Το φως στη λογοτεχνία

Ν. Καζαντζάκη: Ζορμπάς

Γλυκό γαλαζοπράσινο φως περέχυσε τα βρώμικα τζάμια, μπήκε κι αυτό στο καφενείο, κρεμάστηκε σε χέρια και μύτες και κούτελα, πήδηξε στο τζάκι, πήραν φωτιά οι μποτίλιες. Τα ηλεχτρικά έχασαν τη δύναμη τους, άπλωσε ο μαχμουρλής ξαγρυπνισμένος καφετζής το χέρι και τα ΄σβησε.
 

Διατσέντα

Λαίδη Βιβλιοδέτρα
επιστρέφω μ’ ένα ποίημα που διάβασα σήμερα και μ’ άρεσε για πολλούς λόγους...και η κυρία που το έγραψε ήταν υπέροχη...

The fury of the sunrises.....Η οργή των Ανατολών...της Anne Sexton...


Darkness …………………………………………….......................σκοτάδι
as black as your eyelid,……………………………..................μαύρο όπως τα βλέφαρά σου,
poketricks of stars,…………………………………....................μαγικά απ΄το τσεπάκι των αστεριών
the yellow mouth,………………………………….....................το κίτρινο στόμα,
the smell of a stranger, …………………………....................η μυρωδιά ενός ξένου,
dawn coming up, …………………………………......................η αυγή που έρχεται,
dark blue, ………………………………………….........................σκούρο μπλε
no stars,……………………………………………..........................δίχως αστέρια
the smell of a love,………………………………….....................η μυρωδιά του έρωτα
warmer now…………………………………………........................θερμότερη τώρα
as authentic as soap, ……………………………......................αυθεντική όπως ένα σαπούνι
wave after wave…………………………………….......................κύμα μετά το κύμα
of lightness………………………………………….........................της φωτεινιάς
and the birds in their chains…………………......................και τα πουλιά στις αλυσίδες τους
going mad with throat noises,……………........................τρελαίνονται με λαρυγγισμούς
the birds in their tracks…………………………......................τα πουλιά στις ράγες τους
yelling into their cheeks like clowns,……......................να φωνάζουν μέσα στα μάγουλά τους
……………………………………………………….............................σαν παλιάτσοι
lighter, lighter,……………………………………….......................πιότερο φως, πιότερο φως,
the stars gone,……………………………………........................τ’ αστέρια φευγάτα
the trees appearing in their green hoods,……….............τα δέντρα να φανερώνονται με τους
............................................................................πράσινους σκούφους τους
the house appearing across the way,…………................το σπίτι να φανερώνεται καθ’ οδόν
the road and its sad macadam, …………………................ο δρόμος και το λυπηρό του
............................………………………………………………………οδόστρωμα
the rock walls losing their cotton,………………...............οι πέτρινοι τοίχοι να χάνουν
……………………………………………………..............................το βαμβάκι τους
lighter, lighter,…………………………………….......................πιότερο φως, πιότερο φως
letting the dog out and seeing …………………................να βγάζεις τη σκύλα βόλτα
...........................……………………………………………………..και να βλέπεις
fog lift by her legs, ……………………………......................την ομίχλη στα πόδια της,
a gauze dance,………………………………….. ....................ένα χορό από γάζα,
lighter, lighter,……………………………………......................πιότερο φως, πιότερο φως
yellow, blue at the tops of trees, ………………..............κίτρινο, μπλε
...........................……………………………………………………..στις κορυφές των δέντρων,
more God, more God everywhere,……………...............πιότερος Θεός,
……………………………………………………............................πιότερος Θεός παντού
lighter, lighter, ………………………………….......................πιότερο φως, πιότερο φως
more world everywhere, ………………………..................πιότερος κόσμος παντού
sheets bent back for people, ………………….................αναδιπλωμένα σεντόνια
...........................…………………………………………………….για ανθρώπους
the strange heads of love………………………..................τα παράξενα κεφάλια του έρωτα
and breakfast,…………………………………........................και πρωϊνό γεύμα
that sacrament,…………………………………......................εκείνη η θεία κοινωνία
lighter, yellower, ………………………………......................πιό φωτεινή, πιο κίτρινη,
like the yolk of eggs,……………………………...................όπως ο κρόκος του αυγού,
the flies gathering at the windowpane,………............οι μύγες που μαζεύονται στο παράθυρο,
the dog inside whining for good………………...............η σκύλα σπίτι που γκρινιάζει για τα καλά
and the day commencing, …………………….................και η μέρα που ξεκινά
not to die, not to die,…………………………....................όχι για να πεθάνει, όχι για να πεθάνει,
as in the last day breaking,…………………...................σαν το χάραμα της τελευταίας μέρας,
a final day digesting itself,……………………..................μιας έσχατης μέρας που χωνεύει τον
.........................………………………………………………….....εαυτό της
lighter, lighter, …………………………………......................πιότερο φως, πιότερο φως,
the endless colors, …………………………….....................τ’ ατέλειωτα χρώματα,
the same old trees stepping toward me,……............το ίδιο γέρικο δέντρο που βαδίζει
………………………………………………….............................προς τα’μένα
the rock unpacking its crevices, ……………................ο βράχος που ανοίγει
........................................................................τις συσκευασμένες ρωγμές του
breakfast like a dream……………………….....................πρωινό γεύμα σαν σε όνειρο
and the whole day to live through,…………...............κι όλη η μέρα να τη ζήσεις
………………………………………………….............................πέρα ως πέρα,
steadfast, deep, interior………………………...................Συμπαγές, βαθύ, εσωτερικό.
After the death, ………………………………......................Μετά το θάνατο,
after the black of black,………………………...................μετά το μαύρο του μαύρου,
the lightness, - ……………………………….......................η φωτεινιά, -
not to die, not to die -……………………….....................να μην πεθάνεις, να μην πεθάνεις -
that God begot………………………………........................που ο Θεός γέννησε.
 
Last edited:
Το φως στις 10 π.μ (Διονύσης Σαββόπουλος)

Το φως στις δέκα το πρωί έρχεται όλο πλάγιο
εκεί που ήταν οι χείμαρροι και ξαναζωγραφίζει
τους κήπους πάνω στο νερό να’ χουν σκαλί
δεμένη βάρκα και μια θάλασσα γυαλί.
Και τις τετράκωπες να υψώνουν του ομίλου οι αθλητές
και στο λιθόστρωτο ν’ αστράφτουν μουσικές καμαρωτές
και από τα πεύκα κι απ’ τα διώροφα ξανά
καλεί σαλπίζοντας τα ουράνια πρωινά.
Κι ακούς παγώνια και ηλιόλουστο το τραμ ξαναγυρνά.

Κι όμως, αυτό το πλάγιο φως μια μέρα θα φωτίσει
την πιο απόκοσμη ερημιά. Εσύ είχες ήδη αργήσει
μέσα στις αίθουσες οι τάξεις είχανε μπει
και του σχολείου η πόρτα ορθώνονταν κλειστή
με τους αϊτούς να ξεπαγιάζουν στο μαρμάρινο κισσό
και με τους ήρωες να κοιτάζουν τον σβησμένο τους πυρσό
αφού ο κόσμος σου, ο γνωστός, σ’ αυτή τη γη
που αγνός κι ανύποπτος μετέχει κάθε αυγή
την ώρα εκείνη, απ’ το κάδρο είχε ξαφνικά αφαιρεθεί.

Το μεσημέρι μαύρο φως, προπάντων στις καθέτους,
η θάλασσα όλε πετάει στου οδηγού το τζάμι
μα όταν γράψει με μια πλάγια μολυβιά
κιονοστοιχίες με λιγάκι συννεφιά
πίσω απ’ τα μαύρα του γυαλιά ο κόσμος μπαίνει όλο φωνές
ανεμιστήρες ξεκινούν και του εσπρέσο οι μηχανές
γυάλινα στέγαστρα, ένας έγχρωμος βυθός
δε σε πειράζει που είσαι τώρα μοναχός
μια αγάπη πίσω απ’ τις λέξεις συναντάς σ’ αυτό το φως

Το φως τραβιόταν θεϊκό στο ηλιοβασίλεμά του,
πίσω απ’ τη μάντρα της αυλής και το καμένο σπίτι
είχαν απλώσει τα σεντόνια στο σχοινί
έπαιζες μόνος, μα αισθανόσουν τη σκηνή,
σαν θεατράκι επουράνιο μες στο κόκκινο το φως
πίσω απ’ τα σύννεφα να παίζει με το παιδάκι του ο Θεός
Ευτυχισμένοι μεταξύ τους, μακρινοί,
με βλέπουν άραγε και μένα; είχες σκεφτεί
όπως απόψε που πλαγιάζεις σε μια κάμαρα αδειανή.

Με την πόρτα γυρτή
το φως του μπάνιου να γλιστράει στη σιωπή
να σε νιώθω εδώ
σ’ αυτό το πλάγιασμα, σε τούτη την ηχώ.

Ναι, μ’ ένα φως τεχνητό,
να βρει τον κόσμο το δικό μου σ’ αγαπώ
φως που τραγουδάει
ενώ είναι νύχτα, κι ενώ εσύ δεν είσαι πλάι.
 

Διατσέντα

Λαίδη Βιβλιοδέτρα
A post-feminist dawn, by Mimi Khalvati.

There are dawns of stone and pit: dead ends
whichever way you turn. A lover’s note. Friends
who run in grooves our mouth should have sucked
rooting for the teat of dipressions they have licked
hungry for the milk, the empathy to spurk from it.

We who live in limbo
fungus, fern and falacy
We who lie in utero
waste-products of phalocracy
We who dream of dawns

submit: crazed with the flog of directives
crumpling our anger like cupid’s missives
under pillows to corrupt our dreams, to make us
doubt the dawns our sisters wake to, out of focus
on a shore we cannot swim to in our reluctance to admit

the dream, the light, the ocean
how much has failed to fit
the picture painted for us children
the picture as We painted it
We who were framed.

And I ask myself, I ask you, is this it? All
that we were raised for, groped for, from the first bawl
at our mother’s thigh, to the last clampering in?
No, there is more, you would answer, thinking in
terms you would hate me to think of as making it.

What are we to make of it?
We who are womb and foetus?
We who see both sides of it?
Must we swing, celibate, in the hiatus
of the dusk, till mother calls us in?

Or loving women, have a better time of it? Invulnerable,
penetrable, in an age that breeds without us, the reversal
of what it means to have power or be powerless, to have blood
without a wound, to have seed without a consequence, to have food
for mouths not our own; even now in the thick of it

fixed by those who frame us
spayed by a fear stronger
than the impetus to love and to fail us
canker We are not; and larger
than the dawn’s small stash of it.


Μια μεταφεμινιστική αυγή, της Μιμί Κχαλβατί…

Υπάρχουν αυγές από πέτρα και νταμάρι: αδιέξοδα
όπου κι αν στραφείς. Το σημείωμα ενός εραστή. Φίλοι
που τρέχουν σε καμπύλες, που τα στόματά μας ήθελε ρουφήξουν
στη θηλή της κατάθλιψης, που’χουν γλύψει,
πεινασμένα για το γάλα, την συμπάθεια που αυτή πυροδοτεί.

Εμείς που ζούμε όπου οι αβάφτιστοι ζουν,
μούχλα, φτέρη και πλάνη
Εμείς που στη μήτρα είμαστε
τ’ απόβλητα της φαλοκρατίας
Εμείς που ονειρευόμαστε αυγές

καταθέτουμε: μανικές με τo ράπισμα των εντολών,
τσαλακώνοντας το θυμό μας, όπως τα ραβασάκια του έρωτα,
κάτω από μαξιλάρια που διαφθείρουν τα όνειρά μας, για να μας κάνουν
να αμφισβητούμε τις αυγές, που μέσα τους ξυπνούν οι αδελφές μας, έκκεντρες
σε μιαν ακτή προς την οποία δεν μπορούμε να κολυμπήσουμε, στο δισταγμό μας να αποδεχτούμε

το όνειρο, το φως, τον ωκεανό,
πόσο έχει αποτύχει να συνταιριάξει
την εικόνα που ζωγράφισε για μας τα παιδιά,
την εικόνα όπως Εμείς την ζωγραφίσαμε,
Εμείς που παγιδευτήκαμε.

Και ρωτώ τον εαυτό μου, ρωτώ εσάς, αυτό είναι; Όλα
για όσα μας ανάθρεψαν, μας ψηλάφισαν, απ’ το πρώτο κλάμα
στον μηρό της μάνας, ως το τελευταίο στέριωμα;
Όχι, υπάρχει περισσότερο, θα απαντούσατε, σκεφτόμενοι
με όρους που θα με μισούσατε αν όριζα σαν το «τα καταφέραμε».

Τι να συμπεράνουμε απ’ αυτό;
Εμείς που είμαστε μήτρα και έμβρυο;
Εμείς που βλέπουμε και τις δυό πλευρές του;
Πρέπει να ταλαντευθούμε, να μείνουμε ανύμφευτες, στη μεταβατικότητα
του λυκόφωτος, μέχρι να μας φωνάξει η μάνα μέσα;

Ή μήπως οι γυναίκες που αγαπούν έχουν μια καλύτερη του ώρα; Άτρωτες
διαπερατές, σε μιαν ηλικία που ζευγαρώνει ερήμην μας,
στον αντίποδα του να έχει κανείς ή να μην έχει τη δύναμη,
να ματώνει
δίχως καν ένα τραύμα, να έχουμε γονιμοποιηθεί χωρίς καν το επακόλουθο, να έχουμε τροφή
για στόματα που δεν είναι τα δικά μας ή ακόμα και τώρα στην ουσία του,

παγιωμένη απ’ αυτούς που μας παγιδεύουν
στειρωμένη από έναν δυνατότερο φόβο
απ’ εκείνον της ορμής προς τον έρωτα και την προδοσία μας,
πληγή δεν Είμαστε, καν μεγαλύτερη
απ’ το μικρό της απόθεμα που υπάρχει στην αυγή.

 
Υπάρχουν αυγές από πέτρα και νταμάρι: αδιέξοδα

Υπάρχουν αυγές που θες να μη βγει το φως. Και για ΄μας τους άντρες. Κι ας κάνουμε τους άνετους και τους καμπόσους. Φτάνει μια σκιά στα μάτια μιας γυναίκας και έρχεται μια τέτοια κακή αυγή, με φως άρρωστο.
 
Last edited:

Σαώρη

Θεραπεύτρια Μαγικών Πλασμάτων
Ετών 9, Κ.Γώγου

Όταν ξυπνήσεις το πρωί
και δε θα βρεις στο πάτωμα
χαπάκια, πουλόβερ και σουτιέν
και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα
χωρίς ν’ ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου ''σκασμός''
μη βάλεις τα κλάματα και πας για να με βρεις
στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει.Ποτέ δεν έβλεπα.
Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σου 'χω πει ψέματα.
Πάντοτε σου 'λεγα
πως είναι όμορφοι οι άνθρωποι, τα χρώματα κι η μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ’ αυτό θα μάθεις πως έζησα.
Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δε φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.

Τράβα μετά και γύρεψε απ’ τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τι απόγινε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ’ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου
και κάτω απ’ αυτόν
γράψε με τ’ αστεία παιδικά σου γράμματα
ξόφλησε ξόφλησε ξόφλησε
 
Δύο ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον


The Road was lit with Moon and star

The Road was lit with Moon and star—
The Trees were bright and still—
Descried I—by the distant Light
A Traveller on a Hill—
To magic Perpendiculars
Ascending, though Terrene—
Unknown his shimmering ultimate—
But he indorsed the sheen—



Ποίημα για το φεγγάρι

Το Δρόμο φώτιζαν τ' αστέρια κι η Σελήνη
Τα Δέντρα στέκονταν ακίνητα και φωτεινά-
Ξεχώρισα-μες απ' το Φως τ΄ αλαργινό-
Έναν ταξιδιώτη επάνω σ' ένα λόφο-
Ν' ανηφορίζει σε Καθέτους μαγικές
Κι ας ήταν Γήινες απλώς-
Άγνωστος ο λαμπρός του προορισμός
Μα τυλιγμένος σε μια λάμψη αυτός.

«Έλα στον κήπο μου» Μετάφραση Κώστας Λανταβός, Εκδόσεις Αρμός 2013




Heart, We Will Forget Him

Heart, we will forget him,
You and I, tonight!
You must forget the warmth he gave,
I will forget the light.

When you have done pray tell me,
Then I, my thoughts, will dim.
Haste! lest while you’re lagging
I may remember him!



Καρδιά, θα τον ξεχάσουμε

Καρδιά, θα τον ξεχάσουμε,
εσύ και εγώ, απόψε!
Εσύ ξέχνα τη ζεστασιά
που έδωσε,
εγώ θα ξεχάσω το φως.

Την προσευχή όταν τελειώσεις πες μου.
Τότε εγώ, οι σκέψεις μου, θα ξεθωριάσουν,
Βιάσου! Όσο εσύ καθυστερείς,
εγώ, μπορεί να τον θυμάμαι!

(Δική μου μετάφραση, δείξτε επιείκεια.)


Μακρυγιάννη και αγαπητά μέλη, πολύ μου αρέσει το θέμα και οι απαντήσεις - που τόσο ποικίλουν! Από την αρχή ήρθε στο μυαλό μου η Έμιλι Ντίκινσον και, Διατσέντα, ήταν μια μικρή έκπληξη για μένα η ανάρτησή σου με ποίημά της και με αυτή την ωραία (λιτή, μεστή, περιεκτική) μετάφραση! Ελπίζω να σας αρέσουν και οι δικές μου επιλογές.
 
Top