Δεύτερο μέρος, σελίδες 55 - 103.
Τι ταιριαστές φαντάζουν οι επισημασμένες με κεφαλαίους χαρακτήρες λέξεις: «ΠΤΩΜΑ» και «ΤΡΑΓΩΔΙΑ» στις πρώτες αράδες των δύο κεφαλαίων με ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει.
Η επίστροφη ενός φαντάσματος, η επιστροφή της Υβόν σε μέρη από τα οποία ποτέ δεν είχε φύγει· «
ο χορός συνέχιζε ακόμα».
Η επιστροφή ενός δεύτερου φαντάσματος, η αέναη επιστροφή του Τζοφ σε ένα ακόμα μπαρ που μεθάει τις λύπες του· «
Τι ζωή! (...) Στα μέρη τα δικά μας, δεν το βάζουμε στα πόδια».
Δύο φαντάσματα που βρίσκουν απάγκιο σε ένα τόπο και μια στιγμή που ο χρόνος δείχνει να έχει σταματήσει· «
ο Μεγάλος Τροχός μελαγχολούσε κάτω απ’τα δέντρα λαμπερός, ακίνητος».
Βαδίζουν μαζί ακολουθώντας οδούς και χαντάκια καλυμμένα με ψίχουλα που έχουν αφήσει για αυτούς οι αναμνήσεις τους, «
σαν να γύριζαν σπίτι από τα ψώνια, όπως τις παλιές μέρες».
Οι αναφορές στον Χιού και τον Ζακ τραβούν -και αυτήν τη φορά- για μια αναπνοή το βλέμμα μου πάνω τους, μα -τώρα- τις προσπερνά, υπνωτικά μαγνητισμένο στην βαρύτητα της ύλης που αποτελεί αυτό το ζευγάρι, αυτό το ένα, καθώς ανεβαίνει το ανηφορικό ημικυκλικό μονοπάτι για το λευκό οίκημα.
Η επιστροφή στο παρεκκλήσι της καρδιάς τους.
.
.
Δεύτερο μέρος, σελίδες 55 – 103 (συναισθηματικά).
-
Αγάπη-
Γινωμένος μετά το πέρας της τρίτης ανάγνωσης και γινόμενος αιρετικός, θα απορρίψω κάθε συναίσθημα αυτοκαταστροφής, σύγχυσης, φόβου που εύλογα προκύπτει σε όλους σας (μας) και θα σταθώ μοναχά σε ένα: την αγάπη. Το είδος αυτό της αγάπης που, δανειζόμενος κάποιες λέξεις από σημειώσεις που κράτησα κατά την προσέγγιση βιβλίων της «δικιάς μας» Μάρως Βαμβουνάκης, ορίζεται ως εξής: η πορεία της ένωσης είναι μονόδρομος. Το είδος της αγάπης εκείνο που έκανε τους ποιητές, συγγραφείς και στιχουργούς στους αιώνες των αιώνων να γράψουν τα μεγάλα έπη. Είναι όμως και το πιο εύθραστο. Γιατί μέσα στην απολυτότητά του δεν μπορεί να ανεχθεί κανένα συμβιβασμό, απαιτεί τα αγγελικά και δε δέχεται τα ανθρώπινα, βιώνει ένα είδος συγκινητικής όσο και αφελούς αγιότητας που φθάνει στην έπαρση. Τα κοινωνικά μέτρα και σταθμά τα θεωρεί εξευτελισμό για τους δικούς του στόχους. Άλλωστε, τι στόχους να έχει ο απόλυτος έρωτας; Αυτός, όσο διαρκεί, δεν έχει σχέση με το μέλλον, βυθίζεται ηδονικά στο διασταλμένο παρόν του που θυμίζει αιωνιότητα.
Η επιστροφή της Υβόν, ενός ταξιδευτή που η ζωή δεν τον χωράει. Οι πεταλούδες που κάποτε χορεύαν στο στομάχι της, συνοδεύουν ως ένας ανεμοστρόβιλος το ταξίδι της.
Η επιστροφή της τη μέρα των νεκρών, μέρα που ο έρωτας γίνεται μνήμα, που πάνω του αφήνουν δώρα όσοι κατάγονται από τη λύπη του, οι ξεχασμένοι της αγάπης.
Η επιστροφή που την βρίσκει σε μιαν αυγή, να κοντοστέκεται σε ένα κατώφλι περιμένοντας το τίποτα, το κατώφλι μιας καντίνας. Η αυγή, η ώρα που σπαράσσεται το φως, αυτό το πρωινό φως που κάνει ακόμα και τα πιο χυδαία πράγματα να δείχνουν ομορφότερα.
Στην μπάρα της καντίνας ο Τζοφ, καθισμένος πλάγια, να καθρεπτίζει το πρόσωπό του στις γουλιές του. Μια τυχαία συνάντηση είναι ό,τι λιγότερο τυχαίο στη ζωή μας, γράφει ο Cortázar. Μέσα στη σκονισμένη του χαρά της λέει με σταθερή φωνή: «
Δε τα βρίσκεις όμορφα αυτά τα πρωινά;». Ποτέ μην πιστέψεις ότι θα φύγεις τόσο μακριά που δεν θα σε καλωσορίσουν όταν επιστρέψεις.
Η μνεία της Οαχάκα, της καρδιάς του χωρισμού. Κάθε άλλο παρά βραχνές οι αναμνήσεις, οδηγούν σε έναν «διάλογο» που η ουσία του μου θυμίζει έναν άλλον από βιβλίο του Tom Robbins:
«-Ξέρουμε όμως να κάνουμε τον έρωτα παντοτινό;
-Ούτε να το σκεφτώ δεν είμαι σε θέση. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να το κάνω κάθε μέρα.»
«
Η τρεμούλα είναι που κάνει αυτή τη ζωή ανυπόφορη (...) έπινα για να σταματήσει».
Αφού έχει γεμίσει το μπουκάλι του αλήθειες, ο Τζοφ στον απόηχο της παρουσίας της Υβόν παραμένει ανήμπορος να θυμηθεί γιατί πονούσε -οι μνήμες του ρακένδυτες- αλλά συντριπτικά παρών στη στιγμή, γνωρίζει πολύ καλά πως νοιώθει για αυτήν που τώρα στέκεται στο πλάι του.
«
(...) τη ρώτησαν τα μάτια του, κοιτάζοντας γύρω με το μαγεμένο, θολό βλέμμα τού ερωτευμένου, και ο έρωτάς του τη ρώτησε πώς είναι δυνατόν (...)»
Διασχίζοντας των σκουπιδιών τους ύπνους, η σύντομη στάση τους στη βιτρίνα του τυπογραφείου: «
Στάθηκαν, όπως παλιά, κοιτάζοντας μέσα». Και ο Τζοφ όλο αθωότητα (;), σαν να μη είχε προσέξει πρωτύτερα αυτό που βρισκόταν πάντοτε εκεί, σε μια διαδρομή που έκανε ίσως και καθημερινά -καντίνες σπίτι- κατά τη διάρκεια της μοναξιάς του, εστιάζει την προσοχή της Υβόν στη φωτογραφία του βράχου που ράγισαν οι φωτιές του δάσους, με ένα μονολεκτικό μουρμουρητό: «
Περίεργο».
Η Υβόν συνεχίζει να βαδίζει δίπλα του, έχοντας ωστόσο μία επιπλέον ρωγμή να κουβαλάει, αυτή του βράχου, που κάνει το κάθε της βήμα να φλερτάρει με γκρεμούς.
«
Και πράγματι ήταν εδώ ο Τζόφρεϋ, κι όχι μόνο δεν ήταν μόνος, όχι μόνο δεν ήθελε τη βοήθειά της, αλλά ζούσε μέσα στην ενοχή της, μια ενοχή που, κατά περίεργο τρόπο, όπως φαίνεται τον έτρεφε».
Ένα αδιάπτωτο συνεχές ορίζει τη μοίρα αυτού του ζευγαριού· δεν βγαίνει από τα χείλη τους καμία ερώτηση από αυτές που κάνουμε (και) εμείς οι ίδιοι σχεδόν καθημερινά: «που ήσουν;», «είσαι καλά;», «τι έκανες όλο αυτό το διάστημα;». Μόνοι με τους μόνους, ανηφορίζουν το ημικυκλικό μονοπάτι για το σπίτι (τους).
Βρίσκουν τον κήπο τους, σαν έναν κήπο της καρδιάς τους, να τους υποδέχεται ως μια ανθισμένη κόλαση. Παλιά γνώριμα πρόσωπα (και κατοικίδια) δεν είναι πια εκεί, άλλα πάλι -γνωστά ή άγνωστα- κάνουν την εμφάνισή τους (ή προετοιμάζουν την επανεμφάνισή τους), εντούτοις αυτό που μένει ως σταθερά είναι οι ίδιοι, να ατενίζουν τη σιωπή και το ανέφικτο ξανά ο ένας δίπλα στον άλλον, ξεδιψασμένοι αυτήν την φορά με αυταπάτες.
Το δράμα της Υβόν αποτέλεσμα μιας προηγούμενης αποτυχημένης σχέσης και της απώλειας ενός παιδιού, «
που κατά περίεργο τρόπο ονομαζόταν κι αυτό Τζόφρεϋ». Ο Τζοφ αφήνει την Υβόν να βολευτεί στο παλιό της δωμάτιο και δράττεται της ευκαιρίας να επιστρέψει στην κατανυκτική εσωστρέφειά του, υφαίνοντας τα σάβανα ενός πόνου που μολονότι δε του ανήκει, τον νοιώθει οικείο και δικό του. Στη στιγμή που τον βρίσκει ξανά στα πόδια του ύστερα από μία ακόμη του πτώση, το σχέδιο μιας γραβάτας, που αναπαραστεί ένα συντριβάνι, τον τραβάει από τις σκιές των ονείρων.
«
Μπορεί μια ψυχή να λουστεί εκεί και να καθαριστεί ή να σβήσει τη δίψα της;»
«
Τι νόημα έχει να δραπετεύεις (...) από τον εαυτό σου;» συμπεραίνει ο Τζοφ με σοβαρότητα, αφότου έχει επιστρέψει στην κάμαρα της Υβόν, μόλις που αχνά ακούγοντας ό,τι αυτή του λέει, μεταφράζοντας μέσα τους τις προτάσεις της για μια φυγή, ως πεπρωμένα του τίποτα. Πως να φύγει κανείς άλλωστε από μια νύχτα που συνθέτει το πιο απάνεμο λιμάνι στην αστροφώτιστη αγκαλιά της;
Και στο παραλήρημα της αναπάντεχης αυτής επιστροφής, αφήνεται στο άκοσμο χάδι της, που επιδρά για λίγο καταπραϋντικά στη ψυχή του, επιτρέποντάς του -επιτέλους- να βυθιστεί «
σαν μολύβι στον ύπνο».
.
.
Καλημέρα, πέρα από τα ερείπια;)