Ο "Διγενής Ακρίτης" ή "Το έπος του Διγενή Ακρίτη" είναι ένα έμμετρο αφηγηματικό έργο, που τοποθετείται κάπου μεταξύ του 11ου-12ου αιώνα. Για κάποιους, όπως το Λίνο Πολίτη, σηματοδοτεί την έναρξη της Νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Διγενής Ακρίτας ήταν, σύμφωνα με τον μύθο, ένας από τους πολεμιστές των συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι οποίοι ονομάζονταν Ακρίτες. Το όνομα Διγενής υποδηλώνει ότι ο πρωταγωνιστής προέρχεται από δύο γένη, μιας και η μητέρα του ήταν κόρη ενός βυζαντινού στρατηγού, ενώ ο πατέρας του καταγόταν από τη Συρία και ήταν εμίρης. Σε μια επιδρομή του εμίρη στα βυζαντινά εδάφη, εκείνος, άρπαξε την κόρη του στρατηγού και όταν του ζητήθηκε να την δώσει πίσω, αρνήθηκε. Ο μικρότερος τότε αδερφός της κοπέλας, μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Αρνήθηκε όμως και πάλι να παραδώσει την όμορφη κοπέλα και αντ'αυτού, δέχτηκε να βαπτιστεί χριστιανός και την παντρεύτηκε. Από αυτόν τον γάμο γεννήθηκε ο Βασίλειος, ο Διγενής Ακρίτας.
Ο Διγενής παρουσιάζεται από μκρός ως ένα παιδί με εξαιρετικές ικανότητες και σωματική δύναμη. Εξάλλου, είναι συχνό στους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών να παρουσιάζονται ως άτομα με υπερφυσικές σχεδόν δυνάμεις. Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης καταλαμβάνεται από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Διγενή των μαχών που έδωσε για να προστατέψει την γυναίκα του από έναν δράκο και ένα λιοντάρι, καθώς και τις μάχες του με τους απελάτες(= ληστές των βουνών) και την αμαζόνα Μαξιμώ. Εκτός όμως από τα πολεμικά του κατορθώματα, μαθαίνουμε και για δύο περιπτώσεις όπου ο Διγενής απάτησε την γυναίκα του, με μια κοπέλα από την Αραβία, και με την αμαζόνα Μαξιμώ, μετά την ήττα της στη μονομαχία τους. Το τέλος του Διγενή έρχεται σε νεαρή ηλικία, από κάποια ασθένεια, σε έναν πύργο που είχε χτίσει ο ίδιος στις όχθες του Ευφράτη. Μετά από λίγο καιρό πεθαίνει και η γυναίκα του από την θλίψη.
Το έργο σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές:
-το χειρόγραφο του Εσκοριάλ (βρέθηκε στην βιβλιοθήκη Εσκοριάλ της Μαδρίτης και αποτελείται από 1867 στίχους)
-της Τραπεζούντας (βρέθηκε στην μονή Σουμελά του Πόντου και αποτελείται από 3182 στίχους)
-το χειρόγραφο Άνδρου-Αθηνών (χειρόγραφο Εθνικής Βιβλιοθήκης 1074), με 4778 στίχους
-της Κρυπτοφέρρης (από την μονή της Grottaferrata στην Ιταλία, με 3709 στίχους
-της Οξφόρδης, που είναι ομοιοκατάληκτη διασκευή του 1670 από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Πετρίτση
-της Άνδρου, που είναι πεζή διασκευή από την χρονιά 1632.
Η ιστορία του Διγενή Ακρίτα ήταν πάρα πολύ δημοφιλής ανάμεσα στον λαό, ο οποιός είχε την τάση να μυθοποιεί τέτοιου είδους ήρωες.
Το έργο σαν λογοτεχνικό είδος, έχει επιφέρει πολλές διαμάχες μεταξύ των φιλολόγων. Η κυριότερη ίσως από αυτές είναι για το αν το έργο ανήκει στο είδος του έπους ή του μυθιστορήματος. Άλλα προβλήματα που προκύπτουν είναι η μορφή του πρωτότυπου κειμένου και η σχέση των παραλλαγών με αυτήν, η χρονολόγηση του πρωτοτύπου και η ταυτότητα του συγγραφέα του, η χρονολόγηση των παραλλαγών και η μεταξύ τους σχέση και τέλος η σχέση του κειμένου με την προφορική παράδοση και τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου .
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, με την ανακάλυψη των δημοτικών ακριτικών τραγουδιών και των χειρογράφων του έπους, η μορφή του Διγενή Ακρίτα άρχισε να ερμηνεύεται ως εθνικό σύμβολο: ο Νικόλαος Πολίτης θεωρούσε τον Διγενή σύμβολο της «μακραίωνος και αλήκτου πάλης του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον». Το σύμβολο του Διγενή πέρασε και στη λογοτεχνία της εποχής, με πρωιμότερο παράδειγμα τα ποιήματα του Κωστή Παλαμά. Και άλλοι όμως λογοτέχνες χρησιμοποίησαν το όνομά του, όπως ο Άγγελος Σικελιανός στην τραγωδία του "Ο θάνατος του Διγενή", ο Ψυχάρης και ο Καζαντζάκης (οι τελευταίοι δεν ολοκλήρωσαν τα έργα τους).
Ο Διγενής Ακρίτας ήταν, σύμφωνα με τον μύθο, ένας από τους πολεμιστές των συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι οποίοι ονομάζονταν Ακρίτες. Το όνομα Διγενής υποδηλώνει ότι ο πρωταγωνιστής προέρχεται από δύο γένη, μιας και η μητέρα του ήταν κόρη ενός βυζαντινού στρατηγού, ενώ ο πατέρας του καταγόταν από τη Συρία και ήταν εμίρης. Σε μια επιδρομή του εμίρη στα βυζαντινά εδάφη, εκείνος, άρπαξε την κόρη του στρατηγού και όταν του ζητήθηκε να την δώσει πίσω, αρνήθηκε. Ο μικρότερος τότε αδερφός της κοπέλας, μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Αρνήθηκε όμως και πάλι να παραδώσει την όμορφη κοπέλα και αντ'αυτού, δέχτηκε να βαπτιστεί χριστιανός και την παντρεύτηκε. Από αυτόν τον γάμο γεννήθηκε ο Βασίλειος, ο Διγενής Ακρίτας.
Ο Διγενής παρουσιάζεται από μκρός ως ένα παιδί με εξαιρετικές ικανότητες και σωματική δύναμη. Εξάλλου, είναι συχνό στους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών να παρουσιάζονται ως άτομα με υπερφυσικές σχεδόν δυνάμεις. Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης καταλαμβάνεται από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Διγενή των μαχών που έδωσε για να προστατέψει την γυναίκα του από έναν δράκο και ένα λιοντάρι, καθώς και τις μάχες του με τους απελάτες(= ληστές των βουνών) και την αμαζόνα Μαξιμώ. Εκτός όμως από τα πολεμικά του κατορθώματα, μαθαίνουμε και για δύο περιπτώσεις όπου ο Διγενής απάτησε την γυναίκα του, με μια κοπέλα από την Αραβία, και με την αμαζόνα Μαξιμώ, μετά την ήττα της στη μονομαχία τους. Το τέλος του Διγενή έρχεται σε νεαρή ηλικία, από κάποια ασθένεια, σε έναν πύργο που είχε χτίσει ο ίδιος στις όχθες του Ευφράτη. Μετά από λίγο καιρό πεθαίνει και η γυναίκα του από την θλίψη.
Το έργο σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές:
-το χειρόγραφο του Εσκοριάλ (βρέθηκε στην βιβλιοθήκη Εσκοριάλ της Μαδρίτης και αποτελείται από 1867 στίχους)
-της Τραπεζούντας (βρέθηκε στην μονή Σουμελά του Πόντου και αποτελείται από 3182 στίχους)
-το χειρόγραφο Άνδρου-Αθηνών (χειρόγραφο Εθνικής Βιβλιοθήκης 1074), με 4778 στίχους
-της Κρυπτοφέρρης (από την μονή της Grottaferrata στην Ιταλία, με 3709 στίχους
-της Οξφόρδης, που είναι ομοιοκατάληκτη διασκευή του 1670 από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Πετρίτση
-της Άνδρου, που είναι πεζή διασκευή από την χρονιά 1632.
Η ιστορία του Διγενή Ακρίτα ήταν πάρα πολύ δημοφιλής ανάμεσα στον λαό, ο οποιός είχε την τάση να μυθοποιεί τέτοιου είδους ήρωες.
Το έργο σαν λογοτεχνικό είδος, έχει επιφέρει πολλές διαμάχες μεταξύ των φιλολόγων. Η κυριότερη ίσως από αυτές είναι για το αν το έργο ανήκει στο είδος του έπους ή του μυθιστορήματος. Άλλα προβλήματα που προκύπτουν είναι η μορφή του πρωτότυπου κειμένου και η σχέση των παραλλαγών με αυτήν, η χρονολόγηση του πρωτοτύπου και η ταυτότητα του συγγραφέα του, η χρονολόγηση των παραλλαγών και η μεταξύ τους σχέση και τέλος η σχέση του κειμένου με την προφορική παράδοση και τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου .
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, με την ανακάλυψη των δημοτικών ακριτικών τραγουδιών και των χειρογράφων του έπους, η μορφή του Διγενή Ακρίτα άρχισε να ερμηνεύεται ως εθνικό σύμβολο: ο Νικόλαος Πολίτης θεωρούσε τον Διγενή σύμβολο της «μακραίωνος και αλήκτου πάλης του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον». Το σύμβολο του Διγενή πέρασε και στη λογοτεχνία της εποχής, με πρωιμότερο παράδειγμα τα ποιήματα του Κωστή Παλαμά. Και άλλοι όμως λογοτέχνες χρησιμοποίησαν το όνομά του, όπως ο Άγγελος Σικελιανός στην τραγωδία του "Ο θάνατος του Διγενή", ο Ψυχάρης και ο Καζαντζάκης (οι τελευταίοι δεν ολοκλήρωσαν τα έργα τους).