Καλημέρα αγαπητοί συναναγνώστες... έπειτα από ένα συναρπαστικό - ίσως γι'αυτό, όχι ιδιαίτερα εποικοδομητικό αναγνωστικά - καλοκαίρι, επιστρέφω στο νήμα έχοντας διαβάσει μόλις δύο (Ωιμέ...τι ντροπή...) από τα τέσσερα (επίσημα) καθορισμένα βιβλία... με διάθεση όμως να διαβάσω κατά τις προσεχείς ημέρες το Στοίχειωμα αλλά και το προαιρετικό πέμπτο ανάγνωσμα του Μάστερτον.
Ακολουθώντας το πρόγραμμα όπως διαμορφώθηκε από τον Ινσμούθιο, ξεκίνησα με τους ξεγραμμένους για τους οποίους έχουν ήδη ειπωθεί πολλά από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, αλλά ας προσθέσω κι εγώ το λιθαράκι μου. Η αλήθεια είναι ότι μετά την ισχυρότατη αίσθηση που μου προκάλεσε «Το κορίτσι της διπλανής πόρτας» - ένα αδυσώπητο αριστούργημα - ήθελα αφ' ενός να διαβάσω κι άλλα βιβλία του συγγραφέα ενώ ταυτόχρονα δίσταζα καθώς διαισθανόμουν πως τίποτα δεν θα μπορούσε να σταθεί αντάξιο εκείνης της πρώτης συγκλονιστικής εμπειρίας.
«Οι Ξεγραμμένοι» αποδείχτηκαν ένα πολύ καλογραμμένο - και πλέον είμαι σίγουρη ότι η γραφή του Κέτσαμ είναι δύσκολο να με απογοητεύσει - διεισδυτικό ψυχολογικό θρίλερ, ζοφερό, τραγικό, που δεν αφήσει ουδεμία χαραμάδα ελπίδας. Όπως και στο Κορίτσι, βλέπουμε κι εδώ ανθρώπους αλυσοδεμένους από την μοίρα αλλά κυρίως από την ίδια τους την καθήλωση στα περιορισμένα όρια τους. Δεν μπορούν ούτε να δουν, ούτε να ονειρευτούν τι υπάρχει έξω... πόσο μάλλον να καταφέρουν να βγουν από αυτά. Ξεγραμμένοι γιατί δεν πίστεψαν ποτέ ότι μπορούν κάτι περισσότερο. Παρά την δήθεν άτρωτη αυτοεικόνα από την οποία προσπαθούν απεγνωσμένα να πιαστούν, τα θεμέλια είναι σαθρά και η ισορροπία εύθραυστη ιδίως για τον Ρέι και την Κάθριν, τους δύο πιο σημαντικούς χαρακτήρες.
Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής ο Ρέι Πάι, ένας φίλαυτος νταής που επιβεβαιώνεται μέσα από παρασιτικές σχέσεις εξάρτησης που δημιουργεί με άτομα χειραγωγήσιμα και παθητικά ώστε να τον υπακούν και να τον εξυψώνουν με αντάλλαγμα το σεξ ή \ και τα ναρκωτικά. Ο Ρέι φαίνεται να έχει αυτό που όλοι και όλες επιθυμούν και το παρέχει αφειδώλευτα στους πειθήνιους σκλάβους του αρκεί φυσικά να αναγνωρίζουν το «μεγαλείο» του και να συντηρούν την ευάλωτη αίσθηση παντοδυναμίας που έχει ανάγκη για να νιώθει σημαντικός, για να ξεχνά πως είναι αγκυλωμένος, χωρίς παρόν ή μέλλον, δίχως όνειρα, και ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από το αναπόδραστο πεπρωμένο ενός ξεγραμμένου της ζωής... Όταν όμως έρχεται αντιμέτωπος με ό,τι του θυμίζει τι δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει ή να γίνει, ό,τι γενικά είναι άπιαστο για εκείνον, βγαίνει στην επιφάνεια η βαθύτερη αίσθηση ανεπάρκειας, η πικρία και το τυφλό ανεξέλεγκτο μίσος.
Όλα αυτά φυσικά δεν είναι άσχετα με το γεγονός πως γνωρίζει ότι είναι υιοθετημένος και συνεπώς κάποιοι τον απέρριψαν, κάποιοι δεν τον ήθελαν. Και αν δεν γινόταν έτσι, ίσως να είχε μια διαφορετική ζωή και εξέλιξη, διαφορετικές επιλογές... όπως επίσης σχετίζονται με το περιβάλλον όπου μεγάλωσε, δίπλα σε μια εξουσιαστική μητέρα και έναν άβουλο πατέρα στους οποίους πάντα θα χρωστούσε και φαίνεται να τον αντιμετωπίζουν περισσότερο σαν το παιδί για τις δύσκολες δουλειές παρά ως χαϊδεμένο μοναχογιό.
Όταν εντελώς παράλογα, μα κατά κάποιον τρόπο αναμενόμενα, ερωτεύεται την «διαφορετική» παράτολμη, εξίσου αυτάρεσκη και αλλοπρόσαλλη, επιφανειακά απρόσβλητη μα με δικά της σοβαρά θέματα να ελλοχεύουν στα βάθη, Κάθριν, η ούτως ή άλλως επισφαλής επαφή του με την πραγματικότητα χάνεται και η πορεία προς την αυτοκαταστροφή είναι μονόδρομος - αλλά όχι μοναχικός, καθώς συμπαρασύρει μαζί του όσους μπορεί.
Όλοι οι χαρακτήρες λίγο πολύ ασφυκτιούν θαμμένοι ζωντανοί σε μόνιμη προσπάθεια αποδοχής αυτής της αδιασάλευτης αποτυχίας τους. Όπως είπε και ο Ινσμούθιος, σκόπιμα αντιπαθείς ώστε ο αναγνώστης να κρατά μια ψυχρά αποστασιοποιημένη στάση - και αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά από «Το κορίτσι της διπλανής πόρτας» όπου η εμπλοκή είναι αναπόφευκτη και αποστραγγιστική όσο προετοιμασμένος κι αν είναι κανείς.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα και για τους υπόλοιπους χαρακτήρες, αλλά σταματώ εδώ καθώς ήδη παρασύρθηκα και επεκτάθηκα πολύ. Γενικά ένα πολύ καλό βιβλίο.
Προσπάθησα να συνεχίσω με τον Αμαρτοβόρο, ήδη όμως από τις πρώτες σελίδες κατάφερε να με εκνευρίσει με την αφέλεια του (αν και έπρεπε να το περιμένω πως δεν επρόκειτο να μου ταιριάξει ένα βιβλίο που καταπιάνεται με αμαρτίες και θρησκοληψίες. Προσωπικά κάθε άλλο παρά ενδιαφέρουσα μου φάνηκε η υπόθεση εξ' αρχής - είναι βέβαια υποκειμενικό τι τραβάει τον καθένα - έλπιζα ωστόσο να με κεντρίσει το ύφος της συγγραφέως, κάτι που όχι μόνο δεν έγινε αλλά το αντιπάθησα σε βαθμό να θέλω να φερθώ βάναυσα στο βιβλίο - συγκρατήθηκα όμως! Συνεπώς προτίμησα να το παρακάμψω και να αφιερώσω χρόνο και ενέργεια σε κάτι που με ευχαριστεί αντί να με εξοργίζει.
Πέρασα λοιπόν στο «Παλούκι στην καρδιά» το οποίο ήταν απολαυστικό και κατάφερε ανέλπιστα να με παρασύρει. Καιρό είχα να απορροφηθώ έτσι από βιβλίο και όχι απλώς να μην αποσπάται ή προσοχή μου - άθλος για εμένα - αλλά να προσπαθώ να ξεκλέψω χρόνο από άλλες ασχολίες για να το διαβάσω. Είναι βέβαια το βαμπιρικό στοιχείο με το οποίο έχω μια εμμονή που με έθελξε, αλλά όχι μόνο. Ο συγγραφέας - που μου ήταν άγνωστος - αποδείχτηκε πραγματικός δεξιοτέχνης στον τρόπο που έχτισε την ιστορία και μέχρι κάποιο σημείο δεν ξεχώριζα πού σταματά το βιβλίο που διάβαζα και πού άρχιζε το βιβλίο που έγραφε ο πρωταγωνιστής του, Λάρι.
Τα αγαπημένα μου σημεία, παραδόξως, και εκείνα που βρήκα πιο συναρπαστικά και ανατριχιαστικά δεν ήταν τόσο όσα σχετίζονταν με την κεντρική ιστορία, αλλά με την Λέιν, την έφηβη κόρη του Λάρι και κυρίως με τον εντελώς διεστραμμένο καθηγητή Κρέιμαν... οι σκηνές όπου εμφανίζεται - ιδίως όσες μας δείχνουν την απύθμενα σκοτεινή πλευρά του ήταν τόσο απόκοσμες και είχαν την υφή εφιαλτικού ονείρου... (ακριβώς το στοιχείο μου). Ο τρόπος που αναπτύσσεται η αλλόκοτη «σχέση» ανάμεσα σε εκείνον και την αφελώς ερωτοχτυπημένη μαθήτρια, είχε κάτι σκοτεινά σαγηνευτικό κι επικίνδυνο ώστε δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Με ενθουσίασε και με εντυπωσίασε το πόσο άψογα πετυχαίνει να συλλάβει ο Λέιμαν την ψυχοσύνθεση της έφηβης κοπέλας, είναι τόσο πειστική, τόσο αληθοφανής - μακράν ο πιο ολοκληρωμένος χαρακτήρας του βιβλίου - που όσα φρικτά μέλλει να βιώσει καταλήγουν ακόμα πιο ενοχλητικά. Ενώ αρχικά δεν την συμπάθησα, στην πορεία την λυπήθηκα και την ένιωσα σε μεγάλο βαθμό.
Επίσης γοητευτηκα από τον απρόσμενο και φαινομενικά παράταιρο ψυχικοπνευματικό δεσμό που δημιουργείται ανάμεσα στον Λάρι και την βρικολακίνα (ή βρικολάκισσα όπως την μεταφράζει η Βίκυ Μυλωνοπούλου - και μπράβο της για την χρήση του θηλυκού γένους, προφανώς κατά το δαιμόνισσα). Μου άρεσε πάρα πολύ το πώς επικοινωνούσαν μέσα από τα όνειρα και εξελισσόταν σε αυτά η σχέση τους, αφήνοντας τα σημάδια της στην πραγματικότητα. Δεν ήμουν σίγουρη μέχρι το τέλος αν όλα αυτά τα συναισθήματα ήταν αληθινά ή αν τον χρησιμοποιούσε παραπλανητικά για τον σκοπό της και κάποια στιγμή, αφού «ελευθερωνόταν» θα στρεφόταν εναντίον του.
Η κατάληξη ήταν γλυκόπικρη και εμπεριείχε θυσίες που θα προτιμούσα να μην γίνουν... όπως το βιβλίο που δεν γράφεται εν τέλει και κυρίως ότι ο Λάρι παραμένει στην βολεμένη ζωή του με την - για εμένα τουλάχιστον - αντιπαθέστατη, δεσποτική και καταπιεστική σύζυγο του Τζιν, ενώ μπορούσε να αποδράσει από όλα αυτά με την Μπόνι ακολουθώντας την στην αθανασία...
Τέλος, ο συγγραφέας - που πολύ θα ήθελα να διαβάσω κι άλλα βιβλία του - μολονότι ακολουθεί πιστά τον βαμπιρικό μύθο και διατηρεί τα στοιχεία της παράδοσης - όπως το σκόρδο, το ξύλινο παλούκι και το φέρετρο - παρεκκλίνει ευχάριστα σε ορισμένα σημεία και εισάγει κάποιοιες ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις όπως η αγάπη της Μπόνι για τον ήλιο και η μεταμόρφωση της σε γλάρο κατά την τελική σκηνή.
Ινσμούθιε και Αψαλαρ αδημονώ να διαβάσω τα δικά σας σχόλια για το συγκεκριμένο βιβλίο που ελπίζω να το βρήκατε κι εσείς συναρπαστικό!
Θα επανέλθω για το Στοίχειωμα καθώς και για τον Απόγονο που, αν και εκτός προθεσμίας, σκοπεύω να τα διαβάσω άμεσα.