Δικές μας Βιβλιοϊστορίες

Η δικαίωση ενός ξεχασμένου βιβλίου

Αρχές Σεπτεμβρίου. Φεύγω βιαστικά για την Νότια Εύβοια όπου βρίσκεται το εξοχικό των γονιών μου, για την προγραμματισμένη τελευταία «τζούρα» διακοπών, εν μέσω τρελού φόρτου εργασίας -και με τη σύζυγο και δύο φίλες μας να βρίσκονται ήδη εκεί δύο μέρες νωρίτερα. Να πάρω μαζί μου βιβλίο; Μπα... Από τότε που πήρα smartphone, μετρημένα στα δάχτυλα είναι αυτά που έχω διαβάσει...

Τα δωρεάν δεδομένα στο κινητό, όμως, τελειώνουν. Ο ελεύθερος χρόνος στο αραιοκατοικημένο χωριουδάκι είναι πολύς. Κάτι πρέπει να κάνω για να κυλήσει δημιουργικά η ώρα. Κανένα βιβλίο μήπως; Κάτι είχαμε αφήσει στο σπίτι από παλιά, το θυμάμαι. Θυμάμαι σίγουρα ένα βιβλίο με χριστιανικά/πατριωτικά διηγήματα -δεν είμαι για τέτοια, αλλά δεν βαριέσαι, απ' το ολότελα... Σίγουρα υπάρχει και η συλλογή «Βελουδένια» από τις εκδόσεις «Αστήρ» -θυμάμαι που διάβαζα προ ετών τα όμορφα παραμυθάκια της στον μικρό μου ανιψιό, όταν ήταν ακόμα πιο μικρός. «Κάπως θα τη βγάλουμε», σκέφτηκα, «αλλά ας ψάξω λίγο περισσότερο, μήπως υπάρχει πουθενά παραπεταμένο και τίποτα πιο ενδιαφέρον».

Στο κομοδίνο του δωματίου βρήκα πράγματι αυτά τα δύο βιβλία, αλλά από κάτω με περίμενε κάτι ακόμα. Τα «Δύσκολα Χρόνια» του Ντίκενς, σε έκδοση-προσφορά της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας». Κάτι που υποδήλωνε (μια και η εφημερίδα έχει κλείσει εδώ και κάποια χρόνια) ότι το βιβλίο έχει μείνει καιρό ξεχασμένο εκεί. Στο εσώφυλλο επιβεβαιώθηκα, έγραφε ότι είχε κυκλοφορήσει το 2006. Θυμήθηκα ότι είχαμε πάει εκείνη τη χρονιά στο χωριό και το Πάσχα και λίγες μέρες το καλοκαίρι, ζούσε ακόμα ο μπαμπάς... Ίσως να είχαμε αγοράσει το Μ. Σάββατο την εφημερίδα που το έδινε ή, το πιθανότερο, την καλοκαιρινή Κυριακή που βρεθήκαμε εκεί, μετά το μπάνιο -συνήθως καλοκαίρι κάνουν τέτοιες προσφορές οι εφημερίδες. Ωστόσο, μου έκανε εντύπωση που δεν θυμόμουν καθόλου την ύπαρξή του -και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα διαμείνει έκτοτε στο εξοχικό.



Δεν άργησα να καταλάβω το γιατί. Ήμουν πάντα σχολαστικός, έως και παράξενος με τα βιβλία μου. Ήθελα να είναι προσεγμένες οι εκδόσεις, να μην είναι τσαλακωμένο το εξώφυλλο ακόμα και αν ήταν λεπτό, το χαρτί να έχει μία άλφα ποιότητα και να το προσέχουμε πάντα (έχω τσακωθεί αρκετές φορές με τη γυναίκα μου όταν βρίσκω τσακισμένες σελίδες, ακόμα και σε «δικά της» βιβλία, ενώ έχουμε τόσους σελιδοδείκτες). Κι αυτό εδώ ήταν σε κακό χάλι. Εξ αρχής δεν ήταν έκδοση της προκοπής, μια και το εξώφυλλο του ήταν από φτηνό χαρτόνι που τσαλακωνόταν εύκολα. Είχε και χτυπήματα στις γωνίες, που είχαν προκληθεί προφανέστατα κατά τη μεταφορά προς και από το φορτηγό του πρακτορείου διανομής, ενώ και το χαρτί των σελίδων ήταν λίγο καλύτερο από αυτό της εφημερίδας -κάποιες ήταν άσχημα τσαλακωμένες ή και σκισμένες ελαφρώς. Αφήστε δε τα σημάδια της πολυκαιρίας... Αφού το φύσηξα αρκετές φορές εξωτερικά για να φύγει η σκόνη, βρήκα στην πορεία από πιτσιλιές καφέ, μέχρι και μία... σκοτωμένη αράχνη, στο εσωτερικό του οπισθοφύλλου!

Κατάλαβα, λοιπόν, το συγκεκριμένο βιβλίο θα πέρασε σίγουρα από τα χέρια μου, αλλά θα ήταν τόσο σκονισμένο και ταλαιπωρημένο, που θα μου προκάλεσε αποστροφή. Γι' αυτό και περνούσε γρήγορα στη λήθη. Φυσικά, δεν μου πέρασε ούτε εκείνη τη στιγμή από το μυαλό να είναι αυτό το μυθιστόρημα που θα με συντρόφευε εκείνες τις μέρες. Πάντα θεωρούσα τον Ντίκενς «βαρύ» για καλοκαίρι (ίσως επειδή είχα διαβάσει μέχρι τότε μόνο τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του), αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι στο σπίτι έχω την αγγλική έκδοση του «Hard Times» από τον Penguin, σαν καινούρια, αγορασμένη πριν από 4-5 χρόνια που η Πολιτεία τα πουλούσε σχεδόν τσάμπα (δύο και κάτι ευρώ). Να πάει χαμένο εκείνο το βιβλίο και η εμπειρία της ανάγνωσης από το πρωτότυπο, για να το διαβάσω από την πατσαβούρα, απλά και μόνο για να περάσει κάπως ευχάριστα ο ελεύθερος χρόνος στο χωριό; Άσε μωρέ, παράτα το!

Έλα, όμως, που πέρασε η πρώτη μέρα και το ήσυχο κλίμα στο σπίτι και γενικότερα στο χωριό, μού δημιουργούσε την ανάγκη να διαβάσω, έστω και τη μία ώρα που οι υπόλοιποι (-ες) θα είχαν πέσει για ύπνο. Προσπάθησα να χαζέψω λίγο με το βιβλίο με τα πατριωτικά παραμυθάκια, αλλά δεν άντεξα για περισσότερη από μισή σελίδα. Δεν είμαι πια για τέτοια. Τη «Βελουδένια» την έχω διαβάσει τόσες φορές από μικρός που την ξέρω σχεδόν απ' έξω -κι άλλες φορές στο εξοχικό είχα διαβάσει μερικά παραμυθάκια της για μένα, πέρα από τότε με τον μικρό, πόσες πια; Με βαριά καρδιά, λοιπόν, είπα να κάνω μία προσπάθεια με τα "Δύσκολα Χρόνια" -ίσα για να περνάει η ώρα και, το πολύ-πολύ, αν μου αρέσει, το συνεχίζω στο σπίτι από το πρωτότυπο. Κι αν είναι χάλια το χαρτί και τσαλακωμένο, δεν πειράζει, ας ρίξω μια φορά τα μούτρα μου κι ας το βγάλω από το μυαλό μου, για να επικεντρωθώ στο περιεχόμενο.

Και το άρχισα. Δεν το λυπόμουν, όπως τα δικά μου βιβλία. Το τέντωνα στο άνοιγμα, δεν με ένοιαζε αν θα έπεφτε λίγο νεράκι σε καμιά σελίδα, σαν να ήθελα να του δείξω ότι του κάνω μεν τη χάρη να το διαβάσω, αλλά το κάνω επειδή είναι η τελευταία λύση που μου έχει απομείνει και μόνο. Ωστόσο, έβρισκα το περιεχόμενο αρκετά ενδιαφέρον. Ο κύριος Γκραντγκράιντ με τις «πραγματικότητές» του, τα καταπιεσμένα παιδιά του που ήταν ενταγμένα στο πρόγραμμά του, ο γλοιώδης κύριος Μπαουντερμπάι που τόσα είχε περάσει στη ζωή του, ο τίμιος και καλοκάγαθος Στέφανος (έτσι τον ανέφερε η εν λόγω μετάφραση) Μπλάκπουλ, η μυστηριώδης κυρία Σπάρσιτ, άρχισαν σιγά-σιγά να με συνεπαίρνουν. Το πρωί με τον καφέ, το μεσημεράκι μετά το φαγητό και πριν το μπάνιο, το βραδάκι, όταν ξάπλωνα, το ξεχασμένο βιβλίο από την «Κυριακάτικη» του 2006, είχε γίνει το μόνιμο αποκούμπι μου.

Αφήστε που από κει που μου προκαλούσε οίκτο, είχα φτάσει να το συμπαθώ και ως έκδοση, παρά την εξωτερική ασχήμια του. Μετά τις πρώτες δύο μέρες, χωρίς να το καταλάβω, είχα αρχίσει να του φέρομαι με μεγαλύτερο σεβασμό, όπως στα «κανονικά» μου βιβλία. Γύριζα πιο προσεκτικά τις σελίδες, πρόσεχα να μην πέσει έστω και μία σταγόνα νερό πάνω. Αλλά μόλις συνειδητοποίησα τι έκανα, κατάλαβα ότι ήταν εντελώς ανούσιο. Ο μύθος που είχα δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια στο μυαλό μου, ότι δηλαδή ένα βιβλίο πρέπει να διατηρείται σαν καινούριο ακόμα κι όταν το διαβάζεις, είχε γκρεμιστεί. Διότι αυτό το χιλιοταλαιπωρημένο βιβλίο από προσφορά εφημερίδας, με το φτηνιάρικο και κιτρινισμένο χαρτί, είχε εξελιχθεί στην καλύτερη συντροφιά μου για έναν και μόνο λόγο (τον μόνο σημαντικό). Το περιεχόμενό του.

Χάρη σ'αυτό το βιβλίο που είχα εντοπίσει τυχαία, γεννήθηκαν στο μυαλό μου όμορφα συναισθήματα. Γέλασα, συγκινήθηκα, πήρα μαθήματα προερχόμενα από μία άλλη, σαφώς, εποχή, τα οποία όμως βρίσκουν εφαρμογή και στις μέρες μας. Δεν είχε σημασία που το χαρτί ήταν φτηνό και το εξώφυλλο «χτυπημένο». Η ουσία παρέμενε η ίδια. Γι' αυτό και ένιωσα την ανάγκη να τιμήσω μέχρι τέλους τον ταλαιπωρημένο, καινούριο μου φίλο. Και το τελευταίο βράδυ, που δεν πήγαμε για μπάνιο στη θάλασσα ούτε βγήκαμε έξω (βοήθησε και ο βροχερός καιρός), έβαλα σκοπό να τελειώσω την ανάγνωση της ιστορίας. Από τη συγκεκριμένη έκδοση, που λίγες ημέρες πιο πριν μου είχε προκαλέσει σχεδόν τον χλευασμό. Και τα κατάφερα!

Ήταν περίεργο το συναίσθημα της ολοκλήρωσης που ένιωσα όταν μετά το πέρας της ανάγνωσης, αργά εκείνη τη νύχτα, απέθεσα τα «Δύσκολα Χρόνια» της «Κυριακάτικης» του 2006, στο ίδιο σημείο που τα είχα βρει, πάνω στο κομοδίνο της μαμάς. Δεν ήταν μόνο η ικανοποίηση που είχα κάνει κτήμα μου ένα κλασικό μυθιστόρημα, το οποίο έχει γοητεύσει γενιές και γενιές αναγνωστών ανά τον κόσμο. Ήταν μεγάλη και η ευχαρίστηση για το γεγονός ότι ένα μάτσο χαρτιά ευτελούς αξίας, δεμένα πρόχειρα για να έχουν μορφή βιβλίου, είχαν εκπληρώσει, επιτέλους, τον σκοπό τους.

Το ταλαιπωρημένο, αλλά δικαιωμένο πια, βιβλίο, έμεινε στο χωριό. Και είμαι βέβαιος ότι κάθε φορά που θα επισκέπτομαι το εξοχικό μας στο μέλλον, θα το αναζητώ και θα το ξεφυλλίζω, για να μου θυμίζει τις όμορφες στιγμές που μου χάρισε εκείνον τον Σεπτέμβριο του 2018.

ΥΓ: Καλησπερίζω ύστερα από πολύ καιρό την όμορφη παρέα της Λέσχης. Ελπίζω η εμπειρία που βίωσα με τα «Δύσκολα Χρόνια», να τονώσει το ενδιαφέρον μου για τα άπειρα βιβλία που παραμένουν αδιάβαστα στις βιβλιοθήκες μου, ώστε να είναι πιο τακτική και η παρουσία μου εδώ.
 

Ίζι

Κυρά των Σκιών
Τι ωραία και καλογραμμένη καλοκαιρινή βιβλιοϊστορία! Πολύ μου άρεσε.
 
Top