Ένας κρυμμένος άσος στο μανίκι, για να μην μείνω στον άσο (είμαι κι άσος στο καράτε). Όταν πέφτουν οι ασαίοι είναι κάτι μαγικό (κλασικά ;) ).
Διαβάζω πως είναι δάνειο από άλλη γλώσσα (ιταλικά) και στην ετυμολογία της βλέπω:
[ΕΤΥΜ. μεσν. < ιταλ. asso < λατ. as, assis, ρωμαϊκό νόμισμα].
Σύμφωνα με τη σχολική γραμματική, γράφουμε τη λέξη όπως προφέρεται, με τον απλούστερο δυνατό τρόπο: άσος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άσος ο [asos]: (οικ.) 1. ο αριθμός ένα: Πήρε έναν άσο στο διαγώνισμα. α. πλευρά του ζαριού που είναι σημαδεμένη με μία μόνο βούλα: Έφερε άσους. β. χαρτί της τράπουλας που έχει μόνο ένα χαρακτηριστικό σημάδι: ~ μπαστούνι / σπαθί / κούπα / καρό. ΦΡ μένω ~, με εγκαταλείπουν όλοι και μένω μόνος. μένω στον άσο, αποτυχαίνω, ενώ είχα ελπίδες επιτυχίας, ή κάνω λάθος υπολογισμούς και μένω αδέκαρος. ~ κρυμμένος στο μανίκι, κρυφό πλεονέκτημα που θα χρησιμοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή. 2. (μτφ.) για κπ. που είναι πρώτος, άριστος, που διακρίνεται σε κπ. τομέα: Είναι ~ στα μαθήματα / στο κολύμπι / στη δουλειά του. Σ΄ αυτό το πανεπιστήμιο πηγαίνουν όλοι οι άσοι. Είναι ~ του βολάν, για πολύ ικανό οδηγό αυτοκινήτου. || (ειρ.): Είναι ~ στα ψέματα / στις κολακείες. ασάκια τα YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α: Έφερε ~.
[1: ιταλ. asso -ς· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. as]
Διαβάζω πως είναι δάνειο από άλλη γλώσσα (ιταλικά) και στην ετυμολογία της βλέπω:
[ΕΤΥΜ. μεσν. < ιταλ. asso < λατ. as, assis, ρωμαϊκό νόμισμα].
Σύμφωνα με τη σχολική γραμματική, γράφουμε τη λέξη όπως προφέρεται, με τον απλούστερο δυνατό τρόπο: άσος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άσος ο [asos]: (οικ.) 1. ο αριθμός ένα: Πήρε έναν άσο στο διαγώνισμα. α. πλευρά του ζαριού που είναι σημαδεμένη με μία μόνο βούλα: Έφερε άσους. β. χαρτί της τράπουλας που έχει μόνο ένα χαρακτηριστικό σημάδι: ~ μπαστούνι / σπαθί / κούπα / καρό. ΦΡ μένω ~, με εγκαταλείπουν όλοι και μένω μόνος. μένω στον άσο, αποτυχαίνω, ενώ είχα ελπίδες επιτυχίας, ή κάνω λάθος υπολογισμούς και μένω αδέκαρος. ~ κρυμμένος στο μανίκι, κρυφό πλεονέκτημα που θα χρησιμοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή. 2. (μτφ.) για κπ. που είναι πρώτος, άριστος, που διακρίνεται σε κπ. τομέα: Είναι ~ στα μαθήματα / στο κολύμπι / στη δουλειά του. Σ΄ αυτό το πανεπιστήμιο πηγαίνουν όλοι οι άσοι. Είναι ~ του βολάν, για πολύ ικανό οδηγό αυτοκινήτου. || (ειρ.): Είναι ~ στα ψέματα / στις κολακείες. ασάκια τα YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α: Έφερε ~.
[1: ιταλ. asso -ς· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. as]