στείβω, στύβω ή στίβω; ==> στύβω και στείβω

Διάβαζα πρόσφατα σε γυναικείο περιοδικό (το πιο γνωστό :ρ) το γράμμα αναγνώστριας, η οποία έλεγε πως ο μεγάλος της έρωτας την πέταξε σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Λίγες σελίδες παρακάτω υπήρχαν συμβουλές για την παρασκευή σμούθις, απαραίτητη η χρήση λεμονοστείφτη. Χτες πάλι έμαθα τι συμβαίνει όταν στίβουμε μια βρεγμένη πετσέτα στο διάστημα.

Το ρήμα τελικά είναι στίβω, στείβω ή στύβω;

Η αναζήτηση στο γουγλ δίνει περισσότερα αποτελέσματα για τον τύπο στύβω, ο οποίος όμως προέρχεται από παρετυμολόγηση του α.ε ρήματος στύφω που σημαίνει σουφρώνω τα χείλη επειδή κάτι έχει στυφή γεύση. Στο λεξικό του Τριανταφυλλίδη ακολουθείται η συγκεκριμένη ορθογραφία, τονίζεται ωστόσο πως πρόκειται για παρετυμολόγηση. Ο Μπαμπινιώτης, αναφέρει πως η σωστή ορθογραφία είναι στείβω, από το α.ε ρήμα στείβω που σημαίνει πατώ, συμπιέζω, περπατώ. Όσον αφορά τον τύπο στίβω, προκύπτει από τη μηδενισμένη βαθμίδα του α.ε. στείβω.

Επομένως, αν και το στύβω είναι δόκιμος ορθογραφικά τύπος, προτείνεται ο σωστός ετυμολογικά τύπος στείβω. Η ίδια ορθογραφία προτείνεται και για τα παράγωγα του ρήματος: στειμμένος, λεμονοστείφτης, στείψιμο, άστειφτος κ.ο.κ.
 
Last edited:

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Η ετυμολογηση του στυβω μου θυμιζει που καμια φορα οι γονεις μου το στειψιμο το λενε ζουληγμα ("να ζουλήξω 2-3 πορτοκαλια")
 
Καλησπέρα σε όλους.
Προσωπικά θα έλεγα: στείβω, στύβω, στίβω → στείβω / και γράφω στύβω.

Αντιγράφω από λεξικό Μπαμπινιώτη:

στείβω: ρ. μετβ. (σχολ. ορθ. στύβω, γράφεται κ. στίβω) {έστειψα, στείφτηκα, -μμένος} 1. πιέζω (κάτι), ασκώ επάνω του μεγάλη δύναμη, για να βγει το υγρό (νερό, χυμός κ.λ.π.) που περιέχει: ~ πορτοκάλια, για να κάνω πορτοκαλάδα ǁ το πλυντήριο έχει ειδικό πρόγραμμα, για να στείβει τα ρούχα ΣΥΝ. (για νερό) στραγγίζω, (για χυμό) ξεζουμίζω· ΦΡ. (μτφ.) (α) στείβω το κεφάλι μου / το μυαλό μου βασανίζω τον νου μου, σκέφτομαι όσο πιο εντατικά μπορώ: ~, να βρω κάποια λύση! ǁ όσο κι αν ~, δεν μπορώ να το θυμηθώ (β) στείβω την πέτρα (εκφραστ.) έχω πολύ μεγάλη δύναμη, κυρ. στα χέρια: άλλα παιδιά στείβουν την πέτρα στην ηλικία σου κι εσύ δεν θες να μεταφέρεις μια βαλίτσα; 2. (μτφ.) εκμεταλλεύομαι (κάποιον) παίρνοντάς του ό,τι έχει ΣΥΝ. Ξεζουμίζω, απομυζώ· ΦΡ. σαν στειμμένη λεμονόκουπα (μτφ.) για πρόσωπο που το έχουν εκμεταλλευθεί παίρνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε να δώσει: εκμεταλλεύθηκαν το ταλέντο του και, όταν δεν τον χρειάζονταν, τον πέταξαν ~, ̶ στείψιμο (το).

[ΕΤΥΜ. αρχ., αρχική σημ. «ποδοπατώ, συμπιέζω», < Ι.Ε. *steib(h)- «συσσωρεύω, στερεώνω, συμπιέζω», πβ. αρμ. stipem «πιέζω», λατ. stipare «στοιβάζω, συσσωρεύω», stipes «πάσσαλος, παλούκι», λιθ. stiebas «σωρός, στήλη», μέσ. άνω γερμ. stif (> γερμ. steif «αλύγιστος, δύσκαμπτος») κ.ά. Ομόρρ. στίβ-ος, στιβ-αρός, στοιβ-άς (-άδα), στοιβάζω κ.ά. Συχνά χρησιμοποιούνται στη Ν. Ελληνική και οι εσφαλμ. γρ. στίβω (με την επίδρ. τής μηδενισμ. βαθμ., πβ. στίβ-ος) και στύβω (με την επίδρ. τού αρχ. Στύφω, πβ. κ. στυφός, στύψις)].

στείβω: ομόρριζα. Όπως τα στείχω – στοίχος, αντιστοιχώ – στίχος κ.τ.ό. εμφανίζουν μεταπτωτική εναλλαγή ει : οι : ι (βλ. μεταπτώσεις), η οποία γεννά προβλήματα ορθογραφίας, έτσι και τα στείβω – στοιβάζω – στίβος κ.λπ. εμφανίζουν μεταπτωτική ποικιλία με δυσχέρειες στην ορθογραφία τους. Συγκεκριμένα, από τη ρ. στειβ- τού αρχαίου ήδη ρ. στείβω, το οποίο από αρχική σημασία «πιέζω κάτι πατώντας το, ποδοπατώ» έφθασε στη σημερινή σημασία «συμπιέζω κάτι (φρούτα κ.λπ.), για να βγάλει υγρό, χυμό», έχουμε δύο μεταπτωτικές ποικιλίες: (α) στοιβ-· αρχ. στοιβή «σωρός», από όπου το ρ. στοιβάζω και (το μεταρρηματικό ουσιαστικό) στοίβα (β) στιβ-· στίβος, στιβάδα (χιονο-στιβάδα), στιβ-αρός και στίφ-ος (το)· σε όλα τα ομόρριζα τού ασθενούς θ. στιβ- υπάρχει η ευρύτερη σημ. «στέρεος, ισχυρός, δυνατός».
Ας σημειωθεί ότι η παλαιότερη ορθογραφία τού στείβω ως στύβω (από αρχ. στύφω που σήμαινε «μαζεύω, περιστέλλω» και «έχω στυφή γεύση», ομόρρ. τού στυφός) δεν θεωρείται σωστή. Έτσι θα γράψουμε στείψω / έστειψα και στείψιμο – όχι στύψω / έστυψα και στύψιμο!


Μερικές σελίδες παρακάτω διαβάζουμε:

στίβος (ο) 1. το επίπεδο τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρόμου, που έχει κατάλληλα διαμορφωθεί για την πραγματοποίηση αθλητικών αγώνων 2. (συνεκδ.) το σύνολο των αγωνισμάτων τού κλασικού αθλητισμού (άλματα, δρόμοι, ρίψεις κ.λπ.) που διεξάγονται στον παραπάνω χώρο: κλειστός ~ ǁ υγρός ~ (αγωνίσματα που διεξάγονται σε πισίνα) 3. (μτφ.) κάθε πεδίο δράσεως που χαρακτηρίζεται από ανταγωνισμό: πολιτικός ~ ΣΥΝ. κονίστρα. ΣΧΟΛΙΟ λ. Παρώνυμο, στείβω.

[ΕΤΥΜ. Αρχ., αρχική σημ. «πεπατημένη οδός, ίχνος ποδιού», < θ. στιβ-, μηδενισμ. βαθμ. Τού ρ. στείβω (βλ.λ.). Η λ. προσέλαβε στη Ν. Ελληνική και τη σημ. τού αγωνιστικού χώρου, στον οποίο διεξάγονται αθλητικοί αγώνες].


Σε σχολικά λεξικά διαβάζουμε:

  • στύβω
, σφίγγω, βγάζω νερό, στραγγίζω, κουράζω το μυαλό μου, ξεζουμώ, ξεραίνω.

  • στύβω
= σφίγγω, πιέζω κάτι.

  • στύβω, στύβομαι:
[ρ.]
πιέζω κάτι με δύναμη για να βγει το υγρό που περιέχει.
Στύβω τα ρούχα / πορτοκάλια.
Συνώνυμα: ξεζουμίζω.
Στύβω το μυαλό μου, βασανίζω το μυαλό μου για να βρω ή να θυμηθώ κάτι.
Συνώνυμα: βασανίζω, παιδεύω.

Από λεξικό Τριανταφυλλίδη (βλ. και Πύλη για την Ελληνική γλώσσα):

στύβω [stivo] -ομαι: 1.πιέζω, συνθλίβω κτ. για να βγει ο χυμός του ή το υγρό που περιέχει: ~ τα πορτοκάλια / τα λεμόνια. ~ το σφουγγάρι / τη σφουγγαρίστρα. Tα σύγχρονα πλυντήρια στύβουν και στεγνώνουν τα ρούχα. H φανέλα του ήταν να τη στύψεις, μουσκεμένη από τον πολύ ιδρώτα. στυμμένη λεμονόκουπα. (έκφρ.) πετάω κπ. σαν στυμμένη λεμονόκουπα*. ΦΡ ~ το μυαλό* μου. ~ την πέτρα, είμαι πολύ δυνατός (και υγιής). 2. (μτφ.) αντλώ από κπ. το μέγιστο της απόδοσης, της ικμάδας του: Στύβοντας τον καθένα έβγαζε απ΄ αυτόν ό,τι καλύτερο είχε να δώσει. τον έστυψαν οι τοκογλύφοι, τον απομύζησαν οικονομικά.
[αρχ. στείβω `πατώ΄ (η γρ. με βάση παρετυμ. προς το αρχ. στύφω `σουφρώνω τα χείλια από στυφή γεύση΄)].

Για το παράδειγμα με τις ομόρριζες λέξεις:

στίβος (ο) [stivos]: 1α. το τετράπλευρο, επίμηκες, συνήθ. σε σχήμα του πετάλου κεντρικό τμήμα του σταδίου, όπου γίνονται αγωνίσματα κλασικού αθλητισμού. || Yγρός ~, θάλασσα, πισίνα κτλ., ως αγωνιστικός χώρος. β. το σύνολο των αθλημάτων του κλασικού αθλητισμού (δρόμοι, ρίψεις, άλματα) που διεξάγονται στον παραπάνω χώρο: Aγώνες / αθλητές στίβου. Aσχολούμαι με το στίβο. 2. (μτφ.) χώρος, πεδίο δράσης και συναγωνισμού· κονίστρα: Aποφάσισε να κατεβεί στον πολιτικό στίβο, να ασχοληθεί με την πολιτική. Aγωνίστηκε με επιτυχία στον πνευματικό / καλλιτεχνικό στίβο. Στο στίβο της ζωής ο αγώνας είναι σκληρός.
[λόγ. < αρχ. στίβος `πατημένος δρόμος, αχνάρι΄ σημδ. αγγλ. track (στη σημ. 1)].

Όσο το έψαξα, όλοι σημειώνουν πως η λέξη στύβω έρχεται από τη λάθος σύνδεση με το στύφω, όμως οι περισσότεροι σημειώνουν επίσης πως η σωστή σύνδεση με το αρχαίο στείβω (πατώ, περπατώ) έχει απομακρυνθεί στην έννοια της λέξης στα νεοελληνικά (πιο κοντά βρήκα λέξη στίβος).
Ο Μπαμπινιώτης τα έγραψε όλα και καθάρισε, σήμερα όμως έχει επικρατήσει η λέξη στύβω, που προσωπικά έτσι το γράφω, τα πιτσιρίκια έτσι το γνωρίζουν (και συμφωνώ, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα γίνουν πολλά μύλος και χωρίς λόγο).
Με λίγα λόγια, το βλέπω ετυμολογικά σωστό το στείβω όμως και η σημερινή λέξη στύβω πιο κοντά σε αυτό που εννοώ, ως σωστή νεοελληνική λέξη, εξίσου σωστή ορθογραφικά και με την ομόρριζη λέξη στίβος.

 
Κύριε Μπαμπινιώτη, σας παρακαλούμε δηλαδή, μην χρησιμοποιείτε άλλο το παρωνύμιο "Στράτης", νομίζω ότι σας έχουμε καταλάβει....:)))) Δηλ. τέτοια ανάλυση... ούτε ο αείμνηστος Μανώλης Τριανταφυλλίδης...

Χμ... σεβασμιοτάτη Σουλτάνα...
έχετε σκεφθεί ποτέ, και, άραγε, πέρασε ποτέ από το νου σας... πως, ίσα ίσα, και τουναντίον... η συχνή και τακτική χρήση του εντύπου τούτου εξασφαλίζει εγγυημένα τη μη σύναψη σχέσεων, ότι δηλ. αποτελεί μια αποτελεσματικότατη χάρτινη ζώνη αγνείας;... Ω, σας εκλιπαρώ, σκεφθείτε το για μια μόνο στιγμή... και το χαρέμι σας θα τελεί υπό της απολύτου ασφαλείας του... όλες αυτές οι ιδέες και οι απόψεις... που πιο πολύ προάγουν την θεωρητικοποίηση και όχι την ενεργό δράση... και οι αναγνώστες (ή, καλύτερα, αναγνώστριες...) μένουν απλώς εκεί, πελαγωμένες, μπερδεμένες, ζαλισμένες, ενώ στο μεταξύ το υπό μελέτη και ανάλυση παληκάρι έχει ήδη βγει στη σύνταξη και έχει ήδη συνάψει ενδιαφέρουσες σχέσεις με ενδιαφέρουσες κυρίες που ξεφύλλιζαν, αντ' αυτού, Ώστεν... ω, σκεφθείτε το...
 
Last edited:
Top