Σε δωμάτιο ξενοδοχείου, ένα Σαββατιάτικο βράδυ, έξω βροχή, με ορμή χτυπά το παράθυρο.
Γρήγορα βήματα ακούγονται πίσω της, μα δεν τολμά να κοιτάξει. Πολυέλαιος αναβόσβησε όταν, ένας θόρυβος ακούστηκε, απανωτοί εκκωφαντικοί κραδασμοί. Η πόρτα έκλεισε, ξαφνικά βλέπει πίσω μια σκιά να χορεύει σέικ!
— Κατάρα! Εσύ είσαι, βρε
— Δοκιμάζω μια νέα επαναστατική μέθοδο αποτρίχωσης, στον τεμπέλη Μοντεχρήστο.
— Μα ο Μοντεχρήστος είναι άτριχος! Τι κεραυνός με χτύπησε!
Το καλοκαίρι πλησίαζε έπρεπε να βγει γνωρίζοντας την αλήθεια, όμως, κάτι την έκανε να θυμηθεί.
Μπαμ μπαμ μπαμ
— Ώι, μάνα μ'!
Σταγόνες αίματος κύλησαν πάνω στην ξύλινη καταπακτή. Το φως δεν ήταν αρκετό να αποκαλύψει την ταυτότητα του δολοφόνου. Μια πόρτα έτριξε, μια σκιά ξεπρόβαλε. Ήταν ο Μοντεχρήστος
— Γεια σας, ήρθα! Κι είμαι γεμάτος ερωτηματικά. Ποιος πυροβόλησε χωρίς πρώτα να κλείσει την πόρτα;
— Αποτριχώστε τον! Τώρα!
— Σε ποιον απευθύνεσαι;
— Στις Σκιές φυσικά!
— Μα τους χίλιους άτριχους, λιπαρούς γυμνοσάλιαγκες! Πώς τόλμησες να μην χρησιμοποιήσεις το μαγικό ραβδί σου;
— Γιατί ρωτάς; Αφού ξέρεις πολύ καλά ποιος με οδήγησε σ' αυτήν την κατάσταση!!
— Κρύψε το όπλο!!!
— Μπάάά; Είναι αναγκαίο;
— Δε ξέρω. Ας το συζητήσουμε αργότερα!
— Δεν υπάρχει αργότερα. Τώρα είναι ευκαιρία! Το αύριο αργεί.
— Καλάάά, εντάξειειει, ωώώώ!
Έσκυψαν τα κεφάλια
— Το πτώμα; Πού θα το παραχώσουμε;
— Θα το κάψουμε.
— Θα βρωμάω μετά!
— Όντως η τσίκνα...
— Ξημερώνει, γρήγορα σκέψου...
— Ο “Αρχιχασάπης” ξέρει;
— Ποιος τολμάει να του το πει;
— Ο 'Σουγιάς' ξέρει;
— Αυτός σίγουρα ξέρει να το τεμαχίσει;!
— Πάρε τον τηλέφωνο.
— Πάρε τον εσύ.
— Μα, φοβούμαι γαρ...
— Άντε φέρε το μαύρο βιβλίο, με τους τρόπους εξαφάνισης κυτταρίτιδας και τριχοφυΐας!
— Όχι καλέ! Πτωμάτων!
— Ναι! Ξεχάστηκα, που το πτώμα είναι μέσα στην τρίχα!
— Σουγιά έχουμε πρόβλημα...
ΣΟΥΓΙΑΣ: — Και τι θες Ρομπέν των σκιών;
— Μία πίτα γύρο με απ' όλα.
— Χωρίς τζατζίκι. Μυρίζει.
— Λιχούδηδες! Το πτώμα;
— Ας το τυλίξουμε με το χαλί.
— Ο ξενοδόχος! Είναι τετράπαχος και πάνχαζος. Δεν θα πάρει ώρα. Ώσπου να ξημερώσει, θα 'χουμε εξαφανίσει το πτώμα.
— Τι στέκεστε, λοιπόν; Μιλήστε στον ξενοδόχο.
— Είναι κρυφός χαφιές!
— Ας το μεταφέρουμε στο υπόγειο προσεχτικά.
Τοκ τοκ τοκ
— Ποιος χτυπάει γαμώτο!
— Γεια... ονομάζομαι Νόρμαν...
Νόρμαν, ένας φιλήσυχος... αλλά λίγο χαζός μαρτυριάρης!
— Θ' ανοίξετε;
— Μισό λεπτό «να... καμουφλάρουμε το σκηνικό... διαφορετικά τη βάψαμε».
— Χρειαζόμαστε κακά σκύλου... πάνω στην καταπακτή.
— Μπλιαξ! Είσαι αηδία!
— Κατατρώγουν το τριχωτό!
Ντουκ ντουκ
— Ανοίξτε!
— Μόνο αν μας χορέψεις hip hop.
— Το τελευταίο Ντουκ...
— Θα χορέψω ανοίξτε!
— Όλα καλά!
Ανοίγουν...
— Τον σκοτώσατε τελικά...
— Τι εννοείτε κύριε;
— Και βέβαια! Εμείς…
— Σσσσστ! Κράτα λόγια!
— Υποσχέθηκες να χορέψεις!
— Κρατήστε μου ρυθμό!
— Έλα τα χέρια…
— Δεν ξέρεις χορό;!!!
— Ήξερα κάποτε. Όμως έσπασα το γοφό σ' ένα ταγκό.
— Με αρκούδα χόρευες;
— Ναι, την πεθερά.
— ΟΚ, σταμάτα τότε.
— Και τί να κάνουμε τώρα; Διψάτε;
— Αν διψάω;;; Κοράκιασα!
— Γαμώτο, τελείωσε ο ΜακΓκάιβερ, στην τηλεόραση.
— Μήπως έχει Φώσκολο;
— Ναι, έχει Λάμψη.
— Αχ! Ο Γιάγκος!
— Είναι ο Γιάγκος;;;!!!
— Τον Γιάγκο σκοτώσαμε!
— Δεντοπιστευώ! Αδυνατόν! Τρελόόόόό!!!
— Κι όμως πάει!!!
— Μπου, χουουουουου, χού!
— Και ο Μοντεχρήστος;
— Θεέ μου, ζαλίστηκα!
— Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε. Ποιος είναι στο πάτωμα σκοτωμένος; Αναγνωρίστε το πτώμα, παρακαλώ.
— Είναι ξεκάθαρο ότι... ξεκάθαρο δεν είναι!
— Ω! Είναι γυναίκα!
(ο Νόρμαν ξερός!)
— Είναι δική μου! Επιτέλους! Απαλλάχτηκα από αυτήν την πεθερά.
— Γιατί ήρθες Νόρμαν; (η καχύποπτη σκιά ρωτά με νόημα)
Ο Νόρμαν κατσούφιασε, κρέμασε τεράστιο μουσούδι, σήκωσε το χέρι, σχεδόν αποφασιστικά, δείχνοντας το αναμμένο τζάκι ενώ τολύπες χιονιού ράπιζαν το παράθυρο.
— Ο καπνός του (είπε ο Νόρμαν δείχνοντας το τζάκι) πούρου με ενοχλεί.
— Τότε σβήσε το!
— Μου δίνει στυλ το κάπνισμα πούρου. Είμαι πιο σοφιστικέ!
(η ίδια γκρινιάρα σκιά)
— Τι λέτε καλέ;
— Φέρνω τον πυροσβεστήρα!
— Ο ξενοδόχος ξύπνησε;
— Γιατί πότε κοιμήθηκε;
— Ω! Νόμιζα κοιμάται.
— Ξαγρυπνάκιας από συνήθεια.
— Συγκεντρωθείτε! Το πτώμα βρωμοκοπάει σαν ένα πτώμα που βρωμοκοπάει!
— Πολύ λογικό! Λοιπόν τι το κάμνομεν;
— Ας το πετάξουμε.
— Πού όμως; Ιδέες;
— Στο κελάρι ίσως;
— Στο καζάνι καλύτερα.
— Έχουν στο ξενοδοχείο;
— Πως δεν έχουν; Ένα καζάνι «Να!» για να φτιάχνουν τον μαγικό ζωμό.
— Οφείλουμε σεβασμό στην παρασκευή του καθώς αυτή θα καθορίσει το μέλλον μας, θα μας βοηθήσει να πιούμε κάτι αιμοσταγές, άρα θρεπτικό.
— Ας εφαρμόσουμε αμέσως την βέφεια συνταγή για πτώματα γαρνιρισμένα.
— Χρειαζόμαστε μια ζυγαριά για να ζυγίσουμε δίχως προκαταλήψεις και ψωροπερηφάνειες, τα θετικά στοιχεία που ενοχοποιούν όλους τους άλλους ούτως ώστε να αποφανθούμε, και καλά.
— Ρε παιδιά τι κάθεστε και λέτε;
— Μπλα-Μπλα και βρώμα!
— Άντε λοιπόν, σηκωθείτε.
— Να το τεμαχίσουμε;
— Ναι! Με τι;
— Σέγα, μαχαίρια, σακούλες...
Έξω είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ηλιαχτίδες διαπέρασαν τις σκιές,
— Γαμώτο! Δεν προλαβαίνουμε!
— Ψυχραιμία, χρυσή μου!
[κάποιος πετάει αυτή την τραγική είδηση κάτω απ’ την πόρτα και οι σκιές πέφτουν σε τεράστιο πανικό...]
— Oh my God!!!
— Τι είναι πάλι; (η φωνή του θεού)
— Μεγαλοδύναμε! τι κάναμεεεε; τύπτοντας τα στήθη με φωνές και κλάματα!
— Καλούμαι επί ματαίω
[Σκιά αμαρτωλή και διαβολική]
— Μάταιος κι Εσείς!
— Τελικά θα χορέψω; είπε ο Νόρμαν
[Ξεδοντιάρα γριά σκιά απλώνει τα χέρια της με φριχτό μειδίαμα]
— Μαζί μου! Βαλσάκι!
Νόρμαν: — Ύπαγε οπίσω μου
— Με ζαλίσατε πάλι, είπε ο Θεός και άναψε πούρο Αβάνας
(όλες οι σκιές με μια φωνή, που ο Θεός έχει αδυναμίες...)
— Εντροπή σας Κύριε!
— Να μην ξεσκάσω;
— Μη σκάσετε εμάς τις άμοιρες χαλαουατζούδες!
[το πτώμα: θεέ μου, μυρίζω και χτες τη νύχτα ένα καταραμένο ποντικάκι ήρθε και μύριζε την πατούσα μου και σιχάθηκε κι έφυγε...Νόρμαν δεν θα σε μαρτυρήσω...τι ανάμιξη έχεις σ’ όλο αυτό, μαύρη η ώρα που παντρεύτηκες το παιδί μου...πες τους να με θάψουνε κάπου...θα βρυκολακιάσω μωρέ..., μουσική υπόκρουση στην απελπιστική παράκρουση της σκοτωμένης πεθεράς...
[Αρσενική σκιά εν εξάλλω...για το χαλαουτζούδες...]
— Χαλάουα, ο αρσενικόόόόός;
— Ναι, εκτός μπικίνι.
[γριά σκιά σταυροκοπιέται εν συγχίσει με τα μάτια στο έδαφος:]
— Ω! Τέμπερα, Ω!...
— Αποχωρώ αμαρτωλοί γλεντζέδες! έψαλε ο Θεός
(πάγωσαν απ’ την ένοχη αποχώρηση του θείου όλοι, πως ο Θεός μιμήθηκε τον Δία των Ελλήνων εκείνη τη στιγμή, πλην του ύπουλου Νόρμαν, που είπε τρίβοντας κρυφά τα όχι και τόσο καθαρά χεράκια του)
— Το πτώμα αγαπητοί, χρειαζόμαστε μια σακούλα. Καθόλου οικολογική συνείδηση;
— Στο μαύρο ντουλάπι έχει βιοδιασπώμενες σακούλες!
— Χρειαζόμαστε και γάντια
— Kόκκινα ή άσπρα;
— Άσπρα, ξέξασπρα κι από Αύγουστο χειμώνας!
— Όχι, όχι, μαύρα!
— Βάλε στο τρανζίστορ το πένθιμο εμβατήριο.
— Μα θα καρφωθούμε!
— Ένας Κινέζος ήρθε!
— Μάλλον είναι πράκτορας.
— Όχι είναι μάγειρας!
Μπαμ!
— Τον πυροβόλησα!
— Τέλεια! Δυο πτώματα!
— Βλέπω τον Παπαδιαμάντη! Με θλιμμένη γενειάδα!
— Αλέκο; Τι γίνεται;
— Φίλε μου, χάος! απάντησε πελιδνός ο Αλέκος
— Κι εδώ νέκρα έχει πέσει.
— Μην φας για βράδυ έχουμε γλαρόσουπα!
— Ρε... πας καλά; Δεν τρώω, κάνω δίαιτα! Εκτός αν έχεις κάτι άλλο μαζί, χορτοφαγικό, μια μπριζόλα!
— Είστε αμαρτωλοί, λαίμαργοι!
— Λίγο κρασάκι υπάρχει;
— Αν θες μπύρα...
— Έχουμε Τηνιακιά Pilsner... με υπέροχη γεύση!!
— Έφτασα! Πεθάνετε!!!!
— Πρωταπριλιά!
— Αχαχαχάαα! Μας ξεγέλασες;
— Εμ, τι νόμιζες;
— Πρωταπριλιά ή Πρωτοχρονιά;
— Πρωτοβρόχια. Φθινόπωρο, γαρ...
— Πρωτόνια, νετρόνια, ήλεκτρόνια...
— Πρώτο αίμα γαργαλά...
— Το δεύτερο χασκογελά...
— Λοιπόν πρέπει να συγκεντρωθούμε για αρχή!
— χμ! έχουμε πλακάτ άραγε;
— Σκουλίκια έρπουν παντού!
— Κομμένο το LSD!
— Μόνο αγνό χορταράκι
— Και μαλακό μπαμπάκι.
— Τι μου θυμίσατε!
— Κύριοι ξεμαστουρώστε έχουμε δουλειές με φούντες, πράσινες φούντες και ανάψτε τις φωτιές.
— Ποιος έχει σπίρτα;
— Μας πήραν τα πτώματα!!! Χάθηκαν! Γρήγορα..
— Ω! Θεϊκά χέρια φέρτε γρήγορα πίσω το θυμίαμα. Θέλω το φτυάρι έτοιμο
πριν μπει κανείς