Γενικό άσμα-- οι καταχτητές
Δεν βγήκαν απ’ τα λιμάνια του Νότου
να βάλουν τα χέρια του λαού
στο πλιάτσικο και στο θάνατο.
Τούτοι δω ατενίζουν πράσινες στεριές, ελευθερίες,
σπασμένες αλυσίδες, μελλούμενες κατασκευές,
και, απ’ το καράβι, τα κύματα που απλώνονται
στις αχτές του πυκνού μυστηρίου.
Άραγε, να πεθάνουν πηγαίνουν,
ή να ξαναζήσουν πίσω απ’ τα φοινικόδεντρα,
στο ζεστό αγέρα που στέλναν,
σαν από μπούκα παράξενου καμινιού,
τα καφτά χώματα κατά πάνω τους.
Ήντουσαν λαός, δασιά κεφάλια του Μοντιέλ,
χέρια σκληρά και κομματιασμένα,
Οκάνια και Πιέδρα Ίτα,
μπράτσα πολεμιστάδων, μάτια παιδικά,
που κοίταζαν τον φοβερό ήλιο και τις φοινικιές.
Η παλιά πείνα της Ευρώπης, πείνα σαν ουρά
θανατερού κομήτη, κατοικούσε το καράβι,
η πείνα ήταν εκεί. Ολόγυμνη,
αλήτικο παγωμένο τσεκούρι, μητριά
των λαών, παίζει τα ζάρια η πείνα
στον πλου, φυσάει τα πανιά;
<< Πιο μακριά, γιατί θα σε φάω, πιο μακριά,
γιατί θα γυρίσεις πάλι πίσω
στην μητέρα, τον αδελφό, στο Δικαστή και στον Ιερέα,
στους ιεροεξεταστές, στην κόλαση και στην πανούκλα.
Πέρα, πέρα, μακριά από την ψείρα,
απ’ το φεουδαρχικό μαστίγιο, το μπουντρούμι,
τις γαλέρες γεμάτες κοπρίσματα>>
Και τα μάτια του Νούνιεθ υ Βερνάλες
καρφώναν στο ασύνορο φως
ένα κιβούρι, μια ζωή, κι άλλη ζωή,
την αναρίθμητη και τιμωρημένη οικογένεια
των φτωχών του κόσμου.
Ο Κόρτες δεν έχει λαό, είναι παγωμένη αχτίδα,
νεκρή καρδιά μέσα σε πανοπλία.
<< Πλούσια χώματα, Κύριε μου και Βασιλέα μου,
ναοί που το χρυσάφι, κρυμμένο,
κοιμάται στα χέρια του ίνδιο>>
Και προχωρεί μπήγοντας μαχαίρια, χτυπώντας
τις στεριές, τις κατακόρυφες
ευωδιαστές οροσειρές,
σταματώντας το στρατό του ανάμεσα σε ορχιδέες
και εστεμμένα πεύκα,
τσαλαπατώντας τα γιασεμιά,
ως τις πύλες του Τλαξκάλα.
(Τρομαγμένε αδελφέ, μην το παίρνεις
για φίλο το ρόδινο όρνιο:
σου μιλάω απ’ τα πολυτρίχια, από
τις ρίζες του δικού μας βασιλείου.
Αύριο θα πέσει το αίμα βροχή,
τα δάκρυα θα ‘χουνε τη δύναμη
να φτιάξουν ομίχλη, πούσι, ποτάμια,
ως να σου λιώσουν τα μάτια)
Ο Κόρτες λαβαίνει ένα περιστέρι,
Λαβαίνει ένα φασιανό, μια κιθάρα
απ’ τους μουσικούς του μονάρχη,
όμως αυτός θέλει την αποθήκη με το χρυσάφι
θέλει άλλο ένα βήμα, κι όλα να πέσουνε]
μες στα σεντούκια των λιμασμένων.
Ο Βασιλιάς προβάλλει στους εξώστες:
<< Είναι αδελφός μου>>, λέει. Ο λαός
απαντάει με πέτρες,
κι ο Κόρτες τροχίζει τα στιλέτα του
πάνω στα προδομένα φιλιά.
Γυρίζει στο Τλαξκάλα. Ο άνεμος έχει κιόλας
Φέρει το πνιχτό βουητό της συφοράς