Χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο και μάλλον σε φιλικό κλίμα, ο δρόμος μου και αυτός της θρησκείας χώρισαν πριν από αρκετό καιρό. Ωστόσο, η ύπαρξη του Θεού –με μια πολύ ευρεία έννοια - με προβληματίζει ακόμη και διαβάζω με ενδιαφέρον ό,τι γράφεται για αυτό σε μη θρησκευτικά κείμενα. Αναφορές σε αυτό το θέμα σε τρία βιβλία μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση και θα ήθελα να τις παραθέσω εδώ.
Το πρώτο από αυτά είναι Η αυτοβιογραφία του φωτός του Γ. Γραμματικάκη. Ο συγγραφέας περιγράφει πώς η μελέτη του φωτός οδήγησε στις σύγχρονες θεωρίες για αυτόν το κόσμο το μικρό το μέγα. Αν και πρόκειται για ένα, εκλαϊκευμένο μεν, αλλά σίγουρα επιστημονικό σύγγραμμα, ο Θεός αναφέρεται συχνά πυκνά στις σελίδες του. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η χρησιμοποίησή του ως επιχείρημα για την απόρριψη μιας επιστημονικής θεωρίας. Είναι το γνωστό «ο Θεός δεν παίζει ζάρια με τον κόσμο» του Α. Αϊνστάιν για να δηλώσει την αντίθεσή του στην κβαντική θεωρία, όπου κυριαρχούν οι πιθανότητες.
Οι αναφορές στο Θεό πληθαίνουν όταν, αναζητώντας τις απαρχές του σύμπαντος, το βιβλίο καταλήγει στη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Δε μπορούσε να μη με ξαφνιάσει το σχόλιο του αστροφυσικού Robert Jastrow: «Για τον επιστήμονα που έζησε με την πίστη στη δύναμη της λογικής, η ιστορία τελειώνει σαν ένα κακό όνειρο. Ανέβηκε τα βουνά της άγνοιας. Έφτασε στο σημείο να κατακτήσει την υψηλότερη κορυφή. Καθώς όμως ξεπερνούσε και τον τελευταίο βράχο, τον υποδέχθηκε μια παρέα θεολόγων που καθόταν εκεί για αιώνες».
Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κανείς ότι οι επιστήμονες είναι και αυτοί άνθρωποι οι οποίοι, φτάνοντας στα όρια αυτών που μπορούν να καταλάβουν, να μετρήσουν και να αποδείξουν, είναι λογικό να επικαλούνται μια ανώτερη δύναμη, αφού γι’ αυτήν ακούνε από την κούνια τους.
Εδώ, έρχεται το –επίσης εκλαϊκευμένο επιστημονικό- βιβλίο Φαντάσματα στον εγκέφαλο του V.S. Ramachandran να υποστηρίξει ότι ενδεχομένως «στον εγκέφαλο του ανθρώπου υπάρχει ένα είδος κυκλώματος που είναι εξειδικευμένο για τις θρησκευτικές εμπειρίες». Αυτό στηρίζεται σε περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι, παρουσιάζοντας δυσλειτουργία σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου, βιώνουν έντονες πνευματικές εμπειρίες θρησκευτικού περιεχομένου. Τα πώς και τα γιατί ενός τέτοιου κυκλώματος είναι υπό διερεύνηση, αυτό όμως δε μειώνει σε τίποτα την εντύπωση που έκανε και στο συγγραφέα και σε εμένα η πιθανότητα ύπαρξης ενός τέτοιου κυκλώματος.
Στην αρχή του κεφαλαίου που πραγματεύεται το θρησκευτικό συναίσθημα, υπάρχει η παρακάτω άποψη του Αϊνστάιν (και πάλι) : «Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις αυτό το [κοσμικό θρησκευτικό] συναίσθημα σε κάποιον που δεν το έχει... Οι μεγάλες θρησκευτικές μορφές όλων των εποχών ξεχωρίζουν από το συναίσθημα αυτό, το οποίο δε γνωρίζει κανένα δόγμα... Κατά την άποψή μου, η πιο σημαντική λειτουργία της τέχνης και της επιστήμης είναι να αφυπνίσουν και να διατηρήσουν το θρησκευτικό αυτό συναίσθημα ζωντανό σε όσους το αποδέχονται».
Η αλήθεια είναι πως μια τέτοια άποψη δε θα περίμενα να την ακούσω από ένα επιστήμονα. Από την άλλη με έκανε να αναρωτηθώ για το πώς θα ήταν ένας κόσμος χωρίς θρησκευτικό συναίσθημα.
Στο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουέλμπεκ Η δυνατότητα ενός νησιού, ο συγγραφέας θεωρεί ότι μια κοινωνία που έχει απορρίψει τις θρησκείες καταλήγει πάλι σε αυτές. Τοποθετεί έναν αφηγητή στο πολύ μακρινό μας μέλλον, ο οποίος περιγράφει το παρελθόν του, δηλαδή την εποχή μας και ό,τι ακολούθησε. Περιγράφεται, λοιπόν, μια στροφή στη θρησκεία και μάλιστα στο ισλάμ, το οποίο βάζει να κυριαρχεί σε Ευρώπη και Αμερική πριν οι άνθρωποι στραφούν οριστικά σε μια άλλη κατασκευασμένη από το συγγραφέα θρησκεία. (νομίζω δηλαδή ότι αυτός την επινοεί, βασισμένος σε κάποια ρεύματα που υπάρχουν σήμερα).
Όπως είπε ένας καλός φίλος, το θεολογικό ζήτημα δεν έχει τέλος και προφανώς δεν προσπαθώ να το λύσω εδώ. Είναι, όμως, που «πολλά χαρακτηριστικά κάνουν τους ανθρώπους μοναδικά όντα, κανένα, ωστόσο, δεν είναι πιο αινιγματικό από τη θρησκεία-την τάση να πιστεύουμε στο Θεό ή σε μια ανώτερη δύναμη, η οποία υπερβαίνει τα απλά φαινόμενα. Φαίνεται απίθανο ότι και κάποιο άλλο πλάσμα, εκτός από τον άνθρωπο, στοχάζεται το άπειρο ή αναρωτιέται για τη σημασία όλων αυτών που συμβαίνουν». (από το Φαντάσματα στον εγκέφαλο)
Το πρώτο από αυτά είναι Η αυτοβιογραφία του φωτός του Γ. Γραμματικάκη. Ο συγγραφέας περιγράφει πώς η μελέτη του φωτός οδήγησε στις σύγχρονες θεωρίες για αυτόν το κόσμο το μικρό το μέγα. Αν και πρόκειται για ένα, εκλαϊκευμένο μεν, αλλά σίγουρα επιστημονικό σύγγραμμα, ο Θεός αναφέρεται συχνά πυκνά στις σελίδες του. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η χρησιμοποίησή του ως επιχείρημα για την απόρριψη μιας επιστημονικής θεωρίας. Είναι το γνωστό «ο Θεός δεν παίζει ζάρια με τον κόσμο» του Α. Αϊνστάιν για να δηλώσει την αντίθεσή του στην κβαντική θεωρία, όπου κυριαρχούν οι πιθανότητες.
Οι αναφορές στο Θεό πληθαίνουν όταν, αναζητώντας τις απαρχές του σύμπαντος, το βιβλίο καταλήγει στη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Δε μπορούσε να μη με ξαφνιάσει το σχόλιο του αστροφυσικού Robert Jastrow: «Για τον επιστήμονα που έζησε με την πίστη στη δύναμη της λογικής, η ιστορία τελειώνει σαν ένα κακό όνειρο. Ανέβηκε τα βουνά της άγνοιας. Έφτασε στο σημείο να κατακτήσει την υψηλότερη κορυφή. Καθώς όμως ξεπερνούσε και τον τελευταίο βράχο, τον υποδέχθηκε μια παρέα θεολόγων που καθόταν εκεί για αιώνες».
Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κανείς ότι οι επιστήμονες είναι και αυτοί άνθρωποι οι οποίοι, φτάνοντας στα όρια αυτών που μπορούν να καταλάβουν, να μετρήσουν και να αποδείξουν, είναι λογικό να επικαλούνται μια ανώτερη δύναμη, αφού γι’ αυτήν ακούνε από την κούνια τους.
Εδώ, έρχεται το –επίσης εκλαϊκευμένο επιστημονικό- βιβλίο Φαντάσματα στον εγκέφαλο του V.S. Ramachandran να υποστηρίξει ότι ενδεχομένως «στον εγκέφαλο του ανθρώπου υπάρχει ένα είδος κυκλώματος που είναι εξειδικευμένο για τις θρησκευτικές εμπειρίες». Αυτό στηρίζεται σε περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι, παρουσιάζοντας δυσλειτουργία σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου, βιώνουν έντονες πνευματικές εμπειρίες θρησκευτικού περιεχομένου. Τα πώς και τα γιατί ενός τέτοιου κυκλώματος είναι υπό διερεύνηση, αυτό όμως δε μειώνει σε τίποτα την εντύπωση που έκανε και στο συγγραφέα και σε εμένα η πιθανότητα ύπαρξης ενός τέτοιου κυκλώματος.
Στην αρχή του κεφαλαίου που πραγματεύεται το θρησκευτικό συναίσθημα, υπάρχει η παρακάτω άποψη του Αϊνστάιν (και πάλι) : «Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις αυτό το [κοσμικό θρησκευτικό] συναίσθημα σε κάποιον που δεν το έχει... Οι μεγάλες θρησκευτικές μορφές όλων των εποχών ξεχωρίζουν από το συναίσθημα αυτό, το οποίο δε γνωρίζει κανένα δόγμα... Κατά την άποψή μου, η πιο σημαντική λειτουργία της τέχνης και της επιστήμης είναι να αφυπνίσουν και να διατηρήσουν το θρησκευτικό αυτό συναίσθημα ζωντανό σε όσους το αποδέχονται».
Η αλήθεια είναι πως μια τέτοια άποψη δε θα περίμενα να την ακούσω από ένα επιστήμονα. Από την άλλη με έκανε να αναρωτηθώ για το πώς θα ήταν ένας κόσμος χωρίς θρησκευτικό συναίσθημα.
Στο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουέλμπεκ Η δυνατότητα ενός νησιού, ο συγγραφέας θεωρεί ότι μια κοινωνία που έχει απορρίψει τις θρησκείες καταλήγει πάλι σε αυτές. Τοποθετεί έναν αφηγητή στο πολύ μακρινό μας μέλλον, ο οποίος περιγράφει το παρελθόν του, δηλαδή την εποχή μας και ό,τι ακολούθησε. Περιγράφεται, λοιπόν, μια στροφή στη θρησκεία και μάλιστα στο ισλάμ, το οποίο βάζει να κυριαρχεί σε Ευρώπη και Αμερική πριν οι άνθρωποι στραφούν οριστικά σε μια άλλη κατασκευασμένη από το συγγραφέα θρησκεία. (νομίζω δηλαδή ότι αυτός την επινοεί, βασισμένος σε κάποια ρεύματα που υπάρχουν σήμερα).
Όπως είπε ένας καλός φίλος, το θεολογικό ζήτημα δεν έχει τέλος και προφανώς δεν προσπαθώ να το λύσω εδώ. Είναι, όμως, που «πολλά χαρακτηριστικά κάνουν τους ανθρώπους μοναδικά όντα, κανένα, ωστόσο, δεν είναι πιο αινιγματικό από τη θρησκεία-την τάση να πιστεύουμε στο Θεό ή σε μια ανώτερη δύναμη, η οποία υπερβαίνει τα απλά φαινόμενα. Φαίνεται απίθανο ότι και κάποιο άλλο πλάσμα, εκτός από τον άνθρωπο, στοχάζεται το άπειρο ή αναρωτιέται για τη σημασία όλων αυτών που συμβαίνουν». (από το Φαντάσματα στον εγκέφαλο)