@Παρωνύμιος. Πρόταση:
Όταν διαβάζουμε για ένα λήμμα πρέπει να το διαβάζουμε και σωστά. Σωστός;
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιλό το [kilό]: μονάδα βάρους ίση με χίλια γραμμάρια· χιλιόγραμμο: Δυο κιλά αλεύρι. Πόσα κιλά είσαι;, ποιο είναι το βάρος σου; Πήρα δυο κιλά, αυξήθηκε το βάρος μου κατά δυο κιλά. [λόγ. < γαλλ. kilo σύντμ. του kilogramme (= χιλιόγραμμο) < kilo- = χιλ(ιο)- + gramme = γραμμάριο (διαφ. το μσν. κοιλόν`μέτρο χωρητικότητας σιτηρών΄ από τα αραβ.)]
[Λεξικό Μπαμπινιώτη]
κιλό (το) 1. μονάδα βάρους ή μάζας, που αντιστοιχεί σε χίλια γραμμάρια ΣΥΝ. χιλιόγραμμο. 2. (συνεκδ.) το βάρος σώματος υπολογισμένο εμπειρικά, χωρίς μέτρηση: έχει παραπάνω κιλά, θα πρέπει ν' αδυνατίσει κι άλλο! ‖ έχει περιττά ~· ΦΡ. (α) παίρνω / χάνω κιλά παχαίνω / αδυνατίζω, γίνομαι πιο παχύς / λεπτός: πήρε μερικά ~ τον τελευταίο χρόνο (β) έρχομαι στα κιλά μου αποκτώ το κανονικό ή συνηθισμένο μου βάρος: κάνει δίαιτα, για να ξανάρθει στα κιλά της (γ) με το κιλό (I) με καθορισμό τής τιμής αναλόγως τού τελικού βάρους τού προϊόντος: πουλάει ~, όχι με το κομμάτι ‖ βιβλία / σεντόνια ~ (ii) για μεγάλη ποσότητα με τον σωρό: αυτός τις υποσχέσεις τις δίνει ~ ΣΥΝ. αβέρτα (δ) τα έχει τα κιλάκια του έχει μερικά παραπανήσια κιλά (ευφημ. για υπέρβαρο άτομο) (ε) ΑΘΛ. Κατηγορία (π.χ. 85) κιλών στα αγωνίσματα πάλης, πυγμαχίας και άρσης βαρών, τρόπος ένταξης των αθλητών σε επιμέρους κατηγορίες με κριτήριο το σωματικό τους βάρος: πήρε χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία των 90 κιλών / στα 90 κιλά (στ) βρίσκω κάποιον στα κιλά μου βρίσκω κάποιον ισάξιό μου (ζ) (κάποιος) δεν είναι για τα κιλά μου (κάποιος αντίπαλος) είναι ανώτερός μου. ― (υποκ.) κιλάκι (το).
[ΕΤΥΜ. Αντιδάν., < γαλλ. kilo (απεσπασμένο από τη λ. kilo-gramme «χιλιόγραμμο») < ελλην. χίλιοι].
[Λεξικό Α.Α.]
κιλό κι-λό ουσ. (ουδ.): ΜΕΤΡΟΛ. η βασική μονάδα μέτρησης μάζας στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων που υποδιαιρείται σε χίλια γραμμάρια· συνεκδ. βάρος: δύο ~ά μήλα / πατάτες. Ένα ~ ψωμί (βλ. καρβέλι, φραντζόλα). Ένα τέταρτο του ~ού / μισό ~ (= μισόκιλο) σοκολατάκια. Γλυκά/τιμή ~ού. Κουτί/πακέτο/συσκευασίες του ενός ~ού. Ζυγίζω/είμαι εξήντα ~ά. Θέλω να αδυνατίσω / να χάσω δέκα ~ά.‖ Απαλλάχτηκε από τα επιπλέον/παραπανίσια/περιττά ~ά. Διατηρείται/ήρθε/κρατιέται/παραμένει στα ~ά του (: στο κανονικό, συνηθισμένο βάρος του). ‖ (ΑΘΛ., στην άρση βαρών) σήκωσε συνολικά ... ~ά. Υποκ.: κιλάκι (το). ΦΡ.: βρίσκω (κάποιον) στα κιλά μου (προφ.): κάνω σχέση ή τα βάζω με κάποιον που είναι στο ίδιο επίπεδο με εμένα, δεν έναι για τα κιλά / κυβικά μου (προφ.): ξεπερνά τα όρια των δυνατοτήτων μου. Βλ. Άραξε στα κυβικά σου!, κατηγορία ... κιλών / στα ... κιλά: ΑΘΛ. (στην άρση βαρών, την πάλη, την πυγμαχία) για αθλητές με ίδιο περ. σωματικό βάρος: ελληνορωμαϊκή ανδρών κατηγορία εξήντα κιλών. Πολύ καλή εμφάνιση πραγματοποίησε στα πενήντα πέντε ~ της ελευθέρας πάλης., με το κιλό 1. (μτφ.) για κάτι που βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες, αλλά συνήθ. είναι χαμηλής ποιότητας: (πάρτε) παπούτσια/ρούχα ~ ~ (: με τον σωρό). Πβ. αβέρτα, με τη σέσουλα. 2. (παλαιότ.) (για τιμή) ανάλογα με το βάρος του εμπορεύματος: Αγοράζω/πουλώ ~ ~. ΑΝΤ. με το κομμάτι, τα έχει τα κιλάκια του/της (προφ., συχνά ευφημ.): είναι παχουλός, παχύς. Βλ. Εύσωμος., βάζω/παίρνω κιλά/βάρος βλ. παίρνω [< γαλλ. kilo (< συντομ. kilogramme)].
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάρος το [varos]: I1. η φυσική ιδιότητα που έχουν όλα τα σώματα, όταν αφήνονται ελεύθερα, να πέφτουν προς τα κάτω ή να πιέζουν άλλα που βρίσκονται κάτω από αυτά: Kέντρο* βάρους. || (φυσ.) η ελκτική δύναμη που ασκεί η μάζα της Γης (ή άλλου ουράνιου σώματος) σε κάθε σώμα: Tο ~ ενός σώματος στη Σελήνη ισούται περίπου με το ένα έκτο του βάρους του στη Γη. 2. βαρύ πράγμα, σώμα· φορτίο: Tα θεμέλια δεν άντεξαν το ~ πέντε ορόφων και η οικοδομή κατέρρευσε. Kάθε επιβάτης αεροπλάνου μπορεί να πάρει μαζί του ένα ορισμένο ~. Aποκλείεται να κουβαλήσω μόνος μου τόσο ~. 3. το αποτέλεσμα της ζύγισης που μετριέται αριθμητικά με διάφορες μονάδες: Εμπορεύματα βάρους είκοσι τόνων. Tο φορτηγό μπορεί να μεταφέρει ~ πέντε τόνων. Ένα σακί τσιμέντο έχει ~ πενήντα κιλά. || (για το ανθρώπινο σώμα): Xάνω / παίρνω ~. Διατηρώ το ~ μου. Nεογνά με μικρό / μεγάλο ~. Πρέπει να ελαττώσεις το ~ σου, να αδυνατίσεις. || (για εμπορεύματα) Kαθαρό* / μεικτό* ~. || (φυσ.) Ειδικό* ~. (χημ.)Aτομικό* / μοριακό* ~. 4. βαρύ σώμα που χρησιμεύει για να παρασύρει προς τα κάτω ή να κρατάει σταθερό ένα άλλο σώμα· βαρίδιο: Έδεσαν μια πέτρα για ~ και πέταξαν το πτώμα στη θάλασσα. Bάλε ένα ~ πάνω στα χαρτιά για να μην τα πάρει ο αέρας. 5α. (συνήθ. πληθ.) όργανα γυμναστικής που αποτελούνται από μια σιδερένια ράβδο, στα άκρα της οποίας προσαρμόζονται ή υπάρχουν μόνιμα δίσκοι διάφορων βαρών· χρησιμοποιούνται σε αθλητικούς αγώνες ή σε ασκήσεις: Aυτό τον καιρό προπονούνται στα βάρη. || άρση βαρών, αθλητικό αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές σηκώνουν βάρη με διάφορες καθορισμένες κινήσεις:Πρωταθλητής στην άρση βαρών. || (γενικότ.) όργανα γυμναστικής που λειτουργούν με βάρη: Έχει σφιχτό σώμα, γιατί κάνει βάρη. β. (πληθ.) αθλητικός όρος για την ταξινόμηση αθλητών, ανάλογα με το βάρος του σώματός τους: Παλαιστής / πυγμάχος ελαφρών / μέσων / βαρέων βαρών. || (μτφ., ειρ.) για πολύ χοντρό, σωματώδη άνθρωπο: Aυτός / αυτή είναι βαρέων βαρών. II. (μτφ.) 1α. για άνθρωπο που ενοχλεί, κουράζει με την παρουσία, τη συμπεριφορά του: Tον φιλοξενούμε τόσες βδομάδες· δεν καταλαβαίνει ότι μας έγινε~; Δε θέλω να γίνομαι ~ σε κανέναν. β. για άνθρωπο που δεν προσφέρει τίποτα και ζει παρασιτικά: Οι αργόμισθοι είναι το ~ των δημόσιων ταμείων. Είναι ~ της κοινωνίας / της οικογένειάς του / των δικών του. 2α. (για το σώμα ή για κάποιο μέλος του) καταπόνηση, κόπωση, δυσφορία: Aισθάνομαι ένα ~ σ΄ όλο μου το σώμα. Nιώθω ~ στα πόδια / στο κεφάλι / στο στομάχι. β. (για ψυχικές, ψυχολογικές καταστάσεις) δυσφορία, στενοχώρια, τύψη: Έχω ένα ~ στην καρδιά μου / στην ψυχή μου. Tο ΄χω ~ στη συνείδησή μου. ||Ουφ, έφυγε ένα ~ από πάνω μου, απαλλάχτηκα από μια δυσάρεστη κατάσταση. γ. καταπίεση, καταδυνάστευση: Ο ελληνικός λαός στέναζε κάτω από το ~ της γερμανικής κατοχής. 3. (συνήθ. πληθ.) υποχρέωση, ευθύνη, δυσκολία οικονομικής, κοινωνικής, ηθικής κ.ά. φύσης: Επιβλήθηκαν φορολογικά βάρη δυσβάσταχτα για τα χαμηλά εισοδήματα. Οικογενειακά βάρη, υποχρεώσεις προς την οικογένεια. Λύγισε κάτω από το ~ των ευθυνών. H Ελλάδα του ΄40 σήκωσε με επιτυχία το ~ της ιταλικής επίθεσης. ||Πήρε / έριξαν όλο το ~ επάνω του, ενοχή, ευθύνη. (νομ.) Δημόσια βάρη, οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών απέναντι στο κράτος (φόροι, τέλη, εισφορές). ΕΠIΡΡ ΦΡ σε / εις ~ (με γεν.): α. δηλώνει δυσάρεστη συνέπεια (βλάβη, ζημία κ.ά.) για κπ. ή για κτ.: Zει ακόμα σε ~ των γονιών του, επιβαρύνοντάς τους οικονομικά. Οι πολεμικές δαπάνες αυξήθηκαν εις ~ των κοινωνικών παροχών. β. εναντίον: Εκκρεμεί μήνυση / κατηγορία σε ~ τους. Tο διαζύγιο / η απόφαση βγήκε σε ~ της. H πρωταθλήτρια ομάδα ανατρέποντας το σε ~ της αποτέλεσμα κέρδισε τελικά τον αγώνα. γ. για προσβολή, κατηγορία, συκοφαντία: Λέγονται / ακούγονται πολλά σε ~ σου. Γελούν / μιλούν / διαδίδουν / λένε πολλά σε ~ μου.4. για κτ. που θεωρείται ότι έχει μεγάλη σημασία, σπουδαιότητα: Tο ~ της γνώμης του για νομικά θέματα είναι υπολογίσιμο, το κύρος, η βαρύτητα. H μεταπολεμική Ελλάδα έριξε μεγάλο ~ στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, βαρύτητα. Οι προτάσεις των οικολόγων αποχτούν ιδιαίτερο ~ στις σημερινές συνθήκες ζωής, σημασία. Έριξε όλο το ~ στην υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. || βάρη, χρέη, υποθήκες κτλ. με τα οποία είναι δεσμευμένο ένα ακίνητο. ~ αποδείξεως, η υποχρέωση του διαδίκου να αποδείξει ισχυρισμούς ή περιστατικά που επικαλείται. βαράκι το YΠΟKΟΡ (συνήθ. πληθ.) στη σημ. I5α. [αρχ. βάρος]
Σημ. εργασία για το σπίτι: αν η βαρυτική δύναμη τού Παρωνύμιου με την οποία έλκεται από τη Γη είναι κατά το ήμισυ της συνολικής του μάζας , βρείτε το μέτρο αυτής καθώς και το σημείο συμμετρίας του. (χρόνος 15 λεπτά).
Σημ.2 θέλω λάικ. Τώρα.