργο μου ήταν λοιπόν ένα ημιτελές αριστούργημα όπως η Ημιτελής συμφωνία του Σούμπερτ ».
Εν συνεχεία αναλύει τις διαφορές ανάμεσα στο «δημιουργικό» και «μη δημιουργικό» είδος γραφής, θέτοντας τους προβληματισμούς του ως προς το τι ο ίδιος υπηρετεί. Λέει χαρακτηριστικά: « Οι δημιουργικοί συγγραφείς ζητούν από τους αναγνώστες τους να δοκιμάσουν μια λύση· δεν προσφέρουν μια οριστική συνταγή (εκτός από τους καλόγουστους και αισθηματολόγους συγγραφείς που αποβλέπουν στη φτηνή παρηγοριά). Για αυτό και όταν έδινα ομιλίες για το πρώτο μου μυθιστόρημα, που μόλις είχε δημοσιευτεί, έλεγα ότι μερικές φορές ένας μυθιστοριογράφος μπορεί να λέει πράγματα που ένας φιλόσοφος δεν μπορεί. Έτσι μέχρι το 1978 ένιωθα πλήρης ως φιλόσοφος και θεωρητικός της σημειωτικής. Μια φορά μάλιστα έγραψα – με μια δόση Πλατωνικής υπεροψίας – ότι θεωρούσα τους ποιητές και τους καλλιτέχνες εν γένει, φυλακισμένους μέσα στα ίδια τους τα ψέματα, μιμητές μιμήσεων, ενώ εγώ ως φιλόσοφος είχα πρόσβαση στον αληθινό πλατωνικό κόσμο των ιδεών».
Στην συνέχεια και μέχρι το τέλος του κεφαλαίου αναλύει και περιγράφει με το γνωστό αφηγηματικό του στυλ, τους τρόπους και τις συνθήκες που τον οδήγησαν στην έμπνευση και τη συγγραφή των μυθιστορημάτων του ( κάνει αναφορές για Το Όνομα του Ρόδου, Το Νησί της Επόμενης Μέρας, Το Εκκρεμές του Φουκώ και το Μπαουντολίνο) αναλύοντας κάποια επιμέρους στοιχεία επί της γραφής του, και θίγοντας τυχόν παρερμηνείες αναλυτών και κριτικών του έργου του, που τις περισσότερες φορές είναι τελείως διαφορετικές ή εσφαλμένες από τις αρχικές προθέσεις του.
Στο Δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο " Συγγραφέας, κείμενο και ερμηνευτές" εμβαθύνει περισσότερο στον τρόπο γραφής του, στα ερεθίσματα και στην προεργασία των μυθιστορημάτων του εκθέτοντας απόψεις και κριτικές. Όπως χαρακτηριστικά γράφει : « Ένας παιδικός μου φίλος που είχα χρόνια να δω, μου έγραψε αφότου δημοσιεύτηκε το δεύτερο μυθιστόρημα μου, Το Εκκρεμές του Φουκώ: «Αγαπητέ Ουμπέρτο, δε θυμάμαι να σου έχω πει την θλιβερή ιστορία του θείου και της θείας μου, αλλά πιστεύω πως ήταν αδιάκριτο εκ μέρους σου να την χρησιμοποιήσεις στο μυθιστόρημα σου». Στο βιβλίο μου, λοιπόν, διηγούμαι μερικά επεισόδια για κάποιον θείο Κάρολο και κάποια θεία Κατερίνα, που στην ιστορία είναι ο θείος και η θεία του πρωταγωνιστή Τζιάκοπο Μπέλμπο. Είναι αλήθεια ότι τέτοιοι άνθρωποι πραγματικά υπήρξαν. Με λίγες παραλλαγές, αφηγούμουν μια ιστορία από την παιδική μου ηλικία για ένα θείο και μία θεία μου – αλλά είχαν φυσικά άλλα ονόματα από εκείνα των χαρακτήρων. Απήντησα στον φίλο μου, λέγοντας ότι ο θείος Κάρολος και η θεία Κατερίνα είναι δικοί μου συγγενείς, όχι δικοί του ( επομένως διατηρούσα την πνευματική ιδιοκτησία) και ότι ούτε καν γνώριζα πως είχε θείο ή θεία». Στο ίδιο κεφάλαιο θίγει και κάποια προβλήματα μετάφρασης των έργων του.
Στο Τρίτο Κεφάλαιο με τίτλο "Μερικές παρατηρήσεις για τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες", κάνει αναφορές στο πως λειτουργούν οι μυθοπλαστικοί ήρωες των λογοτεχνικών έργων στην συνείδηση του αναγνωστικού κοινού χρησιμοποιώντας παραδείγματα γνωστών λογοτεχνικών «προσώπων» ( όπως επί παραδείγματι τον Κόμη Μοντεχρήστο του Αλέξανδρου Δουμά, την Άννα Καρένινα του Τολστόι, την Σκάρλετ Ο’ Χάρα της Μάργκαρετ Μίτσελ, κ.αλ.) με εκτενείς αναφορές και στα πρόσωπα των δικών του μυθιστοριογραφιών, διευκρινίζοντας τις μυθοπλαστικές αποφάνσεις έναντι των ιστορικών αποφάνσεων στην αντίστοιχη ενότητα του κεφαλαίου.
Όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: « Ο Έκο περιηγείται στην δημιουργική του μέθοδο και θυμάται πως σχεδίασε τις μυθοπλαστικές του επικράτειες. Άρχισε με συγκεκριμένες εικόνες, έκανε επιλογές ως προς τη χρονική περίοδο, την τοποθεσία και τη φωνή, συνέθεσε ιστορίες που θα αρέσουν τόσο σε εκλεπτυσμένους αναγνώστες, όσο και σε εκείνους που αρέσκονται σε λαϊκά αναγνώσματα. Η μείξη του πραγματικού και του μυθοπλαστικού αγγίζει τους κατοίκους τέτοιων επινοημένων κόσμων».
Στο τελευταίο κεφάλαιο – που κατά την γνώμη μου είναι και το απολαυστικότερο – γίνεται ευρεία αναφορά στις «λίστες» του, και τις επιρροές που άντλησε από μεγάλους συγγραφείς για την κατάρτιση τους.
Αναφέρει στην αρχή του κεφαλαίου: « Ίσως στην αρχή της σταδιοδρομίας μου ως αφηγητή μυθοπλασίας, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύ μου άρεσαν οι λίστες. Τώρα ύστερα από πέντε μυθιστορήματα και μερικές ακόμα λογοτεχνικές απόπειρες, είμαι σε θέση να συντάξω μια ολοκληρωμένη λίστα με τις λίστες μου. Μια τέτοια προσπάθεια ωστόσο θα έπαιρνε πολύ χρόνο, οπότε θα περιοριστώ στην παράθεση μερικών από τις απαριθμήσεις μου και – ως απόδειξη της ταπεινοφροσύνης μου – θα τις συγκρίνω με μερικούς από τους σπουδαιότερους καταλόγους στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας».
Πρόκειται, εν κατακλείδι, για ένα βιβλίο που προτείνω ανεπιφύλακτα σε όποιον/α θέλει να εντρυφήσει επάνω στο μυθοπλαστικό του έργο, διερευνώντας το δια μέσου της κατ’ ιδίαν οπτικής αντίληψης, ενός από τους πιο ευφυείς συγγραφείς της εποχής μας.
Last edited: