Διαβάζοντας τις βιογραφίες των άλλων μελών διαπίστωσα ότι πρόκειται για νέα παιδιά, φοιτητές, έφηβους και νέους επιστήμονες. Εγώ είμαι αρκετά μεγαλύτερος. Ισχύει αυτό που λέει το τραγούδι: ...εσύ ΄σαι στην αρχή κι εγώ στο παρά πέντε. Επίσης διαισθάνθηκα ότι οι περισσότεροι της λέσχης κλίνουν προς τις θεωρητικές επιστήμες, ενώ εγώ είμαι των θετικών. Τι γυρεύει λοιπόν η αλεπού στο παζάρι;
Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο πατέρας μου ήταν ιερέας και αυτό το γράφω γιατί επηρέασε τη ζωή μου και τη σχέση μου με το βιβλίο. Σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης το παιδί του παπά πρέπει να είναι υπόδειγμα και εγώ δεν ήμουν. Πολλές φορές λοιπόν προτιμούσα να μένω στο σπίτι παρά να κυκλοφορώ στο χωριό και να ντροπιάζω την οικογένεια μου. Στο σπίτι όμως, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να διαβάζω. Έτσι δέθηκα με τα βιβλία που ήταν μπόλικα στο πατρικό μου. Συμπάθησα από την αρχή τον Παπαδιαμάντη και τις αδελφές Μπροντέ, που ήταν επίσης παπαδοπαίδια.
Στα γυμνασιακά μου χρόνια, στην μικρή επαρχιακή πόλη πια, μόνο η καταπληκτική Δημοτική Βιβλιοθήκη μπορούσε να γεμίσει τον ελεύθερο χρόνο μου. Έγινα μέλος της βιβλιοθήκης αυτής με συνδρομή μία δραχμή το μήνα. Άρχισα να διαβάζω μανιωδώς ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Στη δευτέρα γυμνασίου φόρεσα γυαλιά, γιατί ο αστιγματισμός που είχα μου προκαλούσε φοβερές ημικρανίες, όταν διάβαζα πολλές ώρες, δηλαδή καθημερινά. Τότε αγάπησα τον Ιούλιο Βέρν, το Γιάννη Μαρή, την Άγκαθα Κρίστι. Αργότερα διάβασα Καζαντζάκη, Ζολά, Παπαδιαμάντη, Μυριβήλη, Πρεβελάκη, Ρώμα κλπ. Η δικοί μου βέβαια, δεν συμφωνούσαν με την ανάγνωση "εξωσχολικών" βιβλίων.
Τα βιβλία του F.G. Lorca ήταν τότε απαγορευμένα από τη χούντα. Κυκλοφορούσαν όμως παράνομα στην Αθήνα και έτσι απόκτησα μερικά, μέσω του αδελφού μου που ήταν τότε φοιτητής. Μια μέρα αποφάσισα, τα βιβλία του Lorca, να τα πάρω μαζί μου στο σχολείο, να τα δουν οι συμμαθητές μου. Μερικές μέρες αργότερα, ένα πρωί, με κάλεσαν στο γραφείο του Γυμνασιάρχη. Έκπληκτος είδα ότι με περίμεναν εκεί εκτός από το Γυμνασιάρχη, ο πατέρας μου και ένας ένστολος. Μόνο μετά από εξευτελισμούς, υποσχέσεις και παρακλήσεις γλύτωσα την ανάκριση στο αστυνομικό τμήμα. Σοκαρίστηκα πραγματικά. Ήμουν 13 χρονών. Παραδόξως πως, ο πατέρας μου δεν μου έκανε πολλές παρατηρήσεις. Την επόμενη παρέδωσα τα βιβλία στο Γυμνασιάρχη και έφαγα αρκετές ξυλιές, γιατί λέει δυσφήμησα το σχολείο. Αποβλήθηκα δύο ημέρες.
Στα φοιτητικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη, τα πράγματα ήταν εντελώς ανάποδα. Μεταπολίτευση πια και είχαμε πάει στο άλλο άκρο. Αν δεν διάβαζες Έγκελς και Μαρξ δεν υπήρχε λόγος να ζεις. Διάβασα αρκετά "Φιλοσοφία" και αρρώστησα. Ήμουν συνέχεια μελαγχολικός και κακόκεφος. Τη λύση τη βρήκα σε ένα κείμενο του Καζαντζάκη: Η τέχνη είναι η μόνη σωτηρία. Άρχισα να διαβάζω Ιστορία της Τέχνης, ξαναγύρισα στη λογοτεχνία και βρήκα την υγειά μου.
Από τότε μέχρι σήμερα, διαβάζω συνεχώς κάθε καλό βιβλίο που πέφτει στα χέρια μου. Τώρα που έχω δικά μου χρήματα, έφτιαξα μια μεγάλη δική μου βιβλιοθήκη και κοντά της σας γράφω αυτές τις γραμμές. Ασχολούμαι με τη συλλογή σπάνιων βιβλίων, την ιστορία του βιβλίου και τη βιβλιοδεσία. Τα βιβλία είναι για μένα κομμάτι της ζωής μου και στήριγμα. Είναι μια από τις μεγάλες μου αγάπες. Έχω γράψει πολλά κείμενα, όπως τη διατριβή μου, βιβλία για τους φοιτητές, άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά κλπ. Λογοτεχνία δεν έχω γράψει ποτέ. Μπορεί όμως να το κάνω και αυτό. Έτσι, για μένα.
Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο πατέρας μου ήταν ιερέας και αυτό το γράφω γιατί επηρέασε τη ζωή μου και τη σχέση μου με το βιβλίο. Σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης το παιδί του παπά πρέπει να είναι υπόδειγμα και εγώ δεν ήμουν. Πολλές φορές λοιπόν προτιμούσα να μένω στο σπίτι παρά να κυκλοφορώ στο χωριό και να ντροπιάζω την οικογένεια μου. Στο σπίτι όμως, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να διαβάζω. Έτσι δέθηκα με τα βιβλία που ήταν μπόλικα στο πατρικό μου. Συμπάθησα από την αρχή τον Παπαδιαμάντη και τις αδελφές Μπροντέ, που ήταν επίσης παπαδοπαίδια.
Στα γυμνασιακά μου χρόνια, στην μικρή επαρχιακή πόλη πια, μόνο η καταπληκτική Δημοτική Βιβλιοθήκη μπορούσε να γεμίσει τον ελεύθερο χρόνο μου. Έγινα μέλος της βιβλιοθήκης αυτής με συνδρομή μία δραχμή το μήνα. Άρχισα να διαβάζω μανιωδώς ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Στη δευτέρα γυμνασίου φόρεσα γυαλιά, γιατί ο αστιγματισμός που είχα μου προκαλούσε φοβερές ημικρανίες, όταν διάβαζα πολλές ώρες, δηλαδή καθημερινά. Τότε αγάπησα τον Ιούλιο Βέρν, το Γιάννη Μαρή, την Άγκαθα Κρίστι. Αργότερα διάβασα Καζαντζάκη, Ζολά, Παπαδιαμάντη, Μυριβήλη, Πρεβελάκη, Ρώμα κλπ. Η δικοί μου βέβαια, δεν συμφωνούσαν με την ανάγνωση "εξωσχολικών" βιβλίων.
Τα βιβλία του F.G. Lorca ήταν τότε απαγορευμένα από τη χούντα. Κυκλοφορούσαν όμως παράνομα στην Αθήνα και έτσι απόκτησα μερικά, μέσω του αδελφού μου που ήταν τότε φοιτητής. Μια μέρα αποφάσισα, τα βιβλία του Lorca, να τα πάρω μαζί μου στο σχολείο, να τα δουν οι συμμαθητές μου. Μερικές μέρες αργότερα, ένα πρωί, με κάλεσαν στο γραφείο του Γυμνασιάρχη. Έκπληκτος είδα ότι με περίμεναν εκεί εκτός από το Γυμνασιάρχη, ο πατέρας μου και ένας ένστολος. Μόνο μετά από εξευτελισμούς, υποσχέσεις και παρακλήσεις γλύτωσα την ανάκριση στο αστυνομικό τμήμα. Σοκαρίστηκα πραγματικά. Ήμουν 13 χρονών. Παραδόξως πως, ο πατέρας μου δεν μου έκανε πολλές παρατηρήσεις. Την επόμενη παρέδωσα τα βιβλία στο Γυμνασιάρχη και έφαγα αρκετές ξυλιές, γιατί λέει δυσφήμησα το σχολείο. Αποβλήθηκα δύο ημέρες.
Στα φοιτητικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη, τα πράγματα ήταν εντελώς ανάποδα. Μεταπολίτευση πια και είχαμε πάει στο άλλο άκρο. Αν δεν διάβαζες Έγκελς και Μαρξ δεν υπήρχε λόγος να ζεις. Διάβασα αρκετά "Φιλοσοφία" και αρρώστησα. Ήμουν συνέχεια μελαγχολικός και κακόκεφος. Τη λύση τη βρήκα σε ένα κείμενο του Καζαντζάκη: Η τέχνη είναι η μόνη σωτηρία. Άρχισα να διαβάζω Ιστορία της Τέχνης, ξαναγύρισα στη λογοτεχνία και βρήκα την υγειά μου.
Από τότε μέχρι σήμερα, διαβάζω συνεχώς κάθε καλό βιβλίο που πέφτει στα χέρια μου. Τώρα που έχω δικά μου χρήματα, έφτιαξα μια μεγάλη δική μου βιβλιοθήκη και κοντά της σας γράφω αυτές τις γραμμές. Ασχολούμαι με τη συλλογή σπάνιων βιβλίων, την ιστορία του βιβλίου και τη βιβλιοδεσία. Τα βιβλία είναι για μένα κομμάτι της ζωής μου και στήριγμα. Είναι μια από τις μεγάλες μου αγάπες. Έχω γράψει πολλά κείμενα, όπως τη διατριβή μου, βιβλία για τους φοιτητές, άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά κλπ. Λογοτεχνία δεν έχω γράψει ποτέ. Μπορεί όμως να το κάνω και αυτό. Έτσι, για μένα.