Πάμπλο Νερούδα (Pablo Neruda)

Οκτάνα

Ανάστροφη Ταξιδεύτρια
όντως, τα ισπανικά επίθετα εδώ νομίζω πως είναι πολύ απλά: σεληνιακός, ηλιακός, καιγόμενος και κρύος..
Επειδή ισπανικά δεν γνωρίζω, αν πράγματι είναι αυτά τα επίθετα, τότε πραγματικά ο μεταφραστής που μας δίνει ο Αμοντιλιάδο το "τράβηξε απ'τα μαλλιά"...πολύ άσχημο αποτέλεσμα κατά την ταπεινή μου άποψη!
 
Ο Γιώργος Κεντρωτής, που τον έχω γνωρίσει και προσωπικά, είναι από τους καλύτερους Έλληνες μεταφραστές, αλλά διαφωνώ κι εγώ, όπως κι εσείς, με τις συγκεκριμένες επιλογές του. Ένα από τα πράγματα που εκτιμώ ιδιαίτερα στον Νερούδα είναι η λιτή του γλώσσα, κι όταν αυτό ακριβώς το στοιχείο του ισπανικού κειμένου μετατρέπεται σε κάτι τόσο εξεζητημένο στα Ελληνικά, μου γίνεται απωθητικό.
Το δυνατό σημείο του Κεντρωτή νομίζω ότι είναι η μετάφραση απ' τα Γερμανικά. Δεν ξέρω ποιά είναι η σχέση του με τα Ισπανικά. Η δε κορυφαία του μετάφραση, θεωρείται μάλλον αυτή του Βιργιλίου θάνατος, του Χέρμαν Μπροχ (εκδόσεις Gutenberg).
 
από τα αγαπημένα μου του Λατινοαμερικάνου ποιητή

Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα.
Κανείς δεν μας είδε εμάς χέρι, χέρι το βράδυ εκείνο
όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και εσκέπαζε τον κόσμο.

Απ' το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ
τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στα χάη.

Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα
κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.

Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη
από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.

Λέγε μου, που ήσουνα?
Με τι κόσμο?
Και τι τους έλεγες?
Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα
μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου?

Μου 'φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι
και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε
κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό.

Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια
με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ' αγάλματα.
 
για να μη λείπει και το δικό μου αγαπημένο

Τόσες μέρες, άι, τόσες μέρες
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη και τόσο κοντά μου,
πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;

Η αιμόχαρη άνοιξη
στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ’ τις σπηλιές τους,
τα ερπετά πίνουν δροσιά,
κι εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα,
ανάμεσα σε πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
πρέπει να την πληρώσω, πώς και πότε.

Απ’ όσα πράγματα έχω δει,
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω ν’ αγγίζω:
αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
μ’ αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.

Πώς να γίνει αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν,
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
μ’ αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.

Πού να ‘ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα ματιά σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και με πειράζει.
Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα απ’ τις βερικοκιές.

Γι’ αυτό αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράγματα και τόσο λίγα,
κι έτσι πρέπει να ‘ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
σημαιοστόλιστος και πενθηφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
και χωρίς μέτρο – όριο, σαν το φιλί
 
πάμπλο νερούδα, γενικό άσμα, υψώματα του μάτσου πίτσου
........
......
βύθισα το ανήσυχο και τρυφερό χέρι
στο πι γεννητικό από τα γήινα
......
......
.....
Στους χωματένιους δρόμους σε μια πολιτεία, ή σ' ένα
λεωφορείο
ή σε μια βάρκα το σούρουπο, ή στην πιο πηχτή μοναξιά,
τη μοναξιά μιας νύχτας γιορτής, κάτω από ήχους
σκιών και σήμαντρων, μέσα στο ίδιο το άντρο της ανθρώπινης
ηδονής,
πόσες φορές δεν θέλησα να κάτσω να βρω την άπιαστη,
την αιώνια φλέβα που άλλοτε άγγιξα
στην πέτρα ή στην αστραπή που αφήνει το φιλί.
......
......
.....
Δεν είχα, για να ξεκουράσω το χέρι, τόπο
που, τρεχούμενος σαν νερό αείρροης πηγής
ή στέρεος σα σβώλι κρύσταλλου ή ανθρακίτη
θα μου 'φερνε πίσω τη ζέστα ή το κρύο του απλωμένου
χεριού μου.
Τι ήταν ο άνθρωπος; Σε ποια στιγμή της ανοιχτής του
συζήτησης
μέσα σε αποθήκες και σε σφυρίγματα, σε ποια από τις
μεταλλικές του
κινήσεις, εζούσε το άφθαρτο, το ακατάλυτο, η ζωή;
.......
.......
.......
Δεν μπόρεσα ν' αγαπήσω στο κάθε ον ένα δέντρο
με το μικρό του φθινόπωρο στον ώμο(χιλιόφυλλος θάνατος)
όλους τους πλαστούς θανάτους και τις νεκραναστάσεις
χωρίς γη, χωρίς άβυσσο:
θέλησα, να ξεχυθώ μέσα στις πιο πλατιές ζωές,
μέσα στις πιο ορμητικές εκβολές.
Κι όταν ο άνθρωπος λίγο, λίγο μ' αρνήθηκε
και μου 'κοψε το βήμα και μου 'κλεισε την πόρτα για να
μην αγγίξω
με την πηγή των χεριών μου την πληγωμένη του ανυπαρξία,
τότε, έφυγα από δρόμο σε δρόμο, από ποτάμι σε ποτάμι,
από πόλη σε πόλη, και κρεβάτι σε κρεβάτι,
και διάβηκε την ερημιά η αρμυρή μου μάσκα,
και στα ακραία ταπεινωμένα σπίτια, χωρίς φως, χωρίς φωτιά,
χωρίς ψωμί, χωρίς λιθάρι, χωρίς σιωπή, μόνος,
κατρακύλησα και πέθανα τον ίδιο μου τον θάνατο.
 
Γενικό άσμα-- οι καταχτητές


Δεν βγήκαν απ’ τα λιμάνια του Νότου
να βάλουν τα χέρια του λαού
στο πλιάτσικο και στο θάνατο.
Τούτοι δω ατενίζουν πράσινες στεριές, ελευθερίες,
σπασμένες αλυσίδες, μελλούμενες κατασκευές,
και, απ’ το καράβι, τα κύματα που απλώνονται
στις αχτές του πυκνού μυστηρίου.
Άραγε, να πεθάνουν πηγαίνουν,
ή να ξαναζήσουν πίσω απ’ τα φοινικόδεντρα,
στο ζεστό αγέρα που στέλναν,
σαν από μπούκα παράξενου καμινιού,
τα καφτά χώματα κατά πάνω τους.
Ήντουσαν λαός, δασιά κεφάλια του Μοντιέλ,
χέρια σκληρά και κομματιασμένα,
Οκάνια και Πιέδρα Ίτα,
μπράτσα πολεμιστάδων, μάτια παιδικά,
που κοίταζαν τον φοβερό ήλιο και τις φοινικιές.

Η παλιά πείνα της Ευρώπης, πείνα σαν ουρά
θανατερού κομήτη, κατοικούσε το καράβι,
η πείνα ήταν εκεί. Ολόγυμνη,
αλήτικο παγωμένο τσεκούρι, μητριά
των λαών, παίζει τα ζάρια η πείνα
στον πλου, φυσάει τα πανιά;
<< Πιο μακριά, γιατί θα σε φάω, πιο μακριά,
γιατί θα γυρίσεις πάλι πίσω
στην μητέρα, τον αδελφό, στο Δικαστή και στον Ιερέα,
στους ιεροεξεταστές, στην κόλαση και στην πανούκλα.
Πέρα, πέρα, μακριά από την ψείρα,
απ’ το φεουδαρχικό μαστίγιο, το μπουντρούμι,
τις γαλέρες γεμάτες κοπρίσματα>>

Και τα μάτια του Νούνιεθ υ Βερνάλες

καρφώναν στο ασύνορο φως
ένα κιβούρι, μια ζωή, κι άλλη ζωή,
την αναρίθμητη και τιμωρημένη οικογένεια
των φτωχών του κόσμου.





Ο Κόρτες δεν έχει λαό, είναι παγωμένη αχτίδα,
νεκρή καρδιά μέσα σε πανοπλία.
<< Πλούσια χώματα, Κύριε μου και Βασιλέα μου,
ναοί που το χρυσάφι, κρυμμένο,
κοιμάται στα χέρια του ίνδιο>>

Και προχωρεί μπήγοντας μαχαίρια, χτυπώντας
τις στεριές, τις κατακόρυφες
ευωδιαστές οροσειρές,
σταματώντας το στρατό του ανάμεσα σε ορχιδέες
και εστεμμένα πεύκα,
τσαλαπατώντας τα γιασεμιά,
ως τις πύλες του Τλαξκάλα.
(Τρομαγμένε αδελφέ, μην το παίρνεις
για φίλο το ρόδινο όρνιο:
σου μιλάω απ’ τα πολυτρίχια, από
τις ρίζες του δικού μας βασιλείου.
Αύριο θα πέσει το αίμα βροχή,
τα δάκρυα θα ‘χουνε τη δύναμη
να φτιάξουν ομίχλη, πούσι, ποτάμια,
ως να σου λιώσουν τα μάτια)

Ο Κόρτες λαβαίνει ένα περιστέρι,
Λαβαίνει ένα φασιανό, μια κιθάρα
απ’ τους μουσικούς του μονάρχη,
όμως αυτός θέλει την αποθήκη με το χρυσάφι
θέλει άλλο ένα βήμα, κι όλα να πέσουνε]
μες στα σεντούκια των λιμασμένων.
Ο Βασιλιάς προβάλλει στους εξώστες:
<< Είναι αδελφός μου>>, λέει. Ο λαός
απαντάει με πέτρες,
κι ο Κόρτες τροχίζει τα στιλέτα του
πάνω στα προδομένα φιλιά.

Γυρίζει στο Τλαξκάλα. Ο άνεμος έχει κιόλας
Φέρει το πνιχτό βουητό της συφοράς
 
Γενικό άσμα, οι καταχτητές, ελεγείο

Μονάχος, μες στις ερημιές
θέλω να κλάψω σαν τα ποτάμια, θέλω
να νυχτωθώ, να κοιμηθώ
σαν την αρχαία ορυχτή σου νύχτα.
Γιατί να φτάσουν τα κλειδιά
τ' ακτινοβόλα στα χέρια του ληστή; Ορθώσου
μητρική Οέγιο, ξεκούρασε το μυστικό σου
μες στο ατέλειωτο αποκάμωμα τούτης της νύχτας
και στάλαξες στις φλέβες μου την συμβουλή σαυ.
Όχι πως σου ζητώ τον ήλιο των Γιουπάνκι.
Μέσα απ' τον ύπνο μου σου μιλάω και σε φωνάζω
απ' άκρη σ' άκρη μάνα
περουάνα, μήτρα κορδιγιέρα.
Πως και χώθηκε στον αμμουδερό σου κόρφο
τέτοιο βουνό από στιλέτα;

Μέσα στα χέρια σου, ακίνητος,
τα μέταλλα νοιώθω που απλώνονται
μες στα υπόγεια ρεύματα.

Είμαι φτιαγμένος απ' τις ρίζες σου,
μα δεν καταλαβαίνω, δεν μου παραδίνει
τη σοφία της η γη,
δεν βλέπω άλλο από νύχτα, μόνο νύχτα,
κάτω απ' τ' αστέρινα χώματα.
Τί ύπνος χωρίς νόημα, ύπνος φιδιού,
σύρθηκε μέχρι την γραμμή την πορφυρένια;
Μάτια του πένθους, φυτό του ζόφου
Πως έφτασες σ' αυτόν το ξιδιασμένο άνεμο;
πως μες στα κορφοβράχια της οργής,
δεν ύψωσε ο Καπάκ την αργιλένια,
την ακτινοβολούσα τιάρα;

Αφήστε με κάτω απ' τον ουράνιο θόλο
να υποφέρω και να βυθιστώ
σα νεκρή ρίζα που δεν θα δώσει λάμψη πια.
Κάτω απ' τη σκληρή κατάσκληρη νυχτιά
στη γη να κατέβω ως να φτάσω
στο στόμα του χρυσαφιού.

Θέλω να ξαπλωθώ στην νύχτια πέτρα.

Θέλω εκεί να φτάσω με την δυστυχία.
 

Λορένα

Πολεμίστρια του Φωτός
Αφου δεν ξερω κατι για τον Νερουδα (εδω τον εμαθα), ας προσθεσω ενα >>αρθρο<< που βρηκα στο διαδικτυο γι'αυτον
 
Λορένα και η Δανάη Στρατηγοπούλου που έχει μεταφράσει το γενικό άσμα και άλλα έργα του νερούδα υποστηρίζει ότι είναι πιθανόν ο χιλιανός ποιητής να δολοφονήθηκε από πράκτορες του πινοσετ.http://tsak-giorgis.blogspot.com/2009/09/1973.html σε αυτή τη σελίδα έχει ένα κείμενο της στρατηγοπούλου από τον δίσκο του μίκη θεοδωράκη. http://www.poiein.gr/archives/11372/index.html αυτή η σελίδα είναι από το περιοδικό ποιείν που περιλαμβάνει μια μετάφραση του γιώργου μίχου κάποιων ποιημάτων του νερούδα λίγο πριν τον θάνατό του.

γενικό άσμα, οι καταχτητές

Φαγωμένες περικεφαλαίες, πέταλα νεκρά


Όμως μες απ' την φωτιά και το σίδερο,
σαν από πηγή φωτισμένη
με σκούρο αίμα
με το ατσάλι βαμμένο στο μαρτύριο
ξεχύθηκε ένα φως πάνω στη γη:
αριθμός, όνομα, γραμμή και δομή.

Σελίδες από νερό, καθάρια δύναμη
βουερών διαλέκτων, στάλες γλυκιές
λαξεμένες σαν σταφυλόρογες,
συλλαβές πλατινένιες στην τρυφεράδα
κάποιων καλλίγραμμων αγνών στηθιών,
κι ένα στόμα κλασικό από διαμάντια
χάρισε την χιονένια λάμψη του σ' όλα τριγύρω.


Έκεί μακριά το άγαλμα απόθετε
το νεκρό του μάρμαρο,
και στην άνοιξη
του κόσμου, ξημέρωνε η μηχανή.
Η τεχνική ύψωνε την επικράτειά της
και ο χρόνος έγινε ταχύτητα και θύελλα
στων εμπόρων το φλάμπουρο.


Φεγγάρι γεωγραφικό
που ανακάλυψε το φυτό και τον πλανήτη
απλώνοντας γεωμετρικό κάλλος στην
εξελιγμένη κίνησή του.
Η Ασία χάρισε τον παρθενικό της μύρο.
Η διάνοια, με μια παγωμένη κλωστή
πήγε ξοπίσω απ' το αίμα υφαίνοντας τη μέρα.
Το χαρτί μοίρασε μέλι γυμνό
που το φύλαγαν τα ερέβη.

Ένα φτερούγισμα
περιστεριών ξέφυγε απ' την ζωγραφική
με ροδαυγή και ουλτραμαρίνα.

Και οι γλώσσες του ανθρώπου ενώθηκαν
στην πρώτη οργή, πριν απ' το τραγούδι.

Έτσι μαζί με τον πέτρινο
αιμόχαρο τιτάνα,
με το μανιασμένο γεράκι
δεν ήρθε μόνο το αίμα άλλα και το στάρι.

Το φως ήρθε παρ' όλα τα στιλέτα.
 
ΓΕΝΙΚΟ ΑΣΜΑ , ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΕΣ

Άλλοτε πάλι ξαναπέφτουν
τα κλαδιά σπασμένα απ' την οργή
και μια στάχτη απειλητική
σκεπάζει το αρχαίο μεγαλείο του:
έτσι πέρασε μες από άλλους καιρούς,
έτσι ξέφυγε το άγχος το θανατερό,
ώσπου ένα χέρι μυστικό,
κάποια μπράτσα αναρίθμητα,
ο λαός, φύλαξε τα κομμάτια,
έκρυψα αναλλοίωτους κορμούς,
και τα χείλη του ήταν τα φύλλα
του πελώριου μοιρασμένου δέντρου
που διασπάρθηκε σε όλες τις μεριές,
που ταξίδεψε μ' όλες του τις ρίζες.
Αυτό είναι το δέντρο, το δέντρο
του λαού, όλων των λαών
της λευτεριάς, του αγώνα.

Έλα ως την χαίτη του,
άγγιξε τις ξανανιωμένες του αχτίδες,
βύθισε το χέρι στα εργαστήρια
όπου ο παλλόμενος καρπός του
το φως του διαδίδει καθημερινά.
Σήκωσε τη γη τούτη στα χέρια σου,
μέθεξε σε τούτη την λαμπρότητα,
πάρε το ψωμί σου και το μήλο σου,
την καρδιά σου και το άτι σου
και στήσε φρούριο στο σύνορο,
στη μεθόριο της φυλλωσιάς του.

Υπερασπίσου τα χείλη κάθε στεφάνης του,
μοιράσου τις εχθρικές του νύχτες,
αγρύπνα για το τόξο της αυγής,
ανάσανε τ' αστερωμένα ύψη
στηρίζοντας το δέντρο, το δέντρο
που μεστώνει καταμεσίς στη γη.
.......
......
.....

Η πλατιά εκβολή των ερωδιών, πήγαινε
απ' τα νησιά ως την μανιασμένη θάλασσα,
γεμάτη σαν απέραντη κούπα
μέσα από ακρόχειλα συννεφιασμένου κρύσταλλου.
Στους όχτους του όρθωνε η γύρη
ένα χαλί από ανήσυχους στήμονες
κι από τη θάλασσα ο αγέρας ανάδευε
τις μαζικές συλλαβές της άνοιξης.
....
....
....

Απ' τα φαράγγια ανέβαιναν
πύργοι από φτερούγες και πουλιά
κι ένα ανεμόδαρμα από έντονη μοναξιά,
ενώ στη νοτισμένη ζεστή γη
και μες απ' τις σγουρές χαίτες
της γιγάντιας φτέρης, το ανθισμένο τόπα-τόπα
φάνταζε σαν κομπολόι κίτρινα φιλιά.
.....
.....
.....
Ο ΤΟΥΠΑΚ ΑΜΑΡΟΥ(1781)

......
....
....
Ένας λυγμός, κι άλλος λυγμός.
Ώσπου ετοίμασε την πορεία
των λαών με το χωματένιο χρώμα,
μάζεψες το κλάμα στην κούπα σου,
και σκλήρανες τα μονοπάτια.
Έφτασε ο πατέρας των βουνών,
η μπαρούτη άνοιξε δρόμους,
κι έφτασε μέχρι τα ταπεινωμένα
χωριά ο πατέρας της μάχης.
Πέταξαν τον μανδύα κατά γης,
σμίξανε τα παλιά μαχαίρια,
και το θαλάσσιο βουερό κοχύλι
κάλεσε τους σκόρπιους δεσμούς.
Ενάντια στην αιμόχαρη πέτρα,
ενάντια στην κακομοιριασμένη αδράνεια,
ενάντια στο μέταλλο της αλυσίδας.
Όμως διαίρεσαν το λαός σου
και τον αδελφό ενάντια στον αδελφό του
τον ρίξανε, ώσπου σωροβαλιάστηκαν
του φρούριού σου οι πέτρες:
δέσανε τα κουρασμένα χεροπόδαρά σου
σε τέσσερα άλογα μανιασμένα
κι έτσι κομμάτιασαν το φως
της αμείλιχτης χαραυγής.
.....
.....
...
Ο ΒΕΡΝΑΡΔΟ Ο ΧΙΓΙΝΣ ΡΙΚΕΛΜΕ

....
.....
.....
Από νέο, ο δάσκαλός σου ο Χειμώνας
σε συνήθισε στην βροχή,
και στο Πανεπιστήμιο των σοκακιών του Λονδίνου
η ομίχλη και η φτώχια σου 'δώσαν τις περγαμηνές τους
και ένας ευγενής φτωχός, περιπλανώμενη πυρκαγιά
της λευτεριάς μας,
σου 'δωσε συμβουλές άγρυπνου αητού
και σε μπάρκαρε στην Ιστορία.

<<Πως ονομάζεστε;>> σαρκάζαν
οι <<κύριοι>> του Σαντιάγκο:
παιδί του έρωτα, μιας νύχτας του χειμώνα,
η ιδιότητά σου σαν έκθετο παδί
σ' έχτισε με χώμα των αγρών,
με μόνιμη σοβαρότητα σπιτιού
ή δουλεμένου ξύλου του Νότου.
Όλα τ' αλλάζει ο χρόνος, όλα εξόν την φυσιογνωμία σου.
Είσαι, Ο' Χίγινς, αμετάβλητο ρολόι,
με μια και μόνη ώρα στον απλό σφαιρικό σου δίσκο:
την ώρα της Χιλής, το μοναδικό λεπτό
που παραμένει οριστικό στο κόκκινο ωράριο
της αγωνιζόμενης αξιοπρέπειας.
 
Ο ΣΑΝ ΜΑΡΤΙΝ

.................
.............
...........

Πασχίζει κανείς να ξεμοναχιάσει ανάμεσα στους ρόζους
του σέιβο, ανάμεσα στις ρίζες,
ανάμεσα στα μονοπάτια να ξεχωρίσει τη μορφή σου,
ανάμεσα στα πουλιά να διακρίνει τα μάτια σου,
να συναπαντήσει στον αγέρα την υπόστασή σου.
.............
.............
.........
Σε καλπάζουμε Σαν Μαρτίν, βγήκαμε
ξημερώματα να περιτρέξουμε το σώμα σου,
και ανασαίνουμε τα στρέμματα του ίσκιου σου,
κι ανάβουμε τη φωτιά μας πάνω στην λεβεντιά σου.
............
.............
............
εσύ ήσουν χτισμένος από πέρατα
κι αρχίζουμε και βλέπουμε τη γεωγραφία σου,
τα τέρματα της απλωσιά σου, το γαιοχώρο σου.
..........
...........
..........
Ο άνθρωπος που χτίζει είναι σε λίγο
ο καπνός του ότι έχτισε,
κανένας δεν γεννήθηκε ξανά
μες απ' το ίδιο του χωνεμένο μαγκάλι:
απ' την αυτοανάλωσή του έφτιαξε ύπαρξη,
κι έπεσε όταν πια δεν είχε άλλο από στάχτη.
............
..............
..............
Κι έτσι είσαι μέχρι σήμερα, φεγγάρι καλπασμός,
καταυλισμός φαντάρων, ύπαιθρο
απ' όπου ξεκινάμε πάλι πολεμώντας,
βαδίζοντας μέσα από ανθρώπους και πεδιάδες,
στεριώνοντας τον ασύνορο σπόρο σου,
ανεμογυρνώντας τις σελίδες του σταριού.

Αμήν, και ποτέ να μην βρούμε γαλήνη
ως την ώρα που θα μπούμε,
ύστερα από αγώνες, μες στο κορμί σου
και να κοιμηθεί το μερδικό
που θα 'χουμε κερδίσει
μέσα στα πλάτη της βλάστερής σου ειρήνης.
 
Top