Παραλλαγές σ' ένα θέμα!

Οκτάνα,ευχαριστώ=) =). Λάγνε, έβλεπα φανατικά με τον αδερφό μου Μαρία της Γειτονιάς! Επίσης με τον αδερφό μου κάνουμε το εξής-κατα γενική παραδοχή- πολύ πετυχημένο: κάθεται στην αγκαλιά μου, έχοντας το πρόσωπο στο "κοινό" έτσι ώστε να με κρύβει. Εγώ περνάω τα χέρια μου κάτω απ τις μασχάλες του, κι αυτός κρύβει τα δικά του πίσω από την πλάτη μου. Έτσι το "κοινο" βλέπει τον αδερφό μου αλλά τα δικά μου χέρια. Ο αδερφός μου λοιπόν αρχίζει να κάνει γκριμάτσες και να ανοιγοκλείνει το στόμα, ενώ εγώ μιλάω και κάνω χειρονομίες: "Ωωωωω Χουάν πως μπόρεσες να το κάνεις αυτο, σ εμενα* το χέρι μου χτυπαει το στηθος του αδερφου μου* , που τοσο σ αγαπησα; Θελω να πεθανωωωωωω* τα χερια μου τραβανε τα μαλλια του αδερφου μου*. Δεν ξέρω αν το μετεφερα αποτελεσματικα, παντως στις οικογενειακες και φιλικες συγκεντρωσεις εχει μεγαλο σουξέ :P

Αντέρωτα, επιτηδες δεν το συνεχισα ετσι οπως λες. Ηθελα να δωσω ακριβως αυτο το "μιση ωρα για να πουμε μιση κουβεντα, αλλη μιση ωρα σιρόπια και στα τελευταια δευτερολεπτα η ανατροπή-ωχ οχι! τι θα γινει τωρα; Η απάντηση στο επομενο επεισόδιο!" :Ρ
 
Φίλοι, παραλείψατε την εκδοχή ΕΦ. Ιδού λοιπόν.

" Ακινητοποίησα την άκατο στον γήινο δρόμο, μπροστά στο σήμα ερυθρού φάσματος που σημαίνει "ΣΤΟΠ", σύμφωνα με τα ισχύοντα σε αυτή την γωνιά του σύμπαντος. Στα δεξιά μου περίμενε ένα ασημί όχημα επιφανειακής κυκλοφορίας, χρώματος μεταλλικού και αμφίβολου αεροδυναμικού σχεδιασμού. Ενα χαρακτηριστικό δείγμα μέσης ηλικίας, αρσενικού κατοίκου του πλανήτη ήταν ο μοναδικός επιβάτης του. Το παρατήρησα με επιστημονικό ενδιαφέρον να πραγματοποιεί τις εξής ακατανόητες κινήσεις. Τοποθέτησε την δεύτερη απόληξη του δεξιού μέλους του άνω τμήματος του κορμού του μέσα στην κοιλότητα που χρησιμεύει για λήψη τροφής και για επικοινωνία. Υστερα, άρχισε να το κινεί εναγωνίως, προφανώς αναζητώντας κάτι που υπήρχε εκεί. Το παρακολούθησα με περιέργεια, καθώς δεν είχα βρει αντίστοιχη συμπεριφορά άλλου πλάσματος σε κανένα από τα ολογράμματα που είχα μελετήσει στην πατρίδα, πριν ξεκινήσω για την αποστολή μου. Στη συνέχεια, το πλάσμα απομάκρυνε την εν λόγω απόληξη από εκεί και την τοποθέτησε στον ακουστικό του πόρο. Ενώ συνέχιζα να το παρακολουθώ με απορία, βύθισε την γνωστή πια απόληξη σε μία από τις δύο αναπνευστικές οδούς που διαθέτει το είδος του. Εμφανώς ανικανοποίητο από το αποτέλεσμα, το ον βύθισε ακόμη μία απόληξή του εκεί. Συνέχισα να παρακολουθώ, χωρίς να αντιλαμβάνομαι τον σκοπό αυτών των ενεργειών του. Τέλος, η πρώτη απόληξη επέστρεψε στην αρχική θέση, δηλαδή στην κοιλότητα της λήψης τροφής. Εκείνη τη στιγμή, το άχαρο όχημα ξεκίνησε, κι εγώ παρέμεινα στη θέση μου, προσπαθώντας να εξηγήσω την ακατανόητη συμπεριφορά του πλάσματος".
 
νουάρ

Και μια προσπάθεια για νουάρ εκδοχή:

Ο Σαμ Σπέιντ σταμάτησε στο φανάρι. «Άλλη μια δουλειά που τέλειωσε καλά» σκέφτηκε και κοίταξε αφηρημένα το ασημί ευρωπαϊκό αυτοκίνητο που σταμάτησε δίπλα του. Ο οδηγός κάτι του θύμιζε, φάτσα λεβαντίνικη, πονηρή, με ένα κοντό μούσι και αρχή φαλάκρας. Έμοιαζε με τον τύπο που ήταν μπερδεμένος στην υπόθεση με το γεράκι. Άναψε ένα τσιγάρο ενώ σκεφτόταν την ξανθιά που είχε γνωρίσει σε κείνη την υπόθεση. Μια κίνηση τράβηξε την προσοχή του. Ο τύπος θα είχε φάει καλά και καθάριζε τα δόντια του με το δάχτυλο. «Για δες, μονολόγησε, έχει και η αριστοκρατία τις κακές της συνήθειες». Αυτός ήταν μάλλον από σπόντα αριστοκράτης γιατί μετά τα δόντια πήραν σειρά το αυτί και η μύτη του. Ο Σπέιντ γέλασε ειρωνικά κι έβαλε μπρος τους υαλοκαθαριστήρες, η βροχή έπεφτε τώρα δυνατή. Δυστυχώς γι αυτόν όχι τόσο δυνατή που να τον εμποδίσει να δει το δάχτυλο στο διπλανό αυτοκίνητο να επιστρέφει στα δόντια του τύπου. Το φανάρι έγινε πράσινο αλλά αυτός δεν έβαλε μπρος. Γέλασε δυνατά κι έφερε το φλασκί στο στόμα του κοιτάζοντας το ασημί αυτοκίνητο να φεύγει.
 
Last edited:
Παραλλαγή Τέρρυ Πράτσετ/Ντάγκλας Άνταμς (απόσπασμα)

Λέμε "κόκκινο σαν αίμα", "κόκκινο σαν φωτιά", ακόμα και "κοκκινο σαν κρασί". Δεν είναι όμως τυχαίο που κανένας δεν έχει πει ποτέ "κόκκινο σαν φανάρι" για να περιγράψει μια απόχρωση του κόκκινου. Γιατί το κόκκινο στο φανάρι είναι το πιο μισητό χρώμα. Ο Ντερκ Τζέντλυ είχε την άποψη αυτή όσο περίμενε τα ατέλειωτα λεπτά να περάσουν για να συνεχίσει το δρόμο του. Το κοίταζε επίμονα, πιστεύοντας οτι όσο πιο πολύ το κοιτάζει, τόσο πιο γρήγορα θα πρασινίσει. Το φανάρι όμως φαινόταν οτι στερείται την τηλεπαθητική ικανότητα να τον καταλάβει. Ή αντίθετα ήξερε πολύ καλά τί έκανε, και εξακολούθησε να λάμπει με μια σαδιστική και χαιρέκακη κοκκινότητα. Όσο ο Ντερκ προσπαθούσε να μάταια να δει το πράσινο, το αυτοκίνητο δονουταν με την ταχύτητα στο νεκρό, φέρνοντάς τον όλο και πιο κοντά στον ύπνο.

Με μια θριαμβευτική αποφασιστική κίνηση που υπερνικούσε ηρωικά το νανούρισμα, γύρισε δεξιά το κεφάλι του για να δει πως είχε σταματήσει δίπλα του μία εντυπωσιακή ασημί μερσεντές. Στη θέση του οδηγου ένας τυπος που αντιπροσώπευε αρχετυπικά το τρίπτυχο πενηντάρης-καραφλός-μουσάτος. Ο Ντερκ ένιωσε να γνωρίζει αυτή τη φάτσα, όχι επειδή είχε ξαναδεί τον τύπο, αλλά επειδή το καλούπι ήταν αηδιαστικά χιλιοφορεμένο. Τύπος και αυτοκίνητο δημιουργούσαν μια εικόνα που αν ηταν πλανο κινηματογραφικής ταινίας θα ταίριαζε με μουσική υπόκρουση Βασίλη Καρρά. Ο τύπος είχε τον αέρα ενός αυτοδημιούργητου ανθρώπου που πάλεψε τις αντιξοότητες της ζωής, δούλεψε, έπεσε, σηκώθηκε, πέτυχε, πλούτισε, ωστε να μπορέσει να αποκτήσει, επιτέλους, ένα στόχο ζωής, μια ονειρεμένη Μερσεντές, την οποία κατόπιν έβαψε ίδια με ταξί. Μια πορεία ζωής που ειχε τη υφή επαργυρωμένου χρυσαφιού.

Ο Ντερκ χάζεψε λίγο αυτο το θέαμα που ήταν αντιφατικό με τον ίδιο του τον εαυτό όταν ο μουσάτος, αγνοώντας την ύπαρξη του Ντερκ, βάπτισε το δάχτυλό του σε ένα σημείο μεταξύ των δοντών του. Και συγκεκριμένα, σε ένα αηδιαστικό συστατικό αγνώστου γαστριμαργικής προέλευσης, που εδώ και κάποια λεπτά ξεκουραζόταν ανάμεσα στους δύο κοπτήρες του, ελπίζοντας να εξελιχτεί σε μια πιο περίπλοκη μορφή ζωής τα επόμενα χρόνια, αν αυτή η πολλά υποσχόμενη μελλοντική πορεία δεν κοβόταν άδοξα απο την άκρη του νυχιού του τυπά. Πλήθος συγκρουώμενων συναισθημάτων αναστάτωσαν τον εσωτερικό κόσμο του Ντερκ: Ο θαυμασμός μάλωνε με την έκπληξη ενώ η ζήλεια προσπαθούσε να συνεννοηθεί με την αποστροφή, κι όλα αυτά ενώ έσκασε μύτη στο δωμάτιο ο αποτροπιασμός για να δει ποιός κάνει τόση φασαρία
Τρελό :χαχα: :πάνω::πάνω::πάνω:

Και το χαϊκού του Φάρου μ' άρεσε!

Χαϊκού

Μέσ' στο Μερσέντες
Σ' αυτί, στόμα και μύτη
Δάχτυλο χώνει
 
Σαλονικιώτικη διάλεκτος


Πλατεία Αριστοτέλους. Ώρα 14:00 μμ.


-Που είσαι ρε ψηλέ; μέρες καναμ να σε δούμε.
- Είχα πάρει άδεια γία...
-Πλλλλάκα με κάνεις; Και λέω που χαθ το καρντάσι...
-Ναι σε λέω... κατέβηκα αθήνα για κάτι δουλείες και ανέβηκα εψές... Οι αθήναίοι δεν ξέρουν ντίπ για ντίπ απο σαντουίτς... Το φαντάζεσαι; πήγα σε γυράδικο, ζήτησα σαντούιτς και με δώσαν ψωμί του τόστ με γαλαπούλα και κασέρι... χαϊβάνια σε λέω....

<<Χαχαχα οι συνάδελφοι>>

-Και δε με λες ψηλέ; βρήκες καμία αθηναία ή τζάμπά κατέβηκες;
-Ελά ρε γκαρντάσι τώρα... παπούτσι απ'το τόπο σου και ας είναι μπαλωμένο... οι δικές μας είναι ωραίες τσουποτές... τι να τις κάνουμε τις ξερακιανές τις αθηναίες;
-Έτσιιιι σαλονικιά να πάρεις να σου φτιάχν και καμία πίτα...

<<Χτυπάει ο ασύρμαντος>>

-530 με λαμβάνεις; όχημα κατευθύνεται με μεγάλη ταχύτητα στην λεωφόρο Νίκης.
-Εδώ 530 όβερ.
-Καταζητείται κύριος με ψαρά μαλλιά ηλικίας πενήντα+ με όχημα υπό αριθμών ΝΑ 85232 μάρκας μερσεντές χρώματος ασημί.
-Μήνυμα ελήφθει όβερ.

<<Γκαρντάσια ξεκινάμε... κάποιος κάνει σαματά στην λεωφόρο>>

Οπλισμένοι και οι 4 ανεβαίνουν στις μηχανές και κατευθείνονται στην λεωφόρου Νίκης... ο ψηλός πάει δια άλλης οδού....

-Ψηλέ; δε με λές τον βλέπεις;
-Τον βλέπω, είμαι κοντά μην κάνετε κίνηση δεν με έχει δεί... είναι σταματημένος σε ένα γυράδικο και περιμένει...

Μερικά λεπτά σιωπής...

-Ψηλέ; τον βλέπεις;
-Τον βλέπω....
-Και;


Ο Ψηλός περπατάει μερικά βήματα και κατευθύνεται στο όχημα... ο ύποπτος δεν τον έχει δεί και ξαφνικά ακούει...

-Συλλαμβάνεστε για διατάραξη κοινής ησυχίας, για παραβίαση τριών STOP και για υπερβολική ταχύτητα... παρακαλώ βγείτε απο το όχημα σας αργά και με γυρισμένη την πλάτη...

Ο πενηντάρης ατάραχος χώρις να γυρίσει κάν να τον κοιτάξει σηκώνει το χέρι του και βάζει το δάχτυλο του στην μύτη του... αφού το σκάλισε για τα καλά... έβγαλε μια πράσινη μύξα και την πέταξε έξω απο το παράθυρο με αποτέλεσμα να κολλήσει στα ρούχα του ψηλού... Ο Ψηλός τα πέρνει στο κρανίο...

-Βγές έξω τώρα σε είπα!

Χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση ο πενηντάρης συνεχίζει και χώνει το δάχτυλο αυτή την φορά στο αυτί του και τώρα βγάζει ένα μεγάλο κερί... λες και είχε να το καθαρίσει μέρες και το χώνει στο στόμα του...

Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο ατάραχο πρόσωπο του πενηντάρη και με βλέμμα όλο υπόσχεση λέει στον ψηλό...

-I will come back.

Σπινιάρει και φεύγει βολίδα. Ο Ψηλός έχει μείνει παγωτό...

-Ψήλε; τι έκανες δε σε βλέπουμε...
-Τον έχασα.
 
αν και ειμαι απο Βορεια Ελλαδα και εμεινα για καποιο διαστημα Θεσσαλονικη οταν κατεβηκα Αθηνα ηρθα αρκετα προκατειλλημενη για το πως μας αντιμετωπιζουν οι Αθηναιοι....τις προαλλες ομως συνειδητοποιησα ομως με λυπη μου οτι και οι Θεσσαλονικεις... ε τα θελουν και τα παθαινουν ωρες ωρες. Μπαινω στο λεωφορειο και πετυχαινω δυο τυπους που ηθελαν να πανε στο Ρεντη αλλα δεν ηξεραν πως ε τους ρωταω και γω ξερετε το allou fan park? (περα απο τι πηρα την απαντηση α εννοεις το θεατρο του Σεφερλη?) η επομενη ατακα που να ξερω μανα μου απο Θεσσαλονικη ειμαι... ε συγνωμη αλλα θελουν και τα παθαινουν
 
Του χουριάτκου


Ζμπέθερε καλημέρα, έλα να σι κιράσου ιένα καφέ. Κάτσι εδωνά! Παντελή φτιάξι μας δυό καφεδάκια πιριποιημένα...

Που λες ζμπέθερε που να στα λέω. Προυχτές είπα να πάω μι του Ντάτσουν στου κεφαλουχώρ' να δω μιά μουσκίδα που ιέχ' ικείνος ου κουπρίτς ου Θανάσ' ου τζαμπάζς για πούλημα. Ικείνος μωρέ, που πήρι του Πάσχα τ' αρνιά του Κώτσου του σακάτ' κι ακόμα να τουν πληρώσ'. Αφού ου Κώτσους μι είπε άμα πάρω την μουσκίδα, τις παράδες να μην τις δώσου στουν κουπρίτ' μα σ' αυτόν.

Ικεί στην διασταύρωσ' που λες, ικεί μωρέ που ίνι η πουτίστρα για τα ζουντανά, μ' έπιασ' το φανάρ' κόκκινου και στάθκα. Ιέβαλα κι τουν λιβιέ στη μέσ' να μην τσινάει του Ντάτσουν κι περίμινα.

Παντελή, πούναι μωρέ οι καφέδες: Θα τσ' φέρ'ς σήμερα; Που λες ζμπέθερε, πίσω μου ιερχόταν μιά νταλίκα φουρτσάτ', που είπα ¨αχ Πανα'ί'τσαμ' βουήθα¨ Άμα μι κουπάναγε μιά φτουνού του θηρίου που πίσ', θάμαν τώρα μακαρίτς σι λέου. Μι του ζόρ' σταμάτς πίσω μ' να, τόσο δα, όσο πατάει η γάτα...κι ξιφύσαγαν τα φρένα τ' σαν ταυρί που μυρίζ' του γελάδ' που σερν'.

Ζερβά μ' ήταν η λουρίδα που πάει πάνου στου πανουχώρ'. Ικεί λοιπόν ήρθι κι σταμάτς ιένα αμάξ'...αμάξ' μωρέ πως να στου πω, μιά κούρσα που λένι. Ιένα αμάξ' ζμπέθερε, τέτοιο δεν έχεις ματαδεί, μιγάλο σαν την κουμπίνα του Θρασύβουλα, μόνο όχι τόσου βρώμικ'.

Ίχει κι ιένα χρώμα πουλύ λαμπερό- πως του λέν' δεν κατέχω- αλλά ήταν σαν τα μαλλιά της γριάς της Κατσαρίνας, του Σταμάτ' του κατσαρού τη μάνα.

Θα χωρούσαν ίσα με δέκα νοματαίοι μέσα, αλλά ήταν ιένας μοναχά, στην θκιάμ' την ηλικία πρέπει νάταν, αλλά ουόχ' σαν κι μένα χωριάτς, καλαμαράς λιμοκουντόρος μι φάνικ', μι ιένα κουστούμ' πιό καλό απ' αυτό που φοράει ου δάσκαλος την Κυριακή στην εκκλησιά.

Ήταν κι καράφλας, ουόχ' πουλύ, να, σαν να είχι ψηλά του μέτουπο.

Όπως τουν χάζευα, κάνει μιά ου λιμοκουντόρος κι αρχίζ' να ξάει το δόντια τ'. Άι λέω, θα βγάζ' κάνα μαρούλ' που κόλλσε στα δόντια τ'. Τούτος όμως, ιέβγαλ' του δάχτυλου απ' του στόμα τ' κι του έχουσε στ' αυτί τ. Μιτά, άρχισ' να του στριφογυρνάει σαν μανιβέλα κι έβγαλ' απου μέσα κατιτίς που το στριφογύριζε σαν μπουρμπουλάκ' κι μετά έκανε μιά έτσι κι το πέταξι απ' του παράθυρου.

Αι σιχαδιό, είπα μέσα μ' είσι κι λιμοκουντόρος πανάθεμα σ'. Κι νάταν μόνο αυτό! Μιτά ιέχουσ' του δάχτυλο στη μύτη τ' κι αφού σκάλισ' κι σκάλισ' ιέβγαλ' κάτι απου μέσα, του κοίταξ' καλά καλά κι μετά ιέχουσ' του δάχτυλο τ' πάλι στου στόμα τ' ου μπιχλιάρς. Μα την Παναγιά ζμπέθερε, σαν το ζαβλακωμένο του Μήτσου του αγροφύλακα τουν γιό, που τρώει τις μύξες του το βλαμμένο...

Μήρθε του ξερατό μέχρι την γλώσσα μ' ζμπέθερε, έμεινα κόκαλο κι τουν χάζευα που ξεκίνησ' κι δεν χαμπάριασα που άναψε πράσινο του φανάρ' μέχρι που πάτησε τις κόρνες η νταλίκα σαν βαπόρ' που σαλπάρ' κι ξιπάστκα.

Άιντε ρε Παντελή, τι γινίκαν αυτηνοί οι καφέδες, μεσμέριασ' !
 
Top