Λοιπόν, αυτό το νήμα μου θύμισε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, ένα απόσπασμα απ' το οποίο θα ήθελα να παραθέσω. Πρόκειται για το "Βιβλίο Κόλαση" του Κάρλο Φραμπέτι. Ο ήρωάς του, όπως και ο Δάντης, διατρέχει τους εννέα κύκλους της κόλασης, μόνο που η κόλαση είναι μια βιβλιοθήκη και οι κολασμένοι είναι τα αμαρτωλά βιβλία! Ένα πολύ ενδιαφέρον και λίγο ακραίο στις απόψεις που εκφράζει βιβλιαράκι.
Σχετικά με το κακό τέλος στα παραμύθια, λοιπόν:
"Ο δαίμονας μάζεψε τα ωτικά φτερά του και με κάλεσε με μια χειρονομία να επισκεφθώ τον Έβδομο Κύκλο. Ήταν ο κύκλος των βιαίων, και καμία έκπληξη δεν αισθάνθηκα όταν είδα στα ράφια του κάποια κλασικά βιβλία όπως το Malleus maleficorum, το Der Judenstaat ή το Mein Kampf, με την αιματηρή συντροφιά βιβλίων σχετικών με τις ταυρομαχίες ή το κυνήγι, ποινικών κωδίκων κ.λπ. Επίσης δεν με εξέπληξε το ότι συνάντησα εκεί, μολονότι η βιαιότητά του δεν είναι τόσο απροκάλυπτη, το Καπιταλισμός και ελευθερία του Milton Friedman και άλλα έργα απολογητικά του νεοφιλελευθερισμού. Πρόσεξα, όμως, ότι στα ίδια ράφια, συντροφιά με κάτι τέτοιες εκδηλώσεις της ανθρώπινης θηριωδίας, ήταν και τα παραμύθια του Andersen.
"Τι δουλειά έχουν εδώ ο γυμνός αυτοκράτορας και η πριγκίπισσα με το μπιζέλι;" ρώτησα καθώς ξεφύλλιζα το σχετικό βιβλίο, εικονογραφημένο με τις φαντασμαγορικές μινιατούρες του Arthur Rackham.
"Δεν κοίταξες καλά" μου απάντησε ο βιβλιοθηκάριος, "γιατί ακριβώς αυτά τα δύο παραμύθια δεν βρίσκονται εδώ. Όμως, μην αφήνεσαι να παρασυρθείς από κάτι τέτοιες ευκαιριακές επιδείξεις χιούμορ: ο Andersen ήταν ένας χολερικός, ένας θρησκόληπτος σαζομαζοχιστής που βασάνιζε τα παιδιά με τις περιπαθείς και πεισιθάνατες ιστορίες του. Εξάντλησε κυριολεκτικά την ηθικολογική και κομφορμιστική τάση που συνήθως διαφθείρει τις προσαρμογές των παραδοσιακών παραμυθιών για παιδιά, οδηγώντας στα άκρα την ιδεολογική χειραγώγηση που είχε ξεκινήσει ο Perrault. Ο Andersen μετέφερε τη νοσηρή αίσθησή του περί χριστιανικής αυταπάρνησης με τη βαθιά περιφρόνησή του για το γήινο και το ζωτικό στα δακρύβρεχτα αφηγήματά του, που καλούν σε μιαν απευθείας πρόσβαση από τον υποτιθέμενο παράδεισο της παιδικής ηλικίας στον ψευδαισθητικό παράδεισο του επεκείνα, περιφρονώντας τελείως την ενδιάμεση ενήλικη και υπεύθυνη ζωή (την πραγματική ζωή). Άκου αυτό..." είπε, κι αφού μου πήρε το βιβλίο από τα χέρια, έψαξε μια σελίδα και διάβασε με μια φωνή ξερή και τριζάτη σαν φλόγα: "Ξαφνικά, το πιο μικρό αγόρι πήρε το στρατιωτάκι και, χωρίς να δώσει την παραμικρή εξήγηση, το 'ριξε στο τζάκι... Το μολυβένιο στρατιωτάκι ένιωσε μια τρομερή ζέστη, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν από τη φωτιά ή από τον έρωτά του. Κοίταζε τη δεσποινιδούλα, που το κοίταζε κι εκείνη. Ένιωθε να λιώνει, αλλά έμενε εκεί, ακίνητο, με το όπλο επ' ώμου. Και τότε, άνοιξε μια πόρτα, ο αέρας πήρε τη χορεύτρια, κι εκείνη, πετώντας σαν συλφίδα, πήγε στο τζάκι κι έμεινε δίπλα στο στρατιωτάκι, τυλιγμένη στις φλόγες. Το μολυβένιο στρατιωτάκι έλιωσε, κι όταν, την άλλη μέρα, ήρθε η υπηρέτρια να σηκώσει τις στάχτες, δεν είχε μείνει απ' αυτό παρά κάτι σαν καρδιά από μολύβι. Απ' τη χορεύτρια είχαν μείνει μόνο οι πούλιες..."
"Φτάνει!" τον διέκοψα, με τα μάτια φορτωμένα παλιά δάκρυα. "Μη συνεχίζεις..."
"Ακόμα κι αν το 'θελες, δεν θα μπορούσα να συνεχίσω" είπε ο βιβλιοθηκάριος, γυρίζοντας τις σελίδες. "Είναι το αποθεωτικό φινάλε του παραμυθιού Το Μολυβένιο Στρατιωτάκι. Υπάρχουν, όμως, και καλύτερα κομμάτια. Άκου: "Όμως, σ' εκείνη τη γωνιά, ανάμεσα στα δύο σπίτια, το παγερό πρωί βρήκε το κοριτσάκι καθισμένο, με τα μαγουλάκια ροδοκόκκινα κι ένα χαμόγελο στα χείλια: νεκρό, νεκρό απ' την παγωνιά, Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Κι όταν ξημέρωσε η Πρωτοχρονιά, βρήκαν το νεκρό κορμάκι δίπλα σε μια τάβλα σπίρτα κι ένα κουτί που είχε καεί όλο..."
Ενόσω διάβαζε, ο δαίμονας άναψε ένα σπίρτο, τρίβοντάς το πάνω σ' ένα απ' τα μικρά του κέρατα. Και στο φως του διαβολικού φωσφόρου είδα τον εαυτό μου, μικρό, να διαβάζει το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα. Στο βιβλίο υπήρχε μια εικόνα όπου το κοριτσάκι άναβε ένα σπίρτο, στο φως του οποίου φαινόταν ο δαίμονας ν' ανάβει ένα σπίρτο, στο φως του οποίου..."