Τρία Βασίλεια

Τρία Βασίλεια



Κεφάλαιο 1

Τρείς ήρωες ορκίζονται αδελφότητα στον κήπο των ροδάκινων,
Μια νίκη σαρώνει τους επαναστάτες στο πεδίο της μάχης




Μέρος Α:

Τα κράτη κάτω από τον ουρανό, ύστερα από μια μακρά περίοδο διαίρεσης, συνηθίζουν να ενώνονται. Μετά από μια μακρά περίοδο ένωσης, συνηθίζουν να διαιρούνται. Έτσι γίνετε από τα αρχαία χρόνια. Όταν η δύναμη της Δυναστείας Ζού εξασθένισε, επτά αντιμαχόμενα βασίλεια δημιουργήθηκαν (475 – 221 π.χ.). Πολεμούσαν το ένα το άλλο μέχρι που το Βασίλειο Τσίν επικράτησε και κατέκτησε την Αυτοκρατορία. Αλλά όταν το πεπρωμένο των Τσίν είχε εκπληρωθεί, δύο αντιμαχόμενα βασίλεια ιδρύθηκαν, το Τσού και το Χαν, για να πολεμήσουν για τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας. Και οι Χαν ήταν οι νικητές.

Η αρχή της κατακτητικής πορείας των Χαν άρχισε όταν ο Λίου Μπάνγκ (256 – 195 π.χ.), ο Ιδρυτής των Χαν, έσφαξε ένα γιγάντιο άσπρο φίδι για να σηκώσει τα λάβαρα της επανάστασης, η οποία τελείωσε μόνο αφού ολόκληρη η Αυτοκρατορία άνηκε στο Χαν (202 π.χ.). Αυτή η περίλαμπρη κληρονομία κληροδοτήθηκε σε συνεχιζόμενους Αυτοκράτορες Χαν για διακόσια χρόνια μέχρι που η επανάσταση του Βανγκ Μανγκ προκάλεσε μια αναταραχή. Αλλά γρήγορα, ο Λίου Ξίου ανέκτησε την Αυτοκρατορία και οι Αυτοκράτορες του Χαν συνέχισαν να κυβερνούν για άλλα διακόσια χρόνια μέχρι τις μέρες του Αυτοκράτορα Ξιάν, που ήταν καταδικασμένες να δουν την απαρχή της διαίρεσης της Αυτοκρατορίας σε τρία μέρη, γνωστά στην ιστορία ως Τρία Βασίλεια.

Αλλά το κατρακύλισμα στην κακοδιαχείριση είχε αρχίσει από τις Βασιλείες των δύο προκατόχων του Αυτοκράτορα Ξιάν, οι Αυτοκράτορες Χουάν και Λίνγκ, που ανέβηκαν στον Αυτοκρατορικό Θρόνο περίπου στα μέσα του δεύτερου αιώνα. Ο Αυτοκράτορας Χουάν αγνοούσε τις συμβουλές των καλών ανθρώπων της αυλής του, αλλά εμπιστευόταν τους Ευνούχους του Παλατιού. Έζησε και πέθανε, αφήνοντας το σκήπτρο στον Αυτοκράτορα Λίνγκ, που σύμβουλοι του ήταν ο Στρατάρχης Ντού Βού και ο Προστάτης του Θρόνου Τσεν Φαν. Οι Ντού Βού και Τσεν Φαν, αηδιασμένοι από την κατάχρηση των Ευνούχων στα θέματα του κράτους, αποφάσισαν να οργανώσουν ένα σχέδιο για την καταστροφή των διεφθαρμένων Ευνούχων. Αλλά ο Αρχιευνούχος Τσάο Τζίε δεν θα εκθρονίζονταν τόσο εύκολα. Το σχέδιο διέρρευσε, και οι έντιμοι Ντού Βού και Τσεν Φαν εκτελέστηκαν, και έτσι οι ευνούχοι έγιναν πιο ισχυροί όσο ποτέ άλλοτε.

Έτυχε την μέρα που είχε πανσέληνο τον τέταρτο μήνα του δεύτερου έτους της εποχής της Γαλήνης (168 μ.χ.), ο Αυτοκράτορας Λίνγκ να πηγαίνει για σύσκεψη της Αυλής στην Αίθουσα του Αγαθού. Καθώς πλησίαζε τον θρόνο, ένας ορμητικός στρόβιλος εμφανίστηκε στην γωνία της αίθουσας και, λό! , από τη οροφή έπεσαν ακτίνες πάνω σε ένα τερατώδες μαύρο φίδι που ήταν κουλουριασμένο πάνω στον θρόνο του Αυτοκράτορα. Όσοι ήταν κοντά σε αυτόν, γρήγορα τον σήκωσαν και τον μετέφεραν στο Παλάτι, ενώ οι αυλικοί διασκορπίστηκαν. Το φίδι εξαφανίστηκε.

Αλλά ακολούθησαν καταστροφικές καταιγίδες, κεραυνοί, χαλάζι και χείμαρροι βροχής, που κράτησαν μέχρι τα μεσάνυχτα και προκάλεσαν πολλές καταστροφές. Δύο χρόνια αργότερα έγινε σεισμός στην πρωτεύουσα Λούο-Γιάνγκ, ενώ ταυτόχρονα ένα πελώριο κύμα χτύπησε τις ακτές, το οποίο στο πέρασμα του έπνιξε όσους βρισκόταν κοντά στην θάλασσα. Άλλος ένας κακός οιωνός ήταν όταν δέκα χρόνια αργότερα, ο Βασιλικός τίτλος άλλαξε σε ‘Αρμονία’ (178). Τότε κάποιες όρνιθες λάλησαν. Στο νέο φεγγάρι του έκτου μήνα, ένα μαύρο σύννεφο μπήκε μες την Αίθουσα του Αγαθού ενώ τον επόμενο μήνα ένα ουράνιο τόξο εμφανίστηκε πάνω από την Αίθουσα του Δράκου. Πέρα από την πρωτεύουσα, ένα μέρος των βουνών Γιουάν κατέρρευσε, δημιουργώντας ένα τεράστιο ρήγμα.

Αυτοί ήταν κάποιοι από τους οιωνούς. Ο Αυτοκράτορας Λίνγκ, συγκινημένος από αυτά τα σημάδια της αγανάκτησης του Ουρανού, εξέδωσε ένα διάταγμα που διέταζε τους υπουργούς να εξηγήσουν τις καταστροφές και τα θαύματα.

Ο Καγκελάριος Τσάι Γιόνγκ απάντησε χωρίς περιστροφές: «όλα αυτά τα σημάδια επέρχονται εξαιτίας της ανάμειξης των Αυτοκρατειρών και των ευνούχων στην διαχείριση του κράτους.»

Ο Αυτοκράτορας διάβασε το έγγραφο αναστενάζοντας βαθιά, και ο Αρχιευνούχος Τσάο Τζίε, από την θέση του πίσω από τον θρόνο, παρακολουθούσε ανυπόμονος αυτά τα σημάδια δυσαρέσκειας. Μόλις παρουσιάστηκε η ευκαιρία, ο Τσάο Τζίε ενημέρωσε τους φίλους του, και κατηγόρησαν τον Τσάι Γιόνγκ για εγκλήματα. Ο Τσάι Γιόνγκ διώχθηκε από την Αυλή και αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο επαρχιακό του σπίτι.

Μετά από αυτή την νίκη, οι ευνούχοι έγιναν πιο θρασύς. Δέκα από αυτούς, ανταγωνιστές στην φαυλότητα και σύμμαχοι στις κακές πράξεις, οργάνωσαν μια ισχυρή φατρία ονόματι ‘Οι Δέκα Σύνοδοι’. Αυτοί ήταν ο Ζάνγκ Ρόνγκ, ο Ζάο Ζονγκ, ο Τσένγκ Κουάνγκ, ο Ντουάν Γκούι, ο Φενγκ Ξού, ο Γκούο Σενγκ, ο Χου Λαν, ο Τζίαν Σούο, ο Τσάο Τζίε και ο Ξία Γιούν

Ένας από αυτούς, ο Ζάνγκ Ρόνγκ, κέρδισε τόση επιρροή ώστε έγινε ο πιο τιμημένος και έμπιστος σύμβουλος του Αυτοκράτορα. Ο Αυτοκράτορας ακόμη τον αποκαλούσε ‘Πατέρα’. Έτσι λοιπόν, η διεφθαρμένη διαχείριση του κράτους πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, μέχρι που η χώρα ήταν ώριμη για επαναστάσεις και γέμιζε από ληστείες.
 
Last edited:
Μέρος Β:


- Λίου Μπέι

Αυτή την εποχή, στην κομητεία Τζουλού, υπήρχε μια οικογένεια Ζάνγκ που αποτελούταν από τρία αδέλφια, τους Ζάνγκ Ζουέ, Ζάνγκ Μπα και Ζάνγκ Λιάν. Ο μεγαλύτερος από αυτούς, ο Ζάνγκ Ζουέ, ήταν ένας αποτυχημένος απόφοιτος που ασχολούνταν με την ιατρική. Μια μέρα, ενώ συνέλεγε βότανα στο δάσος, ο Ζάνγκ Ζουέ γνώρισε έναν σεβάσμιο γέροντα με πολύ λαμπρά, σαν σμαράγδια, μάτια και ένα δροσερό πρόσωπο, που περπατούσε με την βοήθεια μιας μαγκούρα φτιαγμένη από ξύλο βελανιδιάς. Ο γέροντας έφερε τον Ζάνγκ Ζουέ σε μια σπηλιά και του έδωσε τους τρεις τόμους του Βιβλίου του Ουρανού.

«Αυτό το βιβλίο», είπε ο γέροντας, «ονομάζεται ‘Τέχνη της Ειρήνευσης’. Με την βοήθεια των τριών αυτών τόμων, μπορείς να αλλάξεις τους ανθρώπους και να σώσεις την ανθρωπότητα. Αλλά θα πρέπει να είσαι ειλικρινής, αλλιώς να είσαι σίγουρος ότι θα υποφέρεις. »

Με μια ταπεινή υπόκλιση, ο Ζάνγκ Ζουέ πήρε το βιβλίο και ρώτησε το όνομα του ευεργέτη του.

«Είμαι ο Άγιος Ερημίτης της Νότιας Γής», ήταν η απάντηση του γέροντα, ο οποίος εξαφανίστηκε στον αέρα.

Ο Ζάνγκ Ζουέ μελέτησε πρόθυμα αυτό το καταπληκτικό βιβλίο και προσπαθούσε μέρα νύχτα να μεταφέρει τις θεωρίες του στην πράξη. Πριν περάσει πολύ καιρός, μπορούσε να καλέσει ανέμους και να άρχει της βροχής, και έγινε γνωστός ως ο Δάσκαλος της Μυστηριώδους Οδού της Ειρήνης.

Τον πρώτο μήνα του πρώτου έτους της εποχής της Σταθερότητας (184 μ.χ.), μια καταστροφική επιδημία έπληττε την γη, και τότε ο Ζάνγκ Ζουέ μοίρασε μαγικά φάρμακα στους άρρωστους. Αυτά τα θεόσταλτα φάρμακα είχαν μεγάλη επιτυχία, και γρήγορα κέρδισε τον τίτλο του Σοφού και Σεβάσμιου Δασκάλου. Άρχισε να έχει πολλούς μαθητές, τους οποίους μύησε στα μυστήρια και τους έστειλε σε όλη την γη. Αυτοί, σαν τον δάσκαλο τους, μπορούσαν να κάνουν μαγικά και η φήμη τους εξαπλώθηκε σε όλη την γη και αύξησε τους ακόλουθους του δασκάλου τους.

Ο Ζάνγκ Ζουέ άρχισε να οργανώνει τους μαθητές του. Οργάνωσε 36 κυκλώματα, τα μεγαλύτερα με δέκα χιλιάδες ή και περισσότερα μέλη και τα μικρότερα με τον μισό από αυτόν το αριθμό. Κάθε κύκλωμα είχε τον δικό του ηγέτη που έφερε τον στρατιωτικό τίτλο του Στρατηγού. Έλεγαν για τον θάνατο του μπλε ουρανού και την γέννηση ενός κίτρινου. Έλεγαν ότι ένας νέος κύκλος άρχιζε που θα έφερνε καλή τύχη σε όλα τα μέλη. Και έπεισαν τους ανθρώπους να ζωγραφίζουν τα σύμβολα της πρώτης χρονιάς του νέου κύκλου στις πόρτες τους.

Με την αύξηση του αριθμού των υποστηρικτών του, αυξήθηκαν επίσης και οι φιλοδοξίες τους Ζάνγκ Ζουέ. Ο Σοφός και Σεβάσμιος Δάσκαλος ονειρευόταν την Αυτοκρατορία. Ένας από τους οπαδούς του, ο Μα Γιουανγί, έστειλε δώρα για να κερδίσει την υποστήριξη των ευνούχων μες το παλάτι.

Στα αδέλφια του ο Ζάνγκ Ζουέ είχε πει, «Στα σχέδια σαν αυτά που εμείς ετοιμάζουμε, το πιο δύσκολο κομμάτι είναι να κερδίσει κανείς την λαϊκή υποστήριξη. Αλλά αυτή είναι ήδη δική μας. Μια τέτοια ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί.»

Και άρχιζαν να ετοιμάζονται. Πολλές κίτρινες σημαίες και λάβαρα ετοιμάστηκαν, και διάλεξαν την μέρα που θα ξεκινούσε η επανάσταση. Μετά, ο Ζάνγκ Ζουέ έστειλε επιστολή στον Ευνούχο Φενγκ Ξού και την έστειλε σε αυτόν με έναν ακόλουθο του, τον Τανγκ Ζού, ο οποίος, δυστυχώς!, πρόδωσε την εμπιστοσύνη του και τον κατέδωσε στην Αυλή. Ο Αυτοκράτορας κάλεσε τον έμπιστο Στρατάρχη Χε Τζίν και τον διέταξε να διερευνήσει την συνωμοσία. Ο Μα Γιουανγί αποκεφαλίστηκε, ενώ ο Φενγκ Ξού και οι υπόλοιποι ρίχτηκαν στην φυλακή.

Επειδή λοιπόν η δολοπλοκία έγινε γνωστή, τα αδέλφια Ζάνγκ αναγκάστηκαν να προσφύγουν στο πεδίο της μάχης. Πήραν μεγαλοπρεπείς τίτλους: ο Ζάνγκ Ζουέ ονομάστηκε Άρχοντας του Ουρανού, ο Ζάνγκ Μπα Άρχοντας της Γής και ο Ζάνγκ Λιάν Άρχοντας των Ανθρώπων. Και δημοσιοποίησαν ένα μανιφέστο:

«Η καλή τύχη των Χαν έχει τελειώσει και ο Σοφός και Σεβάσμιος Δάσκαλος έχει εμφανιστεί. Διακρίνετε την θέληση του Ουρανού, ω άνθρωποι, και περπατήστε στον δρόμο του αγαθού, που μόνο με αυτό μπορείτε να αποκτήσετε ειρήνη. »

Η υποστήριξη δεν έλειπε. Σε κάθε γωνιά, οι άνθρωποι έδεναν κίτρινα τουρμπάνια στα κεφάλια τους και ενώνονταν με τον στρατό του επαναστάτη Ζάνγκ Ζουέ, ώστε σύντομα είχε δύναμη σχεδόν μισό εκατομμύριο στρατιώτες, και ο τακτικός στρατός υποχωρούσε κάθε φορά που άκουγε το όνομα του.

Ο Στρατάρχης και Προστάτης του Θρόνου Χε Τζίν έστειλε υπόμνημα στον Αυτοκράτορα σχετικά με την προετοιμασία έναντι των επαναστατών, και ένα διάταγμα κάλεσε τους πάντες να πολεμήσουν έναντι των επαναστατών. Την ίδια στιγμή, τρεις Αυτοκρατορικοί Στρατηγοί, ο Λού Ζι, ο Χουάνγκφου Σονγκ και ο Ζού Τζούν, βάδισαν εναντίων τους από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις με έμπειρους στρατιώτες.

Εντωμεταξύ, ο Ζάνγκ Ζουέ οδήγησε τον στρατό του στην Γιουζού, την βορειοανατολική επαρχία της Αυτοκρατορίας. Ο Αυτοκρατορικός Έπαρχος της περιοχής ήταν ο Λίου Γιάν, γόνος της Αυτοκρατορικής οικογένειας. Μόλις έμαθε τα νέα, κάλεσε τον στρατιωτικό διοικητή της περιοχής, Ζού Τζίνγκ, για να τον συμβουλέψει .

Ο Ζού Τσίνγκ είπε, «Είναι πολλοί και είμαστε λίγοι. Πρέπει να επιστρατεύουμε περισσότερους στρατιώτες για να τους αντιμετωπίσουμε.»

Ο Λίου Γιάν συμφώνησε και τοιχοκόλλησε ανακοινώσεις που καλούσουν εθελοντές να πολεμήσουν εναντίων των επαναστατών. Μια τέτοια αφίσα είχε τοιχοκολληθεί στην κομητεία Ζούο, όπου ζούσε ένας άνδρας υψηλού πνεύματος.

Αυτός ο άνδρας δεν ήταν ένας απλός λόγιος καταχωνιασμένος στα βιβλία του, και δεν έβρισκε καμία χαρά στην μελέτη. Αλλά ήταν ανοιχτόμυαλος και ευγενικός, ένας ολιγομίλητος άνδρας, που έκρυβε όλα τα συναισθήματα του κάτω από ένα ψυχρό περίβλημα. Πάντοτε ήθελε να πετύχει κάτι σπουδαίο, και αγαπούσε την ανθρωπότητα. Ήταν ψηλού αναστήματος. Τα αυτιά του ήταν μεγάλα, τόσο ώστε ακουμπούσαν τους ώμους του και τα χέρια του έφταναν μέχρι τα γόνατα του. Τα μάτια του ήταν πολύ μεγάλα, ώστε να μπορεί να βλέπει πίσω από τα αυτιά του. Τα χαρακτηριστικά του ήταν όσο καθαρά όσο ο νεφρίτης και είχε πολύ κόκκινα χείλια.

Ήταν απόγονος του Πρίγκιπα Σένγκ, που πατέρας του ήταν ο Αυτοκράτορας Τζίνγκ, ο τέταρτος Αυτοκράτορας την Δυναστείας Χαν. Το όνομα του ήταν Λίου Μπέι. Πριν από πολλά χρόνια, ένας προγονός του ήταν Έπαρχος της Κομητείας αυτής, αλλά έχασε την θέση του επειδή δεν έδειχνε θρησκευτική ευλάβεια. Αλλά, αυτό το κομμάτι της οικογένειας είχε παραμείνει στο μέρος αυτό , και γινόταν φτωχότερο και φτωχότερο όσο τα χρόνια περνούσαν. Ο πατέρας του ήταν λόγιος και έντιμος υπάλληλος του κράτους, αλλά πέθανε νέος. Η χήρα και το ορφανό έμειναν μόνα, και ο Λίου Μπέι είχε κερδίσει φήμη για υιική ευσέβεια (σεβασμός στους γονείς, κλπ).

Αυτήν την περίοδο, η οικογένεια είχε περιπέσει σε βαθιά φτώχεια, και ο Λίου Μπέι έβγαζε το ψωμί του πωλώντας σανδάλια. Το σπίτι της οικογένειας ήταν σε ένα χωρίο κοντά στην πόλη Ζούο. Κοντά στο σπίτι υπήρχε μια παλαιά μουριά, που αν την έβλεπε κανείς από μακριά, θα νόμιζε ότι ήταν ένα πολυτελές κάρο. Λόγω της πολυτέλειας του φυλλώματος της, ένας μάντης είχε πει ότι κάποια μέρα ένας άνδρας που θα διακριθεί θα γεννιόνταν σε εκείνη την οικογένεια.

Σαν παιδί, ο Λίου Μπέι έπαιζε μαζί με τα άλλα παιδιά του χωριού κάτω από το δέντρο, και μερικές φορές ανέβαινε πάνω σε αυτό και φώναζε, «Είμαι ο Υιός του Ουρανού (τίτλος του Κινέζου Αυτοκράτορα) και αυτό είναι το άρμα μου!». Ο θειος του, ο Λίου Γιουάντσι, κατάλαβε ότι ο Λίου Μπέι δεν ήταν ένα τυχαίο αγόρι και έτσι φρόντισε να μην περιπέσει η οικογένεια στην απόλυτη εξαθλίωση.

Όταν ο Λίου Μπέι ήταν δεκαπέντε ετών, η μητέρα του τον έστειλε να ταξιδέψει για εκπαίδευση. Για λίγο καιρό υπηρέτησε τον Ζενγκ Ξουάν και τον Λού Ζι ως αφέντες. Και έγινε καλός φίλος με τον Γκόνγκσουν Ζάν.
 
Last edited:
Μέρος Γ:



- Ο όρκος στον κήπο των ροδάκινων

Ο Λίου Μπέι ήταν εικοσιοκτώ ετών όταν η έναρξη της επανάστασης των Κίτρινων Τουρμπανιών (ονομασία των επαναστατών του Ζάνγκ Ζουέ) ανάγκασε την κυβέρνηση να αναζητήσει εθελοντές. Το θέαμα την ανακοίνωσης αυτής τον στενοχώρησε και αναστέναξε καθώς το διάβαζε.

Ξαφνικά, μια άγρια φωνή ακούστηκε να λέει από πίσω του, «Κύριε, γιατί αναστενάζεις όταν δεν κάνεις τίποτα για την πατρίδα σου;»

Γυρίζοντας γρήγορα είδε μπροστά του έναν άνδρα σχεδόν στο ύψος του, με ένα σφαιρικό κεφάλι σαν λεοπάρδαλης, μεγάλα μάτια, μυτερό πηγούνι και μούσια τίγρης. Μιλούσε με μια δυνατή μπάσο φωνή και ήταν ακαταμάχητος, όπως ένα ορμητικό άλογο. Κατευθείαν ο Λίου Μπέι κατάλαβε ότι δεν ήταν ένας οποιοδήποτε άνθρωπος και τον ρώτησε το όνομα του.

«Ζανγκ Φέι είναι το όνομα μου.», απάντησε ο άγνωστος. «Ζω εδώ κοντά, όπου έχω και ένα αγρόκτημα. Πουλάω κρασί και είμαι και χασάπης. Επίσης, μου αρέσει να συναναστρέφομαι με άξιους ανθρώπους. Το αναστέναγμα σου ενώ διάβαζες την ανακοίνωση με τράβηξε προς εσένα.»

Ο Λίου Μπέι απάντησε, «Κατάγομαι από την Αυτοκρατορική Οικογένεια. Λίου Μπέι είναι το όνομα μου. Μακάρι να μπορούσα να καταστρέψω τους επαναστάτες και να επαναφέρω την ειρήνη στην χώρα, αλλά, δυστυχώς, είμαι ανήμπορος.»

«Έχω τα μέσα», είπε ο Ζανγκ Φέι. «Θα μπορούσαμε να στρατολογήσουμε κάποιους στρατιώτες και να δοκιμάσουμε την τύχη μας.»

Αυτά ήταν ευχάριστα νέα για τον Λίου Μπέι και οι δύο πήγαν σε μία ταβέρνα του χωριού για να συζητήσουν τα σχεδία τους. Ενώ πίνανε, ένας τεράστιος, ψηλός τύπος εμφανίστηκε να σπρώχνει ένα κάρο στον δρόμο. Στο κατώφλι σταμάτησε και πήγε στην ταβέρνα για να ξεκουραστεί λιγάκι και ζήτησε ένα κρασί.

«Και να κάνεις γρήγορα», συμπλήρωσε. «Γιατί βιάζομαι να πάω στην πόλη για να καταταγώ στον στρατό. »

Ο Λίου Μπέι κοίταξε τον νεοφερμένο, το εξέτασε εξονυχιστικά και παρατήρησε ότι ο άνδρας ήταν πελώριος, είχε ένα ζωντανό πρόσωπο σαν μήλο, και κατακόκκινα χείλη. Είχε μάτια σαν αυτά ενός φοίνικα και όμορφα θαμνώδη φρύδια σαν μεταξοσκώληκες. Η όλη του εμφάνιση ήταν αξιοπρεπής και επιβλητική. Ο Λίου Μπέι πήγε και κάθισε δίπλα του και τον ρώτησε το όνομα του.

«Είμαι ο Γκουάν Γιού.», απάντησε εκείνος. «Ζούσα στην ανατολική όχθη του ποταμού, αλλά είμαι φυγάς εδώ και πέντε χρόνια καθώς έσφαξα έναν αλήτη, που επειδή ήταν πλούσιος και ισχυρός, τυραννούσε τους ανθρώπους. Έχω έρθει εδώ για να καταταγώ στον στρατό.»

Τότε ο Λίου Μπέι είπε στον Γκουάν Γιού για τα σχέδια του, και οι τρείς τους πήγαν στο αγρόκτημα του Ζανγκ Φέι, όπου θα μπορούσαν να μιλήσουν για το σχέδιο τους.

Είπε ο Ζανγκ Φέι, «Οι ροδακινιές στο πίσω κήπο είναι γεμάτες λουλούδια. Αύριο θα κάνουμε θυσία εδώ και θα κηρύξουμε τις προθέσεις μας στον Ουρανό και στην Γή, ότι δηλαδή θα γίνουμε αδελφοποιητοί και θα ορκιστούμε ενότητα στους στόχους και τα αισθήματα μας: Έτσι θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε το μεγάλο έργο μας.»

Ο Λίου Μπέι και ο Γκουάν Γιού πρόθυμα συμφώνησαν.

Και οι τρείς τους, το επόμενο πρωί, ετοίμασαν για θυσία ένα μαύρο βόδι και ένα άσπρο άλογο και κρασί για σπονδή. Κάτω από τον καπνό του θυμιάματος που έκαιγε πάνω στον βωμό, υποκλίθηκαν με τα κεφάλια τους και ορκίστηκαν:

«Εμείς οι τρείς - Λίου Μπέι, Γκουάν Γιού και Ζανγκ Φέι – αν και από διαφορετικές οικογένειες, ορκιζόμαστε αδελφότητα, και υποσχόμαστε αμοιβαία βοήθεια ο ένας προς τον άλλος. Θα σώζουμε ο ένας τον άλλο στις δυσκολίες, θα βοηθάμε ο ένας τον άλλο στους κινδύνους. Ορκιζόμαστε να υπηρετήσουμε το κράτος και τους ανθρώπους. Δεν ζητάμε την ίδια μέρα γέννησης αλλά επιζητούμε να πεθάνουμε την ίδια μέρα. Μακάρι ο Ουρανός, που κυβερνά τα πάντα, και η Γή, που γεννά τα πάντα, να διαβάσουν τις καρδιές μας. Αν παρεκκλίνουμε από την δικαιοσύνη ή ξεχάσουμε την καλοσύνη, ας μας τιμωρήσει ο Ουρανός και η Γή!»

Σηκώθηκαν από τα γόνατα τους. Οι δύο άλλοι υποκλίθηκαν προς τον Λίου Μπέι καθώς ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός, και ο Ζανγκ Φέι θα ήταν ο μικρότερος. Με την ολοκλήρωση αυτής της ιεροπρεπής τελετής, έσφαξαν και άλλα βόδια και διοργάνωσαν ένα συμπόσιο στο οποίο κάλεσαν όλους τους χωρικούς. Τριακόσιοι ήρθαν, και όλοι έφαγαν και ήπιαν πολύ στον κήπο με τις ροδακινιές.

Την επόμενη μέρα μαζεύτηκαν όπλα. Αλλά δεν υπήρχαν άλογα για να καβαλήσουν. Αυτό ήταν μέγα δυστύχημα. Αλλά γρήγορα ξαναβρήκαν το κέφι τους εξαιτίας της άφιξης δύο εμπόρων αλόγων που οδηγούσαν μια αγέλη από άλογα.

«Ο Ουρανός μας βοηθά!», είπε ο Λίου Μπέι.

Και τα τρία αδέλφια πήγαν και χαιρέτισαν τους εμπόρους. Ήταν οι Ζανγκ Σιπίνγκ και Σού Σουάνγκ από την πόλη Ζόνγκσανγκ. Πήγαιναν κάθε χρόνο προς τα βορειοδυτικά για να πουλήσουν άλογα. Αλλά εξαιτίας της επανάστασης, άλλαξαν την διαδρομή τους. Τα αδέλφια τους οδήγησαν στο αγρόκτημα και τους πρόσφεραν κρασί. Τότε ο Λίου Μπέι τους αποκάλυψε τα σχέδια του για την επαναφορά της ειρήνης στην γη. Οι Ζανγκ Σιπίνγκ και Σού Σουάνγκ ήταν χαρούμενοι και αμέσως έδωσαν στα αδέλφια πενήντα καλά άλογα, πεντακόσιες ούγιες χρυσού και ασημιού και χίλιες πεντακόσιες λίβρες σίδηρο για να σφυρηλατήσουν όπλα.

Τα αδέλφια εξέφρασαν τις ευχαριστίες τους και οι έμποροι έφυγαν. Αμέσως κάλεσαν σιδηρουργούς να σφυρηλατήσουν όπλα. Για τον Λίου Μπέι έφτιαξαν ένα ζεύγος αρχαίων ξιφών. Για τον Γκουάν Γιου έφτιαξαν ένα καμπυλωτό σπαθί με μακρύ χερούλι ονόματι ‘Πράσινος Δράκος’. Για τον Ζανγκ Φέι δημιούργησαν ένα δόρυ μήκους δύο μέτρα ονόματι ‘Δόρυ του Φιδιού’. Ο καθένας είχε, επίσης, μια περικεφαλαία και πανοπλία.

Όταν τα όπλα ήταν έτοιμα, ο στρατός, που τώρα αριθμούσε πεντακόσιους άνδρες, βάδισε στον διοικητή Ζού Τζίνγκ, που τους παρουσίασε στον Έπαρχο Λίου Γιαν. Όταν η τελετή της υποδοχής τελείωσε, ο Λίου Μπέι ανακοίνωσε της καταγωγή του και ο Λίου Γιαν αμέσως τον τίμησε λόγω της μακρινής συγγένειας τούς.

Πριν περάσουν πολλές μέρες, ανακοινώθηκε ότι ένας ηγέτης των επαναστατών, ο Τσένγκ Γιουανζί, είχε εισβάλει στην περιοχή επικεφαλής πενήντα χιλιάδων επαναστατών. Ο Λίου Γιαν διέταξε τον Ζού Τζίνγκ και τα τρία αδέλφια να πάνε να τους αντιμετωπίσουν με πεντακόσιους στρατιώτες. Ο Λίου Μπέι με χαρά ηγήθηκε της εμπροσθοφυλακής κα την οδήγησε στους πρόποδες του λόφου Νταξίνγκ, όπου είδε τους επαναστάτες. Οι επαναστάτες άφηναν μακριά μέχρι τους ώμους τα μαλλιά τους και φορούσαν κίτρινα τουρμπάνια.

Όταν οι δύο στρατοί είχαν παραταχθεί ο ένας απέναντι στον άλλον, ο Λίου Μπέι κάλπασε προς τα εμπρός ακολουθούμενος από τον Γκουάν Γιου στα αριστερά και τον Ζανγκ Φέι στα δεξιά.

Τινάζοντας στον αέρα το μαστίγιο του, ο Λίου Μπέι άρχισε να εκσφενδονίζει μομφές έναντι των επαναστατών, κραυγάζοντας, «Ω αντάρτες, γιατί δεν παραδίνεστε;»

Ο αρχηγός τους, Τσένγκ Γιουανζί, εξοργισμένος, έστειλε έναν από τους στρατηγούς του, τον Ντανγκ Μάο, να ξεκινήσει την μάχη. Κατευθείαν, ο Ζανγκ Φέι κάλπασε προς το μέρος του, με το ‘Δόρυ του Φιδιού’ του έτοιμο να τον χτυπήσει. Του έμπηξε το δόρυ στην καρδιά με ένα χτύπημα, και ο Ντανγκ Μάο έπεσε από το άλογο του, νεκρός. Μόλις είδε αυτό, ο ίδιος ο Τσένγκ Γιουανζί μαστίγωσε το άλογο του και κάλπασε εμπρός με το σπαθί του, έτοιμος να σφάξει τον Ζανγκ Φέι. Αλλά ο Γκουάν Γιού με το σπαθί ‘Πράσινος Δράκος’ στο χέρι κάλπασε προς τον Τσένγκ Γιουανζί. Μόλις τον αντίκρισε, φόβος κατέλαβε τον Τσένγκ Γιουανζί, αλλά πριν προλάβει να αμυνθεί, το μεγάλο σπαθί έπεσε και το διαμέλισε στα δύο.

Δύο ήρωες νέοι στο κάλεσμα του πολέμου,
Καλπάζουν εμπρός για να δοκιμάσουν τα όπλα τους.
Τα ηρωικά κατορθώματα τους τρία βασίλεια διηγούνται,
Και ποιητές τραγουδούν πως αυτά έγιναν.​

Με τον αρχηγό τους νεκρό, οι επαναστάτες πέταξαν τα όπλα τους και τράπηκαν σε φυγή. Οι στρατιώτες τους καταδίωξαν. Πολλές χιλιάδες παραδόθηκαν και η νίκη ήταν ολοκληρωτική. Έτσι, αυτό το μέρος της επανάστασης καταπνίγηκε.
 
Μέρος Δ:


- Τσάο Τσάο, Διοικητής του Ιππικού.

Μόλις επέστρεψαν, ο Λίου Γιαν τους συνάντησε αυτοπροσώπως και τους αντάμειψε. Αλλά την επομένη μέρα έφτασε επιστολή του Αυτοκρατορικού Διοικητή Γκόνγκ Τζίνγκ της Επαρχίας Τσίνγκζου που ανέφερε ότι οι επαναστάτες πολιορκούσαν την πρωτεύουσα της επαρχίας και ότι ήταν έτοιμη να πέσει. Έπρεπε να τους βοηθήσουν άμεσα.

«Θα πάω εγώ», είπε ο Λίου Μπέι μόλις έμαθε τα νέα.

Και ξεκίνησε αμέσως με τον στρατό του, ενισχυμένος από ένα σώμα 5.000 ανδρών υπό τον Ζού Τζίνγκ. Οι επαναστάτες, μόλις είδαν ότι ερχόταν βοήθεια, επιτέθηκαν με αγριότητα. Οι κυβερνητικές δυνάμεις ήταν πολύ μικρές για να μπορέσουν να αντισταθούν και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν δέκα μίλια, όπου στρατοπέδευσαν.

«Είναι πολλοί και είμαστε λίγοι», είπε ο Λίου Μπέι στα αδέλφια του. «Μπορούμε να τους νικήσουμε μόνο με την χρήση στρατηγικής.»

Έτσι, λοιπόν, έστησαν ενέδρα. Ο Γκουάν Γιου και ο Ζανγκ Φέι, ο καθένας με αρκετούς στρατιώτες, πήγαν πίσω από τους λόφους, δεξιά και αριστερά, και κρύφτηκαν. Όταν χτυπούσαν τα τύμπανα, θα εμφανίζονταν για να υποστηρίξουν την κύρια δύναμη.

Αφού έγιναν αυτές οι προετοιμασίες, χτύπησαν τα πολεμικά τύμπανα δυνατά για να κινηθεί προς τα εμπρός ο στρατός του Λίου Μπέι. Οι επαναστάτες επίσης κινήθηκαν προς το μέρος του. Αλλά, ξαφνικά, ο Λίου Μπέι υποχώρησε. Θεωρώντας ότι αυτή ήταν η ευκαιρία τους για μια μεγάλη νίκη, οι επαναστάτες προωθήθηκαν προς τους λόφους. Τότε, έξαφνα ακούστηκαν τα τύμπανα και ο Γκουάν Γιου και ο Ζανγκ Φέι επιτέθηκαν από το δεξιά και τα αριστερά ενώ ο Λίου Μπέι σταμάτησε την υποχώρηση του και επιτέθηκε ξανά. Εξαιτίας της τριπλής αυτής επίθεσης, οι επαναστάτες είχαν πολλές απώλειες και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην πόλη Τσίνγκζου.

Αλλά ο Αυτοκρατορικός Διοικητής Γκόνγκ Τζίνγκ τους επιτέθηκε με ένα ένοπλο σώμα και τους διέλυσε παντελώς, σφάζοντας όλους τους επαναστάτες.

Αν και άγριοι σαν τίγρεις οι στρατιώτες είναι,
Οι μάχες νικιούνται με στρατηγική.
Ένας ήρωας εμφανίζεται, κερδίζει φήμη.
Είναι ήδη προορισμένος για το Στέμμα.​

Όταν το συμπόσιο προς τιμήν της νίκης τελείωσε, ο Αυτοκρατορικός Διοικητής Ζού Τζίνγκ πρότεινε να επιστρέψουν στην Γιουζού.

Αλλά ο Λίου Μπέι είπε, «Έχουμε πληροφορίες ότι ο Αυτοκρατορικός Στρατάρχης Λού Ζί έχει δυσκολίες στην μάχη έναντι των επαναστατικών ορδών του Ζάνγκ Ζουέ στην Επαρχία Γκουάνγκζονγκ. Ο Λού Ζί ήταν κάποτε δάσκαλος μου και θέλω να πάω να τον βοηθήσω.»

Έτσι, λοιπόν, ο Λίου Μπέι και ο Ζού Τζίνγκ χωρίστηκαν, και τα τρία αδέλφια μαζί με τους στρατιώτες τους κατευθύνθηκαν στην Επαρχία Γκουάνγκζονγκ. Βρήκαν το στρατόπεδο του Λού Ζί, ο οποίος τους υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, και οργάνωσαν τα σχέδια τους.

Την ίδια στιγμή οι εκατό πενήντα χιλιάδες στρατιώτες του Ζάνγκ Ζουέ και οι πενήντα χιλιάδες στρατιώτες του Λού Ζί αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.

Ο Λού Ζί είπε στον Λίου Μπέι, «Μπορώ να περικυκλώσω τους επαναστάτες εδώ αλλά οι επαναστάτες Ζάνγκ Μπα και Ζάνγκ Λιάνγκ είναι καλά οχυρωμένοι έναντι των στρατιωτών των Αυτοκρατορικών Στραταρχών Χουάνγκφου Σόνγκ και Ζού Τζούν στην Γίνγκτσουάν. Θα σου δώσω χίλιους στρατιώτες για να με ενημερώσεις για την κατάσταση εκεί ώστε να οργανώσουμε μια συγκεντρωτική επίθεση.»

Έτσι λοιπόν, ο Λίου Μπέι βάδισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για την Γίνγκτσουάν. Την ίδια στιγμή, οι Αυτοκρατορικοί στρατιώτες επιτίθονταν με επιτυχία, και οι επαναστάτες αποσύρθηκαν κοντά στην πόλη Τσάνγ Εν. Στρατοπέδευσαν σε μια περιοχή με πολλή βλάστηση.
Όταν είδε αυτό, ο Χουάνγκφου Σόνγκ είπε στον Ζού Τζούν, «Θα τους επιτεθούμε με φωτιά.»

Οι Αυτοκρατορικοί Διοικητές διέταξαν κάθε άνδρα να κόψει μια δέσμη ξερού χορταριού και αν στήσουν ενέδρα. Εκείνο το βράδυ ο άνεμος ήταν δυνατός, και κατά τις δύο το βράδυ έβαλαν πυρκαγιά στην βλάστηση γύρω από το επαναστατικό στρατόπεδο. Την ίδια στιγμή, οι αυτοκρατορικοί στρατιώτες επιτέθηκαν στους επαναστάτες και έκαψαν το στρατόπεδο τους. Οι επαναστάτες πανικοβλήθηκαν. Δεν υπήρχε χρόνος ούτε να φορέσουν πανοπλίες ούτε να ανέβουν σε άλογα. Έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις.

Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι το ξημέρωμα. Ο Ζάνγκ Λιάνγκ και ο Ζάνγκ Μπα μαζί με λίγους στρατιώτες κατάφεραν να ξεφύγουν. Αλλά ξαφνικά ένας στρατός με κόκκινα λάβαρα εμφανίστηκε μπροστά τους. Ο διοικητής τους ήταν ένας άνδρας μέτριου αναστήματος με μικρά μάτια και ένα μακρύ μούσι. Ήταν ο Τσάο Τσάο, ο Διοικητής του Ιππικού. Ο πατέρας του ήταν ο Τσάο Σόνγκ, αλλά δεν ήταν στην πραγματικότητα ένας Τσάο. Ο Τσάο Σόνγκ είχε γεννηθεί ως Ξιάχου Σόνγκ, αλλά τον ανέθρεψε ο ευνούχος Τσάο Τένγκ και για αυτό πήρε το επίθετο Τσάο.

Όταν ήταν νέος, ο Τσάο Τσάο ξετρελαίνονταν για κυνήγι, χορούς και τραγούδια. Ήταν πανέξυπνος και δόλιος. Ένας θείος, βλέποντας την ανάρμοστη συμπεριφορά του Τσάο Τσάο, νευρίασε μαζί του και ανάφερε την συμπεριφορά του στον πατέρα του. Ο πατέρας επέπληξε τον Τσάο Τσάο, αλλά εκείνος πήρε εκδίκηση.

Μια μέρα, βλέποντας τον θείο του να έρχεται, έπεσε στο έδαφος, προσποιούμενος ότι ένιωθε πόνο. Ο θείος ανησύχησε και ενημέρωσε τον πατέρα, που ήρθε και είδε ότι ο νέος ήταν μια χαρά.

«Μα ο θείος είπε ότι δεν ήσουν καλά. Είσαι καλύτερα τώρα;», είπε ο πατέρας του.

«Δεν έπασχα ποτέ από καμία ασθένεια.», είπε ο Τσάο Τσάο. «Αλλά έχω χάσει την αγάπη τους θείου μου και αυτός σε κορόιδεψε.»

Από τότε, ότι και να έλεγε ο θείος για τα σφάλματα του Τσάο Τσάο, ο πατέρας δεν έδινε σημασία. Έτσι λοιπόν, ο νεαρός άνδρας μεγάλωσε χωρίς έλεγχο και έγινε έκφυλος.

Ένας μάντης ονόματι Τσιάο Ξουάν είχε πει τότε στον Τσάο Τσάο, «Η έκρηξη μιας επανάστασης θα έρθει σύντομα και μόνο ένας άνδρας με τις μεγαλύτερες ικανότητες θα μπορέσει να επαναφέρει την γαλήνη. Αυτός ο άνδρας είσαι εσύ.»

Και ο Χε Γιόνγκ την Νανγιάνγκ είχε πει, «Η Δυναστεία των Χαν σύντομα θα πέσει. Αυτός που θα επαναφέρει την ειρήνη είσαι εσύ.»

Αυτά τα λόγια παρακίνησαν τον Τσάο Τσάο να πάει να ρωτήσει έναν σοφό άνδρα των Μογγόλων ονόματι Ξού Σάο για το μέλλον του.

«Τι είδους άνδρας είμαι;», ρώτησε ο Τσάο Τσάο.

Ο μάντης δεν απάντησε και ο Τσάο Τσάο επανέλαβε την ερώτηση πολλές φορές. Τελικά απάντησε, «Στην ειρήνη είσαι ένας ικανός υπήκοος, σε εποχές χάους ένας δόλιος ήρωας.»

Ο Τσάο Τσάο χάρηκε πολύ όταν άκουσε αυτό.

Ο Τσάο Τσάο αποφοίτησε όταν ήταν είκοσι ετών και κέρδισε φήμη για σεβασμό προς του μεγαλύτερους και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Ξεκίνησε την καριέρα του ως Αυτοκρατορικός Αξιωματούχος σε έναν δήμο μέσα στην Περιφέρεια της Πρωτεύουσας. Στις τέσσερις πύλες της πόλης που προστάτευε, τοιχοκόλλησε αφίσες ότι θα τιμωρούσε όποιον παραβίαζε τον νόμο ανεξαρτήτως αξιώματος. Κάποτε, ένας θείος του πανίσχυρου Ευνούχου Τζιάν Σούο βρέθηκε ένα βράδυ στους δρόμους κρατώντας ένα σπαθί. Συνελήφθη και έφαγε ξύλο. Από τότε, κανείς δεν τολμούσε να παραβιάσει τον νόμο και το όνομα του Τσάο Τσάο έγινε ξακουστό. Σύντομα, έγινε Δήμαρχος της πόλης Ντούνγκτσιου.

Όταν ξέσπασε η επανάσταση, ο Τσάο Τσάο κατείχε τον βαθμό του Στρατηγού και του δόθηκε η διαταγή να πάει στην Γίνγκτσουάν με πέντε χιλιάδες πεζούς και ιππείς να βοηθήσει. Από τύχη έπεσε πάνω στους επαναστάτες που ξέφυγαν από το φλεγόμενο στρατόπεδο και τους έσφαξε όλους. Χιλιάδες σκοτώθηκαν και αμέτρητα λάβαρα και τύμπανα έπεσαν στα χέρια του, μαζί με μεγάλα χρηματικά ποσά. Αλλά ο Ζάνγκ Λιάνγκ και ο Ζάνγκ Μπα κατάφεραν να ξεφύγουν ακόμη μια φορά. Μετά από μια συνάντηση με τον Χουάνγκφου Σόνγκ, ο Τσάο Τσάο τους καταδίωξε.
 
Μέρος Ε:


- Ντόνγκ Ζουό

Εντωμεταξύ, ο Λίου Μπέι και τα δύο αδέλφια του κατευθύνονταν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στην Γίνγκτσουάν, όταν άκουσαν τον ήχο της μάχης και είδαν καπνό στον ουρανό. Αλλά έφτασαν πολύ αργά για να πάρουν μέρος στην μάχη. Συνάντησαν τους Χουάνγκφου Σόνγκ και Ζού Τζούν, και τους ενημέρωσαν για τις προθέσεις του Λού Ζί.

«Οι Επαναστάτες συντρίφθηκαν εδώ», είπαν οι δύο στρατάρχες, «αλλά τα απομεινάρια τους θα κατευθυνθούν στην Γκουάνγκζονγκ για να ενωθούν με τον Ζάνγκ Ζουέ. Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να πας όσο πιο γρήγορα μπορείς πίσω στην Γκουάνγκζονγκ.»

Έτσι, λοιπόν, τα τρία αδέλφια άρχισαν το ταξίδι της επιστροφής. Στο μέσο της διαδρομής συνάντησαν μια ομάδα στρατιωτών να συνοδεύουν έναν αλυσοδεμένο κρατούμενο. Όταν τον πλησίασαν, με έκπληξη είδαν ότι ο κρατούμενος ήταν ο Λού Ζί, ο Δάσκαλος του Λίου Μπέι τον οποίο πήγαιναν να βοηθήσουν. Αφού κατέβηκε βιαστικά από το άλογο του, ο Λίου Μπέι ζήτησε εξηγήσεις.

Ο Λού Ζί εξήγησε, «Είχα περικυκλώσει τους επαναστάτες και ήμουν έτοιμος να τους συντρίψω όταν ο Ζάνγκ Ζουέ χρησιμοποίησε μαγεία για να αποτρέψει την νίκη μου. Η αυλή έστειλε τον Ευνούχο Ζούο Φένγκ να διερευνήσει τα αίτια της ήττας μου, αλλά αυτός μου ζήτησε μίζα για να πει στην αυλή καλά λόγια για μένα. Του εξήγησα την δύσκολη οικονομική μου κατάσταση και τον ρώτησα από πού θα βρω τα λεφτά να του κάνω δώρο. Νευριασμένος, έγραψε στην αυλή ότι κρύφτηκα και δεν έδωσα μάχη, κάνοντας τον στρατό να χάσει το ηθικό του και την μάχη. Αντικαταστάθηκα από τον Ντόνγκ Ζουό και τώρα πάω στην πρωτεύουσα να απολογηθώ.»

Αυτή η ιστορία εξόργισε τον Ζάνγκ Φέι (τον αδελφοποιητό του Λίου Μπέι) και θα έσφαζε τους φρουρούς για να απελευθερώσει τον Λού Ζί αν δεν τον απέτρεπε ο Λίου Μπέι.

«Η κυβέρνηση θα εκδικάσει τη υπόθεση αυτή», είπε ο Λίου Μπέι. «Δεν πρέπει να ενεργείς με βιασύνη!»

Και η φρουρά συνέχισε το ταξίδι της.

Καθώς δεν χρειάζονταν να πάνε στην Γκουάνγκζονγκ, ο Γκουάν Γιού πρότεινε να πάνε πίσω στην κομητεία Ζούο, εκεί όπου πρωτοσυναντήθηκαν. Και ξεκίνησαν το ταξίδι τους προς τα εκεί. Δύο μέρες αργότερα, άκουσαν ξαφνικά έναν ήχο σαν να γινόταν μάχη πίσω από κάτι λόφους. Κατευθυνόμενοι εκεί, αντίκρισαν τους Αυτοκρατορικούς στρατιώτες να έχουν υποστεί μια ολοκληρωτική ήττα και την απέναντι από τους λόφους πεδιάδα να είναι γεμάτη επαναστάτες. Στα λάβαρα των επαναστατών υπήρχε η επιγραφή, «Ζάνγκ Ζουέ, ο Άρχοντας του Ουρανού».

«Θα επιτεθούμε σε αυτόν τον Ζάνγκ Ζουέ», είπε ο Λίου Μπέι στα αδέλφια του και κάλπασαν προς το πεδίο της μάχης.

Ο Ζάνγκ Ζουέ είχε συντρίψει τον αντικαταστάτη του Λού Ζί, τον Ντόνγκ Ζουό, και προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει όσο το δυνατόν καλύτερα αυτή την νίκη προς όφελος του. Κυνηγούσε μανιωδώς τον Ντόνγκ Ζουό όταν εμφανίστηκαν τα τρία αδέλφια, αιφνιδίασαν τον στρατό του και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει δεκαπέντε μίλια. Έπειτα, τα τρία αδέλφια επέστρεψαν μαζί με τον Ντόνγκ Ζουό, τον οποίο είχαν σώσει, στο στρατόπεδο του.

«Ποιο είναι το αξίωμα σας;», ρώτησε ο Ντόνγκ Ζουό όταν είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τα τρία αδέλφια.

«Κανένα», απάντησαν οι τρείς τους.

Και ο Ντόνγκ Ζουό τους αντιμετώπισε με περιφρόνηση. Ο Λίου Μπέι αποχώρησε ήρεμος, αλλά ο Ζάνγκ Φέι ήταν έξαλλος.

«Μόλις σώσαμε αυτόν τον ηλίθιο χοντρό μετά από μια σκληρή μάχη», αναφώνησε ο Ζάνγκ Φέι, «και τώρα μας περιφρονεί! Μόνο ο θάνατος του θα με ικανοποιήσει.»

Ο Ζάνγκ Φέι έτρεξε προς την τέντα που διέμενε ο Ντόνγκ Ζουό, κρατώντας ένα αιχμηρό σπαθί στα χέρια του.

Όπως και στα παλιά χρόνια, έτσι γίνεται και τώρα.
Οι απλοί άνθρωποι μπορεί να κατορθώνουν άθλους,
Αλλά οι αξιωματούχοι κατέχουν όλη την εξουσία και τους άλλους περιφρονούν.

Η μοίρα του Ντόνγκ Ζουό θα αποκαλυφθεί στο επόμενο κεφάλαιο.

Τέλος 1ου Κεφαλαίου
 
Κεφάλαιο 2

Ο Ζάνγκ Φέι μαστιγώνει τον διεφθαρμένο αξιωματούχο,
Ο Χε Τζίν σχεδιάζει να εξοντώσει τους Ευνούχους


Μέρος Α:




- Ζάνγκ Φέι

Ο Ντόνγκ Ζουό γεννήθηκε στα βορειοδυτικά της Κίνας, στην πόλη Λιντάο της Δυτικής Επαρχίας. Ως Κυβερνήτης της Επαρχίας Χεντόνγκ, ο Ντόνγκ Ζουό ήταν υπερφίαλος και τυραννικός. Αλλά η μέρα που φέρθηκε αγενέστατα στον Λίου Μπέι θα ήταν η τελευταία της ζωής του αν ο Λίου Μπέι και ο Γκουάν Γιού δεν είχαν συγκρατήσει τον οργισμένο αδελφό τους Ζάνγκ Φέι.

«Θυμήσου ότι έχει την εξουσιοδότηση της κυβέρνησης», είπε ο Λίου Μπέι. «Ποιοι είμαστε εμείς να κρίνουμε και να σφάζουμε;»

«Είναι πικρό το να παίρνεις διαταγές από ένα κάθαρμα σαν αυτόν. Θα προτιμούσα να τον έσφαζα! Μπορείτε νε μείνετε εδώ αν θέλετε, αλλά εγώ θα φύγω», είπε ο Ζάνγκ Φέι.

«Εμείς οι τρείς είμαστε μαζί στην ζωή και στον θάνατο. Δεν μπορούμε να χωριστούμε. Θα φύγουμε όλοι μαζί.»

Έτσι μίλησε ο Λίου Μπέι και ο αδελφός του ηρέμησε. Οι τρείς τους δεν έχασαν χρόνο, έφυγαν και ταξίδεψαν μέχρι που συνάντησαν τον Ζού Τζούν, ο οποίος τους υποδέχτηκε με τιμές και δέχτηκε την βοήθεια που του πρόσφεραν έναντι του Ζάνγκ Μπα. Την ίδια στιγμή, ο Τσάο Τσάο είχε ενωθεί με τον Χουάνγκφου Σόνγκ και μαζί προσπαθούσαν να νικήσουν τον Ζάνγκ Λιάν σε μια μεγάλη μάχη στο Τσουγιάνγκ.

Ο Ζάνγκ Μπα είχε την διοίκηση περίπου ογδόντα χιλιάδων στρατιωτών. Ο επαναστάτης είχε οδηγήσει τον στρατό του σε μια ισχυρή θέση στα νώτα των λόφων. Ο Αυτοκρατορικός Στρατός αποφάσισε να επιτεθεί, και ο Λίου Μπέι έγινε αρχηγός της εμπροσθοφυλακής. Στο στρατόπεδο των επαναστατών, ένας στρατηγός του Ζάνγκ Μπα, ο Γκάο Σένγκ, προκάλεσε τους Αυτοκρατορικούς σε μονομαχία. Ο Λίου Μπέι έστειλε τον Ζάνγκ Φέι να αναμετρηθεί μαζί του. Ο Ζάνγκ Φέι κάλπασε προς τα εμπρός με την ταχύτητα ενός κεραυνού και με το δόρυ του έτοιμο για μάχη. Μετά από μερικά χτυπήματα με το δόρυ, ο Ζάνγκ Φέι τραυμάτισε τον Γκάο Σένγκ, ο οποίος έπεσε από το άλογο. Ο Λίου Μπέι αμέσως έδωσε σήμα στον στρατό του να επιτεθεί στον εχθρό.

Τότε ο Ζάνγκ Μπα, ακόμη έφιππος, σήκωσε το σπαθί του και ούρλιαξε τα ξόρκια του. Έξαφνα, άρχισε ο άνεμος να ουρλιάζει και κεραυνοί να πέφτουν, ενώ ένα γιγαντιαίο μαύρο σύννεφο κάλυψε τον ουρανό πάνω από το πεδίο της μάχης. Και ξαφνικά εμφανίστηκαν από τα ουράνια αμέτρητοι καβαλάρηδες και πεζή στρατιώτες και επιτέθηκαν στους Αυτοκρατορικούς. Ο τρόμος τους κατέλαβε και ο Λίου Μπέι διέταξε υποχώρηση, αλλά είχαν αποδιοργανωθεί παντελώς και ηττήθηκαν.

Ο Ζού Τζούν και ο Λίου Μπέι διερευνούσαν αυτό το θέμα.

«Ο Ζάνγκ Μπα χρησιμοποιεί μαγεία», είπε ο Ζού Τζούν. «Αύριο, λοιπόν, θα ετοιμάσω ένα ξόρκι από το αίμα σφαγμένων γουρουνιών και γιδιών που θα σπάσει την μαγεία του. Το αίμα θα το ρίξουν πάνω στους επαναστάτες οι στρατιώτες από κάτι γκρεμούς από όπου θα στήσουν ενέδρα. Έτσι, λοιπόν, θα μπορέσουμε να σπάσουμε την σατανική μαγεία τους.»

Και έτσι έγινε. Ο Γκουάν Γιού και ο Ζάνγκ Φέι πήραν ο καθένας χίλιους στρατιώτες και τους έκρυψαν σε ψηλούς γκρεμούς πίσω από τους λόφους, και είχαν προμηθευτεί με μπόλικο αίμα. Έτσι την επόμενη μέρα, όταν οι επαναστάτες με τα κραυγαλέα λάβαρα τους και τα πολεμικά τους τύμπανα προκάλεσαν τον Λίου Μπέι σε μάχη, εκείνος κάλπασε προς το μέρος τους. Την στιγμή που οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν, ο Ζάνγκ Μπα άρχισε τα μαγικά του. Η σκόνη σηκώθηκε στον αέρα, χαλίκια σαρώθηκαν από τον άνεμο και καβαλάρηδες κατέβηκαν από τον ουρανό. Ο Λίου Μπέι, όπως και την άλλη φορά, υποχώρησε και οι επαναστάτες τον κυνήγησαν. Αλλά καθώς προχωρούσαν μες τους λόφους, ακούστηκε ο ήχος μια τρομπέτας και οι κρυμμένοι Αυτοκρατορικοί στρατιώτες έριξαν πάνω στους επαναστάτες το μαγικό αίμα. Τα μύρια των στρατιωτών που κατέβηκαν από τον ουρανό διαλύθηκαν και έγιναν σκόνη που σκορπίστηκε από τον αέρα. Έπειτα, ο αέρας σταμάτησε να φυσά, η καταιγίδα κόπασε και τα χαλίκια ξαναγύρισαν στην γη.

Ο Ζάνγκ Μπα, μόλις είδε ότι η μαγεία του δεν είχε αποτελέσματα, αμέσως προσπάθησε να υποχωρήσει. Αλλά τότε του επιτέθηκαν στα άκρα ο Ζάνγκ Φέι και ο Γκουάν Γιού και στα νώτα ο Λίου Μπέι και ο Ζού Τζούν. Οι επαναστάτες συντρίφθηκαν. Ο Λίου Μπέι, βλέποντας από μακριά το λάβαρο ‘Ζάνγκ Μπα – Ο Άρχοντας της Γής’, κάλπασε προς αυτό αλλά κατάφερε μόνο να τραυματίσει τον Ζάνγκ Μπα με ένα τόξο στο αριστερό χέρι. Αν και λαβωμένος, ο Ζάνγκ Μπα κατάφερε να ξεφύγει στην πόλη Γιάνγκτσενγκ, όπου και οχυρώθηκε. Ο Ζού Τζούν τον πολιόρκησε.
 
Top