Χρονογραφήματα του Ζαχαρία Παπαντωνίου

Χρονογράφημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σκριπ το 1904

Ο κουραμπιές

— Και εις αυτό διαφέρομεν ημείς οι άνθρωποι του Όθωνος!
Είπεν ο λευκός, αλλ' ακμαιότατος γέρος. Όλοι οι επισκέπται του εορτάζοντος Μιχαήλ εστράφησαν έκπληκτοι προς αυτόν. Επρόκειτο διά τα γλυκίσματα. Ήτο καλλιτέρα λοιπόν η εποχή του Όθωνος και εις τα γλυκίσματα; Αλλά τότε διατί τον έδιωξαν τον αείμνηστον εκείνον βασιλέα, αφού επί της βασιλείας του το νερό ήτο αγνότερον, το λουκούμι είχε περισσότερον αμύγδαλον, η χιών ήτο λευκοτέρα, και το έτος είχε δεκαπέντε μήνας αντί δώδεκα;

— Ομιλώ ειδικώς διά τας επισκέψεις. Είπεν ο γέρος. Η οικοδέσποινα ευτυχώς είνε συγγενής μου και θα με συγχωρήση αν κάμω μερικάς παρατηρήσεις, αι οποίαι δεν αφορούν κανένα ωρισμένως πρόσωπον, αλλά τας εποχάς. Εδώ βλέπετε κύριοι (επλησίαζε προς το κομψόν λιτόν κυλικείον και ανέσυρεν από τον δίσκον το αργυρούν τάσι με τα φοντάν) κάτι τι, το οποίον δεν ημπορώ ακριβώς να το χαρακτηρίσω. Τι είνε αυτό το πράγμα, που μας ετριγύρισε προ ολίγου η αγαπητή οικοδέσποινα; Είνε της εποχής. Το ομολογώ. Συνειθίζεται. Ένα ζαχαρωμένον κεράσι, και εξώφλησεν η οικοδέσποινα τας υποχρεώσεις της προς όλους εμάς εδώ. Το τρατάρισμα, το οποίον επί Όθωνος ήτο πύργος ασημικών, ποτών, σακχαροπήκτων, αδιάκοπος πρόκλησις προς τον επισκέπτην, κόσμος ηδονής, κατήντησε σήμερον εις αυτόν τον υποκορισμόν, έφθασεν εις μίαν δακτυλήθραν κονιάκ και εις ένα γλυκό μεγέθους ρόγας σταφυλιού. Ακούω μάλιστα, ότι η εθιμοτυπία το έχει καταργήσει και αυτό. Υπάρχουν σπίτια, τα οποία δεν σερβίρουν ούτε νερό. Το τρατάρισμα θεωρείται πρόστυχον. Πρόστυχον; Ώστε ημείς που εκάμαμεν όλα όσα κατηργήσατε σεις υπήρξαμεν πρόστυχοι; Με συγχωρείτε, αλλ' οι πρόστυχοι είσθε σεις.

— Έλα θείε, δεν πρέπει να συγχίζεσαι, είπεν ο εορτάζων κ. Μιχαλάκης. Εδώ φιλοξενούμεν τόσον ευγενή κόσμον…

— Περιττόν να τους υπερασπίσης. Δεν θίγω τους κυρίους και τας κυρίας, αλλά την εποχήν των. Έπειτα και αυτοί μας λέγουν ημάς του γέρους ραμολλήδες. (Οξύτατοι γέλωτες κυριών). Κύριε, διατί κατηργήθη ο κουραμπιές; Που είνε το χαρμόσυνον αυτό γλύκισμα, το οποίον οι παλαιοί επισκέπται έπαιρναν μέσα εις τα χιονώδη των σιδερωμένα μαντήλια;

— Ελέρωναν τα μαντήλια. Τώρα δεν τα λερώνουν πλέον. Ιδού η πρόοδος. Άλλως τε εις κάθε σπίτι έτρωγαν και από ένα κουραμπιέ, πράγμα που ήτο φοβερόν…

— Έτρωγαν διότι είχαν στομάχι. Αυτό ήτο δική των δουλειά. Αλλά δεν κατηργήσατε τον κουραμπιέ, διά λόγους υγείας. Τον κατηργήσατε, διότι δεν μπορείτε να τον κάμετε. Το βούτυρον της εποχής σας είνε νοθευμένον όπως η πολιτική σας, οι έρωτές σας, αι ιδέαι σας, η ζωή σας. Η ζάχαρί σας είνε αστεία. Και η γυναίκα σας, η γυναίκα της εποχής σας —με συγχωρείς Ιουλία δεν πρόκειται περί σου, ομιλώ Ακαδημαϊκώς— η γυναίκα σας λοιπόν κύριε δεν είνε μέσα εις την κουζίνα της. Είνε εις το πιάνο και εις την οδόν Ερμού.

Μία κυρία ύψωσε το βέλο της, μικράν νεφέλην κατερχομένην μέχρι των κερασίνων χειλέων, και ηρώτησε.

— Δεν είνε προτιμότερα τα χέρια που παίζουν Μπαχ σήμερον από αυτά που έκαμναν άλλοτε κουραμπιέδες;

— Με συγχωρείτε, να μάθω εν πρώτοις τι σημαίνει Μπαχ.

— Μέγας μουσουργός.

— Θα σας απαντήσω. Τον θαυμασιώτερον κουραμπιέ εις την ζωήν μου τον έφαγα από τα χέρια της Ελοϊσίας Βαλαωρίτου, της γυναικός του ποιητού του "Θανάση Βάγια". Και όμως η αλησμόνητος εκείνη δέσποινα ενθυμούμαι ότι πολλάκις μας έπαιζεν εις το πιάνο και Βαχ, που νομίζετε ότι δεν τον ξεύρω, και Βετόβεν και Μενδελσώνα…

Ήτο καθώς ξεύρετε, έξοχος πιανίστρια. Αλλ' αυτό δεν ημπόδιζε να είνε και έξοχος νοικοκυρά. Εθαυμάσαμεν όλοι την μόρφωσίν της. Ένα βράδυ ήκουσα ότι έπαιξε Βάγνερ, ο οποίος διά πρώτην φοράν ηκούετο εις την Ελλάδα. Οι παριστάμενοι έμειναν συλλογισμένοι. Τότε ακριβώς μας επρόσφερε και τον θαυμάσιον εκείνον κουραμπιέ, περί του οποίου είπε κάποιος ότι είνε καλλίτερος από τον Βάγνερ.

— Η αλήθεια είνε —είπε μία άλλη κυρία ευτυχήσασα να έχη τριάντα ετών ηλικίαν και άσπρα μαλλιά— η αλήθεια είνε ότι ο κύριος έχει δίκαιον.

— Πώς; Ηκούσθησαν πέντε ομού γυναικείαι φωναί.

— Κι' εγώ εις τας εορτάς του σπιτιού μου βγάζω ένα μικρό φοντάν, διά ν' ακολουθήσω την συνήθειαν. Αλλά βεβαιωθήτε ότι το κάμνω με πολλήν στενοχωρίαν. Μου φαίνεται ετικέττα της ανάγκης, την οποίαν εδημιούργησεν ή ένα σπίτι φιλαργύρου, ή ένα σπίτι, του οποίου η νοικοκυρά δεν είχε πατήσει εις την κουζίνα. Υποθέτω μάλλον ότι το έκαμε κανένας οψίπλουτος. Πώς ημπορείτε ν' αφαιρέσετε από την νοικοκυρά εκείνο το γόητρον του γλυκίσματος των ιδίων της χειρών… Δεν είνε μόνον ευχαρίστησις γι' αυτήν, αλλά είνε μία εκδήλωσις φυσικής ευγενείας προς τους ξένους. Υπάρχουν σπίτια τα οποία ετέντωσαν το έθιμον έως το απροχώρητον, και δεν δίδουν ούτε νερό εις τας επισκέψεις. Αυτό μου φαίνεται αστείον, διότι είνε επίδειξις. Το γλύκισμα είνε παράδοσις διά το σπίτι, και εγώ δεν έχω την δύναμιν να αρνηθώ καμμίαν παράδοσιν. Αι μικραί αυταί παραδόσεις, αι χαραί του σπιτιού, όλαι μαζί, αποτελούν συνήθως μίαν ευτυχίαν που την αισθάνεται κανείς ως τα βάθη της ψυχής.
Όταν σε εύχονται οι ξένοι είνε μία μεγάλη παρηγορία διά τον αδύνατον άνθρωπον. Ασυνείθισα να παίρνω τας ευχάς ως όπλον κατά του θανάτου, ως μίαν άμυναν διά το σπίτι, διά τα παιδιά μου. Ποτέ δεν έδιωξα μουσικούς όταν ήλθαν και θορυβούσαν με κάθε ειδών τενεκέ εις την πόρτα μου, ημέραν εορτής. Εκείνα τα τεράστια τρομπόνια που φωνάζουν, έχουν ένα ήχον ευνοϊκόν δι' εμέ, και ας φωνάζουν για να πάρουν μία δραχμή. Φιλοξενώ όλα αυτά τα έθιμα, ευχάριστα ή ενοχλητικά, υγιεινά ή αντιστομαχικά, και βεβαιωθήτε ότι αισθάνομαι πολλήν αδυναμίαν και εντροπήν διότι κατήργησα το γλύκισμα. Αυτά όλα είνε επιδείξεις. Και πιστεύετε ένα πράγμα; Η ετικέττα μας ωδήγησεν εις την πείνα. Από πέντε ετών γίνονται εις τας Αθήνας χοροί με σοκολάτα, με τσάι και με γλυκά τα οποία ούτε διά καναρίνι δεν ειμπορούν να είνε βαρυστόμαχα. Είναι οι απογευματινοί χοροί που διαρκούν έως τας 10 το βράδυ. Οι άνθρωποι χορεύουν, πεινούν και στεγνώνουν από την ασιτίαν… Μερικοί αφίνουν τις γυναίκες των, φεύγουν με μίαν πρόφασιν και πηγαίνουν εις το ξενοδοχείον. Πώς σας φαίνεται αυτή η σύγχυσις της εθυμοτυπίας με την νηστείαν; Προ ολίγων ετών ακόμη δεν ημπορούσε να εννοηθή χορός χωρίς τραπέζι. Τώρα εφευρέθη και αυτό. Ήκουσα πολλούς να λέγουν. "Εχορέψαμε λαμπρά χθες εις του κ.Β. αλλά μία πείνα…"

— Με όλα τα άσπρα σας μαλλιά, είπεν ο γέρος περιχαρής, σας διακρίνω από το πρόσωπον ότι είσθε της νεωτάτης γενεάς…

— Ευχαριστώ.

— Και όμως με υπεστηρίξατε εις τον αγώνα. Είσθε σύμφωνος μαζί μου. Ω! βέβαια ο Οθωνισμός δεν θ' αποθάνη όταν λαμβάνη μίαν μορφήν, καθώς εσείς, και ευρίσκει τοιαύτην απολογίαν…

— Αλλά τι εννοείτε Οθωνισμόν; Ηρώτησε κάποιος με γυαλιά. Διότι και επί Γεωργίου ετρώγομεν κουραμπιέδες. Προ ολίγων ετών μόνον έλειψαν από τα σπήτια.

— Οθωνισμόν εννοώ όχι βέβαια την εποχήν του Όθωνος μόνον, αλλά το άρωμα της εποχής εκείνης, πώς να σας το 'πω. Ανθρώπους σταθερούς καθώς το τάλληρον του Όθωνος, απλούς και γλυκείς καθώς ο κουραμπιές. Πρέπει να ξεύρετε, ότι ο κουραμπιές είνε σύμβολον πλέον. Είνε σύμβολον σπιτισμού, ελληνισμού, χριστιανισμού. Χαίρετε… ψιθυρισμός μετάξης ηκούσθη και μερικαί κυρίαι εσηκώθησαν μετά σεβασμού. Ο γέρος εχαιρέτισε με την κεφαλήν, έπειτα αφού ηυχήθη τον ανεψιόν του οικοδεσπότην, του είπε σύρων αυτόν προς την θύραν.

— Να ακολουθής τα πάτρια και να μη λησμονής, ότι ο πατέρας σου εφορούσε το πλέον μεγάλο φέσι του χωριού.

-- ΤΕΛΟΣ --
 
Last edited by a moderator:
Δεν μπορούσα να σταματήσω τα γέλια κοπελάρα. Υπέροχο. Τρελή γλώσσα λέμε.
Αύριο και τα πρωτοκάλαντα, ήρθε κουφέτο. Ακούω κι εγώ Βαχ (μαζί με Αχ). Ενθυμούμαι πολλά χοχο χο / Αι μικραί αυταί παραδόσεις.
 
Ζαχαρίας Παπαντωνίου :"Το νερό"

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ το 1898

ΣΚΗΝΑΙ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

ΤΟ ΝΕΡΟ


— Περιμένετε! Περιμένετε! τώρα θα ’ρθή τ’ αγιασμένο.
Και η κυρά Μελέταινα είχεν άγρυπνο το βλέμμα της επί των παιδιών μήπως θίξουν το νερό της προτεραίας που δεν ήτο αγιασμένον.
— Περιμένετε! Περιμένετε!
Αλλά ως πότε θα περιμένουν;
Η ώρα είνε εννέα πρωί. Τα παιδιά τα έπιασεν η δίψα και θέλουν νερό. Ο κυρ Μελέτης ο άνδρας της, μόλις ακούει το ελάχιστον φύσημα της κάνουλας, τρέχει και βάζει την μεγάλην του φαλάκραν αποκάτω αναμένων να ρεύση το αγιασμένον ύδωρ και να την περιλούση.
Όλοι περιμένουν το αγιασμένο μια ώρα και πλέον. Όλοι είνε άνιφτοι. Άνιφτα τα παιδιά, μουτζουρωμένα, με τα μάτια ημίκλειστα, άνιφτος ο κυρ Μελέτης με το μουστάκι του γαμψώς ργικένον προς τα κάτω, άνιφτη και η κυρά Μελέταινα με τα μαλλιά της ως απαισία τουλούπα περικαλύπτοντα την χονδρήν της φυσιογνωμίαν. Και όμως η κυρά Μελέταινα, η θεοσεβής, επιμένει. Πρέπει να περιμένουν να ’ρθή το φρέσκο νερό της βρύσης που θα είν’ αγιασμένο από το Σταυρό της Δεξαμενής. Αλλ’ ο κυρ Μελέτης, ο οποίος απηύδησε πλέον να βάζη την φαλάκραν του υπό την κάνουλαν διά να πάρη πρώτος το βάπτισμα, φωνάζει:
— Γυναίκα, δεν υποφέρεται αυτό το βάσανο. Το νερό δεν έρχεται. Θα πλυθώ με το χθεσινό.
— Τι λες κακομοίρη;
— Αυτό που σου λέω.
— Κάνε τίποτε και να δης αν το χύνω στα μούτρα σου ή όχι. Ορίστε μας! Βρε είσαι χριστιανός ή οβρηός;
— Δε βαστώ άλλο σου λέω!
Τα παιδιά ενθαρρυνθέντα από τους λόγους του πατρός, έσπευσαν να ενώσουν και την ιδικήν των οξείαν διαμαρτυρίαν.
— Διψάμε! Σκάσαμε απ’ τη δίψα! Μητέρα α… α…
Αλλ’ η χειρ της κυρά-Μελέταινας επελθούσα με όλην της την τυλώδη χονδρότητα εις ένα έκαστον εκ των παιδιών κατέτρεψε τας διαμαρτυρίας των εις οδυρμούς ατελευτήτους. Τότε και ο κυρ Μελέτης εννοήσας το αμετάπειστον της συζύγου έκρινε καλόν να σιωπήση προς αποφυγήν απευκταίων και να αναμείνη καρτερικώς την άφιξιν των ηγιασμένων υδάτων.
Μετ’ ολίγον όμως γυρίζει και λέγει:
— Ξέρεις τι λέω γυναίκα; Το νερό ήρθε.
— Ήρθε;
— Έτσι μυρίζομαι. Θα το κράτησε από κάτω η Χαρίκλεια.
Η Χαρίκλεια ήτο η κατοικούσα εις το κάτω πάτωμα του σπιτιού. Η βρύσι του κάτω πατώματος εννοείται ότι είχε τον αυτόν σωλήνα με την βρύσιν του επάνω. Φυσικά όταν ήνοιγεν η πρώτη, η δευτέρα εστείρευεν. Άρα η Χαρίκλεια είχεν εις την διάθεσίν της το νερό των συνοίκων της. Αν ήθελε το άνοιγε, αν ήθελε το έκλεινε. Ο σπιτονοικοκύρης δεν επέτρεπε βέβαια τοιαύτην παρανομίαν, αλλ’ όταν η Χαρίκλεια είχε λόγους να το κάνη, ημπορούσε να το κάνη ευκολώτατα.
Κάτι τέτοιο λοιπόν θα έτρεχε και εις αυτήν την περίστασιν. Διότι την προηγουμένην ημέραν η γειτονιά είχεν ακούσει ομηρικόν γλωσσοκαυγάν μεταξύ της Χαρικλείας και της κυρά Μελέταινας, ο οποίος διήρκεσε τρεις ολοκλήρους ώρας. Φαίνεται λοιπόν ότι η Χαρίκλεια ευρήκεν απλούστατον και φοβερόν μέσον εκδικήσεως. Να κρατήση το νερό ανήμερα των Φώτων.
Ώστε καλά το υποψιάσθη ο κυρ-Μελέτης. Τας υπονοίας του τας ευρήκεν αμέσως πολύ ορθάς και η κυρά-Μελέταινα. Το πλαίσιον των ακτενίστων μαλλιών της εφάνη αγριώτερον γύρω εις την ανδρικήν της μορφήν, τα μάτια της επλατύνθησαν θηριωδώς, τα ρουθούνια της το ίδιο, και ο χθεσινός θυμός, που την είχε κατακλύσει, όταν διεξήγε τον καυγάν με την Χαρίκλειαν, επανήλθε πάλιν ακμαιότατος.
— Καλά λες! φωνάζει προς τον άνδρα της. Κάτι τέτοιο μου μυρίζεται. Αυτή η βρώμα το κρατάει το νερό. Ωχ κι αν κατέβω κάτω. Ωχ! ωχ! Εκ το δε θα τη βγάλουν απ’ τα νύχια μου.
Ο κυρ-Μελέτης τα έχασε. Προέβλεπεν επανάληψιν των εχθροπραξιών, τας οποίας απεστρέφετο φοβερά. Τι να κάμη; Είχε την κουταμάρα να το πη. Επέπληξε τον εαυτόν του ενδομύχως ως βλάκα και εσιώπησεν αναμένων το αποτέλεσμα. Εν τω μεταξύ τα παιδιά άρχισαν πάλιν να φωνάζουν πως διψούν. Αλλ’ η κυρά Μελέταινα, θηριώδης όπως είχε γίνει την στιγμήν εκείνην, έβαλε πάλιν εις ενέργειαν την χερούκλα της επί των διψαλέων παιδιών και νέοι οδυρμοί εγέμισαν το σπίτι.
Έπειτα έτρεξεν εις την κουζίναν, έχυσεν όλο το νερό της προτεραίας διά να μη το πιη κανείς και σύρουσα τις παντούφλες της ώρμησε κάτω εις την σκάλαν και ευρέθη εις την κουζίναν της Χαρίκλειας.
— Εσύ το κρατάς το νερό, μωρή;
— Εγώ το κρατάω.
Άλλαι επεξηγήσεις δεν εχρειάζοντο. Ο κυρ Μελέτης ακροώμενος με την πνοήν εις το στόμα από πάνω από την σκάλαν ήκουσεν αμέσως την τραγικήν συναυλίαν δύο γυναικείων γλωσσών και έτρεξε κάτω άπλυτος και ελεεινός με τα νυκτικά του όπως ήτο. Αλλά μόλις επατούσε τον φλιόν της εισόδου της Χαρίκλειας, ένα βαρύ προύντζινον μπρίκι καταφθάνον ορμητικώς από τα βάθη της κουζίνας τον συνήντησεν εις την φαλακράν του κεφαλήν.
— Αιμάτωσε! πω πω! σου τ’ άνοιξε η στρίγλα! Εφώναξεν η γυναίκα του τρέχουσα έξω και ψαύουσα το λείον κεφάλι του συζύγου.
Και πράγματι ερυθρά γραμμή αίματος κατήρχετο προς την οφρύν του κυρ Μελέτη εκ του τραύματος, το οποίον ευτυχώς ήτο ελαφρότατον.
Αλλ’ η κυρά Χαρίκλεια, ο δράστης, επρόφθασεν αμέσως και έκλεισε την πόρτα αφήσασα το ανδρόγυνο έξω.
Η λογομαχία εστράφη ήδη μεταξύ της Μελέταινας και του τραυματίου συζύγου, ο οποίος έρριπτε τας ευθύνας της συμφοράς εις τον ορμητικόν χαρακτήρα εκείνης που κατέβηκε κάτω και ήθελε ν’ ανοίξη φασαρίες.
— Το νερό! Το νερό! Το νερό! ηκούσθησαν τα παιδιά φωνάζοντα από πάνω.
Και εγέμισε το σπίτι από τον θόρυβον του νερού που έτρεχεν ήδη πλουσιώτατον από την βρύσιν.
Το ηγιασμένο ύδωρ έφθασε χάρις εις την Χαρίκλειαν, η οποία ευσπλαγχνικώς το άφησε τότε διά να πλύνη ο τραυματίας το κεφάλι του.
Η κυρά Μελέταινα λυσσαλέως βριζολογούσα ανήλθε την σκάλαν, την ηκολούθησε δε και ο σύζυγος κρατών το τραύμα διά της παλάμης.
— Έλα να πλυθής απ’ τ’ αγιασμένο νερό. Θα σου περάση! του είπε.
Και ο κυρ Μελέτης θλιβερώς:
— Αχ! Δεν πετάγεσαι καλλίτερα εδώ στο φαρμακείο να πάρης λίγο… μολυβόνερο!
 
Ζαχαρίας Παπαντωνίο: "Σπουδαιοτάτη συνέντευξις"

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ το 1895

Το ενιαίον της ψήφου - Η στρατιωτική αστυνομία - Διατί απεχώρησεν ο κ. Τρικούπης - Περί εθνοσυνελεύσεως - Είνε ανάγκη Γερουσίας - Ο συμβιβασμός - Τα νέα κόμματα


Εν μέσω της ραγδαιοτάτης βροχής των συνεντεύξεων μετά των επιφανών βουλευτών ή πρώην τοιούτων μόνον η γνώμη ενός δεν εζητήθη. Του πρώην Υπουργού της δημοσίας εκπαιδεύσεως κ. Δημητρίου Καλλιφρονά. Και ήτο ανάγκη ν’ακουσθή η γνώμη του διαπρεπούς πολιτευτού, αφού ουδέποτε ωμίλησεν…

Εσπεύσαμε εις τον οίκον του ολίγας ώρας πριν αναχωρήσει καιεισήχθημεν εις το γραφείον του. Εχαιρετήσαμεν ευλαβώς, ο δε κ. Καλλιφρονάς διά νεύματος μας έδωκε να εννοήσωμεν, ότι επιθυμεί να καθήσωμεν.

— Κύριε πολιτευτά, τω είπομεν, ο κόσμος αδημονεί να μάθη τας σκέψεις σας επί των εκκρεμών ζητημάτων, το δε Σκριπ σπεύδει δι’ εμού να ικανοποιήση την απαίτησιν ταύτην της κοινωνίας. Θα έχετε την καλωσύνην να μοι είπητε τι φρονείτε επί των ζητημάτων της ημέρας;
Ο κ. Καλλιφρονάς κατένευσε.
— Και πρώτον, πρέπει να καταργηθή η στρατιωτική αστυνομία;
Ο κ. Καλλιφρονάς ανένευσε.
— Τι φρονείτε διά το ζήτημα της ψηφοφορίας; Πόσας ψήφους πρέπει να έχη ο εκλογεύς;
Ο κ. Καλλιφρονάς μας επέδειξε τον ένα των δακτύλων του.
— Διατί απεχώρησεν ο κ. Τρικούπης;
— …
— Έχομεν ανάγκην Εθνοσυνελεύσεως;
— …
— Πιστεύετε, ότι θα γίνη ο συμβιβασμός;
— …
— Θα διαλυθή το τρικουπικόν κόμμα;
— …
— Πώς θεωρείτε την κατάργησιν του νόμου περί προσόντων;
— …

Μετά τας διεξοδικάς ταύτας και θαρραλέας γνώμας του πρώην βουλευτού εχαιρετήσαμεν και απήλθομεν καταγοητευμένοι, διότι η συνέντευξις αύτη ήτο η καλλιτέρα από όλας, όσαι εδημοσιεύθησαν.
 
Ζαχαρίας Παπαντωνίου: "Εις αναζήτησιν ρήτορος"

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σκριπ στις 25 Μαρτίου 1900

ΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ ΡΗΤΟΡΟΣ

— Ένα ρήτορα!
— Τι ρήτορα;
— Για την 25 Μαρτίου. Πρέπει να εκφωνήση τον πανηγυρικόν.
— Πότε;
— Αύριον!
— Αύριον… Μα έτσι βρίσκονται οι ρήτορες αδερφέ…
— Θα τον βρούμε! Σκέψου μόνον.
Εβυθίσαμεν και οι δύο την κεφαλήν εντός των χειρών και παρεδόθημεν εις σκέψιν μακράν. Ο διάλογος εγένετο μεταξύ του υποφαινομένου κατοίκου Αθηνών και του αντιπροσώπου γνωστοτάτου σωματείου της πρωτευούσης, ενός ολιγαρκούς ανθρώπου ζητούντος το μικρότερον πράγμα του κόσμου. Να εύρη εις τας Αθήνας ένα ρήτορα, ο οποίος μετά 24 ώρας να εκφωνήση ολόκληρον πανηγυρικόν της 25 Μαρτίου… (Όρος απαραίτητος: Να είνε ο ρήτωρ διακεκριμένος και να αφίνη ησύχους τας σκιάς των προγόνων). Υπέμνησα εις τον άνθρωπον ότι 24 ώραι μόλις αρκούν να αναπτύξη την επερώτησίν του είς βουλευτής, ή να φθάση έν τηλεγράφημα απ’ Αθηνών εις Πάτρας και ο κ. Μαυρογένης από την Ομόνοιαν εις το Σύνταγμα. Αλλ’ ήτο αμετάπειστος. Ο ρήτωρ έπρεπε να ευρεθή. Το σωματείον είχεν ετοιμάσει τας σημαίας, τους θυρεούς, τους ποιητάς, τον μαθητήν του κ. Σιγάλα και την ορχήστραν, τους πέντε απαραιτήτους παράγοντας της πανηγύρεως, οι οποίοι όμως ήσαν εντελώς περιττοί εν απουσία του πανηγυρικού.
Εμείναμεν και οι δύο επί ένα τέταρτον κρατούντες την κεφαλήν ως σκακισταί.
— Ρήτορα… ρήτορα… ρήτορα… Ένα ρήτορα… ρήτορα…
— Ευρήκες;
— Όχι. Εσύ;
— Ούτε ’γώ.
— Περίεργον! Μα πρέπει να βρεθή τέλος πάντων. Χρειάζεται σκέψις. Εμπρός.
Παρήλθεν άλλο τέταρτον της ώρας. Νέα διανοητική εργασία και νέα δαπάνη εγκεφαλικού φωσφόρου.
— Α! ευρήκα!
— Τον ρήτορα;
— Όχι, μία ιδέα. Να βγούμε έξω. Μπορεί να συναντήσωμε κανένα στο δρόμο. Το πράγμα οπωσδήποτε πρέπει να τελειώση. Εμπρός.
Και τον ηκολούθησα. Διήλθομεν την οδόν Αιόλου, εκάμψαμεν την οδόν Σταδίου, εισήλθομεν εις την οδόν Ερμού, εκάμψαμεν την οδόν Αιόλου, εισήλθομεν εις την οδόν Σταδίου, εκάμψαμεν την οδόν Φιλελλήνων και παρ’ ολίγον να καταλήξωμεν εις το νεκροταφείον όπως αι κηδείαι. Έπειτα ενώ εισερχόμεθα εις την οδόν Πανεπιστημίου τον εσταμάτησα διά να ανταλλάξωμεν την πρώτην λέξιν μετά τόσην σιωπηλήν περιπλάνησιν.
— Τον ευρήκες; με ηρώτησε.
— Τον ρήτορα όχι. Αλλά ένα πράγμα.
— Λέγε λοιπόν.
— Περιπλανώμεθα και βασανίζομεν τον εγκέφαλόν μας, αγαπητέ, τόσην ώραν εις την πρωτεύουσαν του ελληνικού βασιλείου —εις την πρωτεύουσαν, σημείωσέ το καλά— αναζητούντες έναν άνθρωπον ο οποίος να πη δυο λόγια της προκοπής διά την εθνικήν εορτήν. Και δεν ευρίσκομεν κανένα. Τι συμπεραίνεις απ’ αυτό;
— Εσύ;
— Εγώ συμπεραίνω ότι αυτός ο τόπος δεν έχει καθόλου λειψανδρίαν!

Μία μαστίχα διηυκόλυνεν επί τέλους την λειτουργίαν των εγκεφαλικών κυττάρων. Ο ρήτωρ ευρέθη και μετ’ ολίγον εισερχόμεθα εις το γραφείον διαπρεπούς δημοσιολόγου, πολιτευτού, νομομαθούς, αλλά ρήτορος, προ πάντων, από τους ρήτορας τους σχεδιάζοντας τον λόγον των την στιγμήν που θα βγάλουν την πρώτην λέξιν.
— Ποίος είνε;
Και μία ωχρά μορφή ανακύψασα από πανύψηλον σωρόν δικηγορικών εγγράφων, μας έπεισεν, ότι ανοησία θα είνε να κάμεμεν έστω και την πρότασιν.
Τέλος πάντων εκαθήσαμεν.
— Το σωματείο μας, κύριε, θα σας παρακαλέση να του κάμετε την τιμήν αύριον κ.τ.λ.
— Αύριον! Και έφερε τας χείρας εις την κεφαλήν διά να τραβήξη τα μαλλιά του ενώ ήτο φαλακρός.
— Αύριο μάλιστα.
— Και το συλλογισθήκατε απόψε;
— Δυστυχώς.
— Θα είνε παραφροσύνη να σας πω ότι δέχομαι. Αυτά τα δικόγραφα έχω να τα μελετήσω απόψε όλα. Αύριον το πρωί πηγαίνω εις τον Πειραιά διά να βαπτίσω το παιδί ενός κουμπάρου μου. Την ημέραν θα είμαι εις το δικαστήριον. Το βράδυ…
— Ορίστε λοιπόν ότι σας υπολείπεται το βράδυ!
— Δηλαδή η ώρα που πρέπει να βγάλω τον λόγον.
— Μάλιστα.
— Έτσι χωρίς προετοιμασίαν;
— Μα οι ρήτορες δεν προετοιμάζονται.
— Αυτό και εις τον Καστελάρ να το λέγατε θα σας έδερνε. Δύο πράγματα δεν γίνονται ποτέ αυτοσχέδια. Ο επικήδειος και ο πανηγυρικός. Ο λόγος της 25 Μαρτίου είνε και επικήδειος και πανηγυρικός!
— Μα…
— Ελησμόνησα και κάτι άλλο. Είμαι δύο ημερόνυκτα άυπνος και περιμένω ανυπομόνως την ώραν που θα πέσω. Εννοείτε ότι δεν θέλω να κοιμηθώ όταν θα βγάζω τον λόγον.
— Ώστε;
— Ώστε…
— Δεν υπάρχει ελπίς;
— Α; Ελησμόνησα. Αύριον εκείνην την ώραν ακριβώς μ’ έχουν προσκαλέσει εις γεύμα.
— Και δεν μας το λέγατε απ’ αρχής!
Το καπελλάκι μας, χαιρετισμός, ευχαριστούμεν, παρντόν, τίποτε, και κατελήξαμεν πάλιν εις τον δρόμον.

Εξακολουθεί η περιπλάνησις.
— Α! μία ιδέα!
— Κι άλλη; λέγε, αδερφέ, διότι έχεις όλο φωτεινάς ιδέας απόψε.
— Δεν υπάρχει κανείς καθηγητής του Πανεπιστημίου κατάλληλος;
— Μα ο Λάμπρος έχει αγκαζαρισθή αλλού.
— Κανείς άλλος;
— Αστειεύεσαι!
— Τέλος πάντων ας πάμε να ψάξωμε τον κατάλογον των καθηγητών. Κάτι θα βγή.
Εισήλθομεν εις το Πανεπιστήμιον και εξεφυλλίσαμεν τον κατάλογον των καθηγητών της φιλοσοφίας και της νομικής.
— Κόντος… πέρνομε τον Κόντο;
— Άφησε αδερφέ τα χωρατά.
— Μιστριώτης… Τον Μιστριώτη να πάρωμε. Αλλά θα ομιλήση διά την αθανασίαν της ψυχής κατά Πλάτωνα.
Παρακάτω…
— Κλείσε τον κατάλογο, φίλε μου. Προτιμότερος θα είνε κανείς καθηγητής της Φαρμακευτικής.
— Απελπισία και από το Πανεπιστήμιον!

Φθάνομεν εις την Βουλήν. Τόσαι επερωτήσεις γίνονται εκεί μέσα, επομένως κάποιος ρήτωρ θα βρεθή. Αναζητούμεν ένα από τους διαπρεπεστέρους κοινοβουλευτικούς ρήτορας και δικηγόρους.
— Εδώ είναι!
Εκάπνιζε ξαπλωμένος εις τον καναπέ του καπνιστηρίου ένα τσιγαράκι λεπτότερον από κέρινο σπίρτο.
— Ευλογημένε —είπα εις τον φίλο μου— δεν βλέπεις τι χουζούρι που έχει; Κόπιασε να τον ταράξης.
Αλλά ολίγον θάρρος εγώ, ολίγον θάρρος αυτός, τον επλησιάσαμεν τέλος πάντων. Μετά ολίγα ξεροβηξίματα, τα οποία δεν προήρχοντο βεβαίως από ινφλουέντσαν, του υπεβάλομεν την πρότασιν.
— Τι ε…κα…με λέ…ει; Λόοοογοοο; Καθήστε, καθήστε να σας ψάλλω! Ελάτε μέσα εις την αίθουσαν.
Τον ηκολουθήσαμεν τρέμοντες.
— Πώς το είπατε; Πώς το είπατε; Λόοοογο; Εγώ! Λόγο, διά την εθνικήν εορτήν. Εγώ λόγο! Καλά. Δέχομαι. Αλλά ιδού πώς θ’ αρχίσω:
Κυρίαι και κύριοι
Με συγχωρείτε διότι χωρίς να εντρέπομαι εκφωνώ τον πανηγυρικόν της 25 Μαρτίου, αλλά δεν εντρέπομαι διότι δεν εντρέπεσθε και σεις οι οποίοι μετά το 1897 και μετά τα μετά το 1897 έχετε το θράσος να πανηγυρίζετε την εθνικήν σας παλιγενεσίαν… Αυτή θα είνε η αρχή. Σας αρέσει;
— Γιατί όχι; Αλλά βεβαίως αιι τελευταίαι λέξεις του λόγου σας θα εκφράζουν κάποιαν ελπίδα διά το μέλλον…
— Καμμίαν, καμμίαν, καμμίαν, καμμίαν! Εγώ δεν έχω καμμίαν ελπίδα, και δεν θέλω να λε΄γω ψευτιές. Είμαι ο απαισιοδοξώτερος όλων. Μα δεν είδατε, φίλε μου, τον προϋπολογισμό του 1900; Δεν είδατε τους διορισμούς των θεσιθηρών; Δεν είδατε ότι χθες υποβλήθη νομοσχέδιον περί νέας φορολογίας του καπνού; Υπό τοιούτους όρους εγώ δεν ημπορώ να βγάζω ενθουσιώδη λόγον διά την 25 Μαρτίου. Τελείωσε!
— Απελπισία λοιπόν;
— Τελεία.
— Να παύσουν αι ομιλίαι όπισθεν του προεδρείου!
Ηκούσθη μετά βροντερού καμπανισμού η φωνή του προέδρου. Και ετράπημεν εις φυγήν.

Εις τους διαδρόμους συνελάβομεν άλλον διακεκριμένον βουλευτήν.
— Μεγάλη η τιμή που μου κάμνετε. Αλλά δυστυχώς έχω να ομιλήσω διά το προξενικόν νομοσχέδιον και διά το νομοσχέδιον περί οινοπνευμάτων. Αύριον θα έχω να κάμω με τους ψηφοφόρους μου και τα λοιπά εννοούνται.

Τετάρτη πρότασις εις άλλον βουλευτήν και δικηγόρον.
— Λόοοογο; Αύριον έχω όλην την ημέραν Εφετείο.

Πέμπτη πρότασις εις άλλον βουλευτήν δηλιγιαννικόν.
— Φίλε μου, εγώ, θα είνε αδύνατον να ομιλήσω διά την εθνικήν εορτήν. διά να ομιλήσω πρέπει κατ’ ανάγκην να αναφέρω και τον πόλεμον του 97, αλλά τον πόλεμον τον έκαμεν ο κ. Δηλιγιάννης, του οποίου είμαι πολιτικός οπαδός.
— Αντίο!

Απεχωρίσθημεν έξω της βουλής με τον βασανισμένον σύντροφον, επιφυλαχθέντα να κάμη πρότασιν και εις μερικούς άλλους. Το βράδυ έλαβα την εξής επιστολήν του:
«Φίλτατε,
Όλοι είνε άυπνοι, και δεν έχουν καιρό. Απορία ψάλτου βηξ. Η εορτή ματαιούται».
Και το συμπέρασμα;
Το αφίνω εις τους αναγνώστας της νέας αυτής Οδυσσείας, την οποίαν ελπίζω να μεταφράση και ο κ. Πάλλης.
Πάντως όμως το συμπέρασμα θα είνε ότι αυτός ο τόπος δεν έχει καθόλου λειψανδρίαν.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου
 
Top