Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα τεράστιο και πυκνόφυτο δάσος ζούσαν οι εφτά νάνοι σε ένα ξύλινο κουκλίστικο σπιτάκι. Ήταν χτισμένο κοντά σε ένα ποταμάκι με γάργαρα νερά, όπου τα ζωάκια του δάσους πήγαιναν σε αυτό για να ξεδιψάσουν. Οι εφτά νάνοι περνούσαν φίνα όοολη τη βδομάδα, μα περισσότερο καλά περνούσαν τις Κυριακές, βλέποντας ποδόοοσφαιρο και τρώγοντας πίτσες από την ολοκαίνουρια πιτσαρία του Μπαρμπαστρούουουμφ...που είχε για σερβιτόρα τη Στρουμφίτα και μαγειρα τον Λιχούδη. Σπεσιαλιτέ του μαγαζιού ήταν η πίτσα με κουκουναρόσπορο και κάστανα.
Ενα ανοιξιάτικο πρωί, ο Γκρινιάρης, που είχε ξυπνήσει όπως πάντα πρώτος, ξεκίνησε να μαζέψει μούρα για το πρωινό. Περπατούσε στο δάσος σιγοτραγουδώντας "περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος δεν είναι δω. Λύκε λύκε είσαι δω? , όταν ξάφνου τον αντίκρισε μπροστά του να μαζεύει αγριολούλουδα!
_ "Τι έγινε λύκε, αρχίσαμε υγιεινή διατροφή?", του είπε ο Γκρινιάρης καθώς πλησίαζε μια μουριά.
"Αρχίσαμε, αρχίσαμε" κούνησε το κεφάλι ο λύκος "γιατί ο Λιχούδης με τις σπεσιαλιτέ του μας έχει καταστρέψει τελευταία" "ο γιατρος ηταν κατηγορηματικος : ολικη αποχη απο το κρεας και στροφη στα χορτα και στις σαλατες.
Τι να κανω; Βγηκα να μαζεψω.. Και τα επτα κατσικακια του απαναντι λοφου, μου εμαθαν να ξεχωριζω τα ραδικια απο το γρασιδι"
Την ώρα που ο Λύκος συνέχιζε να ξεριζώνει χορταρικά τραγουδώντας το "Μια ωραία πεταλούδα, που στο άνεμο πετά.." και ο Γκρινιάρης γκρίνιαζε που δεν έφτανε τα μούρα, περνάει σφυρίζοντας η Κοκκινοσκουφίτσα, φορώντας το ξεβαμμένο πανωφόρι της που είχε γίνει πλέον ροζ.
" Α, καλά που σας βρήκα!" τους είπε "είμαστε όλοι καλεσμένοι στα καλλιστεία Μις Νερό που θα γίνουν το Σάββατο στην πιτσαρία του Μπαμπαστρούμφ"
Α! Τί ωραία! Είπαν όλοι με μια φωνή εκτός από τον Γκρινιάρη, που ήταν αφοριστικός : "Μου τη δίνουν τα καλλιστεία"!
"Η Άριελ πιστεύω ότι θα βγει νικήτρια, είναι τόσο όμορφη γοργόνα" συμπλήρωσε η Κοκκινο(ροζο)σκουφίτσα... Μόλις είδε το Λύκο κοντοστάθηκε και έσφιξε τρομαγμένη το καλαθάκι της, αλλά εκείνος της χαμογέλασε γλυκά, αποκαλύπτοντας τα τρομερά δόντια του.
"Βαρέθηκα να ακούω για τα χαζοκαλλιστεία.", είπε ο Γκρινιάρης και συμπλήρωσε "Λύκε θα με βοηθήσεις να κόψω κανά μούρο; Γιατί έχω και ντελίβερι το μεσημέρι!"
"Ε, όχι και χαζοκαλλιστεία", απάντησε ο Λύκος, "έχω ράψει κάτι καινούργια συνολάκια, θα πάω αμέσως να τους τα δείξω, και Γκρινιάρη, εδώ γύρω τριγυρνάει ο Παπουτσωμένος Γάτος, θα μπορέσει να σε βοηθήσει, εγώ βιάζομαι" συμπλήρωσε καθώς έφευγε τρέχοντας, ξεχνώντας και τα χόρτα που είχε μαζέψει.
Τοτε η κοκκινοσκουφιτσα αρχισε να κλαιει γιατι ο Λυκος δεν της εδωσε καμια σημασια...Ο Γκρινιαρης γκρινιαζε για το ποσο περιεργες ειναι οι γυναικες και γιατι ακομη δεν καταφερε να φτασει τα μουρα...
Το Σάββατο έφτασε πολύ γρήγορα και η ανυπομονησία όλων των κατοίκων του δάσους είχε χτυπήσει κόκκινο! Οι εφτά νάνοι πρόβαλαν ένας ένας στον καθρέφτη του κουκλίστικου σπιτιού τους τα καλά τους τα κοστούμια, ο λύκος έκανε μια τελευταία πρόβα τον λόγο του για το πως από μικρός άρχισε να ράβει, ο Μπαμπαστρούμφ φώναζε στον Λιχούδη "κι άλλες πίτσες, κι άλλες πιτσες", η Στρουμφίτα κρεμούσε τις τελευταίες σερπαντίνες θαυμάζοντας σιωπηλά τον Μπαμπαστρούμφ για την ευφυία του, η Κοκκινοσκουφίτσα αναρωτιόταν αν με το νέο κατακόκκινο αποκαλυπτικό πανωφόρι της θα κέρδιζε την προσοχή του λύκου ή έστω του Παπουτσωμένου γάτου και ο Γκρινιάρης έτρεχε όπως πάντα για τις χαμαλοδουλειές του Μπαρμπαστρούμφ...
Είχαν όλοι συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν τις κουκλάρες της παραμυθοχώρας, ώσπου σκάει μύτη η Τίνγκερμπελ, με τον Τιμόν και τον Πούμπα που έσερναν πίσω τους τα εκατόν ένα σκυλιά Δαλματίας και ακόμα πιο πίσω από τα χαριτωμένα τετράποδα ήταν η Χάιντι με τον Κουασιμόδο, κάτι τρομερό ειχε συμβεί!
"Πώς είναι δυνατόν ο Κουασιμόδος να μην συνοδεύει την Εσμεράλδα;" αναρωτήθηκε η Κοκκινοροζσκουφίτσα, που τέτοια πράγματα δεν της ξέφευγαν ποτέ, και αποφάσισε να λύσει αμέσως το μυστήριο. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε μπροστά της μία ολόχρυση άμαξα, από την οποία κατέβηκε η Εσμεράλδα, φορώντας τα γυάλινα γοβάκια της Χιονάτης και συνοδευόμενη από τον Πρίγκηπα. Ήταν ο πρίγκηπας της Αγγλίας ο Ιωάννης αυτοπροσώπως, μέχρι εκεί είχε φτάσει η φήμη της περίφημης πίτσας με μανιτάρια και κουκουναρόσπορο του Μπαμπαστρούμφ!
Αυτός που λέτε, με το που μπήκε στην πιτσαρία είπε με βροντερή φωνή και βλοσυρό βλέμμα "Σαν πολλοί δεν μαζευτήκατε σ' αυτό το παραμύθι;" Αλλα μολις ειδε ολες τις καλλονες μαζεμενες, αλλαξε με την μια γνωμη.. Ποια να πρωτοθαυμασει.. Ομως ολες ξαφνικα του φανηκαν τυπικα ωραιες. Εξαιρεση ηταν η κοκκινο(ροζ)σκουφιτσα που του εριχνε ενα βλεμμα προκλητικο και γεματο υποσχεσεις. Τα βλέμματά τους χώρισε ο Μπαμπαστρούμφ, όχι με το ανάστημά του φυσικά, αλλά με τη βροντερή φωνή του που απάντησε στην προσβλητική ερώτηση του Πρίγκιπα, ...με λίγη καθυστέρηση είναι η αλήθεια.
"Κουμάντο στην παραμυθοχώρα σου ξένε, στο δικό μου το μαγαζί όλοι οι καλοί χωράνε!" Ο Πρίγκιπας έμεινε εμβρόντητος, όταν ακούστηκε ξαφνικά από τα μεγάφωνα η γλυκιά φωνή της Γκρέτελ "Παρακαλώ, όλοι στις θέσεις σας", και συμπληρώνει ο αδερφός της ο Χάνσελ "η παράσταση ξεκινάει!" Kαι τοτε το φαντασμα της Οπερας ξεπροβαλε τραγουδώντας τον υμνο της Μεγαλης φασολιας, που εκοψε με το τσεκουρι του το Τερας, που πηγε να παρει την πενταμορφη για να την παει στην παρασταση.
"Ποια παρασταση καλε;" ειπε ο πριγκηπας. "Εγω πίτσα ήρθα να φάω ο ερμος!" Αλλα.. μολις του ειπαν τι ειδους παρασταση θα ειναι, αλλαξε φυσικα γνωμη.
Κι υστερα καθησε μαζι με τον κακο λυκο και την κοκκινοσκουφιτσα και τα τρια γουρουνακια που πια βαρεθηκαν να ειναι κλειδωμενα απο τον φοβο τους και ήπιαν κάθε στάλα από το μαγικό φίλτρο που έφτιαξε η μάγισσα για να την δείχνει ο καθρέπτης όμορφη. Έτσι ξεχάστηκαν ώσπου ήρθε το ασχημόπαπο που ειχε γινει κυκνος και πεταξαν παρεα.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στο κέντρο της πιτσαρίας η Τζέσικα Ράμπιτ, που θα ήταν η παρουσιάστρια της βραδιάς, και όπως είναι φυσικό το αποκαλυπτικό μπούστο της, τα σαρκώδη χείλη της και τα κατακόκκινα μαλλιά της προκάλεσαν λιποθυμίες.