Κέλτικα Παραμύθια

Τα Κέλτικα παραμύθια έχουν αποτελέσει μεγάλη πηγή έμπνευσης για χιλιάδες μετέπειτα παραλλαγές, θεατρικά έργα, εκσυγχρονισμένα παραμύθια κλπ. Τα Κέλτικα παραμύθια προέρχονται κυρίως από τις χώρες της Ιρλανδίας και της Σκωτίας! Ρομαντικά παραμύθια, δραματικά παραμύθια, παραμύθια κωμικά ή περιπατητικά, παραμύθια με ηθικό δίδαγμα, παραμύθια ιπποτικά κλπ! Παραμύθια βγαλμένα μέσα από την μυθολογία, την λαογραφία, την κουλτούρα, την ιστορία και το παρελθόν των Κελτών! Για τους λάτρεις των ιπποτών, των πριγκιπισσών, των δρυίδων, των ξωτικών, των νεράιδων, των γιγάντων, των νάνων, των κάστρων και των παλατιών και γενικά της μυθικό-μυστηριακής ατμόσφαιρας! Άλλα παραμύθια με βαθιά νοήματα και μεγάλη πλοκή, άλλα παραμύθια πιο απλά!

Bιβλία όπου μπορεί κανείς να γνωρίσει και να κάνει μια αρχή με τα Κέλτικα παραμύθια:
1) Παραμύθια και Παραδόσεις της Ιρλανδίας - Εκδόσεις: Εστία, Συγγραφέας: William Butler Yeats
Ένα αξιόλογο βιβλίο από τον Ιρλανδό ποιητή Yeats!

2) Δέκα Λαϊκά Κελτικά Παραμύθια - Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Διασκευή: Παπάκος Παναγιώτης, Εικονογράφηση: Μαρίνοβ Γκεόργκιεβ
Μια πολύ καλοφτιαγμένη συλλογή 10 Κέλτικων παραμυθιών, με όμορφη εικονογράφηση!

3) Παραμύθια των Κελτών - Εκδόσεις: Απόπειρα, Μετάφραση: Μιχαήλ Δέδε Μαρία
Ένα εξαιρετικό βιβλίο, με πλήθος Κέλτικων παραμυθιών, ένα πολύ καλό δείγμα, ξεκούραστο βιβλίο με πανέμορφες ιστορίες!

4) Ιρλανδία - Σκωτία το βιβλίο των Ξωτικών - Εκδόσεις: terranova, Μετάφραση: Πέγιου Κωνσταντίνα
Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, βιβλίο τσέπης, με πολλά υπέροχα παραμύθια που σε ταξιδεύουν σε άλλες εποχές!

5) Κέλτικες Παραδόσεις των Δρυίδων και Αρχαία Ελλάδα - Εκδόσεις: Πύρινος Κόσμος, Μετάφραση: Τσακάλης Ανδρέας
Κέλτικα παραμύθια και κυρίως μύθοι και ιστορία από καταγραφές Ρωμαίων, Έλληνων και Σάξονων!

 
Last edited by a moderator:
Ενδιαφέροντα ακούγονται τα βιβλία,λέω να ρίξω μια μάτια στο πέμπτο.
Ξέρεις κανένα βιβλίο που να έχει μύθους και θρύλους από όλοι την γη,άλλα να μην είναι για τα πολλοί αρχαία χρονιά
 
Φίλε Άρθα το πέμπτο βιβλίο είναι εξαιρετικό και ενδιαφέρον, στο συστήνω ανεπιφύλακτα!
Δυστυχώς δεν έχω διαβάσει κάποιο βιβλίο που να χει σύνολο μύθων από διάφορους πολιτισμούς, έχω ακουστά μόνο το βιβλίο "παγκόσμια μυθολογία" της εκδοτικής Αθηνών, αλλά δεν το χω διαβάσει ώστε να σου πω με σιγουριά πληροφορίες!
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Η Παγκοσμιος Μυθολογια (την εχω "κληρονομησει" απο τον παππου μου) ειναι εξαιρετικο βιβλιο, και εκει μυηθηκα στη Σκανδιναβικη και Κελτικη μυθολογια. Δε θυμαμαι τιποτα βεβαια γιατι τα ειχα διαβασει στο γυμνασιο :D
 
Ποια παγκόσμια μυθολογία λέτε ?,γιατί στο public βρήκα αρκετές. Ελπίζω να μην λέτε αυτή που κάνει 175 ευρώ :αργκ:
 
Ο δρόμος του Γίγαντα, ένα παλιό και παραδοσιακό παραμύθι/ιστορία της Ιρλανδίας!
Η επιστήμη και η μυθολογία συναντιόνται στο συγκεκριμένο τοπίο, εφόσον αυτές οι ομοιόμορφες κολόνες δεν φτιάχτηκαν από τα χέρια αντιμαχόμενων γιγάντων, σχηματίστηκαν από την ηφαιστειακή δραστηριότητα περίπου 40.000.000 χρόνια πριν. Ένα από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα στη Βόρεια Ιρλανδία και το πρώτο μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την Emerald Isle, το τοπίο των περίπου 40.000 κομματιών βασάλτη θεωρείται ένα γεωλογικό θαύμα. Το τοπίο αυτό βρίσκεται στην περιοχή Άντριμ, στην πιο βόρια περιοχή της Ιρλανδίας. Σύμφωνα με την τοπική λαογραφία, ο γίγαντας Φιν Μακ Κουλ, δημιούργησε αυτό το υπερυψωμένο μονοπάτι προς τη Σκωτία!



Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που ακόμα οι άνθρωποι ζούσαν με τους γίγαντες μονοιασμένοι, υπήρχε ένας γενναίος πολεμιστής στην Ιρλανδία του τον λέγανε Φιν.

Ο Φιν ήταν από εκείνους τους πολεμιστές που είχαν αίμα γιγάντων και γι’αυτό ήταν ψηλός και τρομερός στη μάχη. Είχε πολεμήσει τους μαύρους πειρατές κι είχε βουλιάξει τα καράβια τους, είχε με εξυπνάδα ξεγελάσει τα μπλε ξωτικά του δάσους κι είχε κατατροπώσει τους ληστές των βουνών για να μπορεί η θεία του να περνάει από την οροσειρά και να πηγαίνει να τον βλέπει όποτε του έφτιαχνε κέικ.

Μια μέρα που περπατούσε στην ακτή κοντά στην παλιά γέφυρα του γίγαντα, ο Φιν είδε ένα κορίτσι να ατενίζει τη θάλασσα, τα μαύρα μαλλιά της να ανεμίζουν στον κρύο αέρα της Ιρλανδίας και τη ρώτησε τι κάνει εκεί.
Κοιτάω τις ακτές της Σκωτίας, του είπε η κοπέλα δείχνοντας τη γη απέναντι.

Την λέγανε Ούνα κι ο Φιν την αγάπησε με την πρώτη ματιά αν και εκείνη τον αγάπησε με τη δεύτερη. Είχε φύγει από τη Σκωτία όταν σε μια μάχη με τον τρομερό γίγαντα πολεμιστή Μπεναντόνερ το χωριό της είχε καταστραφεί. Κουρασμένη από τις μάχες είχε περάσει τη γέφυρα του γίγαντα μια νύχτα κι είχε έρθει στην Ιρλανδία αλλά της έλειπε το σπίτι της και τα αλμυρά λιβάδια του χωριού της.

Παντρεύτηκαν μια μέρα δίπλα στη θάλασσα και ο Φιν της έφτιαξε ένα σπίτι με πέτρες γκρι και σταθερές για να μη τις παίρνει ο άγριος αέρας. Έφτιαξε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας να βλέπει προς τις ακτές της Σκωτίας και τη γέφυρα του γίγαντα που οδηγούσε στο χωριό της αν και το χωριό της δεν ήταν πια εκεί. Κι ήταν ευτυχισμένοι.

Ένα βράδυ που ο αγέρας φυσούσε λυσσασμένα γύρω από το μικρό γκρι σπιτάκι χτύπησε η πόρτα κι η Ούνα πήγε ανήσυχη να δει ποιος είναι γιατί η σούπα ήταν έτοιμη κι ο Φιν δεν είχε έρθει ακόμα. Άνοιξε τη βαριά πόρτα κρατώντας το σπαθί της – γιατί οι ληστές είχαν πολλαπλασιαστεί στην ακτή εκείνα τα χρόνια – και είδε τον ξάδελφο της να την περιμένει. Είχε περάσει με κάθε προφύλαξη τη γέφυρα του γίγαντα για να την ειδοποιήσει ότι ο Μπεναντόνερ είχε ακούσει για τον γενναίο Φιν και δεν ανεχόταν να υπάρχει κι άλλος πολεμιστής με αίμα γιγάντων πιο ξακουστός από αυτόν. Λογάριαζε λοιπόν την άλλη μέρα να περάσει τη γέφυρα και να καλέσει τον Φιν σε μάχη.

Η Ούνα ήξερε την καρδιά του Φιν και ήταν σίγουρη πως θα έλεγε ναι. Θυμόταν όμως η Ούνα πως ο Μπεναντόνερ είχε γονείς γίγαντες ενώ ο Φιν μόνο παππούδες και φοβόταν πως θα σκοτωθεί ο άντρας της στη μάχη. Έδιωξε γρήγορα τον ξάδελφο της και έριξε στη σούπα βοτάνια τρομερά που θα κοιμίζανε και τους θεούς. Όταν ήρθε ο Φιν τον φίλησε στο μάγουλο και έκανε την άρρωστη για να μη φάει, εκείνος όμως μόλις τελείωσε τη σούπα του κοιμήθηκε πάνω στο τραπέζι με τα ροχαλητά του τόσο δυνατά που τρέμανε οι πέτρες του σπιτιού.

Γρήγορα γρήγορα η Ούνα του ξύρισε τα πλούσια γένια και έφερε με κόπο στο σπίτι το ξύλινο παχνί των ζώων που το έστρωσε με σεντόνια άσπρα κεντημένα για να μοιάζει με κούνια. Με μεγάλη προσπάθεια έβαλε τον Φιν μέσα. Άνοιξε το παλιό μπαούλο της γιαγιάς του Φιν με τα αναμνηστικά της και του έβαλε το μωρουδιακό σκουφί του παππού του γίγαντα και τα μωρουδιακά ρουχαλάκια και δίπλα άφησε την τεράστια πιπίλα. Κι αφού όλα ήταν έτοιμα κάθισε να περιμένει στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας.

Τα ξημερώματα είδε τον τρομερό όγκο του Μπεναντόνερ να περνάει τη γέφυρα του γίγαντα, η γη να αντηχεί ρυθμικά στα βήματα του. Βγήκε στην πόρτα της κάνοντας ότι μόλις είχε ξυπνήσει.
– Καλημέρα Ούνα, φώναξε ο Μπεναντόνερ!
– Καλή σου μέρα Μπεναντόνερ. Πώς κι από τα μέρη μας;
– Έμαθα ότι παντρεύτηκες Ούνα και ήρθα να δώσω ένα μάθημα στον άντρα σου που διαλαλεί ότι έχει αίμα γιγάντων.
– Δεν είναι ο άντρας μου εδώ, είπε η Ούνα σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της, μόνο ο γιος μας είναι μέσα και κοιμάται κι εκείνος έχει πάει για κυνήγι.

Κάλεσε τον Μπεναντόνερ στο σπίτι που μπήκε μέσα σκυφτός για να μη χτυπάει το κεφάλι του στο ταβάνι. Κι όσο η Ούνα έφτιαχνε το τσάι του σε μία μεγάλη κατσαρόλα ο Μπεναντόνερ είδε το γιγάντιο μωρό που κοιμόταν στο παχνί.
– Αυτός είναι ο γιος σου; ρώτησε την Ούνα.
– Αυτός, είπε η Ούνα χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της από την κατσαρόλα.

Ο Μπεναντόνερ, βλέποντας τον τρομερό Φιν να κοιμάται και νομίζοντας ότι είναι το μωρό του Φιν και της Ούνα δείλιασε γιατί σκέφτηκε ότι αν το μωρό είναι τόσο ψηλό και δυνατό τότε σίγουρα ο πατέρας πρέπει να είναι πραγματικός γίγαντας. Τρελός από φόβο βγήκε γρήγορα από το σπίτι κι έτρεξε προς τη Σκωτία, με κάθε βήμα κατέστρεφε και λίγο από τη γέφυρα του γίγαντα για να είναι σίγουρο ότι ο τρομερός Φιν δε θα μπορούσε να τον ακολουθήσει. Γύρισε στη Σκωτία και για όλη του τη ζωή κοιτούσε τρομαγμένος προς τις ακτές της Ιρλανδίας, μήπως κι ο γίγαντας Φιν αποφασίσει με δυο δρασκελιές να φτάσει στην ακτή και να τον καλέσει σε μάχη.

Κι έτσι, ο Φιν και η Ούνα ζήσανε ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια και κάνανε πολλά παιδιά, άλλα γίγαντες κι άλλα ανθρώπους που αν ξέρεις που να ψάξεις θα τα αναγνωρίσεις σ’όλες τις γωνιές του κόσμου...
 
Last edited:
Τριστάνος και Ιζόλδη, ο πασίγνωστος Κέλτικος μύθος που υπήρξε προϊόν επεξεργασίας των τροβαδούρων του 12ου και 13ου αιώνα. Το 1170 έγινε μια διασκευή του μύθου, στην οποία βασίστηκε μεταγενέστερα ο Γερμανός ποιητής Γκότφρηντ Φον Στράσμπουργκ, ενώ το 1900 ο Ιωσήφ Μπετιέ ανασύνθεσε το έπος.
Ο μύθος του Τριστάνου και της Ιζόλδης αποτελεί έναν από τους ποιητικότερους θρύλους του Μεσαίωνα στην υπόθεση του οποίου ο Ρίχαρντ Βάγκνερ εμπνεύσθηκε το ομώνυμο λυρικό δράμα, έργο το οποίο κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Όπερας καθώς το έπος παρουσιάστηκε και στη κινηματογραφική σκηνή!

Η κεντρική ιστορία (με πολλές παραλλαγές καθ' όλη την διάρκεια των ετών), αφορά τον έρωτα του ιππότη Τριστάνου για την Ιρλανδή πριγκίπισσα Ιζόλδη, την οποία φέρνει ως νύφη στο θείο του βασιλιά Μάρκο της Κορνουάλης. Κατά το ταξίδι της επιστροφής στο πλοίο, με αφορμή ένα μαγικό ποτό, Τριστάνος και Ιζόλδη εξομολογούνται τον έρωτά τους. Στην Κορνουάλη, κατά την απουσία του βασιλιά σε κυνήγι, συναντιούνται ερωτικά. Ο Μάρκος τους βρίσκει μαζί και σε συμπλοκή που ακολουθεί ο Τριστάνος τραυματίζεται θανάσιμα. Μεταφέρεται στον πύργο του στη Βρετάνη, όπου αργοπεθαίνει. Όταν η Ιζόλδη φτάνει κοντά του είναι πια αργά, ο Τριστάνος ξεψυχά στα χέρια της και εκείνη τον ακολουθεί καθώς οραματίζεται την παντοτινή ένωση μαζί του!

Σε άλλη εκδοχή ο Τριστάνος επιφορτίζεται να μεταβεί στην Ιρλανδία και να ζητήσει για λογαριασμό του θείου του βασιλέως την χείρα της εκεί πριγκίπισσας Ιζόλδης της ξανθής. Επιστρέφοντας με την Ιζόλδη στη Κορνουάλη από μοιραίο λάθος πίνουν και οι δύο κάποιο μαγικό φίλτρο, που ήταν προορισμένο να προκαλεί ακατανίκητο και αιώνιο έρωτα σε όποιους το γεύονταν. Έτσι αμφότεροι, έρμαιο του πάθους τους, απατούν τον Βασιλέα. Αργότερα ο Τριστάνος, για να απαλλαγεί απ' αυτόν τον παράνομο έρωτα, παντρεύεται την Ιζόλδη τη Λευκώλενο. Σε τραυματισμό του όμως από δηλητηριασμένο βέλος και γνωρίζοντας πως το αντίδοτο το έχει η Ιζόλδη η ξανθή την ειδοποιεί να σπεύσει. Στην έκκληση του εκείνη προστρέχει πράγματι με πλοίο με λευκά πανιά όπως της είχε υποδείξει ο Τριστάνος. Η σύζυγός του όμως η Ιζόλδη η Λευκώλενος από ζηλοτυπία αναγγέλλει στον κατάκοιτο Τριστάνο ότι το πλοίο φθάνει με μαύρα όμως πανιά, οπότε κι εκείνος απελπισμένος πλέον εκπνέει. Μετά από λίγο στο στήθος του εκπνέει και η μόλις αφιχθείσα Ιζόλδη!

Ένα έπος που σίγουρα θα μείνει ικανοποιημένος όποιος το αναζητήσει, αφού το Κέλτικο στοιχείο σε κάθε μύθο, παραμύθι ή θρύλο, πάντα αποδίδει πλήθος συναισθημάτων!

 
Αυτές τις μέρες, το ανέβασε το Μέγαρο αλλά λόγω κρίσης δεν μπόρεσα να το δω. Λυπήθηκα πολύ . Εσύ τουλάχιστον το κατάφερες?
 
Last edited:
Δυστυχώς και γω δεν μπόρεσα να πάω :( το έμαθα 4 του μήνα που ταν η τελευταία παράσταση στο Μέγαρο, άκουσα πως ήταν πολύ ωραία! Σίγουρα κάποια στιγμή θα ξανά ανεβάσουν το έργο και ελπίζω να παραβρεθούμε :))
 
Αρκετα ενδιαφέροντα παραμύθια,πρόσφατα ασχολήθηκαμε την εικονογράφηση ενός παιδικού παραμυθιού και θέλω να περάσω σε κάτι πιό σύνθετο κι απαιτητικό που να διατηρεί,όμως,το ύφος του παραμυθιού,οπότε θα ψάξω για την σκανδιναβική μυθολογία που πρότεινες,ευχαριστώ.
 
Σίγουρα η Κέλτικη μυθολογία θα σε βοηθήσει φίλε μου, έχει μεγάλο βάθος και πιστεύω θα βρεις πολλές πηγές!
Τώρα η Σκανδιναβική μυθολογία είναι πιο ανατολικά και έχει πιο πολύ Γερμανικά στοιχεία αλλά και αυτή είναι μια πλούσια πηγή! :)
 
Ιρλανδικό παραμύθι από την συλλογή "κέλτικα παραμύθια", του Joseph Jacobs!

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε έναν άγονο και φτωχό τόπο ένα αντρόγυνο! Ο άντρας, που τον έλεγαν Τζον, ήταν αγρότης, αλλά στα μέρη του δεν έβρισκε δουλειά και αποφάσισε να φύγει και να αναζητήσει αλλού την τύχη του. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και κατά το βραδάκι έφτασε σ' ένα πλούσιο σπίτι. Χωρίς να διστάσει χτύπησε την πόρτα και ρώτησε αν ήθελαν κανέναν εργάτη. Και ήταν τυχερός, γιατί ο αφέντης του σπιτιού τον πήρε αμέσως στη δούλεψή του.

Πέρασε ένας χρόνος και ο αφέντης τον φώναξε κοντά του. "Δούλεψες καλά και άξια, Τζον", του είπε. "Να ο μισθός σου. Όμως, αν μου τον δώσεις πίσω, εγώ θα σου προσφέρω για αντάλλαγμα μια καλή συμβουλή".
Ο Τζον σκέφτηκε λιγάκι και απάντησε: "Χρειάζομαι τα χρήματα, αλλά η συμβουλή σου μπορεί να είναι πιο χρήσιμη! Την ακούω"!
"Ποτέ να μην αφήνεις έναν παλιό γνώριμο δρόμο για χάρη ενός καινούριου", είπε ο αφέντης του.
Πέρασε ένας ακόμη χρόνος, κι όταν ήρθε η ώρα να πληρωθεί ο Τζον, ο αφέντης του αντί για χρήματα του έδωσε μία ακόμα συμβουλή, "Κρατήσου μακριά από τους καυχησιάρηδες", του είπε. Τα ίδια έγιναν και τον επόμενο χρόνο. Η συμβουλή, αυτή τη φορά, ήταν, "Να είσαι τίμιος ότι και να συμβεί".
Ο Τζον αγαπούσε πολύ τον αφέντη του, αλλά είχε νοσταλγήσει το σπίτι του και τη γυναίκα του! "Καλέ μου αφέντη, μαζί σου έμαθα πολλά και δούλεψα καλά. Τώρα όμως πρέπει να γυρίσω στους δικούς μου", του είπε. Κι έτσι, ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού! Το επόμενο πρωί, ο αφέντης ξεπροβόδισε τον Τζον και τον φίλεψε ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί. 'Πάρε αυτό το καρβέλι", του είπε, "και κόψε το την ώρα της πιο μεγάλης σου χαράς! Όχι νωρίτερα".

Ξεκίνησε λοιπόν ο Γιάννης και στον δρόμο συνάντησε τρεις εμπόρους από το χωριό του. "Καλώς σε βρήκαμε!", του είπαν. "Για πού το έβαλες;"
"Γυρνάω στο χωριό, στη γυναίκα μου", απάντησε ο Τζον.
"Έλα τότε μαζί μας", του πρότειναν και ο Τζον δέχτηκε με χαρά!
Περπάτησαν ώρα πολλή, ώσπου έφτασαν σ' ένα σταυροδρόμι. "Πάμε από τον καινούριο δρόμο", είπαν οι έμποροι. "Είναι πιο σύντομος και πιο καλός". Όμως, ο Τζον θυμήθηκε τη συμβουλή του αφέντη του κι έμεινε στον παλιό. Κι έκανε πολύ σωστά, γιατί, πριν καλά καλά ξεμακρύνει από τους συμπατριώτες του, άκουσε τις φωνές τους: "Κλέφτες! Κλέφτες!" Ληστές τούς είχαν στήσει καρτέρι πίσω από τα δέντρα. "Κλέφτες!", φώναξε και ο Τζον τρομαγμένος! Τότε οι ληστές φοβήθηκαν με τη σειρά τους και το έβαλαν στα πόδια. Μερικές ώρες αργότερα, ο Τζον ξανασυναντήθηκε με τους εμπόρους στο γειτονικό χωριό.
"Σου χρωστάμε τη ζωή μας", του είπαν! "Έλα να μείνουμε στο ίδιο πανδοχείο και να σου κάνουμε το τραπέζι".
Ο Τζον τους ακολούθησε πρόθυμα. Όμως την ώρα που άρχισαν να τρώνε και να πίνουν, οι έμποροι βάλθηκαν να καυχιούνται μεγαλόφωνα για τις καλές τους τις δουλειές και τα πολλά λεφτά που είχαν κερδίσει στα ταξίδια τους. Τότε θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή του αφέντη του και σηκώθηκε από το τραπέζι.
"Φίλοι μου, ευχαριστώ", τους είπε, "δέχτηκα το τραπέζι σας, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ και τη φιλοξενία σας. Θα μείνω στο διπλανό το χάνι, που είναι και πιο φτηνό".

Αυτό και έκανε! Δεν είχε όμως προλάβει να κλείσει τα μάτια του, όταν άκουσε και πάλι φωνές: "Κλέφτες! Κλέφτες!" Κοίταξε τρέμοντας απ' το παράθυρο, και είδε τους τρεις εμπόρους να τρέχουν μες στη νύχτα και τρεις μαυροντυμένους να τους κυνηγούν. Όρμησε μες στο σκοτάδι το κατόπι τους, κάνοντας όση φασαρία μπορούσε. Κάτι στρατιώτες που αναπαύονταν στο χάνι ξύπνησαν κι αυτοί κι έτσι, όλοι μαζί, κυνήγησαν τους κακοποιούς, που χάθηκαν στο δάσος κι ακόμα τρέχουν.
"Τζον, μας έσωσες τη ζωή για δεύτερη φορά", του είπαν οι έμποροι. "Μάλλον μας άκουσαν την ώρα που καυχιόμασταν και θέλησαν να μας ληστέψουν. Ζήτα μας ότι θέλεις και θα το έχεις"!
"Δεν θέλω τίποτα", είπε ο Τζον χαμογελώντας, "μονάχα λίγο ύπνο ακόμα..." και γύρισε στο κρεβάτι του να ξεκουραστεί.

Όταν ξύπνησε το πρωί, οι έμποροι είχαν κιόλας φύγει. Πάει να βγει από την πόρτα του και σκοντάφτει σ' ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα! Τρέχει να τους προλάβει, αλλά αυτοί είχαν γίνει καπνός. Τι να κάνει ο Τζον; Έριξε το πουγκί στο δισάκι του και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του.
Έφτασε το απόγευμα, γεμάτος χαρά που ξανά έβλεπε τη γυναίκα του! Φάγανε, τα είπανε, αλλά ο Τζον δεν είχε ησυχία... Ήθελε να επιστρέψει τα χρήματα στους εμπόρους. Ρώτησε από δω, ρώτησε από κει, στο τέλος έμαθε ότι έμεναν στην κορφή του λόφου, σ' ένα αρχοντόσπιτο που έμοιαζε παλάτι!
Πήγε και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε ο πιο μεγάλος από τους τρεις, που δεν πίστευε στα μάτια του, όταν ο Τζον του έδωσε το πουγκί! "Δεν έχω δει πιο τίμιο άνθρωπο στη ζωή μου", του είπε. "Αυτά τα χρήματα είναι δικά σου! Και από αύριο το πρωί έλα να πιάσεις δουλειά κοντά μου"!

Τότε θυμήθηκε ο Τζον την τρίτη συμβουλή του αφέντη του και γύρισε καταχαρούμενος στο σπίτι! "Με συμβούλεψε να είμαι τίμιος", είπε στη γυναίκα του, "και είχε δίκιο! Πόσο ευτυχισμένος νιώθω!"
Ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να κόψουν το καρβέλι του αφέντη. Αλλά, μόλις το μαχαίρι ακούμπησε το ψωμί, από μέσα κατρακύλησαν ένα σωρό χρυσά νομίσματα! Ήταν οι μισθοί των τριών χρόνων που ο Τζον είχε ανταλλάξει με τις τρεις πολύτιμες συμβουλές...


 
Top