Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη λογοτεχνία είναι η περιγραφή των δημοσίων υπαλλήλων. Και ενώ στην πραγματική ζωή οι δημόσιοι υπάλληλοι γίνονται συχνά στόχος ζηλόφθονων σχολίων και πολύς κόσμος αναφέρεται σ’ αυτούς με τα γνωστά : «τι ανάγκη έχει αυτός;», «έχει δέσει το γάϊδαρό του», «κάθεται και τον πληρώνουν», στη λογοτεχνία τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά.
Ο Γκόγκολ, για παράδειγμα, στο Παλτό, περιγράφει τον ήρωά του :
« Αυτός ο υπάλληλος καθόλου δεν ξέφευγε από στο συνηθισμένο : κοντούλης, αδυνατούλης, κοκκινομάλλης, ήταν μαζί και κοντόφθαλμος κι είχε μέτωπο φαλακρό, κάθετες ρυτίδες στα μάγουλα κι ένα χρώμα σαν αυτό που χαρακτηρίζει όσους πάσχουν από αιμορροΐδες»
Λίγο πιο κάτω πληροφορούμαστε ότι τα καθήκοντα του ήρωα στην υπηρεσία του είναι να αντιγράφει έγγραφα.
Ο άλλος ήρωας του ίδιου συγγραφέα βρίσκεται στο Ημερολόγιο ενός Τρελού. Εκείνου τα καθήκοντα είναι να ξύνει πένες.
Και φτάνοντας στα δικά μας, δε νομίζω να υπάρχει άλλος που να έχει περιγράψει με ζοφερότερα χρώματα τους δημοσίους υπαλλήλους από τον Καρυωτάκη :
Μια μεγάλη μιζέρια, πώς αλλιώς να το πει κανείς; Άτομα που είναι καταδικασμένα σε μια μηχανική, ανούσια και στείρα εργασία. Σε μια ρουτίνα που σκοτώνει κάθε τι ανθρώπινο πάνω τους. Κακόμοιροι, με μια λέξη.
Και, βέβαια, είναι σαφές ότι και οι δύο δημιουργοί, όταν καταπιάνονται με τους δημοσίους υπαλλήλους, αυτό που κάνουν στην ουσία είναι μια δριμεία κριτική στο κράτος και τους μηχανισμούς του.
Ο Γκόγκολ, για παράδειγμα, στο Παλτό, περιγράφει τον ήρωά του :
« Αυτός ο υπάλληλος καθόλου δεν ξέφευγε από στο συνηθισμένο : κοντούλης, αδυνατούλης, κοκκινομάλλης, ήταν μαζί και κοντόφθαλμος κι είχε μέτωπο φαλακρό, κάθετες ρυτίδες στα μάγουλα κι ένα χρώμα σαν αυτό που χαρακτηρίζει όσους πάσχουν από αιμορροΐδες»
Λίγο πιο κάτω πληροφορούμαστε ότι τα καθήκοντα του ήρωα στην υπηρεσία του είναι να αντιγράφει έγγραφα.
Ο άλλος ήρωας του ίδιου συγγραφέα βρίσκεται στο Ημερολόγιο ενός Τρελού. Εκείνου τα καθήκοντα είναι να ξύνει πένες.
Και φτάνοντας στα δικά μας, δε νομίζω να υπάρχει άλλος που να έχει περιγράψει με ζοφερότερα χρώματα τους δημοσίους υπαλλήλους από τον Καρυωτάκη :
Δημόσιοι Υπάλληλοι
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κουρντισμένοι
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κουρντισμένοι
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
Μια μεγάλη μιζέρια, πώς αλλιώς να το πει κανείς; Άτομα που είναι καταδικασμένα σε μια μηχανική, ανούσια και στείρα εργασία. Σε μια ρουτίνα που σκοτώνει κάθε τι ανθρώπινο πάνω τους. Κακόμοιροι, με μια λέξη.
Και, βέβαια, είναι σαφές ότι και οι δύο δημιουργοί, όταν καταπιάνονται με τους δημοσίους υπαλλήλους, αυτό που κάνουν στην ουσία είναι μια δριμεία κριτική στο κράτος και τους μηχανισμούς του.