Συνανάγνωση: "Χέρτσογκ" Σωλ Μπέλοου (Saul Bellow)

Πως σας φάνηκε το βιβλίο;

  • Τέλειο

    Votes: 6 50,0%
  • Πολύ καλό

    Votes: 2 16,7%
  • Μέτριο

    Votes: 2 16,7%
  • Έτσι κι έτσι

    Votes: 1 8,3%
  • Δεν μου άρεσε

    Votes: 1 8,3%

  • Total voters
    12
Κάλλιο αργά πάρα ποτέ :)

Μετα την οργή, ερχεται η ηρεμία . Η συζήτηση του Χερτσογκ με τον Λούκα είναι, νομίζω, από τα σημαντικότερα και ωραιότερα κομμάτια του βιβλίου. Ο Χέρτσογκ, ανοίγεται και για πρώτη φορά μιλάει για την οργή και τον πόνο που νιώθει. Οταν καποιος δεν ξέρει γιατι ζει ή γιατι πεθαίνει, λέει με απόλυτη αυτοεπίγνωση ο Χέρτσογκ στον παιδικό του φίλο, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κακοποιήσει ή να γελειοποιήσει τον ευατό του. Εχει καταφέρει να τα κανει και τα δύο.

Παραδέχεται ότι η μανία του με τις επιστολές είναι μια διαφυγή από τον πόνο που νιώθει, όπως και το πένθος του Λουκα για τον Ρόκο.

“I go after after reality with language. Perhaps I’d like to change it all into language…..”

Αυτή η συζήτηση, ίσως η πιο βαθιά, και πιο πραγματική επαφή που ειχε ο Χέρτσογκ με έναν άλλο άνθρωπο σε όλο το βιβλίο τον φέρνει αντιμέτωπο με την κατάστασή του, την οργή που νιώθει, τα τραύματα που κουβαλάει. Φαίνεται ότι θα μπορέσει επιτέλους να βρει λίγη γαλήνη.

Όσο για την επίσκεψη στη Φοίβη Γκέρσμπαχ, ο Χέρτσογκ καταλαβαίνει πολύ σύντομα ότι ήταν άσκοπη. Η Φοίβη ζει στο δικό της μικρόκοσμο – και είναι πραγματικά πολύ μικρός αυτός ο κόσμος – προσποιείται ή αρνείται να δει την πραγματικότητα για να συνεχίσει να διατηρεί τα προνομιά της ως συζυγος του Γκέρσμπαχ. Σε καμια περιπτωση δεν θα παραδεχτεί την αλήθεια, ουτε θα βοηθήσει τον Χέρτσογκ. Το καταλαβαίνει και ιδιος, αντιλαμβάνεται την αδυναμία της και ειναι ευγενικός και συμπονετικός μαζί της. Η Φοίβη ειναι ο πιο αδιάφορος χαρακτήρας στο βιβλίο.
 
Last edited:
Μάλλον γιαυτό την παράτησε και ο Γκέρσμπαχ και πήγε με την Μαντλέν
Νομίζω οτι υπάρχε κάτι πιο βαθύτερο σε αυτή τη σχέση. Ο Γκέρσμπαχ φαίνεται να έχει εμμονη με τον Μόουζες. Μου έκανε τρομερή εντύπωση η τρυφερότητα που έδειχνε στην κόρη του Μόουζες όταν την έκανε μπάνιο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν: Δείχνει την ίδια τρυφερότητα άραγε όταν είναι με το γιό του. Τίποτα στα προηγουμενα κεφάλαια δεν μας δείχνει κατι τέτοιο, το αντίθετο μάλιστα, φαίνεται να είναι τελείως αδιαφορος.

Δεν ξέρω αν ο Γκέρσμπαχ αγαπάει την Μαντλέν, νομίζω οτι το μόνο πρόσωπο που αγαπάει είναι ο ευατός του. Εχει τασεις μεγαλομανίας. Επιδιώκει να γίνει σαν τον Μόουζες, Να ζεί σε ενα intellectual περιβάλον όπως ο Μόουζες. Να γίνει Μόουζες στη θέση του Μόουζες. Ετσι λοιπον παίρνει την θέση του, ως 'σύζυγος' της Μαντλέν και 'πατριός' της Τζουν.

Φυσικά η Μαντλεν δεν πρόκειται να του πλύνει τα πουκάμισα. Αυτός ο ρόλος - και τον εχει αποδεχτεί - ανήκει στην εξαρτημένη και φοβισμένη Φοίβη. Υπήρχαν πολλες γυναικες σαν την Φοιβη - ακόμα και στα 80ς και στα 90ς στην Ελλαδα. Ευτυχως, το είδος τεινει να εξαλειφθεί.
 
@Λήδα
Βασικά πλάκα έκανα αλλά αν το θέτεις έτσι θα σου πω κι εγώ μια δική μου εκδοχή.
Αν πραγματικά την αγαπούσε τη Φοίβη σαν γυναίκα, σαν σύντροφο δε θα την εγκατέλειπε μόνο και μόνο για πάρει τη γυναίκα του Μόουζες. Κανένας δεν εγκαταλείπει έναν σύντροφο που τον αγαπά και τον εμπιστεύεται έτσι εύκολα. Οπότε, μάλλον τη βαριόταν τη Φοίβη και βρήκε την ευκαιρία με τη Μαντλέν να αλλάξει σύντροφο.
Επίσης το πλύσιμο των ρούχων δεν είναι κακό εαν και εφόσον οι δουλειές είναι μοιρασμένες μέσα σε ένα σπίτι!
 
@Νικόλας Δε Κιντ Ειναι αλήθεια οτι εχω μια τάση να περιπλέκω τα πράγματα, ενω πολλές φορες ειναι πολύ πιο απλά.

Ειναι νομίζω ξεκάθαρο οτι ο Γκέρσμπαχ δεν αγαπάει τη Φοίβη. Δεν πιστευω οτι την αγάπησε ποτέ, αλλα με την αναπηρία του δεν είχε και πολλές επιλογές. Αλλά δεν πιστεύω οτι την εγκαταλείπει - που σύμφωνα με λεγόμενα της Φοίβης, δεν το έχει κάνει ακόμη - επειδή ειναι βαρετή. Παραμένει παντρεμένος μαζί της και καθε βράδυ επιστρέφει σ' αυτη. Οπως λένε και στο χωριό μου, το παίζει δίπορτο. :)

Δεν μπορώ να καταλάβω τη σχεση Μαντλεν - Γκέρσμπαχ, οι σχέσεις των ανθρώπων παραμένουν ενα μυστήριο για μένα, αλλά πραγματικά πιστεύω οτι στηρίζεται σε ενα μεγάλο μέρος στην εμμονή του Γκέρσμπαχ με τον Μόουζες. Μπορεί να κάνω λάθος.

Επίσης το πλύσιμο των ρούχων δεν είναι κακό εαν και εφόσον οι δουλειές είναι μοιρασμένες μέσα σε ένα σπίτι!
Συμφωνώ, αν και πρέπει να ομολογήσω οτι το εγώ το θεωρώ αγγαρεία. Στη συγκεκριμένη περιπτωση πάντως ο αγαπητός Val δεν φαίνεται μοιράζεται τις δουλειές - στο σπίτι που μοιράζεται με τη Φοίβη και το γιο τους, τουλαχιστον. Ο Μόουζες λέει .....
"With Gersbach she could still be a wife. He came home. She cooked, ironed, shopped, signed checks. Without him, she couldn't exist, cook, make beds. The trance would break. Then what?'
Πιστεύω οτι χωρίς τον Γκέρσμπαχ θα ήταν ελεύθερη. Αλλά η ελευθερία δεν είναι ευκολο πράγμα. Κοστίζει ακριβά και ετσι πολλοι και πολλές, προτιμούν, ακόμη και σήμερα, να σιδερωνουν και να πλενουν τα ρουχα αυτών που τους περιφρονουν και τους βαριούνται, απο την ελευθερία. :(
 
Αλλά η ελευθερία δεν είναι ευκολο πράγμα. Κοστίζει ακριβά και ετσι πολλοι και πολλές, προτιμούν, ακόμη και σήμερα, να σιδερωνουν και να πλενουν τα ρουχα αυτών που τους περιφρονουν και τους βαριούνται, απο την ελευθερία. :(
Κοστίζει και το χειρότερο είναι οτι φοβίζει. Αφού πολλοί και πολλές δεν το προτιμούν μόνο, το επιδιώκουν ως ελευθεροι.
 
Αλλά η ελευθερία δεν είναι εύκολο πράγμα. Κοστίζει ακριβά και ετσι πολλοι και πολλές, προτιμούν, ακόμη και σήμερα, να σιδερωνουν και να πλενουν τα ρουχα αυτών που τους περιφρονουν και τους βαριούνται, απο την ελευθερία. :(
Ούτε και η μοναξιά όμως είναι εύκολο πράμα... :ναι:
Μάλιστα πολλές φορές είναι πιο τρομακτική από τον περιορισμό της ελευθερίας!
 

Πεταλούδα

Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
@Νικόλας Δε Κιντ, είναι δύσκολη η μοναξιά (αν είναι συνειδητή), όσο είναι δύσκολο να κοιτάξεις τον εαυτό σου κατάματα. Είναι όμως ένα βήμα προς την προσωπική ευτυχία.
Για μένα δεν είναι τόσο τρομαχτικό, όσο θλιβερό, το να περιορίζεις την ελευθερία σου, νομίζω από πίσω υπάρχει φόβος και όχι σωστή εκτίμηση του εαυτού σου.

Η Φοίβη φοβάται να αντιπαρατεθεί με τον άντρα της και διαιωνίζει μια άσχημη κατάσταση που δυστυχώς την βιώνουν τα παιδιά και που θα την διαιωνίζουν έπειτα και αυτά στην ζωή τους. Τα γεγονότα τα βλέπαμε μέσα από τα μάτια του Μόουζες και δεν είχαμε επαρκή πληροφόρηση για την σχέση Μαντλέν και Γκέρσμπαχ, τι ήταν αυτό που τους ένωσε. Δεν συμπάθησα καθόλου όμως αυτό το ζευγάρι και ο λόγος δεν είναι η παράνομη σχέση τους, όσο ότι έκαναν παρέα μεταξύ τους τα ζευγάρια, σχέσεις γεμάτες υποκρισία. Καθημερινές ιστορίες της διπλανής πόρτας.
Την Φοίβη, την λυπάμαι, αλλά έχει την συμπάθειά μου. Ο Χέρτσογκ ταράχτηκε, στο τέλος όμως παρέμεινε ακέραιος σαν χαρακτήρας, αληθινός σε αυτά που πίστευε και ένιωθε.
 
@Νικόλας Δε Κιντ, είναι δύσκολη η μοναξιά (αν είναι συνειδητή), όσο είναι δύσκολο να κοιτάξεις τον εαυτό σου κατάματα. Είναι όμως ένα βήμα προς την προσωπική ευτυχία.
Για μένα δεν είναι τόσο τρομαχτικό, όσο θλιβερό, το να περιορίζεις την ελευθερία σου, νομίζω από πίσω υπάρχει φόβος και όχι σωστή εκτίμηση του εαυτού σου.
Συμφωνώ απόλυτα Πετ, απλά είπα πως αρκετοί δεν μπορούν να αντέξουν τη μοναξιά. Τους φοβίζει περισσότερο από τον οποιονδήποτε περιορισμό!
 
Ο Γκέρσμπαχ φαίνεται να έχει εμμονη με τον Μόουζες.

Επιδιώκει να γίνει σαν τον Μόουζες, Να ζεί σε ενα intellectual περιβάλον όπως ο Μόουζες. Να γίνει Μόουζες στη θέση του Μόουζες. Ετσι λοιπον παίρνει την θέση του, ως 'σύζυγος' της Μαντλέν και 'πατριός' της Τζουν.
Συμφωνώ πολύ με αυτό, ο Γκέρσμπαχ φθονεί το μυαλό του Μόουζες και είναι εμμονικός μαζί του. Δε μου είναι συμπαθής.
Το νιώθει και ο ίδιος ο Χέρτσογκ, το λέει σε κάποια σημεία ότι νιώθει ότι του κάνουν κακό, σαν να ζουν σαν ζευγάρι με την Μαντλέν μέσα από αυτόν και νομίζω ότι είναι αυτήν ακριβώς την εμμονή που αισθάνεται και εισπράττει ο Μόουζες. Την τοξικότητά τους απέναντί του.
 
Το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου είναι αυτό που κορυφώνει τα όσα ήθελε να εκφράσει μέσα από αυτό ο Μπέλοου. Ο Μόουζες για τον οποίο "η ευτυχία ήταν επώδυνη" και ο οποίος είναι "φαγωμένος από τις έγνοιες, καταπτοημένος, μικροβιοφόρος", συναντά επιτέλους την κόρη του Τζουν και μας προσφέρονται μερικές από τις πιο τρυφερές σκηνές του βιβλίου, με τον πάγο να λιώνει μέσα του και βλέποντάς τον να είναι ένας άλλος, μαλακωμένος, γλυκός, ελπιδοφόρος μπαμπάς. Εναποθέτει τις ελπίδες της ανθρωπότητας θαρρείς στο πρόσωπο της κόρης του, αυτής που φαίνεται να αγαπά με μια αγάπη πρωτόλεια που δεν έχει νιώσει για καμία άλλη γυναίκα. Αναρωτιέται "μήπως θα έβρισκε το ανθρώπινο είδος ένα νέο μονοπάτι, που θα αχρήστευε το δικό του τύπο -πόσο θα το χαιρόταν αυτό!". Βρίσκω αρκετά συγκινητική την τροπή που έχουν πάρει οι σκέψεις του. Ζηλεύει εσωτερικά την αλληλεπίδραση που έχουν η Τζουν με τον Γκέρμπαχ εφόσον ζουν στο ίδιο σπίτι αλλά ξεπερνάει τα ευτελή αισθήματα, βάζει στην άκρη τον εγωισμό του και στέκεται σωστός απέναντί της χωρίς να ρίχνεται σε μικροπρεπείς κατηγορίες ή αρνητικά σχόλια προς τον πατριό της Τζουν, τα καταπνίγει. Αντιμετωπίζει με ωριμότητα την κατάσταση και προτιμά να δώσει χώρο στην αγάπη του για την κόρη του και την έκφραση αυτής της αγάπης με κάθε τρόπο.
Είναι αμήχανες οι στιγμές του ατυχήματος με το αυτοκίνητο, με τον Μόουζες να κουβαλάει πάνω του ένα πιστόλι του πατέρα του που απ'ό,τι φαίνεται -ενώ το σκέφτηκε- δεν είχε σκποπό να το χρησιμοποίσει ποτέ. Ανησυχεί πόσο θα στιγματίσουν την παιδική ηλικία της Τζουν αυτά τα τραγελαφικά γεγονότα που ζει με τον πατέρα της. "Να ξεχνάς ό,τι δεν μπορείς να αντέξεις." Ο εγκέφαλός του δουλεύει με χίλια, έχει πάρει φωτιά, φιλοσοφικές σκέψεις ανακατεύονται και πάλι και νιώθουμε να γίνονται εντατικές διεργασίες γιατί θέλει να ελευθερωθεί από τον κυκεώνα αυτό.
Όταν εμφανίζεται η Μαντλέν στο αστυνομικό τμήμα εκείνος είναι σίγουρος για τη σκληρή στάση της, ότι θα πει τα χειρότερα γι'αυτόν. Όμως αυτός θέλει πια διακαώς να αποκοπεί από την άρρωστη αυτή εξάρτηση, από το αλυσοδέσιμο που νιώθει με αυτούς τους ανθρώπους, την Μαντλέν και τον Γκέρμπαχ. Σκέφτεται πια: "Ήρθα για να κάνω κακό, το παραδέχομαι. Αλλά ο πρώτος που σφαγιάστηκε ήμουν εγώ ο ίδιος και έτσι τα παρατάω τώρα. Μη με υπολογίζετε."
Ο Χέρτσογκ, "ένα τρυφερό κτήνος, ένας λεπτός, κακομαθημένος, τρυφερός άντρας", βρίσκεται στο δρόμο της κάθαρσής του, τον βλέπουμε να τον περπατάει σιγά-σιγά.
Στο τελευταίο πια κεφάλαιο, τον βλέπουμε να έχει επιστρέψει στο σπίτι του Λάντεϊβιλ, αυτό που δεν ήταν δική του επιλογή, όμως τώρα γίνεται κάπως. Είναι ένα ράκος με όλα αυτά που του έχουν συμβεί συν το κουβάρι του μυαλού του. Όμως είναι πιο ήρεμος. Φτάνει να ακουμπάει μεγαλύτερο μέρος της συνείδησής του, βλέπει καθαρότερα. Συνειδητοποιεί πως "Η αυτάρκεια και η απομόνωση, η καλοσύνη ήταν όλα τόσο δελεαστικά, και ηχούσαν τόσο αθώα, που πήγαιναν γάντι στο χαμόγελό του. Αργότερα μόνο αντιλαμβάνεσαι πόση φαυλότητα υπάρχει σε αυτούς τους κρυφούς παραδείσους." Νιώθουμε πραγματικά τον Μόουζες να ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του, να αχνοφαίνεται το φως στο τούνελ της ζωής του. Τον επισκέπτεται ο αδερφός του και μου άρεσαν πολύ οι κουβέντες μεταξύ τους. Τις βρήκα πολύ ανθρώπινες και τρυφερές, γεμάτες αληθινό νοιάξιμο εκατέρωθεν. Όμως η έγνοια του Μόουζες είναι να μην τον παίρνουν για τρελό γιατί δεν είναι. Δε χρειάζεται εξωτερική φροντίδα παρά μόνο φροντίδα από τον ίδιο τον εαυτό του. Μπορεί να το κάνει παρόλο που ακροβατεί.
Γράφει μερικά ακόμα γράμματα. Που θα είναι τα τελευταία του. Καιρός να απευθυνθεί στον εαυτό του όμως και να δει τι θα κάνει με την πάρτη του. "Σας στέλνω χαιρετισμούς από αυτή την καταπράσινη γωνιά του εγκόσμιου φωτός και σας εύχομαι ευτυχία, όπου κι αν είστε. Δικός σας, υπό το πέπλο της Μάγια. Μ.Ε.Χ."
Έρχεται επιτέλους η εξουδετέρωση της ανάγκης του να απευθύνεται προς ζωντανούς και νεκρούς.
"Η κατάστασή του ήταν πολύ παράξενη, αυτό το αμάλγαμα διόρασης και μελαγχολίας, esprit d'escalier, ευσεβών πόθων, ποίησης και ανοησίας, ιδεών, υπερευαισθησίας -περιπλανώμενος εδώ κι εκεί, άκουγε μια εγαναγκαστική αλλά και ατέρμονη μουσική μέσα του, βλέποντας διάφορα πράγματα, ιώδη περιγράμματα γύρω από τα πιο καθαρά αντικείμενα. Το μυαλό του ήταν σαν αυτή τη δεξαμενή, μαλακό καθαρό νερό, σφραγισμένο με το σιδερένιο καπάκι, αλλά όχι απόλυτα πόσιμο." Εξαιρετικά δοσμένη η μετάβαση του Χέρτσογκ από τον Μπέλοου, δεν είναι;
Φτάνει σε ένα ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας του χαρακτήρα του με μια δυνατή τάση για αποδοχή, και αυτό ίσως είναι και το μεγαλύτερο ζητούμενο.
Και η ιστορία κλείνει με ένα συγκινητικό και δυνατό τρόπο, για μένα. Σταματά επιτέλους αυτά τα μηνύματα προς όλη την ανθρωπότητα. Έχει να απευθυνθεί στον εαυτό του πια, μέσα σε μια απλότητα και με φόντο το απομακρυσμένο εξοχικό του, μέσα στην ίδια τη φύση. Ενώπιος ενωπίω, χωρίς φόβο αλλά με πάθος, το πάθος του.
 
Τα γράμματα ήταν γενικά μέσω έκφρασης για αυτόν και μια προσπάθεια να ακουστεί η φωνή του. Δεν ξέρω αν επειδή σταματάει τα γράμματα σημαίνει ότι θα παίρνει και ο ίδιος τις αποφάσεις για τη ζωή του και το κατά πόσο στη συναισθηματική ζωή του θα τα καταφέρει. Είναι άνθρωπος που εναρμονίζεται με τα πάθη.
Τώρα σε σχέση με τη Μαντλέν, λέει πολλά ο Χερτσογκ για αυτήν. Ωστόσο, στο σκηνικό με το αμάξι είχε μια καθώς πρέπει συμπεριφορά και δεν είδα τίποτα από αυτά που σκεφτόταν. Σε σχέση με τον Γκέρσμπαχ, τα πράγματα είναι πιο απλά, γιατί και ο ίδιος ο Χερσογκ καταλαβαίνει ότι τον θαύμαζε και ήθελε να του μοιάσει.
 
Δεν ξέρω αν επειδή σταματάει τα γράμματα σημαίνει ότι θα παίρνει και ο ίδιος τις αποφάσεις για τη ζωή του και το κατά πόσο στη συναισθηματική ζωή του θα τα καταφέρει. Είναι άνθρωπος που εναρμονίζεται με τα πάθη.
Όχι, δε θεωρώ ότι λύνει τα προβλήματά του απλώς σταματώντας να γράφει επιστολές και έχουμε ένα happy end. Έχουμε όμως ένα ελπιδοφόρο τέλος, όπου φαίνεται να καταλαγιάζει η τρικυμία που έχει στο μυαλό του, όπως αχνοφαίνεται και μια προσπάθεια αποδοχής του εαυτού του με όλα του τα πάθη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
 

Πεταλούδα

Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
.. αρκετοί δεν μπορούν να αντέξουν τη μοναξιά. Τους φοβίζει περισσότερο από τον οποιονδήποτε περιορισμό!
Πράγματι, αρκετοί δεν την αντέχουν την μοναξιά και τα λόγια σου μου ταίριαξαν στην περίπτωση της Φοίβης που προσπάθησα να αναλογιστώ (με την μικρή αυτή οπτική που είχαμε στην ζωή της) τι χάνει με την στάση της. Με θλίβει το γεγονός που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και συνεπώς τον εαυτό της, τις επιλογές της και τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί η ζωή της, αφού της αρκεί που «επιστρέφει τα βράδια».


Χάρηκα που ήμουν συνταξιδιώτης και σε αυτό το ταξίδι της συνανάγνωσης, ειδικά εδώ που έπαιρνα ώθηση από τα σχόλια που διάβαζα τα σαββατοκύριακα και συνέχισα το βιβλίο, που λίγο ο χρόνος, λίγο το ύφος του με είχε βαρύνει στην αρχή. Προσωπικά δεν μπόρεσα να καταλάβω τον ζαλιστικό ειρμό των σκέψεων του Χέρτσογκ, πού δηλαδή ακριβώς πελαγοδρομούσε και ίσως η πολύ πληροφορία των λόγων του με απέσπασε από το να νιώσω, με συνέπεια να αργήσω να μπω στην ιστορία.

Τελειώνοντας όμως το βιβλίο, αυτό που σίγουρα ένιωσα είναι η διαπίστωση ότι το κείμενο έχει έναν δικό του ρυθμό. Η γνήσια ψυχή του Χέρτσογκ ήταν μια ανταριασμένη θάλασσα · όταν τον γνωρίσαμε ήταν νύχτα και ήρθαμε αντιμέτωποι με τον τυφώνα της προδοσίας που λυσσομανούσε μέσα του εκείνον τον καιρό. Το ακυβέρνητο πλοίο της ζωής του παράδερνε στα μαύρα κύματα που απειλούσαν να την πάρουν μέσα τους. Αυτό που τον έσωσε ήταν η ατέλειωτη λιτανεία σκέψεων, αναδρομών, αναμνήσεων και επιστολών, πολλών επιστολών που έγραφε. Η γραπτή κατάθεση της ψυχής του, εξευμένισε τους θαλάσσιους δαίμονες που την τυραννούσαν και η εκλογίκευση του παράλογου που ζούσε, τους έστελνε σιγά σιγά στο σκοτάδι που ανήκαν.

Και στο τέλος επέζησε η ελπίδα. Η νέα μέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη και τον βρήκε με ψυχή που άρχιζε να γαληνεύει, αφού τώρα στην ζωή του είχε μείνει αυτό που άξιζε, η αγάπη σε όλες του τις μορφές.

«..ποτέ δεν σταμάτησα να διεκδικώ και να αισθάνομαι. Το φως της αλήθειας δεν είναι ποτέ πολύ μακριά, και κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν είναι τόσο αμελές ή διεφθαρμένο ώστε να μην το νιώσει.»

«Κάποιες καρδιές βγάζουν περισσότερη αγάπη και κάποιες άλλες λιγότερη, ενδεχομένως. Σημαίνει τίποτε αυτό; Υπάρχουν κάποιοι που λένε πως αυτό που παράγουν οι καρδιές είναι η γνώση.»

«Νιώσε με». «Μα τι θέλεις, Χέρτσογκ;» «Μα αυτό ακριβώς – τίποτα. Είμαι αρκετά ικανοποιημένος που είμαι, που είμαι πλασμένος κατ’ εικόνα του και για όσο παραμένω κύριος του εαυτού μου».
 
Καλημέρα στην παρέα...
Θα ήμουν έτοιμη να γράψω για το πόσο σε τσαλακώνουν κάποιες καταστάσεις...η φυλακή για παράδειγμα, προσγείωσε τον Μόουζες σε μια πραγματικότητα που αδυνατούσε να αντιληφθεί. Αλλά στις πιο παρακάτω σελίδες ξαναρχίζει τις επιστολές.

Το εξοχικό στο Λάντεϊβιλ.
"Εδώ ήταν, μέχρι να περάσει ο ήλιος από το δωμάτιο, που άρχισε, νιώθοντας μια ήρεμη πληρότητα μες την ψυχή του, να σκέφτεται σοβαρά μια καινούργια σειρά από γράμματα." (σελ. 432)
Τα εγκαταλελειμμένα εξοχικά, παρά την τρομακτική όψη τους -άλλοτε πάλι ξεχασμένη-, μόνο θετικές μνήμες μπορούν να φέρουν στο μυαλό μας. Ίσως και ο Χέρτσογκ να έχει μια ξεχασμένη όψη, όπως το εξοχικό. Ίσως πρέπει να κάνει ένα ξεσκαρτάρισμα στις άχρηστες αναμνήσεις, όπως στα άχρηστα αντικείμενα της Μαντλέν.
 
Last edited:
συμφωνώ με την Αννετούσκα για τη στιγμές του Μόουζες με την μικρή του κόρη. Η ιστορία του παιδιού με τις φακίδες ή το άλλο το αστείο με τον συγκριτικό βαθμό με τον φαλάκρα...ήταν γλυκές φάσεις, από εκείνες που σου αφήνουν ένα μειδίαμα στα χείλη. Και νομίζω ήταν για εμένα (πιο) ξεκούραστες σελίδες.

Θα συμφωνήσω φυσικά και με την Πεταλούδα για το ζαλιστικό ειρμό.
 
Ακόμη μια συνανάγνωση έφτασε στο τέλος της.
Προσωπικά βρήκα την βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα και αρκετά διασκεδαστική, σε ένα άκρως απαιτητικό βιβλίο.
Σας ευχαριστώ όλους που πήρατε μέρος, που σχολιάσατε αλλά κυρίως που ακολουθήσατε το πρόγραμμά μου! :)))) Να είμαστε καλά και ελπίζω να διαβάσουμε παρέα και άλλα βιβλία εν καιρώ.

Και λίγα λόγια για το τέλος του βιβλίου.
Τα 2 τελευταία κεφάλαια θεωρώ πως ήταν η πιο ταιριαστή κατάληξη για αυτό το βιβλίο. Ο Μόουζες που σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας ψάχνει τον εαυτό του μέσα σε ένα κόσμο γεμάτο αντιφάσεις και παράδοξα εν τέλει τον βρίσκει στο παλιό του σπίτι που είναι γεμάτο αναμνήσεις και νοσταλγία. Σταματάει να γράφει γράμματα χωρίς παραλήπτες και καταλήγει φαινομενικά σε μια πλήρη ισορροπία του εσωτερικού του κόσμου με τον έξω.
Βέβαια με έναν χαρακτήρα σαν αυτό του Χέρτσογκ τίποτα δεν είναι σταθερό και μόνιμο. Ο Μπέλοου αφήνει το κλείσιμο της ιστορίας κάπως μετέωρο γιαυτό τον λόγο νομίζω.
Νωίτερα βέβαια, το ατύχημα που είχε με το αυτοκίνητο και η συνάντηση με την μικρή του κορούλα, τον βοήθησαν να δει καθαρά κάποια πράγματα που τον προβλημάτιζαν. Καταρχάς κατάλαβε πως ο Γκέρσμπαχ τον ζήλευε και ουσιαστικά αισθανόταν κόμπλεξ κατωτερότητας απέναντί του και εν συνεχεία κατάφερε να αποκοπεί από τις σκέψεις για τη Μαντλέν. Σταμάτησε να κάνει σκέψεις για φόνους, ενώ φάνηκε να ξεκαθαρίζει μέσα του και το τι σημαίνει βιολογικός θάνατος και τι ζωή. Κατά την παραμονή του στην φυλακή και μετά την αποφυλάκιση του νομίζω ξεκινάει να επέρχεται η ισορροπία που τόσο ζητούσε από την αρχή!
Ο Χέτσογκ είναι ένας αθάνατος λογοτεχνικός χαρακτήρας. Από αυτούς που η διαχρονικότητα τους ήταν, είναι και θα είναι αδιαμφισβήτητη. Ο Μπέλοου κατάφερε δομήσει έναν χαρακτήρα οικουμενικό. Ένα χαρακτήρα που ο καθένας μας μπορεί να ταυτιστεί μαζί του σε διάφορες φάσεις της ζωής του και όχι μόνο.

@Πεταλούδα μην ξεχάσεις να ανοίξεις και την παραδοσιακή πλέον ψηφοφορία για την αξιολόγηση του αναγνώσματος!:αγκαλιά:
 
Τώρα το βιβλίο, με δυσκόλεψε αρκετά με όλες τις φιλοσοφικές αλληλουχίες του και αποπροσανατολιζόμουν εύκολα.
Το Χέρτσογκ δεν το συμπάθησα εξαρχής, όπως και τη Μαντλέν, ωστόσο για την τελευταία η εικόνα που είχα ήταν μόνο μέσα από τα μάτια του Χέρτσογκ και δεν είναι και ιδιαίτερα αξιόπιστος γιατί ήταν ο πληγωμένος της υπόθεσης. Φυσικά η Μαντλέν έχει αρκετά μελανά σημεία στο βιογραφικό της, αλλά το ίδιο και ο Χέρτσογκ, ειδικά με το αντίθετο φύλο. Τα κεφάλαια στα οποία "ξύπνησα" ήταν φυσικά εκείνα που είχαν περισσότερη "δράση", γιατί θεωρώ ενδιαφέρον να βλέπω\διαβάζω για ανθρώπους που φθάνουν ή προσπερνάνε τα όρια τους.

Δεν είναι ένα βιβλίο που θα διάλεγα να διαβάσω και αν το διάλεγα ίσως να το παρατούσα μετά από λίγο. Αυτό θεωρώ είναι το ωραίο με τη συνανάγνωση. Βρήκα την όλη διαδικασία ενδιαφέρουσα, καθώς και ευχάριστη κάθε σαββατιάτικη συνομιλία μπροστά στην οθόνη με ζεστή σοκολάτα ή καφέ (ανάλογα τα κέφια). Ακόμα πιο ενδιαφέρουσες (για εμένα περισσότερο από το βιβλίο :ρ) ήταν οι τοποθετήσεις σας.
:διάβασμα:
 
Top