Του χουριάτκου
Ζμπέθερε καλημέρα, έλα να σι κιράσου ιένα καφέ. Κάτσι εδωνά! Παντελή φτιάξι μας δυό καφεδάκια πιριποιημένα...
Που λες ζμπέθερε που να στα λέω. Προυχτές είπα να πάω μι του Ντάτσουν στου κεφαλουχώρ' να δω μιά μουσκίδα που ιέχ' ικείνος ου κουπρίτς ου Θανάσ' ου τζαμπάζς για πούλημα. Ικείνος μωρέ, που πήρι του Πάσχα τ' αρνιά του Κώτσου του σακάτ' κι ακόμα να τουν πληρώσ'. Αφού ου Κώτσους μι είπε άμα πάρω την μουσκίδα, τις παράδες να μην τις δώσου στουν κουπρίτ' μα σ' αυτόν.
Ικεί στην διασταύρωσ' που λες, ικεί μωρέ που ίνι η πουτίστρα για τα ζουντανά, μ' έπιασ' το φανάρ' κόκκινου και στάθκα. Ιέβαλα κι τουν λιβιέ στη μέσ' να μην τσινάει του Ντάτσουν κι περίμινα.
Παντελή, πούναι μωρέ οι καφέδες: Θα τσ' φέρ'ς σήμερα; Που λες ζμπέθερε, πίσω μου ιερχόταν μιά νταλίκα φουρτσάτ', που είπα ¨αχ Πανα'ί'τσαμ' βουήθα¨ Άμα μι κουπάναγε μιά φτουνού του θηρίου που πίσ', θάμαν τώρα μακαρίτς σι λέου. Μι του ζόρ' σταμάτς πίσω μ' να, τόσο δα, όσο πατάει η γάτα...κι ξιφύσαγαν τα φρένα τ' σαν ταυρί που μυρίζ' του γελάδ' που σερν'.
Ζερβά μ' ήταν η λουρίδα που πάει πάνου στου πανουχώρ'. Ικεί λοιπόν ήρθι κι σταμάτς ιένα αμάξ'...αμάξ' μωρέ πως να στου πω, μιά κούρσα που λένι. Ιένα αμάξ' ζμπέθερε, τέτοιο δεν έχεις ματαδεί, μιγάλο σαν την κουμπίνα του Θρασύβουλα, μόνο όχι τόσου βρώμικ'.
Ίχει κι ιένα χρώμα πουλύ λαμπερό- πως του λέν' δεν κατέχω- αλλά ήταν σαν τα μαλλιά της γριάς της Κατσαρίνας, του Σταμάτ' του κατσαρού τη μάνα.
Θα χωρούσαν ίσα με δέκα νοματαίοι μέσα, αλλά ήταν ιένας μοναχά, στην θκιάμ' την ηλικία πρέπει νάταν, αλλά ουόχ' σαν κι μένα χωριάτς, καλαμαράς λιμοκουντόρος μι φάνικ', μι ιένα κουστούμ' πιό καλό απ' αυτό που φοράει ου δάσκαλος την Κυριακή στην εκκλησιά.
Ήταν κι καράφλας, ουόχ' πουλύ, να, σαν να είχι ψηλά του μέτουπο.
Όπως τουν χάζευα, κάνει μιά ου λιμοκουντόρος κι αρχίζ' να ξάει το δόντια τ'. Άι λέω, θα βγάζ' κάνα μαρούλ' που κόλλσε στα δόντια τ'. Τούτος όμως, ιέβγαλ' του δάχτυλου απ' του στόμα τ' κι του έχουσε στ' αυτί τ. Μιτά, άρχισ' να του στριφογυρνάει σαν μανιβέλα κι έβγαλ' απου μέσα κατιτίς που το στριφογύριζε σαν μπουρμπουλάκ' κι μετά έκανε μιά έτσι κι το πέταξι απ' του παράθυρου.
Αι σιχαδιό, είπα μέσα μ' είσι κι λιμοκουντόρος πανάθεμα σ'. Κι νάταν μόνο αυτό! Μιτά ιέχουσ' του δάχτυλο στη μύτη τ' κι αφού σκάλισ' κι σκάλισ' ιέβγαλ' κάτι απου μέσα, του κοίταξ' καλά καλά κι μετά ιέχουσ' του δάχτυλο τ' πάλι στου στόμα τ' ου μπιχλιάρς. Μα την Παναγιά ζμπέθερε, σαν το ζαβλακωμένο του Μήτσου του αγροφύλακα τουν γιό, που τρώει τις μύξες του το βλαμμένο...
Μήρθε του ξερατό μέχρι την γλώσσα μ' ζμπέθερε, έμεινα κόκαλο κι τουν χάζευα που ξεκίνησ' κι δεν χαμπάριασα που άναψε πράσινο του φανάρ' μέχρι που πάτησε τις κόρνες η νταλίκα σαν βαπόρ' που σαλπάρ' κι ξιπάστκα.
Άιντε ρε Παντελή, τι γινίκαν αυτηνοί οι καφέδες, μεσμέριασ' !