Χρονογράφημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σκριπ το 1904
Ο κουραμπιές
— Και εις αυτό διαφέρομεν ημείς οι άνθρωποι του Όθωνος!
Είπεν ο λευκός, αλλ' ακμαιότατος γέρος. Όλοι οι επισκέπται του εορτάζοντος Μιχαήλ εστράφησαν έκπληκτοι προς αυτόν. Επρόκειτο διά τα γλυκίσματα. Ήτο καλλιτέρα λοιπόν η εποχή του Όθωνος και εις τα γλυκίσματα; Αλλά τότε διατί τον έδιωξαν τον αείμνηστον εκείνον βασιλέα, αφού επί της βασιλείας του το νερό ήτο αγνότερον, το λουκούμι είχε περισσότερον αμύγδαλον, η χιών ήτο λευκοτέρα, και το έτος είχε δεκαπέντε μήνας αντί δώδεκα;
— Ομιλώ ειδικώς διά τας επισκέψεις. Είπεν ο γέρος. Η οικοδέσποινα ευτυχώς είνε συγγενής μου και θα με συγχωρήση αν κάμω μερικάς παρατηρήσεις, αι οποίαι δεν αφορούν κανένα ωρισμένως πρόσωπον, αλλά τας εποχάς. Εδώ βλέπετε κύριοι (επλησίαζε προς το κομψόν λιτόν κυλικείον και ανέσυρεν από τον δίσκον το αργυρούν τάσι με τα φοντάν) κάτι τι, το οποίον δεν ημπορώ ακριβώς να το χαρακτηρίσω. Τι είνε αυτό το πράγμα, που μας ετριγύρισε προ ολίγου η αγαπητή οικοδέσποινα; Είνε της εποχής. Το ομολογώ. Συνειθίζεται. Ένα ζαχαρωμένον κεράσι, και εξώφλησεν η οικοδέσποινα τας υποχρεώσεις της προς όλους εμάς εδώ. Το τρατάρισμα, το οποίον επί Όθωνος ήτο πύργος ασημικών, ποτών, σακχαροπήκτων, αδιάκοπος πρόκλησις προς τον επισκέπτην, κόσμος ηδονής, κατήντησε σήμερον εις αυτόν τον υποκορισμόν, έφθασεν εις μίαν δακτυλήθραν κονιάκ και εις ένα γλυκό μεγέθους ρόγας σταφυλιού. Ακούω μάλιστα, ότι η εθιμοτυπία το έχει καταργήσει και αυτό. Υπάρχουν σπίτια, τα οποία δεν σερβίρουν ούτε νερό. Το τρατάρισμα θεωρείται πρόστυχον. Πρόστυχον; Ώστε ημείς που εκάμαμεν όλα όσα κατηργήσατε σεις υπήρξαμεν πρόστυχοι; Με συγχωρείτε, αλλ' οι πρόστυχοι είσθε σεις.
— Έλα θείε, δεν πρέπει να συγχίζεσαι, είπεν ο εορτάζων κ. Μιχαλάκης. Εδώ φιλοξενούμεν τόσον ευγενή κόσμον…
— Περιττόν να τους υπερασπίσης. Δεν θίγω τους κυρίους και τας κυρίας, αλλά την εποχήν των. Έπειτα και αυτοί μας λέγουν ημάς του γέρους ραμολλήδες. (Οξύτατοι γέλωτες κυριών). Κύριε, διατί κατηργήθη ο κουραμπιές; Που είνε το χαρμόσυνον αυτό γλύκισμα, το οποίον οι παλαιοί επισκέπται έπαιρναν μέσα εις τα χιονώδη των σιδερωμένα μαντήλια;
— Ελέρωναν τα μαντήλια. Τώρα δεν τα λερώνουν πλέον. Ιδού η πρόοδος. Άλλως τε εις κάθε σπίτι έτρωγαν και από ένα κουραμπιέ, πράγμα που ήτο φοβερόν…
— Έτρωγαν διότι είχαν στομάχι. Αυτό ήτο δική των δουλειά. Αλλά δεν κατηργήσατε τον κουραμπιέ, διά λόγους υγείας. Τον κατηργήσατε, διότι δεν μπορείτε να τον κάμετε. Το βούτυρον της εποχής σας είνε νοθευμένον όπως η πολιτική σας, οι έρωτές σας, αι ιδέαι σας, η ζωή σας. Η ζάχαρί σας είνε αστεία. Και η γυναίκα σας, η γυναίκα της εποχής σας —με συγχωρείς Ιουλία δεν πρόκειται περί σου, ομιλώ Ακαδημαϊκώς— η γυναίκα σας λοιπόν κύριε δεν είνε μέσα εις την κουζίνα της. Είνε εις το πιάνο και εις την οδόν Ερμού.
Μία κυρία ύψωσε το βέλο της, μικράν νεφέλην κατερχομένην μέχρι των κερασίνων χειλέων, και ηρώτησε.
— Δεν είνε προτιμότερα τα χέρια που παίζουν Μπαχ σήμερον από αυτά που έκαμναν άλλοτε κουραμπιέδες;
— Με συγχωρείτε, να μάθω εν πρώτοις τι σημαίνει Μπαχ.
— Μέγας μουσουργός.
— Θα σας απαντήσω. Τον θαυμασιώτερον κουραμπιέ εις την ζωήν μου τον έφαγα από τα χέρια της Ελοϊσίας Βαλαωρίτου, της γυναικός του ποιητού του "Θανάση Βάγια". Και όμως η αλησμόνητος εκείνη δέσποινα ενθυμούμαι ότι πολλάκις μας έπαιζεν εις το πιάνο και Βαχ, που νομίζετε ότι δεν τον ξεύρω, και Βετόβεν και Μενδελσώνα…
Ήτο καθώς ξεύρετε, έξοχος πιανίστρια. Αλλ' αυτό δεν ημπόδιζε να είνε και έξοχος νοικοκυρά. Εθαυμάσαμεν όλοι την μόρφωσίν της. Ένα βράδυ ήκουσα ότι έπαιξε Βάγνερ, ο οποίος διά πρώτην φοράν ηκούετο εις την Ελλάδα. Οι παριστάμενοι έμειναν συλλογισμένοι. Τότε ακριβώς μας επρόσφερε και τον θαυμάσιον εκείνον κουραμπιέ, περί του οποίου είπε κάποιος ότι είνε καλλίτερος από τον Βάγνερ.
— Η αλήθεια είνε —είπε μία άλλη κυρία ευτυχήσασα να έχη τριάντα ετών ηλικίαν και άσπρα μαλλιά— η αλήθεια είνε ότι ο κύριος έχει δίκαιον.
— Πώς; Ηκούσθησαν πέντε ομού γυναικείαι φωναί.
— Κι' εγώ εις τας εορτάς του σπιτιού μου βγάζω ένα μικρό φοντάν, διά ν' ακολουθήσω την συνήθειαν. Αλλά βεβαιωθήτε ότι το κάμνω με πολλήν στενοχωρίαν. Μου φαίνεται ετικέττα της ανάγκης, την οποίαν εδημιούργησεν ή ένα σπίτι φιλαργύρου, ή ένα σπίτι, του οποίου η νοικοκυρά δεν είχε πατήσει εις την κουζίνα. Υποθέτω μάλλον ότι το έκαμε κανένας οψίπλουτος. Πώς ημπορείτε ν' αφαιρέσετε από την νοικοκυρά εκείνο το γόητρον του γλυκίσματος των ιδίων της χειρών… Δεν είνε μόνον ευχαρίστησις γι' αυτήν, αλλά είνε μία εκδήλωσις φυσικής ευγενείας προς τους ξένους. Υπάρχουν σπίτια τα οποία ετέντωσαν το έθιμον έως το απροχώρητον, και δεν δίδουν ούτε νερό εις τας επισκέψεις. Αυτό μου φαίνεται αστείον, διότι είνε επίδειξις. Το γλύκισμα είνε παράδοσις διά το σπίτι, και εγώ δεν έχω την δύναμιν να αρνηθώ καμμίαν παράδοσιν. Αι μικραί αυταί παραδόσεις, αι χαραί του σπιτιού, όλαι μαζί, αποτελούν συνήθως μίαν ευτυχίαν που την αισθάνεται κανείς ως τα βάθη της ψυχής.
Όταν σε εύχονται οι ξένοι είνε μία μεγάλη παρηγορία διά τον αδύνατον άνθρωπον. Ασυνείθισα να παίρνω τας ευχάς ως όπλον κατά του θανάτου, ως μίαν άμυναν διά το σπίτι, διά τα παιδιά μου. Ποτέ δεν έδιωξα μουσικούς όταν ήλθαν και θορυβούσαν με κάθε ειδών τενεκέ εις την πόρτα μου, ημέραν εορτής. Εκείνα τα τεράστια τρομπόνια που φωνάζουν, έχουν ένα ήχον ευνοϊκόν δι' εμέ, και ας φωνάζουν για να πάρουν μία δραχμή. Φιλοξενώ όλα αυτά τα έθιμα, ευχάριστα ή ενοχλητικά, υγιεινά ή αντιστομαχικά, και βεβαιωθήτε ότι αισθάνομαι πολλήν αδυναμίαν και εντροπήν διότι κατήργησα το γλύκισμα. Αυτά όλα είνε επιδείξεις. Και πιστεύετε ένα πράγμα; Η ετικέττα μας ωδήγησεν εις την πείνα. Από πέντε ετών γίνονται εις τας Αθήνας χοροί με σοκολάτα, με τσάι και με γλυκά τα οποία ούτε διά καναρίνι δεν ειμπορούν να είνε βαρυστόμαχα. Είναι οι απογευματινοί χοροί που διαρκούν έως τας 10 το βράδυ. Οι άνθρωποι χορεύουν, πεινούν και στεγνώνουν από την ασιτίαν… Μερικοί αφίνουν τις γυναίκες των, φεύγουν με μίαν πρόφασιν και πηγαίνουν εις το ξενοδοχείον. Πώς σας φαίνεται αυτή η σύγχυσις της εθυμοτυπίας με την νηστείαν; Προ ολίγων ετών ακόμη δεν ημπορούσε να εννοηθή χορός χωρίς τραπέζι. Τώρα εφευρέθη και αυτό. Ήκουσα πολλούς να λέγουν. "Εχορέψαμε λαμπρά χθες εις του κ.Β. αλλά μία πείνα…"
— Με όλα τα άσπρα σας μαλλιά, είπεν ο γέρος περιχαρής, σας διακρίνω από το πρόσωπον ότι είσθε της νεωτάτης γενεάς…
— Ευχαριστώ.
— Και όμως με υπεστηρίξατε εις τον αγώνα. Είσθε σύμφωνος μαζί μου. Ω! βέβαια ο Οθωνισμός δεν θ' αποθάνη όταν λαμβάνη μίαν μορφήν, καθώς εσείς, και ευρίσκει τοιαύτην απολογίαν…
— Αλλά τι εννοείτε Οθωνισμόν; Ηρώτησε κάποιος με γυαλιά. Διότι και επί Γεωργίου ετρώγομεν κουραμπιέδες. Προ ολίγων ετών μόνον έλειψαν από τα σπήτια.
— Οθωνισμόν εννοώ όχι βέβαια την εποχήν του Όθωνος μόνον, αλλά το άρωμα της εποχής εκείνης, πώς να σας το 'πω. Ανθρώπους σταθερούς καθώς το τάλληρον του Όθωνος, απλούς και γλυκείς καθώς ο κουραμπιές. Πρέπει να ξεύρετε, ότι ο κουραμπιές είνε σύμβολον πλέον. Είνε σύμβολον σπιτισμού, ελληνισμού, χριστιανισμού. Χαίρετε… ψιθυρισμός μετάξης ηκούσθη και μερικαί κυρίαι εσηκώθησαν μετά σεβασμού. Ο γέρος εχαιρέτισε με την κεφαλήν, έπειτα αφού ηυχήθη τον ανεψιόν του οικοδεσπότην, του είπε σύρων αυτόν προς την θύραν.
— Να ακολουθής τα πάτρια και να μη λησμονής, ότι ο πατέρας σου εφορούσε το πλέον μεγάλο φέσι του χωριού.
-- ΤΕΛΟΣ --
Ο κουραμπιές
— Και εις αυτό διαφέρομεν ημείς οι άνθρωποι του Όθωνος!
Είπεν ο λευκός, αλλ' ακμαιότατος γέρος. Όλοι οι επισκέπται του εορτάζοντος Μιχαήλ εστράφησαν έκπληκτοι προς αυτόν. Επρόκειτο διά τα γλυκίσματα. Ήτο καλλιτέρα λοιπόν η εποχή του Όθωνος και εις τα γλυκίσματα; Αλλά τότε διατί τον έδιωξαν τον αείμνηστον εκείνον βασιλέα, αφού επί της βασιλείας του το νερό ήτο αγνότερον, το λουκούμι είχε περισσότερον αμύγδαλον, η χιών ήτο λευκοτέρα, και το έτος είχε δεκαπέντε μήνας αντί δώδεκα;
— Ομιλώ ειδικώς διά τας επισκέψεις. Είπεν ο γέρος. Η οικοδέσποινα ευτυχώς είνε συγγενής μου και θα με συγχωρήση αν κάμω μερικάς παρατηρήσεις, αι οποίαι δεν αφορούν κανένα ωρισμένως πρόσωπον, αλλά τας εποχάς. Εδώ βλέπετε κύριοι (επλησίαζε προς το κομψόν λιτόν κυλικείον και ανέσυρεν από τον δίσκον το αργυρούν τάσι με τα φοντάν) κάτι τι, το οποίον δεν ημπορώ ακριβώς να το χαρακτηρίσω. Τι είνε αυτό το πράγμα, που μας ετριγύρισε προ ολίγου η αγαπητή οικοδέσποινα; Είνε της εποχής. Το ομολογώ. Συνειθίζεται. Ένα ζαχαρωμένον κεράσι, και εξώφλησεν η οικοδέσποινα τας υποχρεώσεις της προς όλους εμάς εδώ. Το τρατάρισμα, το οποίον επί Όθωνος ήτο πύργος ασημικών, ποτών, σακχαροπήκτων, αδιάκοπος πρόκλησις προς τον επισκέπτην, κόσμος ηδονής, κατήντησε σήμερον εις αυτόν τον υποκορισμόν, έφθασεν εις μίαν δακτυλήθραν κονιάκ και εις ένα γλυκό μεγέθους ρόγας σταφυλιού. Ακούω μάλιστα, ότι η εθιμοτυπία το έχει καταργήσει και αυτό. Υπάρχουν σπίτια, τα οποία δεν σερβίρουν ούτε νερό. Το τρατάρισμα θεωρείται πρόστυχον. Πρόστυχον; Ώστε ημείς που εκάμαμεν όλα όσα κατηργήσατε σεις υπήρξαμεν πρόστυχοι; Με συγχωρείτε, αλλ' οι πρόστυχοι είσθε σεις.
— Έλα θείε, δεν πρέπει να συγχίζεσαι, είπεν ο εορτάζων κ. Μιχαλάκης. Εδώ φιλοξενούμεν τόσον ευγενή κόσμον…
— Περιττόν να τους υπερασπίσης. Δεν θίγω τους κυρίους και τας κυρίας, αλλά την εποχήν των. Έπειτα και αυτοί μας λέγουν ημάς του γέρους ραμολλήδες. (Οξύτατοι γέλωτες κυριών). Κύριε, διατί κατηργήθη ο κουραμπιές; Που είνε το χαρμόσυνον αυτό γλύκισμα, το οποίον οι παλαιοί επισκέπται έπαιρναν μέσα εις τα χιονώδη των σιδερωμένα μαντήλια;
— Ελέρωναν τα μαντήλια. Τώρα δεν τα λερώνουν πλέον. Ιδού η πρόοδος. Άλλως τε εις κάθε σπίτι έτρωγαν και από ένα κουραμπιέ, πράγμα που ήτο φοβερόν…
— Έτρωγαν διότι είχαν στομάχι. Αυτό ήτο δική των δουλειά. Αλλά δεν κατηργήσατε τον κουραμπιέ, διά λόγους υγείας. Τον κατηργήσατε, διότι δεν μπορείτε να τον κάμετε. Το βούτυρον της εποχής σας είνε νοθευμένον όπως η πολιτική σας, οι έρωτές σας, αι ιδέαι σας, η ζωή σας. Η ζάχαρί σας είνε αστεία. Και η γυναίκα σας, η γυναίκα της εποχής σας —με συγχωρείς Ιουλία δεν πρόκειται περί σου, ομιλώ Ακαδημαϊκώς— η γυναίκα σας λοιπόν κύριε δεν είνε μέσα εις την κουζίνα της. Είνε εις το πιάνο και εις την οδόν Ερμού.
Μία κυρία ύψωσε το βέλο της, μικράν νεφέλην κατερχομένην μέχρι των κερασίνων χειλέων, και ηρώτησε.
— Δεν είνε προτιμότερα τα χέρια που παίζουν Μπαχ σήμερον από αυτά που έκαμναν άλλοτε κουραμπιέδες;
— Με συγχωρείτε, να μάθω εν πρώτοις τι σημαίνει Μπαχ.
— Μέγας μουσουργός.
— Θα σας απαντήσω. Τον θαυμασιώτερον κουραμπιέ εις την ζωήν μου τον έφαγα από τα χέρια της Ελοϊσίας Βαλαωρίτου, της γυναικός του ποιητού του "Θανάση Βάγια". Και όμως η αλησμόνητος εκείνη δέσποινα ενθυμούμαι ότι πολλάκις μας έπαιζεν εις το πιάνο και Βαχ, που νομίζετε ότι δεν τον ξεύρω, και Βετόβεν και Μενδελσώνα…
Ήτο καθώς ξεύρετε, έξοχος πιανίστρια. Αλλ' αυτό δεν ημπόδιζε να είνε και έξοχος νοικοκυρά. Εθαυμάσαμεν όλοι την μόρφωσίν της. Ένα βράδυ ήκουσα ότι έπαιξε Βάγνερ, ο οποίος διά πρώτην φοράν ηκούετο εις την Ελλάδα. Οι παριστάμενοι έμειναν συλλογισμένοι. Τότε ακριβώς μας επρόσφερε και τον θαυμάσιον εκείνον κουραμπιέ, περί του οποίου είπε κάποιος ότι είνε καλλίτερος από τον Βάγνερ.
— Η αλήθεια είνε —είπε μία άλλη κυρία ευτυχήσασα να έχη τριάντα ετών ηλικίαν και άσπρα μαλλιά— η αλήθεια είνε ότι ο κύριος έχει δίκαιον.
— Πώς; Ηκούσθησαν πέντε ομού γυναικείαι φωναί.
— Κι' εγώ εις τας εορτάς του σπιτιού μου βγάζω ένα μικρό φοντάν, διά ν' ακολουθήσω την συνήθειαν. Αλλά βεβαιωθήτε ότι το κάμνω με πολλήν στενοχωρίαν. Μου φαίνεται ετικέττα της ανάγκης, την οποίαν εδημιούργησεν ή ένα σπίτι φιλαργύρου, ή ένα σπίτι, του οποίου η νοικοκυρά δεν είχε πατήσει εις την κουζίνα. Υποθέτω μάλλον ότι το έκαμε κανένας οψίπλουτος. Πώς ημπορείτε ν' αφαιρέσετε από την νοικοκυρά εκείνο το γόητρον του γλυκίσματος των ιδίων της χειρών… Δεν είνε μόνον ευχαρίστησις γι' αυτήν, αλλά είνε μία εκδήλωσις φυσικής ευγενείας προς τους ξένους. Υπάρχουν σπίτια τα οποία ετέντωσαν το έθιμον έως το απροχώρητον, και δεν δίδουν ούτε νερό εις τας επισκέψεις. Αυτό μου φαίνεται αστείον, διότι είνε επίδειξις. Το γλύκισμα είνε παράδοσις διά το σπίτι, και εγώ δεν έχω την δύναμιν να αρνηθώ καμμίαν παράδοσιν. Αι μικραί αυταί παραδόσεις, αι χαραί του σπιτιού, όλαι μαζί, αποτελούν συνήθως μίαν ευτυχίαν που την αισθάνεται κανείς ως τα βάθη της ψυχής.
Όταν σε εύχονται οι ξένοι είνε μία μεγάλη παρηγορία διά τον αδύνατον άνθρωπον. Ασυνείθισα να παίρνω τας ευχάς ως όπλον κατά του θανάτου, ως μίαν άμυναν διά το σπίτι, διά τα παιδιά μου. Ποτέ δεν έδιωξα μουσικούς όταν ήλθαν και θορυβούσαν με κάθε ειδών τενεκέ εις την πόρτα μου, ημέραν εορτής. Εκείνα τα τεράστια τρομπόνια που φωνάζουν, έχουν ένα ήχον ευνοϊκόν δι' εμέ, και ας φωνάζουν για να πάρουν μία δραχμή. Φιλοξενώ όλα αυτά τα έθιμα, ευχάριστα ή ενοχλητικά, υγιεινά ή αντιστομαχικά, και βεβαιωθήτε ότι αισθάνομαι πολλήν αδυναμίαν και εντροπήν διότι κατήργησα το γλύκισμα. Αυτά όλα είνε επιδείξεις. Και πιστεύετε ένα πράγμα; Η ετικέττα μας ωδήγησεν εις την πείνα. Από πέντε ετών γίνονται εις τας Αθήνας χοροί με σοκολάτα, με τσάι και με γλυκά τα οποία ούτε διά καναρίνι δεν ειμπορούν να είνε βαρυστόμαχα. Είναι οι απογευματινοί χοροί που διαρκούν έως τας 10 το βράδυ. Οι άνθρωποι χορεύουν, πεινούν και στεγνώνουν από την ασιτίαν… Μερικοί αφίνουν τις γυναίκες των, φεύγουν με μίαν πρόφασιν και πηγαίνουν εις το ξενοδοχείον. Πώς σας φαίνεται αυτή η σύγχυσις της εθυμοτυπίας με την νηστείαν; Προ ολίγων ετών ακόμη δεν ημπορούσε να εννοηθή χορός χωρίς τραπέζι. Τώρα εφευρέθη και αυτό. Ήκουσα πολλούς να λέγουν. "Εχορέψαμε λαμπρά χθες εις του κ.Β. αλλά μία πείνα…"
— Με όλα τα άσπρα σας μαλλιά, είπεν ο γέρος περιχαρής, σας διακρίνω από το πρόσωπον ότι είσθε της νεωτάτης γενεάς…
— Ευχαριστώ.
— Και όμως με υπεστηρίξατε εις τον αγώνα. Είσθε σύμφωνος μαζί μου. Ω! βέβαια ο Οθωνισμός δεν θ' αποθάνη όταν λαμβάνη μίαν μορφήν, καθώς εσείς, και ευρίσκει τοιαύτην απολογίαν…
— Αλλά τι εννοείτε Οθωνισμόν; Ηρώτησε κάποιος με γυαλιά. Διότι και επί Γεωργίου ετρώγομεν κουραμπιέδες. Προ ολίγων ετών μόνον έλειψαν από τα σπήτια.
— Οθωνισμόν εννοώ όχι βέβαια την εποχήν του Όθωνος μόνον, αλλά το άρωμα της εποχής εκείνης, πώς να σας το 'πω. Ανθρώπους σταθερούς καθώς το τάλληρον του Όθωνος, απλούς και γλυκείς καθώς ο κουραμπιές. Πρέπει να ξεύρετε, ότι ο κουραμπιές είνε σύμβολον πλέον. Είνε σύμβολον σπιτισμού, ελληνισμού, χριστιανισμού. Χαίρετε… ψιθυρισμός μετάξης ηκούσθη και μερικαί κυρίαι εσηκώθησαν μετά σεβασμού. Ο γέρος εχαιρέτισε με την κεφαλήν, έπειτα αφού ηυχήθη τον ανεψιόν του οικοδεσπότην, του είπε σύρων αυτόν προς την θύραν.
— Να ακολουθής τα πάτρια και να μη λησμονής, ότι ο πατέρας σου εφορούσε το πλέον μεγάλο φέσι του χωριού.
-- ΤΕΛΟΣ --
Last edited by a moderator: