με αφορμή ένα στίχο του Σολωμού

Από χτες το βράδυ διαβάζω το Δοκίμια για τη Γλώσσα της Λογοτεχνίας του Ρόμαν Γιάκομπσον. Πληροφοριακά να πω ότι ο Γιάκομπσον ήταν κορυφαίος ρώσος γλωσσολόγος και κριτικός λογοτεχνίας, που το όνομά του συνδέθηκε με τη σχολή του Φορμαλισμού.
Αντιγράφω από τη σελίδα 13:

«Ενώ στην κανονική γλώσσα (όπου δεν κυριαρχεί η ποιητική λειτουργία) το ισοδύναμον είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του παραδειγματικού μόνο άξονα, στην ποίηση (όπου η ποιητική λειτουργία επικρατεί) η ισοδυναμία επιπροστίθεται στη συνάφεια και καθιστά τα στοιχεία του συνταγματικού άξονα συναφή και ισοδύναμα.
Ή, αλλιώς : η ποιητική χρήση της γλώσσας προϋποθέτει τη συμπαράταξη στοιχείων που έχουν φωνολογική, μετρική, τονική ή γραμματική ισοδυναμία. […]
Στο δεκαπεντασύλλαβο του Σολωμού

Αλλ’ ήλιος αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος

Έχουμε μετρικές ισοδυναμίες (δεκαπέντε ισοδύναμες μετρικά συλλαβές, δύο ισοδύναμα ημιστίχια), τονικές ισοδυναμίες (δύο τόνοι σε κάθε ημιστίχιο), γραμματικές ισοδυναμίες (ουσιαστικό – επίθετο, ουσιαστικό – επίθετο), φωνολογικές αντιθετικές ισοδυναμίες (α και ι κυριαρχούν στο πρώτο ημιστίχιο, ε και ο στο δεύτερο, κυριαρχία υγρών στο πρώτο και αήχων στο δεύτερο)»

Σκέφτομαι, τώρα, εγώ. Αυτή η κυριαρχία υγρών θα πρέπει να συμπεριλάβει το μεσαίο λ που είναι ουρανικό, ενώ το πρώτο και το τρίτο είναι πλευρικά; Εγώ θα έλεγα ανεπιφύλακτα ναι αλλά περιμένω και τις δικές σας απόψεις.

Το καλύτερο, όμως, που διάβασα στο ίδιο βιβλίο είναι το ακόλουθο που θα μου επιτρέψετε να το παραθέσω :

«Ας μην ξεχνούμε τη σοφή εντολή του Πωλ Βαλερύ «η λογοτεχνία είναι και δεν μπορεί παρά να είναι ένα είδος επεκτάσεως και εφαρμογής ορισμένων ιδιοτήτων της γλώσσας». Το φετινό συνέδριο έδειξε καθαρά πως η εποχή κατά την οποία οι γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί της λογοτεχνίας απέφευγαν να ασχοληθούν με προβλήματα ποιητικής δομής έχει παρέλθει οριστικά. […] Όλοι όσοι είμαστε εδώ, τελικά συνειδητοποιήσαμε πως ο γλωσσολόγος που είναι κουφός στην ποιητική λειτουργία της γλώσσας, όπως και ο φιλόλογος που είναι αδιάφορος στα γλωσσολογικά προβλήματα και αδαής των γλωσσολογικών μεθόδων, αποτελούν εξίσου δεινούς αναχρονισμούς».:προσκυνώ:
 
Last edited:

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Σκέφτομαι, τώρα, εγώ. Αυτή η κυριαρχία υγρών θα πρέπει να συμπεριλάβει το μεσαίο λ που είναι ουρανικό, ενώ το πρώτο και το τρίτο είναι πλευρικά; Εγώ θα έλεγα ανεπιφύλακτα ναι αλλά περιμένω και τις δικές σας απόψεις.
Πιστεύω πως δεν έχει σημασία.. Προσωπικά δεν μπορώ να πιστέψω πως τον Σολωμό τον απασχόλησε το συγκεκριμένο θέμα έστω και στο ελάχιστο κι αν μπορούσαμε να τον ρωτήσουμε ποιος ξέρει αν δεν μας έλεγε: "Τι λάμδα;!" :))))

Παρεμπιπτόντως, ίσως ο ποιητής μας να τα πρόφερε διαφορετικά απ' ό,τι υποθέτουμε. Το λέω αυτό γιατί μού έρχεται στον νου εκείνη η απαγγελία, υποτίθεται του Σολωμού, στην ταινία του Αγγελόπουλου "Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα" όπου ακούμε το απόσπασμα:

Kαθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκειά η ζωή και...
...Γλυκειά η ζωή


Εκεί λοιπόν, φροντίσαν στην απαγγελία τού ποιητή το /κ/ να ακούγεται λαρυγγικό σε όλες τις περιπτώσεις* έχοντας έτσι μια εξωτική προφορά που θα μπορούσε να είναι (ή να μήν είναι) ενός ιταλοτραφή Έλληνα.

* τουλάχιστον αν δεν με απατά η μνήμη μου... να θυμηθώ να το ελέγξω αργότερα.
 
Φαροφύλακα, εδώ θα τα χαλάσουμε.

Πώς είναι δυνατόν να το πιστεύεις αυτό; Αν ο Σολωμός είναι ποιητής και αν η ποίηση είναι τέχνη, τότε για να φτιαχτεί αυτή η τέχνη χρειάζεται τεχνική. Το ποίημα δεν είναι αυτοφυές, δεν γεννάται στο μυαλό κάποιου, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος διαθέτει αχαλίνωτη φαντασία και δημιουργικότητα, με τη μορφή που καταλήγει σε μας. Απαιτεί πολλή δουλειά και μεγάλη γνώση του αντικειμένου.
Αν όπως λες ο Σολωμός δε σκεφτόταν τίποτα απʼ όλα αυτά, τότε τι σκεφτόταν; Και γιατί δεν έγραψε ένα πεζό, ένα μυθιστόρημα, ένα δοκίμιο, αλλά ειδικά ποίηση;
Με τον ισχυρισμό σου ακυρώνεις στην ουσία μια ολόκληρη επιστήμη, την επιστήμη της Λογοτεχνίας, γιατί Λογοτεχνία δεν είναι μόνο τα λογοτεχνικά κείμενα αλλά και η μελέτη αυτών των κειμένων. Και η κριτική της λογοτεχνίας, όταν ασκείται από επαγγελματίες και ειδικούς, και όχι ευκαιριακά, δεν είναι καθόλου ιμπρεσσιονιστική, αντιθέτως βασίζεται πάνω σε επιστημονικά και συγκεκριμένα δεδομένα. :τσκτσκ:
 
Last edited:
Λίγο αργά για να παρακολουθήσω το θέμα επισταμένα, όμως αν κατάλαβα καλά... γενικώς,
αλήθεια πιστεύεις για παράδειγμα πως ο Σολωμός όταν έγραφε οποιοδήποτε ποίημα, είχε στο μυαλό του πως 2 αιώνες μετά θα τεθούν ερωτήματα τέτοιου είδους;
Αν δε σκεφτόταν αυτό τότε τι σκεφτόταν;
Μα απλά αυτό που ήθελε να εκφράσει. Θέμα έμπνευσης.
Αν ήταν πεζογράφος κι όχι ποιητής, θα εκφραζόταν με πεζογράφημα. Αυτός που μπορεί να κάνει το ένα δε μπορεί να κάνει απαραίτητα και το άλλο.
Και πολύ λίγα από αυτά είναι που σκέφτεται ένας δημιουργός όταν εκφράζει σκέψεις και συναισθήματα.
Η τέχνη γέννησε την "τεχνική" και όχι το αντίστροφο. Δε μιλάμε για ηλεκτρολογία.
Μπορεί κανείς να κάνει οποιεσδήποτε παρατηρήσεις στην τεχνική, τις τάσεις, τις επιροές, ή οτιδήποτε άλλο στο οποιοδήποτε λογοτεχνικό δημιούργημα, αλλά ο δημιουργός του δεν έχει αυτό στο μυαλό του την ώρα που το φτιάχνει.
Πιθανόν να μπορεί να στο εξηγήσει μετά, όμως ποτέ δε λέει εκ προοιμίου "θα χρησιμοποιήσω αυτήν την τεχνική"

Αυτά.... :)
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Φαροφύλακα, εδώ θα τα χαλάσουμε.
Μα γιατί να τα χαλάσουμε; Τι θα ήταν η ζωή αν συνεχώς συμφωνούσαμε; :ρ

Πώς είναι δυνατόν να το πιστεύεις αυτό; Αν ο Σολωμός είναι ποιητής και αν η ποίηση είναι τέχνη, τότε για να φτιαχτεί αυτή η τέχνη χρειάζεται τεχνική. Το ποίημα δεν είναι αυτοφυές, δεν γεννάται στο μυαλό κάποιου, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος διαθέτει αχαλίνωτη φαντασία και δημιουργικότητα, με τη μορφή που καταλήγει σε μας. Απαιτεί πολλή δουλειά και μεγάλη γνώση του αντικειμένου.
Εγώ πάλι πιστεύω πως το ποίημα γεννάται στο μυαλό και δεν νομίζω πως μπορείς να ορίσεις εύκολα τι είναι ποίημα, λογοτεχνία ή τέχνη. Έχω διαπιστώσει πως η τέχνη (και μαζί η ποίηση) συνήθως έχει τεχνική όμως γίνεται και να μην έχει. Άλλες φορές απαιτεί πολλή δουλειά και άλλες φορές καθόλου. Άλλες φορές απαιτεί γνώση τού «αντικειμένου» και άλλες φορές πάλι, όχι.

Στο συγκεκριμένο ποίημα του Σολωμού διακρίνω κι εγώ τεχνική αν και τις σκέψεις του Σολωμού για αυτήν (την τεχνική) στο συγκεκριμένο ποίημα δεν θα τις ξέρουμε ποτέ και μοναχά να τις εικάσουμε μπορούμε. Έτσι έχω κάποιες επιφυλάξεις εάν ο ποιητής εννόησε κάποια από αυτά που παρατηρείς:

Έχουμε μετρικές ισοδυναμίες (δεκαπέντε ισοδύναμες μετρικά συλλαβές, δύο ισοδύναμα ημιστίχια), τονικές ισοδυναμίες (δύο τόνοι σε κάθε ημιστίχιο), γραμματικές ισοδυναμίες (ουσιαστικό – επίθετο, ουσιαστικό – επίθετο), φωνολογικές αντιθετικές ισοδυναμίες (α και ι κυριαρχούν στο πρώτο ημιστίχιο, ε και ο στο δεύτερο, κυριαρχία υγρών στο πρώτο και αήχων στο δεύτερο)»
Και μάλλον δεν το απασχόλησε καθόλου ο ακόλουθος προβληματισμός:

Σκέφτομαι, τώρα, εγώ. Αυτή η κυριαρχία υγρών θα πρέπει να συμπεριλάβει το μεσαίο λ που είναι ουρανικό, ενώ το πρώτο και το τρίτο είναι πλευρικά; Εγώ θα έλεγα ανεπιφύλακτα ναι αλλά περιμένω και τις δικές σας απόψεις.
Πραγματικά δεν πιστεύω πως όλα αυτά ήταν συνειδητές επιλογές αν κι όπως είπα πιο πάνω, αυτά που λες καί εσύ καί εγώ, δεν είναι παρά εικασίες. Το σίγουρο είναι πως τα γράμματα είναι μοναχά 24 και εκ των πραγμάτων θα συναντηθούν σε χίλια δυο μοτίβα. Υγρά σύμφωνα μαζί, άηχα μαζί, λαρυγγικά με χειλικά εναλλάξ κ.τ.λ.

Με τον ισχυρισμό σου ακυρώνεις στην ουσία μια ολόκληρη επιστήμη, την επιστήμη της Λογοτεχνίας, γιατί Λογοτεχνία δεν είναι μόνο τα λογοτεχνικά κείμενα αλλά και η μελέτη αυτών των κειμένων. Και η κριτική της λογοτεχνίας, όταν ασκείται από επαγγελματίες και ειδικούς, και όχι ευκαιριακά, δεν είναι καθόλου ιμπρεσσιονιστική, αντιθέτως βασίζεται πάνω σε επιστημονικά και συγκεκριμένα δεδομένα. :τσκτσκ:
Για εμένα η λογοτεχνία ζει δίχως να χρειάζεται την «επιστήμη της λογοτεχνίας». Η δεύτερη βέβαια, σίγουρα χρειάζεται την πρώτη. Δεν την ακυρώνω. Καλά κάνει και υπάρχει. Απλά εμένα με καλύπτει τόσο ολοκληρωτικά η λογοτεχνία από μόνη της που η φιλολογία με αφήνει αδιάφορο. Κι έχω μάλιστα γι’ αυτήν, όπως είδες, αρκετές επιφυλάξεις. :)

Μπορεί κάποιος να διαβάζει συγγράμματα επί συγγραμμάτων για την ποίηση και τα λοιπά και να είναι ο υπέρτατος επιστήμων όμως η λογοτεχνία είναι πέρα από αυτόν. Κι ευτυχώς, ακόμη κι ένας αγράμματος βοσκός μπορεί να σκαρώσει εκεί στο πόδι ένα ερωτικό στιχάκι για την καλή του, δίχως να ξέρει από τεχνικές, ρεύματα και στην ουσία μήτε καν πως εκείνη την στιγμή τονίζει σε ίαμβο κ.τ.λ. κι όμως αυτό που έφτιαξε να είναι πολύ καλή ποίηση.

Συχνά λέω στην αδερφή μου, για να την πειράξω (που έχει κι αυτή, όπως εσύ, σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία) πως αν δίνανε στους φιλολόγους την επιλογή να διαλέξουν τι να περισώσουν σε μια φανταστική ολική καταστροφή: την λογοτεχνία ή την περί αυτής φιλολογία, αυτοί θα επέλεγαν την δεύτερη, έχοντας μάλιστα την βεβαιότητα πως μέσω της αυτής θα μπορέσουν να ανασυντάξουν την πρώτη! (εντάξει, εντάξει.. είπα: είναι πείραγμα.. :)))) )

Ο Φρανκ Ζάπα έκανε κάποτε ένα σχετικό σχόλιο αναφερόμενος όμως στην δική του τέχνη, την μουσική. Είπε πως το να γράφεις για την μουσική είναι σαν να χορεύεις για την αρχιτεκτονική. Ανήκω σε αυτήν την σκέψη που αμφισβητεί την (υπερ)ανάλυση της τέχνης.
 

Λορένα

Πολεμίστρια του Φωτός
Περιμένω εναγωνιώς την συνέχεια πάνω στο θέμα

Οι θέσεις και οι απόψεις του καθενός από σας, είναι άκρως ενδιαφέρουσες...

θέση δεν έχω πάρει ακόμη..
 

Λορένα

Πολεμίστρια του Φωτός
Ωκεανίδα προσθέτω έναν ακόμη εκτός από τον Mozart που δεν είχε στοιχειώδεις γνώσεις πάνω στην μουσική : τον Yanni (ελληνικής καταγωγής), που ένα απο τα έργα του, είναι η περίφημη "Νοσταλγία".
Ο ίδιος, ενω δεν ηξερε ούτε καν να διαβάζει και να γράφει μουσική, για να γράψει τα δικά του έργα, επινόησε ένα δικό του σύστημα, που χρησιμοποιεί ακόμη και σήμερα.

Όπως και κάποιοι λαικοί συνθέτες που ήταν αυτοδίδαχτοι (στριφογυριζει στο μυαλο μου, ενας μεγαλος, αλλά δεν μπορω να θυμηθω το όνομά του), και οι δημιουργίες τους, άγγιξαν την καρδιά μας, ίσως γιατι προερχόταν κατευθείαν και από την δική του καρδιά...


Υ.Γ. Η Νοσταλγία, ήταν ένα απο τα αγαπημένα μου κομμάτια
 
Καλά μου παιδάκια, Χίμαιρα και Φαροφύλακα,

Βαράτε απ’ όλες τις μεριές και δεν ξέρω σε τι να πρωτοαπαντήσω. Ουσιαστικά, δεν ξέρω αν είναι σκόπιμο να ανοίξουμε μια συζήτηση χωρίς τέλος και, ακόμα περισσότερο, δεν ξέρω αν ωφελεί σε κάτι να «απομυθοποιήσω» αυτό που ο περισσότερος κόσμος που αγαπά τη λογοτεχνία έχει στο μυαλό του για την έμπνευση και τη δημιουργική γραφή.
Θα περιοριστώ, λοιπόν, να απαντήσω σε δύο βασικά ζητήματα που έθεσες εσύ Χίμαιρα, εφόσον η απάντησή σου προηγείται, και εμβόλιμα θα προσπαθήσω να δώσω κάποιες απαντήσεις στις δικές σου θέσεις, Φαροφύλακα.

Λοιπόν, Χίμαιρα,
Όχι απλώς πιστεύω ότι ο Σολωμός είχε στο μυαλό του κάτι τέτοιο όταν έγραφε, αλλά το θεωρώ δεδομένο, ειδικά για το συγκεκριμένο στίχο. Όχι γιατί θα τεθούν τέτοια ερωτήματα δύο αιώνες μετά, όπως λες, αλλά γιατί αυτά τα ερωτήματα έχουν τεθεί από την εποχή του Αριστοτέλη. Η Ποιητική του αρχαίου μας σοφού αποτελεί μια προδρομική προσπάθεια σύστασης μιας θεωρίας της λογοτεχνίας, που παραμένει ζωντανή ως τις μέρες μας.
Στη σύγχρονη εποχή, τώρα, η Θεωρία Λογοτεχνίας (literary criticism) είναι μια επιστήμη που ξεκινά χοντρικά με τη σχολή του Ρομαντισμού το 18ο αιώνα, κυρίως στη Βρετανία, για να εδραιωθεί με το Ρώσικο Φορμαλισμό στις αρχές του 19ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο, ότι όσοι Έλληνες ποιητές θεωρούνται σήμερα μεγάλοι ήταν «ευγενικής» καταγωγής, ήταν άνθρωποι που είχαν τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στη διανόηση της Δύσης.
Ο Σολωμός είναι ίσως ο μοναδικός Έλληνας που μπορεί να θεωρηθεί καθαρός εκπρόσωπος του Ρομαντισμού, και αυτό δεν μπορεί να οφείλεται στην έμπνευση. Αυτό σημαίνει συμμόρφωση και πειθαρχία σε κάποια δόγματα και σε κάποιες συγκεκριμένες αρχές.
Όσο προχωρούμε στο σήμερα, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν ακόμη περισσότερο γιατί οι σπουδαίοι ποιητές φροντίζουν και μας αφήνουν κάποια κείμενα που αφορούν την «ποιητική» τους. Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα είναι ο Σεφέρης, που στις Δοκιμές του, εξηγεί τον τρόπο ακριβώς που επιλέγει να υπηρετήσει το Μοντερνισμό. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τον Ελύτη και για τον Εμπειρίκο, τους αξεπέραστους υπερρεαλιστές μας. Τόσο τα ονόματα που ανέφερα, αλλά και πολλά ακόμα, εξηγούν λεπτομερέστατα και εκ προοιμίου την τεχνική τους.
Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοείς όταν λες ότι η τέχνη γέννησε την τεχνική. Για μένα ένας σπουδαίος ποιητής ή ένας σπουδαίος συγγραφέας είναι, συν τοις άλλοις, ένας σπουδαίος τεχνίτης, είναι μάστορας.

Όλοι μας έχουμε εμπνεύσεις, κι εσείς κι εγώ, και όλος ο κόσμος. Αλλά για να αποκτήσει αυτή η έμπνευση μορφή, να γίνει ποίηση, μυθιστόρημα, πίνακας ζωγραφικής, για να γίνει τέχνη, θέλει πολλή ενημέρωση και γνώση, και θέλει και μαστοριά. Θέλει να βρεις εκείνη τη χρυσή ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και την πειθαρχία. Γι’ αυτό, παρά τις εμπνεύσεις μας δε θα γίνουμε ποτέ, όχι Σολωμός, ούτε καν ……………………… (αφήστε το αυτό, δεν ξέρω ποιο όνομα να βάλω, καταλαβαίνετε τι εννοώ).

Φαροφύλακα, αναφέρθηκες στη μουσική. Αυτό κι αν αναιρεί τον όλο συλλογισμό σου!!! Είναι δυνατόν, ένας καλός μουσικός να γράψει μουσική χωρίς γνώσεις θεωρίας της μουσικής;

Ένας πανεπιστημιακός μας δάσκαλος, ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, εύστοχα περιγράφει τη Θεωρία Λογοτεχνίας ως ένα χώρο που αν δε του μεταδώσεις το ψυχικό σου περίσσευμα, ή έστω υστέρημα, φαίνεται πολύ μικρός έως άσκοπος.
Γι’ αυτό κι εγώ, ειλικρινά θεωρώ ότι καλά κάνετε και απολαμβάνετε τη λογοτεχνία με τον τρόπο που την απολαμβάνετε, θα μου επιτρέψετε όμως κι εμένα να υπερασπίζομαι μέχρι εσχάτων την άλλη της πλευρά, την επιστημονική, και να τη θεωρώ εξίσου σημαντική με την πρώτη, τη δημιουργική. Στην ουσία, δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος, αλληλοτροφοδοτούμενες και αλληλοεξαρτώμενες, που δεν μπορούν να υπάρξουν η μια δίχως την άλλη.

Όπως καταλαβαίνεις, Φαροφύλακα, το πέρασμά μου από την Αγγλική Φιλολογία ήταν μονάχα ένα έναυσμα.
 
Last edited:
Η συζήτηση γίνεται πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Αυτή τη στιγμή δεν έχω χρόνο για μεγάλες αναλύσεις, αλλά θα ήθελα να κάνω μια σύγκριση που δεν ξέρω πόσο άστοχη μπορεί να αποδειχθεί.

Στην ερώτηση της Χρυσηίδας "Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοείς όταν λες ότι η τέχνη γέννησε την τεχνική", θα έλεγα ότι έτσι όπως η γλώσσα γέννησε την περί αυτής φιλολογία, κάτι παρόμοιο πρέπει να έγινε και με την τέχνη. Φαντάζομαι τις πρώτες μορφές τέχνης (μουσικής, ποίησης, ζωγραφικής, γλυπτικής...), την εξέλιξή τους, και τη μεταγενέστερη παρατήρησή τους από τον άνθρωπο. Δηλαδή η τέχνη να εμφανίζεται με συγκεκριμένες μορφές και τεχνικές που ύστερα από μελέτη, ο άνθρωπος έντυσε με ονόματα και τις κατηγοριοποίησε. Έτσι φαντάζομαι εγώ τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την κριτική της τέχνης.

Μια ακόμα παρατήρηση σε ερώτηση της Χρυσηίδας: "Είναι δυνατόν, ένας καλός μουσικός να γράψει μουσική χωρίς γνώσεις θεωρίας της μουσικής;". Θα έλεγα ναι, αν και δεν είμαι καθόλου ο κατάλληλος άνθρωπος να απαντήσει σε θέματα μουσικής. Ένα χαζό παράδειγμα μου περνάει από το μυαλό: ο Mozart να συνθέτει ένα μουσικό κομμάτι εμπνευσμένο από την εικόνα της μαμάς του να αλείφει με βούτυρο μια φέτα ψωμί. Τότε ο μικρός μουσικός ήταν... 4 χρόνων; Δεν θυμάμαι καλά. Αλλά δε νομίζω ότι είχε ιδιαίτερες γνώσεις πάνω στην θεωρία της μουσικής.

Με συγχωρείτε για το πρόχειρο των απαντήσεών μου. Θα φροντίσω σύντομα να επανέλθω με πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Καλά μου παιδάκια, Χίμαιρα και Φαροφύλακα,
Φίλη Χρυσηίδα,
Θα θεωρήσω βεβαίως πως την προσφώνησή σου την εννόησες φιλικά και όχι μειωτικά :)

Βαράτε απ’ όλες τις μεριές και δεν ξέρω σε τι να πρωτοαπαντήσω. Ουσιαστικά, δεν ξέρω αν είναι σκόπιμο να ανοίξουμε μια συζήτηση χωρίς τέλος και, ακόμα περισσότερο, δεν ξέρω αν ωφελεί σε κάτι να «απομυθοποιήσω» αυτό που ο περισσότερος κόσμος που αγαπά τη λογοτεχνία έχει στο μυαλό του για την έμπνευση και τη δημιουργική γραφή.
Λυπάμαι, μα διαπιστώνω πως μάς ρίχνεις. Εντάξει, μήτε σε εμάς η λογοτεχνία είναι άγνωστη και μήτε έχουμε εμείς μια στρεβλή, παραμυθένια εικόνα που εσύ δύνασαι να μάς την απομυθοποιήσεις. Πολλοί εδώ γράφουμε αρκετά σοβαρά* όλη μας την ζωή και δυστυχώς, προσωπικά ομολογώ πως (μάλλον πλανεμένα) πιστεύω πως ο κύριος μοχλός που με κινεί είναι η έμπνευση!

* Πέρα από αυτούς που ομολόγησαν πως έχουν εκδοθεί μού έρχονται έτσι πρόχειρα στον νου τουλάχιστον τέσσερα μέλη που γνωρίζω πως έχουν βραβευθεί σε διαγωνισμούς λογοτεχνίας.
Ειλικρινά, οι θέσεις σου μού είναι κατανοητές και καλά κάνεις και υπερασπίζεσαι αυτά που για εσένα είναι σημαντικά. Απλά έχω περιέργεια να μού πεις εάν εσύ πιστεύεις τελικά πως ένας ερωτευμένος, αγράμματος βοσκός μπορεί να σκαρώσει ένα ποίημα κι αυτό να είναι πολύ καλό και να είναι τέχνη;

Και πράγματι ο Σεφέρης είχε πολύ καλή επίγνωση των τεχνικών του. Όμως, τέλος πάντων, είμαι περίεργος να ξέρω, ο ζωγράφος Θεόφιλος σε ποιο ρεύμα ενέτασσε τον εαυτό του και ποια τεχνική παραδεχόταν πως εφάρμοζε;

Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοείς όταν λες ότι η τέχνη γέννησε την τεχνική.
Αυτά δεν πρέπει να είναι δικά μου λόγια..

Και όσο για την πράγματι μάλλον «εύστοχη» όπως την χαρακτηρίζεις ακόλουθη παρατήρηση:

Ένας πανεπιστημιακός μας δάσκαλος, ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, εύστοχα περιγράφει τη Θεωρία Λογοτεχνίας ως ένα χώρο που αν δε του μεταδώσεις το ψυχικό σου περίσσευμα, ή έστω υστέρημα, φαίνεται πολύ μικρός έως άσκοπος.
Αν το σκεφτείς δεν είναι δα καμιά αποκλειστικότητα της Θεωρίας της Λογοτεχνίας και θα το αποδεχτούν οι περισσότεροι που αγαπούν κάτι και το κάνουν με κόπο και μεράκι. Από κάποιον παραγωγό κρασιού, ας πούμε, έως κάποιον που ζωγραφίζει κόμιξ.

Φαροφύλακα, αναφέρθηκες στη μουσική. Αυτό κι αν αναιρεί τον όλο συλλογισμό σου!!! Είναι δυνατόν, ένας καλός μουσικός να γράψει μουσική χωρίς γνώσεις θεωρίας της μουσικής;
Δεν είναι δικά μου τα λόγια. Όπως είπα ανήκουν στον Φρανκ Ζάππα. Γρήγορη απάντηση σε αυτό που λες: ναι το πιστεύω! Όμως για την μουσική, ας απαντήσει πρώτα ο Γλωσσολάγνος που είναι πολύ σχετικός με το θέμα και θα ακολουθήσω.

Γι’ αυτό, παρά τις εμπνεύσεις μας δε θα γίνουμε ποτέ, όχι Σολωμός, ούτε καν ……………………… (αφήστε το αυτό, δεν ξέρω ποιο όνομα να βάλω, καταλαβαίνετε τι εννοώ).
Α, κι αυτό πάλι! Γιατί συνεχίζεις να μάς ρίχνεις και να μάς αποθαρρύνεις; Κάποια τεχνική των Θεωρητικών της Λογοτεχνίας; Εγώ λοιπόν που δεν εννόησα ποτέ να γίνω Σολωμός, σπεύδω να αναρτήσω κάτι στον χώρο που φρόντισα να υπάρχει στην Λέσχη για τα δικά μας έργα. Βλέπεις, το πιο σημαντικό είναι να τον τραβάς τον άλλο επάνω κι όχι να τον ρίχνεις κάτω.
 
Οι τέχνες και οι τεχνικές (1)

Κατ’ αρχάς, Χρυσηίδα, και χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία του Γιάκομπσον, θεωρώ ότι σφάλλει σε μία λεπτομέρεια:

Στο δεκαπεντασύλλαβο του Σολωμού
Αλλ’ ήλιος αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Έχουμε (...) φωνολογικές αντιθετικές ισοδυναμίες (α και ι κυριαρχούν στο πρώτο ημιστίχιο, ε και ο στο δεύτερο, κυριαρχία υγρών στο πρώτο και αήχων στο δεύτερο)»
Γράφω το πρώτο ημιστίχιο με τα απλούστερα φωνήεντα και σύμφωνα:
/α-λι-λιο-σα-λα-ό-ρα-τος/
Υπάρχουν τέσσερα /α/, τρία /ο/ και ενάμισι /ι/ (διότι στο -λιο- το λαμβάνουμε καταχρηστικά υπόψη). Επομένως μπορούμε μεν να μιλάμε για κυριαρχία του /α/, αλλά όχι και του /ι/, όπως γράφει ο Γιάκομπσον.


Σκέφτομαι, τώρα, εγώ. Αυτή η κυριαρχία υγρών θα πρέπει να συμπεριλάβει το μεσαίο λ που είναι ουρανικό, ενώ το πρώτο και το τρίτο είναι πλευρικά; Εγώ θα έλεγα ανεπιφύλακτα ναι αλλά περιμένω και τις δικές σας απόψεις.
Ανεπιφύλακτα ναι και από μένα! Είτε ουρανικό είτε πλευρικό, το /λ/ παραμένει υγρό.

«(...) ο γλωσσολόγος που είναι κουφός στην ποιητική λειτουργία της γλώσσας, όπως και ο φιλόλογος που είναι αδιάφορος στα γλωσσολογικά προβλήματα και αδαής των γλωσσολογικών μεθόδων, αποτελούν εξίσου δεινούς αναχρονισμούς».:προσκυνώ:
Συμπροσκυνητής κι εγώ! Άλλωστε προχθές σου έγραψα ότι η επιστημονική μελέτη δεν πρέπει να έχει ως σκοπό την ακύρωση της γοητείας που ασκούν οι τέχνες.

Πιστεύω πως δεν έχει σημασία.. Προσωπικά δεν μπορώ να πιστέψω πως τον Σολωμό τον απασχόλησε το συγκεκριμένο θέμα έστω και στο ελάχιστο κι αν μπορούσαμε να τον ρωτήσουμε ποιος ξέρει αν δεν μας έλεγε: "Τι λάμδα;!" :))))
Εδώ Φύλαξ νομίζω ότι παρανόησες τη Χρυσηίδα, η οποία δεν έγραψε πουθενά ότι ο Σολωμός αναρωτιόταν αν το /λ/ είναι ουρανικό ή πλευρικό. Η ίδια αναρωτήθηκε για το ζήτημα.

Παρεμπιπτόντως, ίσως ο ποιητής μας να τα πρόφερε διαφορετικά απ' ό,τι υποθέτουμε. Το λέω αυτό γιατί μού έρχεται στον νου εκείνη η απαγγελία, υποτίθεται του Σολωμού, στην ταινία του Αγγελόπουλου "Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα" (...) Εκεί λοιπόν, φροντίσαν στην απαγγελία τού ποιητή το /κ/ να ακούγεται λαρυγγικό σε όλες τις περιπτώσεις* έχοντας έτσι μια εξωτική προφορά που θα μπορούσε να είναι (ή να μήν είναι) ενός ιταλοτραφή Έλληνα.
Πολύ ενδιαφέρουσα άποψη, η οποία δυστυχώς είναι αδύνατο να τεκμηριωθεί με αδιάσειστα στοιχεία, εφόσον δεν έχουμε (και δεν θα μπορούσαμε να είχαμε) ηχογραφήσεις από την επτανησιακή προφορά των Ελληνικών πριν την ένωση με το Ελληνικό Βασίλειο (1864). Πάντως οι Επτανήσιοι ευγενείς όπως ο Σολωμός κατά κανόνα ήταν δίγλωσσοι, δηλαδή πέρα από την Ιταλική που ήταν η γλώσσα της αριστοκρατίας γνώριζαν (κάποιοι ίσως μόνο παθητικά) και την Ελληνική ως γλώσσα του έθνους στο οποίο ανήκαν. Πιστεύω πάντως ότι τα Ελληνικά τα είχαν ζωντανά στ’αφτιά τους (μέσα από τη γλώσσα των εμπόρων, του υπηρετικού προσωπικού, των ελληνόγλωσσων λογίων τους οποίους συναναστρέφονταν) κι έτσι υποθέτω ότι η προφορά τους στα Ελληνικά ήταν αρκετά φυσική. Το πολύ-πολύ να είχαν πιο έντονη προφορά στα ουρανικά /κε/ και /κι/ ως παχιά /τσε/ και /τσι/, υπό την επιρροή της Ιταλικής.

Φαροφύλακα, εδώ θα τα χαλάσουμε. Πώς είναι δυνατόν να το πιστεύεις αυτό; Αν ο Σολωμός είναι ποιητής και αν η ποίηση είναι τέχνη, τότε για να φτιαχτεί αυτή η τέχνη χρειάζεται τεχνική. Το ποίημα δεν είναι αυτοφυές, δεν γεννάται στο μυαλό κάποιου, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος διαθέτει αχαλίνωτη φαντασία και δημιουργικότητα, με τη μορφή που καταλήγει σε μας. Απαιτεί πολλή δουλειά και μεγάλη γνώση του αντικειμένου.
Συμφωνώ με όλα! Αλλά χρειάζεται εκτενής εξήγηση.

Συζητούσα κάποτε με μία φίλη για τη φύση της δυτικής λόγιας μουσικής (αυτής που στην καθομιλουμένη ονομάζουμε «κλασική»). Η φίλη μου δεν ήθελε με τίποτα να δεχτεί ότι ο συνθέτης επεξεργάζεται το υλικό ξανά και ξανά, υπολογίζει το «τάιμινγκ», σκέφτεται αν η τάδε αρμονία ταιριάζει στο τάδε σημείο, αν η σύνθεση είναι καλό να ξεκινήσει π.χ. δυναμικά ή απαλά, αν πρέπει να φέρει κάποια ηχητική έκπληξη, αν αυτή η μελωδία ταιριάζει για να δώσει την αίσθηση της κατάληξης, και μύριες άλλες λεπτομέρειες. Οι όπερες του Μότσαρτ, οι συμφωνίες του Μπετόβεν, τα κοντσέρτα του Μπραμς, είναι μουσική που δουλεύτηκε πολύ στο μυαλό και στο χαρτί πριν πάρει την οριστική της μορφή στην παρτιτούρα ώστε τελικά να φτάσει στην αίθουσα συναυλιών, να παιχτεί από μουσικούς και τελικά να φτάσει στ’ αφτιά του ακροατή. Μπορεί αυτές οι υπέροχες μουσικές να ακούγονται απόλυτα φυσικές, να ρέεουν τόσο όμορφα και αβίαστα, αλλά για να το πετύχει αυτό ο συνθέτης χρειάστηκε ατελείωτες ώρες μόχθου και επεξεργασίας του υλικού.
Όσο πειστικά όμως κι αν ήταν τα επιχειρήματά μου για να πείσω τη φίλη μου για όλα αυτά, δεν τα κατάφερα. Απλώς ήταν φανατική οπαδός του αυθορμητισμού στην τέχνη. Διότι είχε μεγαλώσει μόνο με άλλα είδη μουσικής.

Κι εδώ σκέφτομαι ότι τελικά είναι χρήσιμο να κάνουμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στη λαϊκή και στη λόγια τέχνη.

Τόσο ο λόγιος καλλιτέχνης όσο και ο λαϊκός, δεν πρόκειται να δημιουργήσουν τέχνη απ’ το μηδέν: χρειάζονται έστω και μία σταγόνα τεχνικής. Τόσο ο ποιητής των αστικών σαλονιών της Αθήνας του Όθωνα όσο και ο βοσκός που αυτοσχεδίαζε μαντινάδες στα λιβάδια της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, ήταν καλλιτέχνες, δημιουργοί, τεχνίτες, μάστορες.*
Μόνο που ο λόγιος ποιητής μπορούσε να κατονομάσει το μέτρο και τη στιχουργική τεχνική που χρησιμοποιούσε, πιθανότατα γνώριζε ιστορία της λογοτεχνίας, είχε διαβάσει ποίηση από διάφορους δημιουργούς της Ευρώπης και γιατί όχι της Αμερικής...
Ενώ ο λαϊκός αυτά δεν τα ήξερε, διότι ήταν αγράμματος και δεν μπορούσε να γνωρίσει διαχρονικά την τέχνη του, δηλαδή σε βάθος χρόνου. Αναγκαστικά όμως τη γνώριζε συγχρονικά, ερχόταν δηλαδή σε άμεση ακουστική επαφή με την προφορική ποίηση της περιοχής του. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γράψει μαντινάδες σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο χωρίς να έχει ακούσει μαντινάδες σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο; Και φυσικά ήταν αδιάφορο γι’ αυτόν το πώς λέγεται το συγκεκριμένο ποιητικό μέτρο. Μπορεί να μη γνώριζε την ονομασία του, αλλά γνώριζε εμπειρικά την ουσία του, δηλαδή τον ρυθμό του, τις ομοιοκαταληξίες, ενδεχομένως και παρηχήσεις. Αυτό δεν τον εμπόδισε καθόλου να δημιουργήσει υπέροχους στίχους που θα θαύμαζαν ή και θα ζήλευαν πολλοί λόγιοι και σπουδαγμένοι ποιητές (ασχέτως αν το παραδέχονταν δημοσίως ή όχι). Το ίδιο συμβαίνει οπωσδήποτε και από την πλευρά του λογίου, που η ακαδημαϊκή γνώση του υλικού και της τεχνικής δεν σημαίνει αυτομάτως στέρηση της έμπνευσης, της δημιουργικής πνοής, του αυθορμητισμού. Λαϊκά ποιητικά διαμάντια ο μεν, λόγϊα ποιητικά διαμάντια ο δε.

Όλα όσα έγραψα σ’ αυτήν την τελευταία παράγραφο εξηγούν επίσης ότι μπορεί να δημιουργηθεί τόσο αριστουργηματική λαϊκή μουσική όσο και αριστουργηματική λόγια. Απλώς η καθεμία θα είναι διαφορετικά αριστουργηματική.


* Δεν είναι τυχαίο ότι οι λέξεις τέχνη, τεχνική, τεχνίτης, καλλιτέχνης έχουν την ίδια ρίζα και, σημασιολογικά, σχετίζονται με την επεξεργασία υλικού - χειροπιαστού ή μη. Και η λέξη μάστορας, αν την πάρουμε ετυμολογικά (λατινικό magister, εξού και ιταλ./ισπαν. maestro, αγγλ. master, γαλλ. maître) σημαίνει «αφέντης»: οι καλλιτέχνες, όπως και οι πρακτικοί τεχνίτες (χτίστες, ξυλουργοί κ.λπ.) είναι αφέντες του υλικού τους. Οι λογοτέχνες είναι αφέντες/τεχνίτες των λέξεων, του λόγου, οι ζωγράφοι των εικόνων, οι μουσικοί των ήχων, κ.λπ.


Λίγο αργά για να παρακολουθήσω το θέμα επισταμένα, όμως αν κατάλαβα καλά... γενικώς, αλήθεια πιστεύεις για παράδειγμα πως ο Σολωμός όταν έγραφε οποιοδήποτε ποίημα, είχε στο μυαλό του πως 2 αιώνες μετά θα τεθούν ερωτήματα τέτοιου είδους;
Κι εσύ Χίμαιρα νομίζω ότι εδώ έχεις παρανοήσει το τί ακριβώς απασχολεί τη Χρυσηίδα ως ερώτημα.

Αν δε σκεφτόταν αυτό τότε τι σκεφτόταν;
Μα απλά αυτό που ήθελε να εκφράσει. Θέμα έμπνευσης.
Όπως φάνηκε από τα παραπάνω γραπτά μου, δεν θεωρώ την έμπνευση από μόνη της ικανή για τη δημιουργία ενός άξιου έργου τέχνης. Χωρίς τεχνική, όχι απαραίτητα υψηλή αλλά τέλος πάντων επαρκή, ακόμη και οι πιο όμορφες εμπνεύσεις μπορούν να μείνουν ακατέργαστες, κι έτσι να ικανοποιούν μεν τον δημιουργό (σ’ αυτή την ακατέργαστη μορφή τους), αλλά να μην είναι ικανές να συγκινήσουν τον αποδέκτη. Ένας συγγραφέας μπορεί να έχει καταπληκτικές ιδέες, αλλά αν δεν μπορεί να τις βάλει στο χαρτί πώς θα φτιάξει έργο, και πώς η υπέροχη έμπνευσή του θα βρει αποδέκτη και εκτιμητή; Από την ιστορία της μουσικής γνωρίζουμε συνθέτες που είχαν εξαιρετικές μουσικές ιδέες αλλά η συνθετική τους τεχνική ήταν ανεπαρκής. Οι μελετητές έχουν βρει στα χειρόγραφά τους καταγραμμένες υπέροχες μελωδίες, αλλά μέχρι εκεί. Κι αυτό δεν είναι αρκετό.
Ούτε βεβαίως η τεχνική από μόνη της είναι αρκετή για να αποκτήσει ένα καλλιτέχνημα πνοή και δύναμη. Και τέτοιες περιπτώσεις στην τέχνη είναι πολύ συχνότερες από τις προηγούμενες...
 
Last edited:
Οι τέχνες και οι τεχνικές (2)

Η τέχνη γέννησε την "τεχνική" και όχι το αντίστροφο. Δε μιλάμε για ηλεκτρολογία.
Νομίζω ότι είναι άδικο να θεωρούμε υποτιμητικό τον παραλληλισμό με τις «μη καλές» τέχνες, Χίμαιρα... Όπως είπα και πριν, τέχνη και τεχνική είναι αλληλένδετα. Μάστορας μεν ο επιπλοποιός κι ο πλακάς, μάστορας δε ο ζωγράφος και ο μουσικοσυνθέτης.

Μπορεί κανείς να κάνει οποιεσδήποτε παρατηρήσεις στην τεχνική, τις τάσεις, τις επιροές, ή οτιδήποτε άλλο στο οποιοδήποτε λογοτεχνικό δημιούργημα, αλλά ο δημιουργός του δεν έχει αυτό στο μυαλό του την ώρα που το φτιάχνει.
Πιθανόν να μπορεί να στο εξηγήσει μετά, όμως ποτέ δε λέει εκ προοιμίου "θα χρησιμοποιήσω αυτήν την τεχνική"
Μπορεί να μην το σκέφτεται έτσι ακριβώς, αλλά αν δεν καταφύγει έστω και ασυναίσθητα σε κάποια τεχνική, κι αν δεν επεξεργαστεί με κάποιον τρόπο το υλικό του, τότε θα δημιουργήσει ένα απολύτως αυθόρμητο κατασκεύασμα που θα 'ναι μάλλον απίθανο να έχει συνοχή και οργάνωση. Και δεν μιλάω για ντανταϊσμό και αλεατορισμό, αλλά για τις πιο συντηρητικές μορφές τέχνης, τις πιο κοινές, που συνήθως αγγίζουν πλατύτερο κοινό.

Έχω διαπιστώσει πως η τέχνη (και μαζί η ποίηση) συνήθως έχει τεχνική όμως γίνεται και να μην έχει. Άλλες φορές απαιτεί πολλή δουλειά και άλλες φορές καθόλου. Άλλες φορές απαιτεί γνώση τού «αντικειμένου» και άλλες φορές πάλι, όχι.
Στο «καθόλου» θα διαφωνήσω, διότι τότε πώς μπορούμε να μιλάμε για έργο χωρίς εργασία;
Όσο για τη γνώση του αντικειμένου, και πάλι βλέπω ότι υπάρχει η συνήθης παρεξήγηση. Γνώση του αντικειμένου σημαίνει τριβή με το αντικείμενο, μελέτη της ουσίας του. Η γνώση δεν χρειάζεται να είναι ούτε θεωρητική, ούτε ιστορική. Κατ' αρχήν οφείλει να είναι πρακτική. Αλλιώς θα αρχίσουμε να επινοούμε τα πάντα απ’ την αρχή και να δημιουργούμε τέχνη εφάμιλλη με αυτή των πρώτων οργανωμένων κοινωνιών... Η στοιχειώδης λοιπόν γνώση του αντικειμένου είναι απολύτως απαραίτητη για να μην ανακαλύπτουμε εκ νέου τον τροχό ή την Αμερική.


Πραγματικά δεν πιστεύω πως όλα αυτά ήταν συνειδητές επιλογές αν κι όπως είπα πιο πάνω, αυτά που λες καί εσύ καί εγώ, δεν είναι παρά εικασίες. Το σίγουρο είναι πως τα γράμματα είναι μοναχά 24 και εκ των πραγμάτων θα συναντηθούν σε χίλια δυο μοτίβα. Υγρά σύμφωνα μαζί, άηχα μαζί, λαρυγγικά με χειλικά εναλλάξ κ.τ.λ.
Εδώ θα διαφωνήσω στο εξής: αυτή η θεώρηση ακυρώνει ή έστω αμφισβητεί την ποίηση που βασίζεται συνειδητά σε παρηχήσεις, π.χ. ποιητικές δημιουργίες της Αγγλίας του όψιμου 14ου αιώνα, π.χ.

Siþen þe sege and þe assaut . watz sesed at Troye
Þe borȝ brittened and brent . to brondez and askez

(Ανωνύμου, Sir Gawain and the Green Knight, στίχοι 1-2)

όπου στον πρώτο στίχο έχουμε παρήχηση του /s/, ενώ στον δεύτερο έχουμε παρήχηση του /b/.

Φαροφύλακα, αναφέρθηκες στη μουσική. Αυτό κι αν αναιρεί τον όλο συλλογισμό σου!!! Είναι δυνατόν, ένας καλός μουσικός να γράψει μουσική χωρίς γνώσεις θεωρίας της μουσικής;
Μεγάλο ερώτημα, Χρυσηίδα, και σαν καθηγητή μουσικής με αφορά άμεσα. Πιστεύω όμως ότι σου απαντώ με αυτά που γράφω σε προηγούμενες παραγράφους. Και πρέπει να μου δώσεις να καταλάβω τί εννοείς λέγοντας «καλός μουσικός». Και ποιας μουσικής: της λόγιας, που καταγράφεται (άρα προϋποθέτει γνώσεις της θεωρίας ή έστω της σημειογραφίας), ή της λαϊκής που ζει και βασιλεύει και μπορεί να μεγαλουργήσει χωρίς θεωρητικά καταρτισμένους μουσικούς;

Ένα χαζό παράδειγμα μου περνάει από το μυαλό: ο Mozart να συνθέτει ένα μουσικό κομμάτι εμπνευσμένο από την εικόνα της μαμάς του να αλείφει με βούτυρο μια φέτα ψωμί. Τότε ο μικρός μουσικός ήταν... 4 χρόνων; Δεν θυμάμαι καλά. Αλλά δε νομίζω ότι είχε ιδιαίτερες γνώσεις πάνω στην θεωρία της μουσικής.
Δεν είχε θεωρητικές γνώσεις ο τετράχρονος Μότσαρτ, αλλά είχε εξαιρετικό αφτί, άκουγε μουσική, έπαιζε ο ίδιος μιμούμενος τους άλλους, κι αυτά ήταν αρκετά. Άλλωστε έτσι προχώρησε για χιλιετίες η μουσική, ακόμη και η λόγια, πριν εφευρεθεί η μουσική σημειογραφία. Κι έτσι συνεχίζει να προχωρά η μουσική της λαϊκής παράδοσης.

Όσο για το βούτυρο και τη φέτα ψωμί, :) πίστεψέ με Ωκεανίδα ότι η μουσική εκείνη την εποχή (κλασικισμός, περ. 1730-1830) γραφόταν συνήθως χωρίς κανένα εξωμουσικό ερέθισμα. Δεν χρειαζόταν να σχετίζεται η μουσική με κάποια εικόνα, κάποια ποιητική ιδέα, κάποια ιστορία... Ακούγοντας μία συμφωνία του Μότσαρτ δεν χρειάζεται να δημιουργήσει ο ακροατής διάφορες εικόνες για να αποκτήσει νόημα η μουσική. Έχει νόημα από μόνη της, αρκεί να αφεθείς στον ήχο καθεαυτόν και να νιώσεις τη ροή των μουσικών φράσεων και τις ηχητικές αντιθέσεις χωρίς περαιτέρω εικαστικές παρεμβάσεις. Τεράστια κουβέντα ανοίγω τώρα, και προς το παρόν δεν θέλω να επεκταθώ... Ίσως σε κάποιο νημάτιο για τη σχέση μουσικής και λογοτεχνίας.


Ωκεανίδα προσθέτω έναν ακόμη εκτός από τον Mozart που δεν είχε στοιχειώδεις γνώσεις πάνω στην μουσική : τον Yanni (ελληνικής καταγωγής), που ένα απο τα έργα του, είναι η περίφημη "Νοσταλγία".
Ο ίδιος, ενω δεν ηξερε ούτε καν να διαβάζει και να γράφει μουσική, για να γράψει τα δικά του έργα, επινόησε ένα δικό του σύστημα, που χρησιμοποιεί ακόμη και σήμερα.
(...)
Υ.Γ. Η Νοσταλγία, ήταν ένα απο τα αγαπημένα μου κομμάτια
Λορένα δυστυχώς δεν κατάφερα ν’ ακούσω το κομμάτι του Γιάννη/Yanni, λόγω συνεχώς διακοπτόμενου ασύρματου δικτύου. Αν και το είδος που εκφράζει ο Γιάννης δεν είναι από αυτά που προτιμώ, θα το ακούσω κάποια στιγμή το κομμάτι. Σίγουρα πάντως ο συγκεκριμένος μουσικός χρησιμοποιεί είτε συνεργάτες, για να καταγράψουν και να ενορχηστρώσουν τη μουσική του, είτε υπολογιστή που πλέον καθιστά άχρηστη τη γνώση της κλασικής μουσικής σημειογραφίας.

Ουφφφφ.... Θα έσκαγα αν δεν απαντούσα σε όλα αυτά απόψε!!! Περισσότερες λεπτομέρειες από αύριο. :))
 
Last edited:

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Της Γλώσσας Λάγνε,
δεν διαψεύστηκα που περίμενα μια εκτενή και καταρτισμένη απάντηση από εσένα. Πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μάς προέκυψε εδώ. Και μάλιστα ένα πολύ σημαντικό θέμα. :))

Τόσο ο λόγιος καλλιτέχνης όσο και ο λαϊκός, δεν πρόκειται να δημιουργήσουν τέχνη απ’ το μηδέν: χρειάζονται έστω και μία σταγόνα τεχνικής. Τόσο ο ποιητής των αστικών σαλονιών της Αθήνας του Όθωνα όσο και ο βοσκός που αυτοσχεδίαζε μαντινάδες στα λιβάδια της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, ήταν καλλιτέχνες, δημιουργοί, τεχνίτες, μάστορες.

Μόνο που ο λόγιος ποιητής μπορούσε να κατονομάσει το μέτρο και τη στιχουργική τεχνική που χρησιμοποιούσε, πιθανότατα γνώριζε ιστορία της λογοτεχνίας, είχε διαβάσει ποίηση από διάφορους δημιουργούς της Ευρώπης και γιατί όχι της Αμερικής...
Ενώ ο λαϊκός αυτά δεν τα ήξερε, διότι ήταν αγράμματος και δεν μπορούσε να γνωρίσει διαχρονικά την τέχνη του, δηλαδή σε βάθος χρόνου. Αναγκαστικά όμως τη γνώριζε συγχρονικά, ερχόταν δηλαδή σε άμεση ακουστική επαφή με την προφορική ποίηση της περιοχής του. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γράψει μαντινάδες σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο χωρίς να έχει ακούσει μαντινάδες σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο; Και φυσικά ήταν αδιάφορο γι’ αυτόν το πώς λέγεται το συγκεκριμένο ποιητικό μέτρο. Μπορεί να μη γνώριζε την ονομασία του, αλλά γνώριζε εμπειρικά την ουσία του, δηλαδή τον ρυθμό του, τις ομοιοκαταληξίες, ενδεχομένως και παρηχήσεις. Αυτό δεν τον εμπόδισε καθόλου να δημιουργήσει υπέροχους στίχους που θα θαύμαζαν ή και θα ζήλευαν πολλοί λόγιοι και σπουδαγμένοι ποιητές (ασχέτως αν το παραδέχονταν δημοσίως ή όχι).
Εντάξει, από αυτήν την άποψη, το ότι δηλαδή ο βοσκός έχει ακούσει τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και τον μιμείται, πράγματι είναι φορέας τεχνικής, έστω στοιχειώδους. Έτσι όμως τα πάντα είναι θέμα τεχνικής αφού τέλος πάντων όλοι θα χρησιμοποιήσουν τους ήχους και τις λέξεις που ακούσανε. Η διαφορά μας όμως με την Χρυσηίδα ήταν εάν ο λογοτέχνης έχει γνώσεις τής Θεωρίας της Λογοτεχνίας.

Επίσης δεν με κατάλαβες λίγο εδώ σε αυτό που είπα για τα 24 γράμματα. Φυσικά και πολλές φορές η παρήχηση είναι εσκεμμένη. Ξεχνάς πως εγώ πρώτος ξεκίνησα νημάτιο όπου σκαρώνουμε παρηχήσεις; Απλά δεν σημαίνει πως όπου βρεθούν πέντε /ι/ μαζεμένα είναι απαραίτητα βάσει σχεδίου, ακόμη και στον τεχνίτη Σολωμό.

Στην ουσία η διαφωνία μας είναι θεολογικής φύσεως. Θεωρία της Λογοτεχνίας: απλά, προσωπικά δεν πιστεύω σε αυτόν τον θεό (όχι πως δεν θα του έκανα και από καμιά σπονδή για να φυλάω τα ρούχα μου :))) )

Κι επίσης, όπως έχω από παρατηρήσει, δίνω στους όρους τέχνη και λογοτεχνία μια πολύ ευρύτερη έννοια. Για μένα, για παράδειγμα, λογοτεχνία είναι και μια βρόμικη λέξη με πέντε γράμματα που έγραψε με σπρέι ένας πιτσιρικάς στον τοίχο. :μαναι: Και πιστεύω πως αυτός ουσιαστικά είναι πέρα από θεωρίες της λογοτεχνίας, τεχνικές και ρεύματα.
 
Θα αρχίσω χωρίς προσφώνηση. Όσο για το πνεύμα της προηγούμενης ήταν το εξής : κατ’ αρχήν να τονίσει τις καλές μου προθέσεις και δεύτερον, χιουμοριστικά, με την έννοια ότι αφού είμαι δασκάλα ευκαιρία να σας κάνω λίγο μάθημα (να διευκρινίσω εδώ ότι το «σας» απευθύνεται σε σένα, Φαροφύλακα, και τη Χίμαιρα, το λέω γιατί κάποια στιγμή αισθάνθηκα ότι με φέρνεις «απέναντι» σε όλα τα μέλη της λέσχης).
Με εκπλήσσει το γεγονός πως σου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να σας ειρωνεύομαι, γιατί δεν το έχω κάνει σε καμιά από τις αναρτήσεις μου ως τώρα και στα δυο – τρία προσωπικά μηνύματα που μου έχεις στείλει ήμουν νομίζω ξεκάθαρα φιλική.
Κι επειδή τούτος εδώ ο τρόπος επικοινωνίας είναι λειψός, θέλω να τονίσω ότι το πνεύμα με το οποίο προσεγγίζω όλα τα θέματα εδώ, είναι πρώτον με πάθος, δεύτερον με χιούμορ και τρίτον με αυτοσαρκασμό. Αν δεις τα ως τώρα σχόλιά μου με αυτό το πρίσμα νομίζω ότι θα καταλάβεις πως σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να προσβάλλω κανέναν.
Από τη δική σου απάντηση, πάλι, αυτό που εισέπραξα ήταν : «ποια είσαι εσύ που μας κάνεις την έξυπνη;» Αλλά έλα λίγο στη θέση μου. Για μένα το ότι ένας ποιητής δουλεύει το στίχο του μέχρι τελικής πτώσης είναι τόσο αυτονόητο όσο και το ότι ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή. Μου λες λοιπόν εσύ ότι πιστεύεις ότι το ποίημα γεννιέται αυτούσιο στο μυαλό του ποιητή μέσω της έμπνευσης. Τι πρέπει να κάνω εγώ; Να το αφήσω να περάσει έτσι, αποκλείεται (το πάθος που λέγαμε).
Προσπάθησα λοιπόν να αποδείξω με όσο πιο σαφή και απλά επιχειρήματα τη θέση μου. Ίσως, το μόνο για το οποίο μπορείς να με κατηγορήσεις είναι για το κάπως «δασκαλίστικο» ύφος, που μάλλον έχει γίνει ίδιον (έτσι γράφεται αυτό; ) του χαρακτήρα μου.
Εσύ, όμως, μου καταλογίζεις ότι σας «ρίχνω» γιατί είπα ότι δε θα γίνουμε ποτέ … Σολωμός. Να σου πω λοιπόν ευθέως ότι από το α’ πληθυντικό μπορείς να καταλάβεις το αυτοσαρκαστικό του σχολίου. Πού να το ξέρω εγώ, καλέ μου Φαροφύλακα, ότι εσύ ( όπως κι εγώ ) όλη σου τη ζωή γράφεις;
Τέλος, το σχόλιο το Αθανασόπουλου το έβαλα για να τονίσω όχι αυτό που εσύ επέλεξες να μου καταλογίσεις αλλά για τις δύο τελευταίες λέξεις : μικρό και άσκοπο. Για να δείξω, δηλαδή, ότι γνωρίζω πολύ καλά πόσο μικρό και άσκοπο φαίνεται στους απ’ έξω να ασχολείται κανείς με λεπτομέρειες όπως π.χ. οι παρηχήσεις όταν έχει μπροστά του ένα αγαπημένο ποίημα. Με άλλα λόγια, δήλωσα ευθαρσώς ότι έχω επίγνωση της διαστροφής μου, ότι δεν έχω πρόθεση να πείσω κανέναν, αλλά παρόλα αυτά διεκδικώ το δικαίωμά μου να υποστηρίζω την άποψή μου όταν δέχομαι επίθεση από χίλιες μεριές.
Φαροφύλακα, δεν ειρωνεύομαι ποτέ, δεν επιτίθεμαι ποτέ και δεν προσβάλλω ποτέ. Για του λόγου το αληθές, διάβασε όλη τη συζήτηση ακόμα μια φορά και θα διαπιστώσεις ότι εγώ είμαι αυτή που δέχτηκα προσβλητικό / ειρωνικό σχόλιο και έκανα πως δεν το είδα. Ούτε το παρέθεσα, ούτε το σχολίασα, ούτε το ανταπέδωσα.

Φίλοι;:ναι:
 
Last edited:

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
εντάξει.. τα είπαμε και στο ομιλητήριο. Όταν η επικοινωνία γίνεται αποκλειστικά με κείμενα, συμβαίνει καμιά φορά να μην εκλάβουμε σωστά την διάθεση του άλλου ακριβώς επειδή απουσιάζει η ανάγνωση τής γλώσσας τού σώματος και κυρίως τού προσώπου. Αυτήν την ανάγκη καλούνται να λύσουν άλλωστε κι οι φατσούλες. :)))

Όπως είπα, πιστεύω πως η διένεξη είναι "θεολογικής" φύσεως και με αυτήν την λέξη θέλω να τονίσω την δογματική βάση πάνω στην οποία πατάει ο καθένας από εμάς. Για εμένα ήταν ένα πολύ ευχάριστο νημάτιο και σπεύδω ευθύς να το αξιολογήσω με ένα πεντάρι!

Να σου δώσω όμως ένα ακόμη παράδειγμα. Ακριβώς το βράδυ πριν ξεκινήσουμε αυτήν την συζήτηση, σε κατάσταση μέθης, έγραψα το εξής:

Ήταν δυο κόσμοι πελώριοι, συμπαντικοί που αγγίχτηκαν, που πιέστηκαν ο ένας πάνω στον άλλο. Έπειτα η ιστορία δεν μας είναι γνωστή. Κάποτε συνάντησα κάποιον που είχε τις τρεις ρυτίδες στο πρόσωπο και κατάλαβα πως είχε ζήσει απέναντι. Τον ρώτησα και μου είπε τα εξής λόγια που παραθέτω εδώ με απόλυτη ακρίβεια:
— Μήτε οι θεοί δεν ξέρουν! Κι εγώ κάποτε, όπως κι εσύ τώρα, ρώτησα παραπέρα, κάποιον από αυτούς που ονομάζονται "σταχυολογητές" μου είπε πολλά μα όλα τα ξέχασα —είναι παράξενη η δική τους γλώσσα— και μοναχά μ’ απέμεινε μια αίσθηση, μια θλίψη όταν προσπαθώ να θυμηθώ τα λόγια που μού είπε!


Τί είναι λοιπόν αυτό; και τί θέλει να πει; Ειλικρινά, εγώ δεν ξέρω! Δεν καταλαβαίνω περισσότερο από εσένα που το διαβάζεις τώρα "τί θέλει να πει ο ποιητής". Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως "ο ποιητής" πιστεύει πως το έγραψε από μια αυθόρμητη έμπνευση, δίχως τεχνικές και δίχως να ξεσκονίζει τις συλλαβές και τις λέξεις. Γι' αυτό βέβαια, μπορεί να αντιπροτείνει κάποιος, είναι και μια σάχλα! :)))).. ναι, μάλλον. Για εμένα πάντως είναι λογοτεχνία. Γιατί μεσ' στην μέθη μου —και πάλι καλά δακτυλογραφώ με τυφλό γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσα να στοχεύσω τα γράμματα στο πληκτρολόγιο— έτσι το εννόησα. :γιούπι:
 
Το κομμάτι που μας δίνεις, είναι εντελώς αποσπασματικό για να μπορώ να πω τι είναι. Αν δε δω το όλο, πώς δένει με το υπόλοιπο, δε μπορώ να πω. Αυτό που μου βγάζει πάντως, μπορεί και να κάνω λάθος, είναι ότι η μέθη πρέπει να ήταν και ερωτική. Τώρα αν είναι τέχνη, μη την ψάχνεις. Εγώ να δεις τι έχω γράψει σε κατάσταση ερωτικής απόγνωσης...
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Κι όμως… αυτό είναι! Δεν έχει άλλο. Και ενώ δεν πιστεύω πως έχει να κάνει με έρωτα, για εμένα, στην τέχνη κάθε ερμηνεία είναι εξίσου "σωστή" ή καλύτερα αποδεκτή καθώς προσωπικά έχω δυσκολία να δεχτώ εκεί έννοιες όπως σωστό και λάθος.

Καταλαβαίνεις τώρα; Για μένα αυτός ο ακατάληπτος, αποσπασματικός και αυθόρμητος τρόπος γραφής, μπορεί να είναι λογοτεχνία. Και είναι. Και μάλιστα λογοτεχνία με την οποία μπορώ εύκολα να ταυτιστώ.

Η δική σου ανάλυση λοιπόν, αφήνει μια τέτοια προσέγγιση απ’ έξω και εκεί έγκειται ένα μεγάλο μέρος της διαφωνίας μας.
 
Όσο περισσότερο το κοιτάζω μου μυρίζει και θάνατο. Πλησίασα περισσότερο;

Για την ερμηνεία συμφωνώ απόλυτα μαζί σου. Ίσως κάτι προς αυτή την κατεύθυνση να μπορούσε να γίνει ένα καινούριο νημάτιο
 
Γλωσσολάγνε,
δυστυχώς δεν έχω τη δική σου ευχέρεια να απαντώ σε πολλά ερωτήματα και πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα. Μελέτησα την απάντησή σου πολύ προσεχτικά, τα περισσότερα τα προσεγγίζεις όπως μου αρέσει, διαλεκτικά, και σε γενικές γραμμές συμφωνώ σε όλα με αυτά που γράφεις.
Με ρωτάς τι εννοώ όταν λέω καλός μουσικός. Αν και δεν ξέρω μουσική, μόνο ακούω πολύ, θα σου πω ότι αυτό που είχα στο μυαλό μου όταν το έγραφα, ήταν κάτι αντίστοιχου μεγέθους με τους Σολωμό, Σεφέρη, Ελύτη στην ποίηση. Ας πούμε, Χατζηδάκη, Μαρκόπουλο, αλλά και Τόκα.
Αυτό όμως που κράτησα είναι το σχόλιό σου για τη σχέση Λογοτεχνίας και Μουσικής. Για προχώρα το. Δε με έχει απασχολήσει ποτέ. Λογοτεχνία και Εικαστικά, ναι. Λογοτεχνία και Γλώσσα, πάντα. Λογοτεχνία και Ψυχανάλυση, η ειδικότητά μου!!! Αλλά Λογοτεχνία και Μουσική, ακούγεται πολύ ενδιαφέρον.
 
Ωραία συζήτηση ξεπήδησε τελικά με αφορμή αυτόν τον στίχο του Σολωμού. Άρεσε σε πολλούς, βλέπω. Για μένα είναι και αρκετά προσωπικό, κάμποση απ' την "ιστορία της ζωής μου" έχει να κάνει μ' αυτό το θέμα.

Ως έφηβη υποστήριζα θερμά, τυφλά, τον απόλυτο αυθορμητισμό στην τέχνη. Αυτό μου το δόγμα [γιατί ήταν δόγμα, όχι απλά μία θέση] πήγαζε από τη σχέση μου με κάποιες απ' τις τέχνες, και άργησα αρκετά να το αμφισβητήσω, χρειάστηκε να επαναπροσδιοριστεί η σχέση μου με τη μουσική και να αποκτήσω σχέσεις και με άλλες τέχνες για να το κάνω.

Θα μιλήσω λίγο γι αυτές μου τις σχέσεις, και τις μεν και τις δε, πριν προσθέσω ένα μικρό λιθαράκι σ' αυτά που έγραψε ο Γλωσσολάγνος, με τα οποία – οποία πρωτοτυπία! – συμφωνώ.

Το κύριο καύσιμο για τη φωτιά του τότε δόγματός μου ήταν η σχέση μου με τη λογοτεχνία, με το γράψιμο και τη γλώσσα. Ως τα δεκατέσσερά μου διάβαζα κατά μέσο όρο ένα βιβλίο την ημέρα, και ήδη έγραφα. Ως τα είκοσί μου διάβαζα κατά μέσο όρο ένα βιβλίο την εβδομάδα, χωρίς να μετρώ τους τόνους ποίησης, και έγραφα σα δαίμονας. Η μητέρα μου είναι φιλόλογος, και μεγάλωσα μέσα στη γλώσσα. Το αποτέλεσμα ήταν να μην μου περάσει ποτέ απ' το μυαλό πως αυτό το εργαλείο, αυτήν την τεχνική, αυτήν την γλώσσα, δεν το είχα εκ γενετής στη διάθεσή μου. Οι εμπνεύσεις μου – μέτριες, κακές, εξαιρετικές, δεν είναι ο σκοπός αυτού του θέματος ν' ασχοληθούμε με την ποιότητα των γραπτών μου, το σίγουρο είναι πως με την απόκτηση πείρας καλυτερεύουν – τις περισσότερες φορές ερχόντουσαν, κι έρχονται, ήδη δομημένες, τα περισσότερά μου χειρόγραφα δεν έχουν διορθώσεις, ή έχουν πολύ λίγες, με κάποιες εξαιρέσεις.

Έτσι, μέχρι να καταλάβω τι ακριβώς μου έδινε η απόκτηση πείρας, τι άλλαζε και γιατί, για ποιον λόγο οι εμπνεύσεις μου ήταν τις περισσότερες φορές δομημένες [και μάλιστα αρκετά σφιχτά], και πως κάθε τέχνη έχει τη δική της γλώσσα [όπως η λογοτεχνία έχει την ίδια τη γλώσσα] στην οποία μπορεί κάποιος να έχει ή να μην έχει ευχέρεια, πίστευα στον θεό της έμπνευσης εξ ουρανού, εξ έρωτος, και πάει λέγοντας – και ήμουν δέσμια αυτού.

Η αγάπη μου για τη μουσική με βοήθησε να καταλάβω τα περισσότερα απ' αυτά τα πράγματα [για τα υπόλοιπα φταίει απλώς το πέρας της εφηβείας :χαχαχα:]. Μέχρι κάποια ηλικία απλώς τραγουδούσα, τραγουδούσα οτιδήποτε άκουγα. Μιας κι αυτά που τραγουδούσα δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητικά, γιατί δεν είχα γνωρίσει ακόμα τη λόγια μουσική, όχι πραγματικά, και μιας και το σπίτι μου εκτός από βιβλιοφάγο ήταν και τραγουδιστικό [μαμα και γιαγιά τραγουδούσαν αρκετά όμορφα, για τα λαϊκά (εδώ αντίθετο του λόγια, και όχι σχετικό με αυτό που λέμε "λαϊκή μουσική" στην καθομιλουμένη) πάντα δεδομένα], η ψευδαίσθηση περί ταλέντου, θείας έμπνευσης και του αποκλειστικού ρόλου που έπαιζαν στις τέχνες καλά κρατούσε.

Μετά από κάποια ηλικία όμως, μου συνέβη ...ο Μπαχ. Μου συνέβη η πολυφωνία, και μιας και δεν είχα μεγαλώσει καταπίνοντας τη γλώσσα της μουσικής [είχα κάνει πιάνο δυο-τρία χρόνια με μέτρια δασκάλα, ή μάλλον κακή, για να μην καταφέρει να βγάλει στην επιφάνεια όοοολο αυτό το πάθος για τη μουσική που σίγουρα υπήρχε μέσα μου από τότε], αλλά τη γλώσσα της λογοτεχνίας, δεν μπορούσα ούτε να φτιάξω τέτοια κοσμήματα, ούτε να καταλάβω ακριβώς από τι υλικά αποτελούνταν – μόνο καθόμουν κι έχασκα.

Υπέστην λοιπόν ένα σοκ [κλονισμό θα ήθελες να το πω, αγαπητέ Φαροφύλακα;:)))], και μετά την πρώτη μου αντίδραση [θεοποίηση του εκάστοτε συνθέτη, πτώση της αυτοεκτίμησής μου, κτλ.], όταν τα πράγματα μέσα μου ηρέμησαν, και αφού ηρθα σε επαφή και με τις οπτικές τέχνες και είδα ανθρώπους με χειρότερο "χέρι" από μένα να κάθονται πάνω από ζωγραφιές μέρες ολόκληρες και να καταλήγουν σ' ένα αποτέλεσμα το οποίο δεν μπορούσα να το ζωγραφίσω ούτε στον ύπνο μου, κατάλαβα πως α. κάθε τέχνη έχει τη δική της γλώσσα [και κάθε γλώσσα τα δικά της ιδιώματα], κι όσο πιο καλά την ξέρεις τόσο πιο ελεύθερος είσαι να εκφραστείς, και β. είμαι μια τεμπέλα φούγκα, γιατί εύκολα ο κόπος που χρειάζεται για να μάθω νέες γλώσσες [αρκεί να μην είναι γλώσσες ομιλητικές, αυτές είναι ουσιαστικά μία γλώσσα, κι αυτό είναι άλλο ένα μεγάλο θέμα, και, έλεος, πόσο μεγάλες προτάσεις κάνω πια] και το ότι δεν είναι τα προγράμματά τους ήδη... εγκατεστημένα στον υπολογιστή του εγκεφάλου μου με καταβάλει και παραπάνω από πού και πού καταφεύγω στις λεξούλες μου, στα γραμματάκια μου, και στην παλιά, κακή τραγουδιστική τεχνική μου ["παρανομώντας", και καθυστερώντας την πρόοδο στα μαθήματα τραγουδιού μου].

Τα συμπεράσματά μου, λοιπόν, είναι τα ίδια με του Γλωσσολάγνου, και η μόνη μικρή λεπτομέρεια που θέλω να προσθέσω είναι πως όταν η τεχνική, η όποια τεχνική, είναι κτήμα του καλλιτέχνη μπορεί να είναι σχεδόν αόρατη για τον ίδιο, αλλά και για όσους τον βλέπουν να δημιουργεί. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να δημιουργήσουν πραγματικά αυθόρμητα κι αβίαστα με όλο το ποσοστό τεχνικής που ήδη κατέχουν – για μένα μάλιστα αυτό είναι το ζητούμενο στην τέχνη (όταν την βιώνω ως παραγωγός, όχι ως καταναλωτής, γιατί ως καταναλωτή με ενδιαφέρει να με αγγίξει, και μπορούν να με αγγίξουν και έργα τα οποία δεν έχουν έρθει στον κόσμο διόλου αβίαστα) διότι οι δυο τέχνες με τις οποίες καταπιάνομαι περισσότερο είναι η ποίηση και το τραγούδι, και θέλω να λειτουργούν έτσι μέσα μου. Συνήθως αυτό το μπόλιασμα αυθορμητισμού και τεχνικής γίνεται μετά από πολύ κόπο, αλλά καμμιά φορά, μάλλον όταν ο κόπος γίνει σε μικρή ηλικία, μπορεί κι αυτός ο ίδιος να περάσει απαρατήρητος – αλλά από ένα σημείο και μετά για να ανεβάσει ο καλλιτέχνης το επίπεδό του, ή ακόμα και να το συντηρήσει, θέλει κόπο. Όχι για να συνηθίσει να θυμάται τη γλώσσα, μιας και από ένα σημείο και μετά γίνετα δεύτερη φύση, αλλά για να βουτήξει ακόμα περισσότερο μέσα της, να μην του ξεφεύγει ιδίωμα για ιδίωμα, και να συνεχίσει να ανακαλύπτει νέους τρόπους για να πει τα ίδια πράγματα. Χώρια που χρειάζεται και άλλο ένα είδος κόπου, άσχετο με την τεχνική/γλώσσα και σχετικό με το περιεχόμενο/έμπνευση, χρειάζεται να κάνει τον κόπο να ζήσει κανείς για να έχει μετά από λίγο και διαφορετικά πράγματα να πει.

Όσο για το πόσο χρόνο/κόπο ξοδεύει ο κάθε ποιητής για την ποίησή του, πόσος απ' αυτόν τον κόπο έχει να κάνει με τεχνικά ζητήματα, και τι σκέφτεται όταν δημιουργεί, αυτό είναι σίγουρα διαφορετικό για καθ' έναν απ' αυτούς. Και μιας και δεν υπάρχουν μόνο πεθαμένοι καλοί λογοτέχνες, είναι αρκετά εύκολο να μάθει κανείς πέντε πράγματα για κάποιους απ' τους καλούς και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν.

Κλείνω επισημαίνοντας πόσο πολύ μου άρεσε αυτό το θέμα, για δεύτερη φορά, απόλαυσα και τις αναρτήσεις οι οποίες με βρίσκουν σύμφωνη, αλλά και τις παθιασμένες αναρτήσεις υπέρ του απόλυτου αυθορμητισμού. Το μόνο που πραγματικά δεν μου άρεσε ήταν το πολύ απαισιόδοξο "Γι’ αυτό, παρά τις εμπνεύσεις μας δε θα γίνουμε ποτέ, όχι Σολωμός, ούτε καν ……………………… (αφήστε το αυτό, δεν ξέρω ποιο όνομα να βάλω, καταλαβαίνετε τι εννοώ)." της Χρυσηίδας. Αλοίμονο αν σκεφτόμαστε έτσι, είτε είμαστε καλλιτέχνες, είτε επιστήμονες. Τα καλύτερα έρχονται... Και αυτό το λέει με πολύ κόπο μια λάτρης των παλιών εποχών, της παλιάς μουσικής και γενικότερα της παλιάς τέχνης, που είναι υπέρ της μελέτης (και απόλαυσης) των έργων του παρελθόντος και όχι κάποιος άνθρωπος που έχει ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, απορρίπτει ό,τι έχει περάσει, και κοιτάει μόνο μπροστά.

Over and out, κι ελπίζω να βγάζει νόημα το... σεντόνι μου. Συγγνώμη για την ανοργανωσιά του, η παρόρμηση να το γράψω και να πατήσω αμέσως την "Καταχώρηση Απάντησης" ήταν πιο ισχυρή απ' τη φωνούλα που μου έλεγε να το ξαναδιαβάσω και να το οργανώσω λίγο καλύτερα.
 
Last edited:
Top