Πάμε και στο τελευταίο κομμάτι της συνανάγνωσης (αν και παρατηρώ σαφώς μειωμένο ενδιαφέρον).
Βρήκα τον Ίσκιο στον Πυθμένα του Κόσμου ένα απ’ τα πιο παράξενα και δησερμήνευτα διηγήματα του βιβλίου. Μάλιστα διάβασα σε μια συνέντευξή του ότι για αρκετό καιρό τη θεωρούσε την καλύτερη ιστορία του! Τι να ‘ναι, άραγε, αυτό που δηλητηριάζει τη μικρή κοινότητα της ιστορίας τις μέρες μετά τον θερισμό και τη συγκομιδή της γης; Τα δέντρα και τα φυτά υιοθετούν παράξενες συνήθειες, δεν υπακούν στον φυσικό κύκλο της ζωής τους, ένα σκιάχτρο φτιαγμένο από σκοτάδι ριζώνει σ’ ένα χωράφι, οι άνθρωποι βασανίζονται από κοινούς εφιάλτες. Ένας ξένος κόσμος έχει εισβάλει ανάμεσά τους και, όπως συνέβη και στο Μίλενμπεργκ, αποδομεί τους φυσικούς νόμους, αντικαθιστώντας τον πυρήνα της πραγματικότητας με κατάμαυρους, σχεδόν άυλους ίσκιους. Παράλληλα, στην επιφάνεια, σαν σε αντίθεση με τους κρυμμένους ίσκιους, τα πάντα λαμποκοπούν αφύσικα και (κόλλησα σ’ αυτή τη λέξη) υστερικά. Η απόκοσμη γκροτέσκα βλάστηση και άνθηση που κυρίευσε τα όνειρα των ανθρώπων, μου έφερε στο νου τον λουλουδιασμένο κόσμο του Fleurs, όπως και τα Άνθη της Αβύσσου. Δεν είναι απ’ τις αγαπημένες μου ιστορίες του βιβλίου, όμως σίγουρα με εντυπωσίασε.
Στις πρώτες σελίδες της Μέδουσας είναι λιγότερο έντονο το σουρεαλιστικό/ονειρικό στοιχείο, καθώς ο συγγραφέας χτίζει σε αρκετά ρεαλιστική βάση (έχουμε μια ικανοποιητική σκιαγράφηση του κεντρικού χαρακτήρα, ονόματα ανθρώπων, δρόμων, καταστημάτων, αληθοφανείς διάλογους κ.ο.κ.) μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, με θέμα την εμμονή. Μου άρεσε ιδιαίτερα ο φάκελος με τα φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, τυχαία στοιχεία που "δωρίστηκαν" από την τύχη στον ήρωα. Θα αρκούσε για να θεωρήσουμε το πάθος του παρανοϊκό και τον ίδιο διανοητικά ασθενή, αν δεν βρισκόμασταν σε ιστορία του Λιγκότι, κι αν η μονομανία του με το μυθικό πλάσμα (και η ίδια η Μέδουσα) δεν ήταν τόσο γοητευτική. Τα γνωρίσματα του ύφους του συγγραφέα, στα οποία έχουμε έως τώρα μυηθεί, εισάγονται σταδιακά όσο προχωρά η ιστορία, και πληθαίνουν προς το τέλος. Καθηλωτική ιστορία! Να συμπληρώσω ότι με συγκλόνισε αυτή η τόσο πεσιμιστική και ζοφερή οπτική της ζωής που εκφράζει ο ήρωας (και, φαντάζομαι, ο συγγραφέας) μέσα απ’ αυτά τα λόγια: "Η ευζωία κάποιου δεν εξυπηρετεί παρά ένα σκοπό μονάχα, να ανασκάπτει στην ψυχή του ένα χάσμα που περιμένει να πληρωθεί με μια κατολίσθηση τρόμου, να δημιουργεί μια κενή μήτρα που οι παράδοξες διαστάσεις της θα παράγουν μια μέρα το σχήμα ενός ανεπανάληπτου τρόμου". Σοκαριστικό! Κάτι που δεν κατάλαβα: Ποιο ήταν το θύμα της Μέδουσας που δυσκολεύτηκε στο τέλος να αναγνωρίσει ο ήρωας; Λέει: "Με δυσκολία αναγνώρισε ο Ντρέγκλερ αυτό το πρόσωπο, αυτή τη γυμνή και παραλυμένη μορφή που την είχε ολότελα ξεχάσει και δεν τη σκεφτόταν παρά μονάχα σαν μακάβριο σχήμα λόγου που κάποτε το χρησιμοποιούσε για να περιγράψει την παράδοξη κατάσταση της ψυχής του". (Έλλη; ) Έχει καταλάβει κάποιος;
Το αριστουργηματικό Τσαλάλ είναι, νομίζω, η ιστορία ενός "Αντίχριστου", όπως τον φαντάστηκε ο Λιγκότι, ενός νεαρού μα αιωνόβιου πλάσματος που έλκεται απ’ την ακατανίκητη γοητεία του χάους και της μεταμόρφωσης. Ο Άντριου, γεννημένος με αφύσικο τρόπο, όπως και ο Ιησούς, έχει το προσωπικό του ευαγγέλιο (γραμμένο απ’ τον πατέρα του), και ως νεαρός ταξιδεύει σε μυστηριακούς τόπους και διευρύνει το πνεύμα του, για να επιστρέψει τελικά στην πατρίδα του, να αναλάβει έργο και να αυτοθυσιαστεί, σε ένα τρομερό τελετουργικό μετάληψης. Πέρα απ’ την ίδια την ιστορία του Άντριου, λάτρεψα το θλιβερό, θαμπό σκηνικό της σκελετούπολης που στέκει στις παρυφές της πραγματικότητας, με τα σαν χάρτινα σπίτια της και τους σαν φαντάσματα ανθρώπους της. Όσο για την οντότητα Τσαλάλ (το όνομά του ένας φόρος τιμής στον Πόε), λογικά δεν είναι άλλος απ’ τον θεό που αλλού ο Λιγκότι ονόμασε Νεδεσκέριαλ. Νησί το Τσαλάλ, νησί και το Νεδεσκέριαλ. Όπως και του Νεδεσκέριαλ, έτσι και η ουσία του Τσαλάλ μπορεί να κρύβεται σε παλιές ιστορίες γοτθικού τρόμου. Αμφότεροι εκπροσωπούν το χάος και την αλλαγή και αποτελούν πυρήνα όλης της ύπαρξης. Η παρουσία τους σε έναν τόπο τον μεταμορφώνει, με μικρές, σταδιακές αλλαγές ("συγκρατημένες απαρχές του χάους που θα καταβροχθίσει τελικά ακόμα και τ’ αστέρια".). Πρέπει να πω ότι ο "Αντίχριστος" της ιστορίας μου φάνηκε ιδιαίτερα συμπαθητικός.
Στη Φωνή στα Οστά ο Λιγκότι αιχμαλωτίζει τον ήρωα/αναγνώστη μέσα σε έναν σουρεαλιστικό, ασαφή εφιάλτη. Ο κίνδυνος είναι απροσδιόριστος, οι διώκτες άχρωμες φιγούρες χωρίς υλική ουσία. Το περιβάλλον είναι ασταθές και δυσνόητο, διαρκώς μεταλλασσόμενο, ενώ οι σύμμαχοι δεν είναι παρά ίσκιοι στους τοίχους και ασώματοι αντίλαλοι. Όμως, μέσα σε αυτόν τον ακαθόριστο ονειρόκοσμο, είναι πολύ πραγματικό και ασφυκτικό το αίσθημα της αγωνίας. Παράξενη ιστορία, αλλά πολύ όμορφη.
Στο Τεάτρο Γκροτέσκο ο Λιγκότι είναι στα κέφια του, και μας χαρίζει μια συναρπαστική ιστορία μυστηρίου, γραμμένη με απίστευτο ρυθμό και χιούμορ. Το θέμα της ιστορίας είναι από μόνο του καθηλωτικό, αλλά ακόμα ποιο εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που την αφηγείται, κομμάτι-κομμάτι, αφήνοντας τους θρύλους και τις από στόμα σε στόμα ιστορίες να ζωγραφίσουν τη δική τους (ακριβή ή όχι) εικόνα για τον μυστηριώδη θίασο. Στα συν ένα διακριτικό μα καυστικό χιούμορ (π.χ. "Συστήθηκε λέγοντάς της και τι επαγγελόταν, θεωρώντας το σημαντικό να δηλώσει το συντομότερο δυνατόν πως ήταν καλλιτέχνης ή τουλάχιστον να αφήσει να εννοηθεί όσο σαφέστερα μπορούσε πως ήταν φωτογράφος με τις υψηλές καλλιτεχνικές βλέψεις που αναμφισβήτητα ήταν" ή "Η στρατηγική του Σπενς ήταν να μην κουνήσει ρούπι από το γραφείο του σπιτονοικοκύρη του και να βαλθεί να τον κοιτάζει με το επιτιμητικό βλέμμα του φωτογράφου ωσότου εκείνος να ενδώσει"). Από τη μέση και μετά η αφήγηση αποκτά έντονο στοχαστικό χαρακτήρα σχετικά με την τέχνη και την έκφρασή της, ενώ οι τελευταίες σελίδες είναι απολαυστικά αινιγματικές και εφιαλτικές (Νεδεσκέριαλ!)
Πάμε στο Σεβερίνι, που με μπέρδεψε περισσότερο απ’ όλες τις ιστορίες. Ίσως κάνω λάθος, όμως έχω την αίσθηση ότι συνομιλεί με το Τεάτρο Γκροτέσκο και ίσως είναι και συνέχειά του. Και στα δύο έχουμε ένα είδος μυστήριας παράστασης που τραβά καλλιτέχνες και καλλιτεχνικές φύσεις, αν κι εδώ το αντικείμενο του ενδιαφέροντος γεννά την τέχνη, δεν την εξουδετερώνει. Αναρωτιέμαι, με βάση τα στοιχεία που δίνει ο συγγραφέας για την ασθένεια του Σεβερίνι, αν πρόκειται για τον ίδιο ανώνυμο καλλιτέχνη που ακολούθησε το Τεάτρο στην προηγούμενη ιστορία. Εδώ ο αφηγητής ταυτίζεται με τον Σεβερίνι με κάποιον τρόπο στις τελευταίες σελίδες. Αποτελούν το ίδιο πρόσωπο; Δύο διαφορετικά πρόσωπα στο ίδιο σώμα; Είναι ο αφηγητής μας το άλλο/ανταγωνιστικό πρόσωπο του Σεβερίνι; Αυτό που "ξέρει τη νόσο"; Όποιος κι αν είναι, πάντως, έχει κοινά με τον αφηγητή του Τεάτρο, όπως τα παραληρήματα των ασθενειών. Άλλωστε ο ήρωας του Τεάτρο δεν ήταν που φιλοδοξούσε να "δημιουργήσει υπερτέχνη"; Πιθανότατα έχω πέσει τελείως έξω με αυτές τις εικασίες. Σε κάθε περίπτωση, το Σεβερίνι ήταν το διήγημα που με δυσκόλεψε περισσότερο στην κατανόηση και ερμηνεία. Μάλλον χάθηκα κι εγώ μέσα σ’ αυτόν τον παραληρηματικό λόγο των τελευταίων σελίδων, κάπου μεταξύ του τροπικού υπονόμου και του μονοπατιού στο έλος.
Η συλλογή κλείνει μ’ ένα σωστό διαμάντι, τον Κόκκινο Πύργο. Πρόκειται για ένα υπέροχο, σκοτεινό παραμύθι (μου έφερε στο μυαλό κάποιες λιγότερο σκοτεινές σελίδες του Μίχαελ Έντε απ’ τον Καθρέφτη μες στον Καθρέφτη ή τη Φυλακή της Ελευθερίας). Η εικόνα του εργοστασίου που κατασκευάζει τρόμο είναι συγκλονιστικά απτή μέσα στην ασάφειά της. Σαν να μας ξεναγεί κάποιος στους βαθύτερους εφιάλτες του, εκεί που όλα είναι αληθινά και συγκεκριμένα. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, τι προκαλεί μεγαλύτερο δέος – ο πύργος και όλη η φανταστική/φρικτή παραγωγή του, ή το ατέλειωτο γκρίζο τοπίο που απειλεί να τον καταπιεί; Πολύ θα ήθελα να κλείσει ο Λιγκότι την αφήγηση δίνοντάς μας κάποιο στοιχείο για τα προϊόντα του τρίτου, βαθύτερου επιπέδου του πύργου. Όμως, ο άτιμος, το ζητά από μας. Τελειότητα!
Τα διηγήματα κατά σειρά προτίμησής μου:
1) Σημειώσεις για τη συγγραφή τρόμου
2) Η μεγαλύτερη γιορτή των μασκών
3) Ο κόκκινος πύργος
4) Τσαλάλ
5) Τα κουκούλια
6) Η σέκτα του άνοου
7) Νεδεσκέριαλ
8) Τεάτρο Γκροτέσκο
9) Βαστάριεν
10) Οι μυστικιστές του Μίλενμπεργκ
11) Το όνειρο μιας κούκλας
12) Το άσυλο του δόκτορος Λόκριαν
13) Η βιβλιοθήκη του Βυζαντίου
14) Η μέδουσα
15) Η φωνή στα οστά
16) Ο ίσκιος στον πυθμένα του κόσμου
17) Το "παιχνίδι"
18) Σεβερίνι
19) Les Fleurs
20) Άνθη της Αβύσσου
21) Η μικρή διάλεξη του καθηγητή Κανένα