Ένα κυκλομύθι για τους αφηρημένους...

Ε λοιπόν είπα να δοκιμάσω κι εγώ να αρχίσω ένα κυκλομύθι-σήμερα ανακάλυψα το είδος και είδα το πιο πρόσφατο και μου άρεσε!:μαναι:
Λοιπόν."Ένα κυκλομύθι για τους αφηρημένους" το έιπα για τον απλό λόγο ότι η αρχή είναι αφηρημένη-και μιλάει για κάποιον που πεοσπαθεί να ξεπεράσει την αξεπέραστη αφηρημάδα του...
Ελπίζω να ευωδώσει κάτι καλό-ή αστείο.:)
Ξεκινάω:
"Είχε βάλει σε κάθε γράμμα έναν αριθμό και σε κάθε αριθμό ένα γράμμα. Σε κάθε γράμμα ένα χρώμα. Σε κάθε χρώμα έναν ήχο. Σε κάθε ήχο μια μυρωδιά.Και σε κάθε μυρωδιά έναν άνθρωπο.Παρόλα αυτά,ήταν απόλυτα σίγουρος ότι εξακολουθούσαν να του ξεγλιστράνε-όπως γλιστράει το ζελέ από το κουτάλι:))))- πολλά και διάφορα πράγματα και δεν ήταν σίγουρος....
 
αν θα κατάφερνε να ξεχωρίσει την κίτρινη Κ(ατερίνα) καμέλια/σονάτα του Μπετόβεν υπ΄αριθμόν 14 από την κόκκινη Κ(ωνσταντία) μαργαρίτα/ ρέκβιεμ του Μότσαρτ υπ' αριθμόν 28.
 
κι έφτασε να κολυμπά σε μια θάλασσα από χρώματα και μουσικές ακόμα κι όταν έβγαινε βόλτα στη γειτονιά του
 
Δεν ήταν-προφανέστατα- κάτι που ο ίδιος είχε επιδιώξει. Καθόλου δεν τον βόλευε να βλέπει το ηλιοβασίλεμα σε μια λίμνη γεμάτη από πορτοκαλιά παλλόμενα χρυσόψαρα που μύριζαν όπως το περιβόλι της γιαγιάς του εκεί που οι άλλοι έβλεπαν μια κοινή, κοινότατη και απολύτως συνηθισμένη μαρμελάδα πορτοκάλι.Δεν μπορούσε να κάνει όμως τίποτε πια γι'αυτό.Και να σκεφτεί κανείς πως η αρχή είχε γίνει όταν...
 
Εφτιαξε μια καταπληκτική μανιταρόσουπα εκείνο το βράδυ, την οποία συνόδευσε με μερικά ποτήρια Μποζολέ Νουβώ. Υπέθεσε ότι τον πείραξε το κρασί, γιατί δε θυμάται τίποτε περισσότερο. Ξύπνησε το επόμενο πρωί με βαρύ κεφάλι, αλλά με μία πρωτόγνωρη πνευματική διαύγεια. Στάθηκε στο παράθυρο και ατένισε τα πεύκα της αυλής του με καινούριο βλέμμα. Καταπράσινα, όπως πάντα, τραγουδούσαν το Φθινόπωρο, από τις Τέσσερεις Εποχές του Βιβάλντι.
 
Και εκεί που ατένιζε τα πεύκα της αυλής του, βρέθηκε με ένα μολύβι και αρκετά χαρτιά στα χέρια του να γράφει μανιωδως κατι που και ο ιδιος δεν καταλάβαινε απόλυτα. Απλα ενστικτωδως ταιριαζε τα παντα απόλυτα το ένα με το άλλο.
 
...που όσο κι αν προσπαθούσε να καταλάβει την ενστικτώδη ταυτοποίηση των χαρτιών του, όλο και περισσότερο χανόταν στη μετάφραση, και σίγουρα δεν έφταιγε μόνο το Παράξενο Μανιτάρι!...
 
Εφταιγε εκείνη, ήταν σίγουρος. Κάθε φορά που τη συναντούσε, είτε στο διάδρομο ανάμεσα στα διαμερίσματά τους, είτε στη στάση του λεωφορείου, είτε στο μικρό μπακάλικο της γωνίας, ένιωθε ζαλισμένος και ταυτόχρονα χαρούμενος. Εφταιγε το χαμόγελό της, που παιχνίδιζε χαρούμενα στα χείλη της, ενώ τα μάτια της παρέμεναν σοβαρά και σκοτεινά. Εφταιγαν τα κατακόκκινα, ατίθασα μαλλιά της, που ανέμιζαν ψιθυρίζοντας τη "Σονάτα υπό το Σεληνόφως" του Μπετόβεν κάτω από τον χλιαρό χειμωνιάτικο ήλιο.
 
βρήκε στο δάσος εκείνο το παράξενο μανιτάρι,
Μανιτάρι;;;πώς σου ήρθε το μανιτάρι;;; :))))
Εφτιαξε μια καταπληκτική μανιταρόσουπα εκείνο το βράδυ, την οποία συνόδευσε με μερικά ποτήρια Μποζολέ Νουβώ. Στάθηκε στο παράθυρο και ατένισε τα πεύκα της αυλής του με καινούριο βλέμμα. Καταπράσινα, όπως πάντα, τραγουδούσαν το Φθινόπωρο, από τις Τέσσερεις Εποχές του Βιβάλντι.
Κάποια έχει αδυναμία στα γαλλικά κρασιά...:μαναι:(όντως όμως το Μποζολέ είναι ωραίοοο)και στην κλασσική μουσική, ή είναι ιδέα μου;;;
Και εκεί που ατένιζε τα πεύκα της αυλής του, βρέθηκε με ένα μολύβι και αρκετά χαρτιά στα χέρια του να γράφει μανιωδως κατι που και ο ιδιος δεν καταλάβαινε απόλυτα. Απλα ενστικτωδως ταιριαζε τα παντα απόλυτα το ένα με το άλλο.
πώς φαίνονται οι συγγραφικές φιλοδοξίες...:φρύδια:
Εφταιγε εκείνη, ήταν σίγουρος.. Εφταιγαν τα κατακόκκινα, ατίθασα μαλλιά της, που ανέμιζαν ψιθυρίζοντας τη "Σονάτα υπό το Σεληνόφως" του Μπετόβεν κάτω από τον χλιαρό χειμωνιάτικο ήλιο.
Χμμμμ...και να και ο ρομαντικός άνθρωπος:ιδού:...που ακούει κλασσική μουσική(ξανά:χαχα:)

Σας ευχαριστώ όλους πολύ για τη συμμετοχή!!Βλέπω το κείμενο γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρον, χάρη στις ευφάνταστες και σουρεαλιστικές παρεμβάσεις όλων!!!χαίρομαι πολύ που πιάσατε το σκεπτικό της γραφής "απ' τα μαλλιά" και οι συνέχειες δημιουργούν μια αρχή αρκετά τρελή και καθόλου βαρετή...
Ανακεφαλαιώνω, προσθέτω και...συνεχίζουμε;;

"Είχε βάλει σε κάθε γράμμα έναν αριθμό και σε κάθε αριθμό ένα γράμμα. Σε κάθε γράμμα ένα χρώμα. Σε κάθε χρώμα έναν ήχο. Σε κάθε ήχο μια μυρωδιά.Και σε κάθε μυρωδιά έναν άνθρωπο.Παρόλα αυτά,ήταν απόλυτα σίγουρος ότι εξακολουθούσαν να του ξεγλιστράνε-όπως γλιστράει το ζελέ από το κουτάλι- πολλά και διάφορα πράγματα και δεν ήταν σίγουρος αν θα κατάφερνε να ξεχωρίσει την κίτρινη Κ(ατερίνα) καμέλια/σονάτα του Μπετόβεν υπ΄αριθμόν 14 από την κόκκινη Κ(ωνσταντία) μαργαρίτα/ ρέκβιεμ του Μότσαρτ υπ' αριθμόν 28...
Κι έφτασε να κολυμπά σε μια θάλασσα από χρώματα και μουσικές ακόμα κι όταν έβγαινε βόλτα στη γειτονιά του .
Δεν ήταν-προφανέστατα- κάτι που ο ίδιος είχε επιδιώξει. Καθόλου δεν τον βόλευε να βλέπει το ηλιοβασίλεμα σε μια λίμνη γεμάτη από πορτοκαλιά παλλόμενα χρυσόψαρα που μύριζαν όπως το περιβόλι της γιαγιάς του εκεί που οι άλλοι έβλεπαν μια κοινή, κοινότατη και απολύτως συνηθισμένη μαρμελάδα πορτοκάλι.Δεν μπορούσε να κάνει όμως τίποτε πια γι'αυτό...
Και να σκεφτεί κανείς πως η αρχή είχε γίνει όταν βρήκε στο δάσος εκείνο το παράξενο μανιτάρι.Εφτιαξε μια καταπληκτική μανιταρόσουπα εκείνο το βράδυ, την οποία συνόδευσε με μερικά ποτήρια Μποζολέ Νουβώ. Υπέθεσε ότι τον πείραξε το κρασί, γιατί δε θυμάται τίποτε περισσότερο. Ξύπνησε το επόμενο πρωί με βαρύ κεφάλι, αλλά με μία πρωτόγνωρη πνευματική διαύγεια. Στάθηκε στο παράθυρο και ατένισε τα πεύκα της αυλής του με καινούριο βλέμμα. Καταπράσινα, όπως πάντα, τραγουδούσαν το Φθινόπωρο, από τις Τέσσερεις Εποχές του Βιβάλντι.
Και εκεί που ατένιζε τα πεύκα της αυλής του, βρέθηκε με ένα μολύβι και αρκετά χαρτιά στα χέρια του να γράφει μανιωδως κατι που και ο ιδιος δεν καταλάβαινε απόλυτα. Απλα ενστικτωδως ταιριαζε τα παντα απόλυτα το ένα με το άλλο...που όσο κι αν προσπαθούσε να καταλάβει την ενστικτώδη ταυτοποίηση των χαρτιών του, όλο και περισσότερο χανόταν στη μετάφραση, και σίγουρα δεν έφταιγε μόνο το Παράξενο Μανιτάρι!...
Εφταιγε εκείνη, ήταν σίγουρος. Κάθε φορά που τη συναντούσε, είτε στο διάδρομο ανάμεσα στα διαμερίσματά τους, είτε στη στάση του λεωφορείου, είτε στο μικρό μπακάλικο της γωνίας, ένιωθε ζαλισμένος και ταυτόχρονα χαρούμενος. Εφταιγε το χαμόγελό της, που παιχνίδιζε χαρούμενα στα χείλη της, ενώ τα μάτια της παρέμεναν σοβαρά και σκοτεινά. Εφταιγαν τα κατακόκκινα, ατίθασα μαλλιά της, που ανέμιζαν ψιθυρίζοντας τη "Σονάτα υπό το Σεληνόφως" του Μπετόβεν κάτω από τον χλιαρό χειμωνιάτικο ήλιο. Ο ίδιος έβλεπε σε όλα αυτά έναν ολόχρυσο ήλιο σκασμένο στα γέλια, που ωστόσο δεν μπορούσε να φωτίσει δυο βαθιές λίμνες, στην καρδιά ενός βασανιστικά σιωπηλού δάσους γεμάτου σκιές, ποιήματα γραμμένα στο φεγγαρόφως και κόκκινες σπίθες που άφηναν ξωπίσω απ' το γρήγορο βάδισμά τους τα ξωτικά και οι νεράϊδες που το κατοικούσαν. Κουβαλούσε πάντα μαζί της βιβλία.
 
Δεν άντεχε άλλο. Έννιωθε πως Εκείνη μπορούσε να τον ωθήσει σε αλλοπρόσαλες και συνάμα εξωπραγματικές αποφάσεις, χωρίς εκείνος να δύναται να προβάλει ούτε ένα μιδαμινό ίχνος αντίστασης. Έτσι,αποφάσισε να απομονωθεί... να μην έρθει ξανά σε επαφή μήτε με εκείνη αλλά μήτε και με εκείνη την περίεργη και απροσδιόριστη αύρα που εξέπεμπαν οι γαλήνιες κινήσεις της. Τελικά ,όμως, δεν αντιστάθηκε...
Ένα δειλινό ξεχύθηκε στους δρόμουνς αναζητώντας την στα σοκάκια και τους δρόμους της πόλης, στα σπίτια και στις αυλές των κατοίκων, στα γέλεια και στα αστεία των φίλων, στις σκέψεις και στα όνειρα των ταξιδιωτών... όμως τίποτα!ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΠΟΥΘΕΝΑ!
Μέτα από την πολύωρη και ψυχοφθόρα αναζήτηση, γύσισε στο σπίτι του άπραγος και συνειδητοποίηση ότι επρόκειτο περί επικύνδηνης αυθυποβολής.
 
και τότε άκουσε στο διάδρομο τις πρώτες νότες της Σονάτας του Σεληνόφωτος και ο χρυσός ήλιος γέλασε πάλι
 
Top